Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024

ΤΟ 1971

 https://blogger.googleusercontent.com/img/a/AVvXsEi81DwCalRLRQMHmC-_oyfnmCqRZI04fwkKJ1iCU1XCB-SreICljaBbVSte2XMKp7KpWpJlDGNOtSHwhbUbtA2PXskxya0UROKNYgaV_l3OSJDB-twS37a6HEWml1IQdblYl0IOc2euIO_uyeEWy7l5aBfBZn5kHxgtw_sYEsRS_I2lES2zs05fbliT=s753

Η ΠΕΡΙ ΚΤΙΣΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΙΚΩΝ

 

Η ΠΕΡΙ ΚΤΙΣΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΙΚΩΝ
ΚΑΙ Η ΠΕΡΙ ΑΚΤΙΣΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑ 
 
Η βασική διαφορά μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Παπισμού βρίσκεται στην διδασκαλία περί της ακτίστου ουσίας και της ακτίστου ενεργείας του Θεού. Ενώ οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι ο Θεός έχει άκτιστη ουσία και άκτιστη ενέργεια και ότι ο Θεός έρχεται σε κοινωνία με την κτίση και τον άνθρωπο με την άκτιστη ενέργειά Του, εν τούτοις οι Παπικοί πιστεύουν ότι στον Θεό η άκτιστη ουσία ταυτίζεται με την άκτιστη ενέργειά Του (actus purus) και ότι ο Θεός επικοινωνεί με την φύση και τον άνθρωπο δια των κτιστών ενεργειών Του, δηλαδή ισχυρίζονται ότι στον Θεό υπάρχουν και κτιστές ενέργειες.
Οπότε η Χάρη του Θεού δια της οποίας αγιάζεται ο άνθρωπος θεωρείται ως κτιστή ενέργεια. Αλλά έτσι δεν μπορεί να αγιασθεί. Αυτην την περί κτιστων θείων ἐνεργειών κακόδοξον διδασκαλίαν επεχείρησαν οι παπικοί μέσω τοῦ Βαρλαάμ να επιβάλουν και εις τους Ορθοδόξους, ηδη από τον 14ον αιώνα, ἀλλά την ἀντιμετωπισεν και εξηφάνισεν με την Ορθόδοξον διδασκαλίαν του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ο Παλαμας Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.
Επ’ αυτης της παπικης πλάνης στηρίζεται και ἡ αγιογράφησις της τοῦ Θεοῦ Πατρός, εις την εικόνα της λεγομένης ἁγίας Τριάδος, ἤ ὅπως την ὀνομάζουν οἱ πέντε τοῦ «συνθρόνου». Αυτό όμως είναι νεοπαπισμός, νεοβαρλαμιτισμός και επομένως κακως διαμαρτύρονται ὅτι τους κατηγοροῦμε ως «βαρλααμιστές», η ὅτι «δίδουν σχῆμα εἰς τον ἀσχημάτιστον Θεόν». Μέ τήν θεώρησιν ὅμως αὐτήν οἱ πέντε ἀποδεικνύονται τελείως παπόφρονες καί βαρλααμισταί, διότι οἱ παπικοί διδάσκουν ὅτι ὁ Θεός εἶναι μόνο οὐσία, και ὅτι ἡ ἐπικοινωνία του μέ τον κόσμο γίνεται μόνο με κτιστές ἐνέργειες, (δηλαδή με τά δημιουργήματα), ὅπερ, κατά τον ἅγιο Γρηγόριο τον Παλαμᾶ εἶναι ἀπόλυτα ἀρνητικό διά την σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, και ἰσοδυναμεῖ μέ ἐπανάληψιν τῆς αἱρέσεως τοῦ Αρειανισμοῦ.
Πράγματι ὁ Αρειος μεγάλος αἱρετικός τοῦ Δ΄ αἰῶνα, καταδικάστηκε στην Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀκριβῶς διότι λέγοντας ὅτι ὁ Χριστός δεν εἶναι Θεός, ἀλλά κτίσμα δηλαδή δημιούργημα, καθιστοῦσε την σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀδύνατη, γιατί ἦταν ἀδύνατο για ἕνα δημιούργημα, ὅπως ἐξελάμβανε τον Χριστόν ὁ Αρειος, να θεώσει ἄλλα δημιουργήματα, δηλαδή τους ἀνθρώπους. Επομένως ἡ αἱρετική παπική διδασκαλία διά την κτιστήν Χάριν, τι ἄλλο εἶναι ἐκτός ἀπό νεοαρειανισμός;
‘Εφ’ ὅσον, λοιπόν, οἱ Παπικοί δεν δέχονται την διάκριση τοῦ Θεοῦ σε ἄκτιστη Οὐσία και ἄκτιστες ἐνέργειες, ὅπως δέχεται, πιστεύει και ὁμολογεί ἡ Ορθοδοξία, ἀλλά τον θεωροῦν μόνον ὡς ἄκτιστη οὐσία καταλήγουμε σ’ ἕνα «θεό» με τον ὁποῖο καμμιά δυνατότητα ἐπικοινωνίας και σωτηρίας μπορεῖ να ὑπάρξει.. Ακριβως διά να ἀποφύγουν αὐτόν τον «σκόπελο» οἱ Παπικοί ἐπενόησαν την θεωρία τῶν κτιστῶν ἐνεργειῶν ἤ της κτιστῆς χάριτος, με την ὁποίαν ὁ Θεός ἐπικοινωνεῖ και σώζει τά πλάσματά του.

