Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2017

ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ ΕΟΡΤΑΖΟΜΕΝΟΙ ΑΓΙΟΙ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ


 Ο Απόστολος Τιμόθεος γεννήθηκε στα Λύστρα της Λυκαονίας και  ήταν  ο πιο αγαπητός μαθητής, πιστός συνεργάτης και στενός φίλος του Αποστόλου Παύλου (Α' Τιμόθεου 1, 2. Β' Τιμόθεου 1,2-4. 4,20. Φιλιππησίους 2,20-22). Ο πατέρας του ήταν εθνικός, Έλληνας στη καταγωγή, το όνομά του όμως δε μας είναι γνωστό (Πράξεις 16, 1-3). Η μητέρα του η Ευνίκη ήταν Ιουδαία και είχε γίνει χριστιανή (Πράξεις 16,1, Β' Τιμόθεου 1,5). Ο πατέρας του έφυγε από την πρόσκαιρη αυτήν ζωή πολύ νωρίς και ο Τιμόθεος μεγάλωσε με την μητέρα του Ευνίκη και την γιαγιά του Λωΐδα, που τον ανέθρεψαν με το ανόθευτο γάλα της πίστης και του έμαθαν από τα παιδικά του χρόνια να προσεύχεται και να μελετά τον λόγο του Θεού (Β' Τιμόθεου 3,15). Το όνομά του είναι ελληνικό και σημαίνει αυτός που τιμά τον Θεό, αλλά και αυτόν που τιμά ο Θεός.

Ο ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΩΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ 

  Ο Απόστολος Παύλος κατά το πρώτο ιεραποστολικό ταξίδι του στη Μικρά Ασία το 44 μ.Χ., επισκέφτηκε τα Λύστρα και την οικογένεια του Τιμόθεου ευαγγελίζοντας πρώτα τη γιαγιά του, έπειτα τη μητέρα του και τέλος τον Τιμόθεο (Β' Τιμόθεου 1,5. 3,15).  Παρόλο που ήταν νεαρός στην ηλικία και ασθενής, χαρακτηρίζεται για την αληθινή πίστη και την πλήρη αφοσίωσή του στο Θεό. Ο Παύλος εκτίμησε τα πνευματικά χαρίσματα και το φλογερό ζήλο του Τιμόθεου, είδε στο πρόσωπό του  έναν άξιο αποστολικό εργάτη. Τον πήρε μαζί του συνοδό στην δεύτερη ιεραποστολική περιοδεία σε αντικατάσταση του Μάρκου, αφού πρώτα του έκανε περιτομή για να μη δοθεί η αφορμή στους Ιουδαΐζοντες χριστιανούς να διαβάλουν την αποστολικότητα και τη γνησιότητα του ευαγγελίου του (Πράξεις 16,3). Η αφιέρωσή του στο έργο του Θεού, έγινε με χειροτονία (Α' Τιμόθεου 4,14, Β' Τιμόθεου 1,6). Ο Τιμόθεος συνόδευσε τον κορυφαίο Απόστολο στη Νεάπολη, τους Φιλίππους και τη Βέροια. Εκεί έμεινε με το Σίλα για να στηρίξει τους νέους πιστούς και αργότερα συναντήθηκε με τον Παύλο στην Αθήνα (Πράξεις 17,10-15). Στάλθηκε ξανά στη Θεσσαλονίκη για να βοηθήσει και να ενθαρρύνει τους χριστιανούς της εκεί εκκλησίας, οι οποίοι περνούσαν διωγμούς (Α' Θεσσαλονικείς 3,1-3). Κατόπιν μαζί με το Σίλα συνάντησε ξανά τον Παύλο στην Κόρινθο (Πράξεις 18,1-5), όπου έμειναν για αρκετό διάστημα πριν επιστρέψουν στην Αντιόχεια.