Η ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ

 Ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι τό πιό βαρύ ἁμάρτημα, τό ὁποῖο κωλύει ὁριστικά καί ἀμετάκλητα τήν Ἱερωσύνη (καί φυσικά σέ κανένα ὁμοφυλόφιλο ἡ Ἐκκλησία δέν ἐπιτρέπει νά ἀναρριχηθεῖ στήν ἱερωσύνη, ἔστω καί ἄν ἔχει σταματήσει τήν ἁμαρτία πρό χρόνων). Ὁ Μέγας Βασίλειος θεωρεῖ τήν ἀρσενοκοιτία ἤ τό λεσβιασμό ὡς κτηνῶδες ἁμάρτημα «Ἀρρενοφθόροι καί ζωοφθόροι τῆς αὐτῆς καταδίκης εἰσίν ἠξιωμένοι» (Ζ΄ Κανών Μ. Βασιλείου). Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης χαρακτηρίζει τήν ἀρσενοκοιτία στόν Δ΄ Κανόνα του «παρά φύσιν». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νηστευτής παρατηρεῖ στόν ΙΘ΄ Κανόνα του, κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ Πηδαλίου τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου τά ἑξῆς: «Διορίζεται ὁ παρών κανών ὅτι, ἀνίσως κανένας, ὅταν ἦτο παιδίον ἑπτά χρόνων, ἐφθάρη ἀπό κανένα, ἀγκαλά καί τότε διά τό ἀτελές τῆς ἡλικίας καί γνώσεως δέν ἥμαρτεν, ἱερεύς ὅμως νά μή γίνεται, ἐπειδή καί ἐτσακίσθη τό σκεῦος τοῦ σώματός του καί ἄχρηστον ἔγινεν εἰς τήν τῆς ἱερωσύνης ὑπηρεσίαν...»

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ Α Ο ΠΗΓΑΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

 

Μελέτιος Α Πηγς

 

Ο Μελέτιος Πηγάς ήταν μεγάλη εκκλησιαστική προσωπικότητα του 16ου αιώνα, που διετέλεσε Πατριάρχης Αλεξανδρείας και τοποτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου.

 

Ο Μελέτιος Πηγάς

 

Γεννήθηκε το 1549 στον Χάνδακα της Κρήτης, από οικογένεια ευσεβή και ευκατάστατη. Μετά τη βασική εκπαίδευση, συνέχισε τις σπουδές του στην Ιταλία και συγκεκριμένα στο Πανεπιστήμιο του Παταβίου. Αφού επέστρεψε, εκάρη μοναχός και εγκαταστάθηκε στη Μονή Αγκαράθου Κρήτης, όπου ήταν ηγούμενος ο μετέπειτα Πατριάρχης Αλεξανδρείας Σίλβεστρος. Μετά την εκλογή του Σίλβεστρου ως Πατριάρχη, έγινε ο ίδιος ηγούμενος. Κατόπιν εγκαταστάθηκε στη Μονή Σινά, επιθυμώντας να υπηρετήσει το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Το 1579 συνόδεψε τον Αρχιεπίσκοπο Σιναίου Ευγένιο στα Ιεροσόλυμα, για την εκλογή του Πατριάρχη Σωφρόνιου.

 

Το 1579 έγινε πρωτοσύγκελλος και το 1584 πήρε το οφίκιο του αρχιμανδρίτη. Ως κληρικός του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, εργάστηκε για την οργάνωση του κλήρου και του μοναχισμού, καθώς και για τον περιορισμό της λατινικής προπαγάνδας. Το 1588 έγινε Έξαρχος και το 1590 Πατριάρχης Αλεξανδρείας.

 

Ως Πατριάρχης εργάστηκε ιδιαίτερα για την αναδιοργάνωση του Πατριαρχείου, αλλά και για τις διορθόδοξες και διεκκλησιαστικές σχέσεις. Αντιμετώπισε το τεράστιο οικονομικό χρέος του Πατριαρχείου προς το Σουλτάνο. Το 1593 συμμετείχε στη Σύνοδο που συνήλθε υπό τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία Β΄ στην Κωνσταντινούπολη και ανακήρυξε την Εκκλησία της Ρωσίας σε Πατριαρχείο. Το 1594 έστειλε τον ανηψιό του Κύριλλο Λούκαρι στη Ρωσία, για να εργαστεί ενάντια στην επιρροή του Βατικανού. Έδειξε ενδιαφέρον και για τους Κόπτες της Αιγύπτου και της Αιθιοπίας και προσπάθησε να συσφίγξει τις σχέσεις τους με την Ορθόδοξη Εκκλησία.

 

Μετά το θάνατο του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία Β΄, δέχθηκε προτάσεις να τον διαδεχθεί, αλλά αρνήθηκε, προτιμώντας να παραμείνει στην Αλεξάνδρεια. Διετέλεσε μόνο τοποτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου μεταξύ των ετών 1597 και 1598. Πέθανε το 1601, σε ηλικία 52 ετών.

 

Αν και στην αρχή διέκειτο φιλικά στην επαναπροσέγγιση Δυτικής και Ανατολικής Εκκλησίας, εντούτοις στη συνέχεια αγωνίστηκε με ζήλο ενάντια στην παπική προπαγάνδα και επιρροή. Σώζεται μάλιστα επιστολή του του 1583 προς το φίλο του Μάξιμο Μαργούνιο, στην οποία αναπτύσσει ανθενωτική επιχειρηματολογία, παίρνοντας το μέρος του άλλου φίλου του, Γαβριήλ Σεβήρου. Ανέπτυξε πλούσιο συγγραφικό έργο, μεταξύ του οποίου διακρίνονται τα έργα:

 

    Περ τν χράντων μυστηρίων (1709)

    Περ Πάπα Κατήχησις

    ρθόδοξος Διδασκαλία

    Στρωματες

    Κατά Λουθήρου κα Καλβίνου λόγος

    Χρυσοπηγ

 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η αλληλογραφία του και τα κηρύγματά του. Ενώ αλληλογραφούσε σε αρχαΐζουσα γλώσσα, εντούτοις κήρυττε στη δημοτική.

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2024

ΩΣ ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΛΟΓΙΖΕΤΑΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΗΝ ΛΕΓΕΙ

 