 
  Ο Τιμόθεος  ακολούθησε τον Παύλο και κατά το τρίτο ιεραποστολικό του ταξίδι (Α' Κορινθίους 4,17). Από την Έφεσο που ήταν το ορμητήριο του Παύλου, ο Τιμόθεος στάλθηκε πάλι στη Μακεδονία και στην Κόρινθο μαζί με τον Έραστο (Πράξεις 19,21-22. Α' Κορινθίους 4,17). Αργότερα φθάνοντας ο Παύλος στη Μακεδονία τον ξανασυνάντησε (Β' Κορινθίους 1,1) και από εκεί τον συνόδευσε στην Κόρινθο, όπου ο Παύλος έγραψε την επιστολή προς Ρωμαίους (Ρωμαίους 16,21). Έπειτα επέστρεψε μαζί του στη Μακεδονία, και κατόπιν στην Τρωάδα όπου τον περίμενε μαζί με άλλους διακόνους του ευαγγελίου (Πράξεις 20,3-5).
Κατά την πρώτη φυλάκιση του Παύλου στη Ρώμη ο Τιμόθεος ήταν μαζί του (Φιλιππησίους 1,1. 2,19. Κολοσσαείς 1,1, Φιλήμωνα 1,1) και απελευθερώθηκε αργότερα (Εβρ. 13,23). Ο Παύλος περιμένοντας στην αποφυλάκισή του έγραψε στους Φιλιππησίους ότι θα τους έστελνε τον Τιμόθεο (Φιλιππησίους 2,19). Από την Ρώμη, όπου βρισκόταν ο Παύλος (προφανώς για δεύτερη φορά), ζητά από τον Τιμόθεο να τον επισκεφθεί το ταχύτερο και του ζητά μάλιστα, να φέρει μαζί του από την Τρωάδα τον μανδύα, τα βιβλία και προ παντός τις μεμβράνες (προφανώς κείμενα της ΠΔ). Αργότερα βρίσκουμε τον Τιμόθεο στην Έφεσο μαζί με τον Παύλο (Α' Τιμόθεου 1,3).
 
  Κατά την τέταρτη ιεραποστολική περιοδεία ο Τιμόθεος χειροτονήθηκε από τον Παύλο πρώτος Επίσκοπος Εφέσου σε νεαρή ηλικία, περί το 60 μ.Χ.. Στη διακονία του εκεί έλαβε και τις δύο επιστολές του Παύλου που έχουν και το όνομά του, δηλαδή τις Α' και Β' προς Τιμόθεον. Την πρώτη ο Παύλος την έγραψε στη Λαοδίκεια και τη δεύτερη στη Ρώμη και συγκαταλέγονται στις ποιμαντικές επιστολές της Καινής Διαθήκης για το ποιμαντικό περιεχόμενό τους. Σ' αυτές ο Παύλος του δίνει διάφορες ποιμαντικές συμβουλές για την προσωπική του προκοπή, αλλά και για την προκοπή του ποιμνίου του. Τον προτρέπει να τρέφεται με τους λόγους της πίστεως και της καλής διδασκαλίας που παρακολούθησε, για να είναι σε θέση, στην συνέχεια, να θρέψει ως καλός ποιμένας και το λογικό του ποίμνιο.
Επίσης φέρεται ως συναποστολέας μαζί με τον Παύλο των επιστολών Α' και Β' Θεσσαλονικείς, Β' Κορινθίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς και Φιλήμωνα. Ο Απόστολος Παύλος στις επιστολές του αποκαλεί τον Τιμόθεο «αδελφόν» (Β' Κορ. 1,1. Κολασσ. 1,1, Φιλημ. 1) «δούλον Ιησού Χριστού» (Φιλημ. 1,1) «συνεργόν» αυτού (Α' Κορ. 16,21), «άνθρωπον του Θεού» (Α' Τιμοθ. 16,11) «γνήσιον τέκνον εν πίστει» (Α' Τιμοθ. 1,2) και αγαπητόν τέκνον» (Β' Τιμοθ. 1,2).

Ο ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΩΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΦΕΣΟΥ
 