January 28th, 2009, 04:07 am
ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΗΝ ΛΕΓΕΙ ΛΟΓΙΖΕΤΑΙ ΩΣ ΠΡΟΔΟΤΗΣ
Θά ἀναφέρω ἐπιγραμματικά μόνο μερικά λόγια τῆς ῾Αγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων πού συνιστοῦν πρός κάθε χριστιανό, ἀκόμη καί τόν "μαθητοῦ τάξιν ἐπέχοντα", ἑπομένως καί τόν νέον καί πιό πολύ τόν Κατηχητή νά ἀγωνισθῇ τόν καλόν ἀντιαρετικόν ἀγῶνα. ᾿Ιδού τί εἰς τήν Π.Δ. ὁ Θεός διά τοῦ Προφήτου ᾿Ιεζεκιήλ λέγει: "᾿Εάν ὁ σκοπός ἴδῃ τήν ρομφαία πού ἔρχεται καί δέν σημάνῃ συναγερμό καί δέν φυλαχθῇ ὁ λαός, καί ἔλθῃ ἡ ρομφαία καί λάβῃ ἐξ᾿αὐτῶν ψυχήν,... τό αἷμα ἐκ τῆς χειρός τοῦ σκοποῦ ἐκζητήσω", καί "ἐάν μή λαλήσῃς τοῦ φυλάξασθαι τόν ἀσεβῆ ἐκ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ, αὐτός ὁ ἄνομος τῇ ἀνομίᾳ αὐτοῦ ἀποθανεῖται, τό δέ αἷμα αὐτοῦ ἐκ τῆς χειρός σου ἐκζητήσω" ( ᾿Ιεζ. ΛΓ. 6-9)
Στήν Κ.Δ. ἀκοῦμε πάλι τόν λόγο τοῦ Θεοῦ νά λέγῃ: "Μή φοβοῦ, ἀλλά λάλει καί μή σιωπήσῃς" (Πράξ. ΙΗ,9)
Καί ἀπό τούς Πατέρες εἶναι πολύ χαρακτηριστικά αὐτά πού γράφει ὁ ῞Αγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης: "Καιρός τοῦ λαλεῖν, ἀλλ᾿ οὐ τοῦ σιγᾶν" δηλαδή εἶναι καιρός πού πρέπει νά μιλᾶμε καί νά μή σιωποῦμε, ὅταν ἐμφανίζεται κάποια αἵρεσις, ἡ ὁποία διαστρέφει τήν ἀλήθεια. ᾿Ακόμη γράφει πώς ὄχι μόνο ἄν εἶναι κάποιος σέ ὑψηλό βαθμό πρέπει νά ἀγωνίζεται, κατά τῆς αἰρέσεως, ἀλλά καί ἐκεῖνος πού ἐπέχει τάξιν μαθητοῦ, ἀκόμη καί αὐτός ὁ πένης, ὁ ζητιάνος. Καί ἀλλοῦ πάλι τονίζει πώς τό νά σιωπᾶ κανείς εἶναι φοβερόν πράγμα καί τώρα πού διώκεται ὁ Χριστός εἶναι δεινόν τό νά μή λέγῃ τήν ἀλήθεια ἐκεῖνος πού τήν γνωρίζει, διότι αὐτό σημαίνει προδοσία τῆς ἀληθείας.
Καί διά νά ἀναφέρουμε καί κάτι σχετικό ἀπό τόν ῾Ιερό Χρυσόστομο: ᾿Εάν ὑπῆρχε στήν ᾿Εκκλησία῾ὁ ἔλεγχος σέ κείνους πού παρεκκλίνουν, δέν θά κατελάμβανε τόσον μεγάλος χειμώνας τήν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Καί γιά νά τελειώσω, ἐπειδή ἀπευθύνομαι σέ νέους πού ἔχουν μέσα τους ἐνθουσιασμό καί πόθο γιά ἀγῶνες, ἀκούσατε ἕνα μαχητικό ἀγωνιστικό κάλεμα πού μᾶς κάνει ὁ Θεός διά τοῦ προφήτου ᾿Ιωήλ: "Κηρύξατε ταῦτα εἰς ὅλα τά ἔθνη, ἁγιάατε πόλεμον,ἐξεγείρατε τούς μαχητάς, προχωρᾶτε τόν ἀγῶνα καί ἀναβαίνετε, ὅλοι νά γίνετε πολεμιστές... συγκεντρωθεῖτε καί κάμετε ἐπίθεσιν κατά τοῦ ἐχθροῦ, ὅλα τά ἔθνη εἶναι γύρω... συναχθῆτε ἐκεῖ νά πολεμήσετε. Καί ὁ πραΰς ἀς γίνη μαχητικός.( ᾿Ιωήλ Δ, 9-11). Δηλαδή ἀπευθυνόμενος πρός ἐμᾶς σήμερα θά ἔλεγε: Μᾶς περιεκύκλωσαν οἱ αἱρετικοί. Τί κάθεσθε, ἐγερθῆτε καί πολεμῆστέ τους. ᾿Αγωνισθῆτε μέχρις αἵματος. "Κρείσσων ἐπαινετός πόλεμος" , δηλαδή εἶναι περισότερον ἐπαινετός ὁ πόλεμος, ἀπό τήν εἰρήνη πού χωρίζει ἀπό τόν Θεό.
(Ἀπό ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Κηρύκου πρός Κατηχητάς ἔτος 1998)

Η ΚΑΤΑΛΥΣΙΣ ΤΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΥΠΟ ΤΩΝ ΝΙΚΟΛΑΙΤΩΝ

 

ΕΠΙ ΤΗΣ Α’ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΗΤΟΙ, ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ

ΤΑΞΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΚΑΙ ΙΕΡΩΤΑΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΟΛΟΥ

 

Ἐπί τῶν ὑπό κατηγορίαν τελούντων, τό ἀνώτατον Συνοδικόν Δικαστήριον ἀρχικῶς ἔλαβεν ὑπ' ὄψιν τό γεγονός ὅτι, ἡ καθ' οἱονδήποτε τρόπον κατάλυσις τῆς ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΤΑΞΕΩΣ καί παραβίασις τοῦ Ἱερωτάτου θεσμοῦ τῆς ΣΥΝΟΔΟΥ, ἀποτελοῦν αἵρεσιν, ἐνῶ ἐν προκειμένω τό γεγονός ἐξυπηρέτησεν καί δεινάς ἀντορθοδόξους σκοπιμότητας μή γνησίως καί ὀρθοδόξως, ἀλλά καί ἐκκλησιομαχικῶς πολιτευομένων. Μετά μεγίστης δέ προσοχῆς ἐξήτασεν τό ὅλον θέμα καί μελετήσαν τά σχετικά παραστατικά, διεπίστωσεν ὅτι σχεδόν ἅπασαι αἱ ἐνδημοῦσαι Σύνοδοι ὡς καί αἱ Ἱ.Σ. τῆς Ἱεραρχίας ἀπό τό 1999 ἕως καί τοῦ σχίσματος τοῦ 2005, βρίθουν ἀντικανο­νικοτήτων καί χειρίστων μεθοδεύσεων, ἐν αἷς καί τό θλιβερόν γεγονός τῆς ἀπό 5.2.2003 ἱεροσύλου συναλλαγῆς - Συμπαιγνίας περί παραιτήσεως τοῦ Ἀρχ/που Ἀνδρέου ἀπό τόν Ἀρχ/πικόν θρόνον (καί μεταθέσεώς του ὡς προέδρου Πατρῶν) ὑπέρ τοῦ κ. Νικολάου, ἤδη κατηγγελμένου ἐπί αἱρέσεσι καί ἀρνήσει τῆς τε Ἐκκλησιολογίας τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΤΟΥ ΔΙΑΔΟΧΗΣ, μέσω τοῦ 54/76 ἀπαλλακτικοῦ Βουλεύματος. Τήν οὕτως εἰπεῖν «βράβευσίν» του, διά τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ ἀξιώματος καί τήν ἐν συνεχεία προσπάθειαν τοῦ ἰδίου περί ἀποδείξεως ὡς Κανονικῆς τῆς παραιτήσεως διά τῆς ἀπό 25.4.2003 εἰσηγήσεώς του ἐνώπιον τῆς Ἱ.Σ. τῆς Ἱεραρχίας, ἥτις, γέμουσα ψευδῶν καί ἀπάτης, σκοπεῖ εἰς τήν παραπλάνησιν τῶν Ἁπλῶν Χριστιανῶν. Ἐπισημαίνεται ἐν προκειμένω ὅτι παραιτούμενος ὁ Ἀρχ/πος Ἀνδρέας ἀλλά καί μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του, ἐνῶ εἶχεν σώας τάς φρένας καί δέν ἐτέλει ὑφ' οἱονδήποτε κύλυμα τῆς ἀρχιερωσύνης του, προσδιώρισεν ὡς διάδοχόν του τόν ἔχοντα τά πρεσβεῖα τῆς ἀρχιερωσύνης κ. Νικόλαον, τοῦ ὁποίου προτείνει συμπαικτικῶς καί Ἱεροσύλως τήν ἀνοικτήν ἐκλογήν, ἐνῶ κατωνομάζει ρητῶς τάς πρώτας ἐνεργείας του, ἤτοι, α) Νά προβῆ εἰς χειροτονίας ἐπισκόπων, β) Νά ἐκδιώξη τόν «ἐν ἀνταρσία τελοῦντα» ἐπίσκοπον Κήρυκον ἀπό τήν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἀχαρνῶν καί γ) Νά προβῆ εἰς τέλεσιν Ἁγίου Μύρου εἰς τήν ὁποίαν θά λάβη μέρος καί ὁ ἵδιος.

 

Τό Α.Σ.Δ. ἐπεσήμανεν, ὅτι αὕτη ἡ πρωτοφανής διά τά χρονικά τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Ἱερόσυλος παραίτησις, ἐντάσσεται εἰς τά πλαίσια τῆς παγίας προσπαθείας πρός ἐξόντωσιν τῶν ἀντιδρώντων εἰς τήν ἐνεργουμένην προδοσίαν κατά τῆς Ὁμολογίας - Ἐκκλησιολογίας καί τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς καί πρός ἑδραίωσιν τοῦ Παλαιοημερολογιτι­σμοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἐπίσης ἔλαβεν σοβαρῶς ὑπ' ὄψιν ὅτι, καθ' ὅλα τά ἐπακολουθήσαντα μετά τό 1998 ἔτη, ὑπεβλήθησαν ἐκ μέρους τοῦ Σεβ/του Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Κηρύκου, τοῦ Μακαριστοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης καί Τυρνάβου Παναρέτου, καί τοῦ πιστοῦ Λαοῦ, προφο­ρικαί καί γραπταί καταγγελίαι, ἀλλ' ἐγένοντο καί ΕΚΚΛΗΣΕΙΣ ὑπ' ἀμφοτέρων τῶν ὡς ἄνω