  Ο Τιμόθεος έζησε όλες τις περιπέτειες του κορυφαίου Αποστόλου και δούλεψε σκληρά στο έργο της διακονίας του ευαγγελίου. Γι αυτό και η εκτίμηση του Παύλου στο πρόσωπό του ήταν μεγάλη (Φιλιππησίους 2,19-22) και η συνεργασία τους κράτησε ως το τέλος (Β' Τιμόθεου 4,9-21). Μετά το μαρτυρικό θάνατο του Παύλου, ο Τιμόθεος επέστρεψε στην Έφεσο όπου και συνέχισε την ιεραποστολική του δράση. Για τη διακονία του ευαγγελίου ο Τιμόθεος φυλακίστηκε (Εβραίους 13,23).
Στο διάστημα αυτό ήρθε από την Παλαιστίνη και εγκαταστάθηκε στην Έφεσο ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, όπου συνδέθηκε με τον Τιμόθεο, του οποίου υπήρξε φίλος, διδάσκαλος και συνεργός, και παρέμεινε εκεί μέχρι του 96 μ.Χ., οπότε και εξορίστηκε στην Πάτμο επί αυτοκράτορα Δομιτιανού (81-96 μ.Χ.) ο οποίος άσκησε  σφοδρό διωγμό κατά των χριστιανών.
  Ο Τιμόθεος στην Έφεσο είχε να αντιμετωπίσει φανατικούς ειδωλολάτρες. Και πριν από αυτόν ο Παύλος κινδύνευσε σοβαρά από τον ειδωλοποιό Δημήτριο. Στην Έφεσο λατρευόταν η Άρτεμη και κατά τις γιορτές προς τιμήν της γινόντουσαν ανήκουστα όργια, τα οποία δικαίως εξήγειραν την ψυχή του Αποστόλου. Σε μια τέτοια γιορτή που ονομαζόταν Καταγώγιο, το έτος 97 μ.Χ., οι Εφέσιοι ειδωλολάτρες τριγυρνούσαν μεταμφιεσμένοι με προσωπίδες στην πόλη, κουβαλώντας μικρά είδωλα στα χέρια τους και προβαίνοντες σε ανήκουστα όργια, εγκλήματα και ασέλγειες καθ οδόν. Ο Τιμόθεος επιχείρησε να τους εμποδίσει στη μέση του δρόμου και να τους ελέγξει για την πλάνη τους. Ο Απόστολος υπέστη σφοδρό και ανηλεή λιθοβολισμό από το μαινόμενο πλήθος, με συνέπεια να πέσει αιμόφυρτος στο έδαφος. Οι ειδωλολάτρες τότε με μεγαλύτερη λύσσα χτυπούσαν με λίθους και ρόπαλα τον Απόστολο, τον οποίον χλεύαζαν και έσυραν στους δρόμους της πόλεως. Ο Τιμόθεος με καρτερία υφίστατο το μαρτύριο, ευχαριστώντας τον Κύριο, διότι τον αξίωσε να προσφέρει την ζωή του για Εκείνον.
  Στο τέλος εγκαταλείφτηκε μισοπεθαμένος, περισυλλέγει με πολλή ευλάβεια από χριστιανούς και μετακομίστηκε κρυφά μακριά από το λιμάνι της πόλεως. Το ασθενικό του σώμα εξαντλημένο από τις κακώσεις και τα τραύματα υπέκυψε  στις 22 Ιανουαρίου του 97 μ.Χ., επί αυτοκράτορος Δομιτιανού, ή κατ άλλη εκδοχή επί Νέρβα ανθύπατου της Ασίας του Περεγρίνου.
  Το ιερό σκήνωμά του ενταφιάστηκε από τους χριστιανούς στην Έφεσο και από κει το ιερό του λείψανο μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 356 μ.Χ. επί Κωνσταντίου, γιού του μεγάλου Κωνσταντίνου, στο ναό των Αγίων Αποστόλων,  μαζί με τα λείψανα των Αποστόλων Ανδρέα και Λουκά.
  Όταν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης επανήλθε από την εξορία, επί αυτοκράτορος Τραϊανού, με πολλή οδύνη πληροφορήθηκε τον μαρτυρικό θάνατο του αγαπημένου του μαθητή Τιμοθέου και για μη παραμείνει η Εκκλησία της Εφέσου χωρίς Ποιμένα, τον διαδέχτηκε στον επισκοπικό θρόνο, και παραμείνε ως επίσκοπος της από το 97 μέχρι το 101 μ.Χ..
 
  Ο Τιμόθεος υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της Καινής Διαθήκης και διαδραμάτισε μεγάλο ρόλο στη διάδοση του Χριστιανισμού κατά τον α´ αιώνα. Υπήρξε από τους καλύτερους συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου. Ο ένθεος ζήλος του και ο πλούτος των αρετών του, η σύνεση, η παρουσία και το θάρρος του, η αγνότητα και η ασκητικότητα του βίου του, τον ανέδειξαν πρώτο Επίσκοπο της Εκκλησίας της Εφέσου, η οποία έμελλε να εξελιχθεί σε μεγάλο εκκλησιαστικό κέντρο στην Ανατολή. Ακόμη υπήρξε άριστος ποιμένας της Εκκλησίας του Χριστού και άριστο πρότυπο όχι μόνο για κάθε κληρικό, αλλά και για τους πιστούς. Ο Απόστολος και Ιεράρχης Τιμόθεος αναδείχτηκε με το μαρτύριό του σε θαυματουργό Ιερομάρτυρα, ώστε με τη χάρη του Θεού να τελεί  και όσο ζούσε και μετά από το θάνατό του πολλά θαύματα.
  Κατά μία παράδοση, ο Απόστολος Τιμόθεος παρέστη στη Γεσθημανή κατά την κηδεία της Θεομήτορος μαζί με τους άλλους Αποστόλους. Η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη του στις 22 Ιανουαρίου.


ΑΓΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ 
Ο ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΑΣ Ο ΠΕΡΣΗΣ


 Ἅγιος Ἀναστάσιος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ραχὴζ τῆς Περσίας, τῆς ἐπαρχίας Ρασνουνί. Ὀνομαζόταν Μαγουνδάτ, ἦταν υἱὸς τοῦ μάγου Μὰβ καὶ ὑπηρέτησε στὸ στρατὸ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ βασιλέως Χοσρόη τοῦ Β’ (590 – 628 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος κατέλαβε τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ μετέφερε στὴ χώρα του τὸν Τίμιο Σταυρὸ (614 μ.Χ.). Τότε ὁ Μαγουνδὰτ θέλησε νὰ μάθει, ἀφοῦ ἄκουσε περὶ αὐτοῦ καὶ τῶν ἐπιτελουμένων θαυμάτων, γιατί οἱ Χριστιανοὶ τιμοῦσαν αὐτόν. Ἔτσι, ἀφοῦ διδάχθηκε ἀπὸ κάποιον πιστὸ ὅτι μὲ τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ Κυρίου λυτρώθηκε τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, πίστεψε στὸν Χριστό. Ἔπειτα, συμμετέχοντας στὴν ἐκστρατεία τῶν Περσῶν κατὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, βρέθηκε στὴ Χαλκηδόνα. Κατὰ τὴν διαμονή του ἐκεῖ, ἀφοῦ πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Ἡράκλειος κατατρόπωσε τοὺς Πέρσες, πῆγε στὴν Ἱεράπολη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα ὅπου βαπτίσθηκε ὑπὸ τοῦ Πατριάρχη Μοδέστου, πρὸς τὸν ὁποῖο τὸν ὁδήγησε ὁ ἱερεὺς τοῦ πανίερου Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀναστάσιος.
 Στὴν συνέχεια ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἀββᾶ Ἰουστίνου ἢ κατ’ ἄλλους στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα. Μετὰ ἀπὸ ἑπταετὴ ἄσκηση καὶ διαβάζοντας καθημερινὰ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων καὶ τὰ μαρτύριά τους, τοὺς ζήλεψε καὶ προσευχόταν νὰ ἀξιωθεῖ τὸ μαρτυρικὸ τέλος αὐτῶν. Ἔτσι, ὅταν κατὰ τὴν παραχώρηση τοῦ Κυρίου, εἶδε σὲ ὄνειρο ὅτι ἀνέβηκε στὸ ὄρος Κυρίου καὶ στάθηκε στὸν ἅγιο τόπο Αὐτοῦ καὶ ἐκεῖ ἤπιε ἕνα χρυσὸ ποτήρι γεμάτο κρασί, θεώρησε ὅτι σκιαγραφόταν τὸ μέλλον καὶ τὸ μαρτύριό του. Γι’ αὐτό, γονυπετὴς καὶ ἔνδακρυς, ζήτησε τὴν εὐχὴ τοῦ προεστῶτος ἱερέως τῆς μονῆς γιὰ τὴ μακάρια ἀποδημία του, δηλαδὴ τὴν πορεία του πρὸς τὸ μαρτύριο.
  Ἀφοῦ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, κατευθύνθηκε πρὸς τὴν Διόσπολη γιὰ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο καὶ ἔφθασε στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης.
Ἐκεῖ, ὅταν εἶδε κάποιους μάγους ὁμοεθνεῖς του, ἔλεγξε καὶ χλεύασε τὰ σοφίσματα καὶ τὴν ἀσέβειά τους. Τότε ἐκεῖνοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἄρχοντα Μαρζαβανά.
  Ὁ ἄρχοντας διέταξε νὰ ἀφεθεῖ ἐλεύθερος, ἀρκεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ ἐνώπιον ἑνὸς μόνο προσώπου. Ὅμως ὁ Ἀναστάσιος μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἀπάντησε: «Μὴ δῴη μοι ὁ Θεὸς τῆς ἀγαπήσεως ἐκπεσεῖν τοῦ Χριστοῦ μου». Ὁ Μαρζαβανὰς θύμωσε καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μεταφέρει βαριὲς πέτρες χωρὶς καμιὰ ἀνάπαυλα. Τὰ βασανιστήρια συνεχίστηκαν μέχρι ποὺ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Χοσρόη. Ἀλλὰ καὶ μπροστὰ στὸν βασιλιὰ δὲν φοβήθηκε. Τὸν κτύπησαν ἀλύπητα, μέχρι θανάτου, μὲ ραβδιά. Τὸ μαρτύριο ἦταν καθημερινό. Στὸ τέλος τὸν κρέμασαν ἀπὸ τὸ ἕνα χέρι καὶ διὰ βρόχου τὸν ἔπνιξαν καὶ ἀπέκοψαν τὴν κεφαλὴ αὐτοῦ. Τὸ μαρτύριό του ἔγινε τὸ 628 μ.Χ. μὲ ἄλλους 70 Χριστιανοὺς Μάρτυρες. Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριό του, ποὺ βρισκόταν ἐντὸς τοῦ Ἁγίου Φιλήμονος, στὸ Στρατήγιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου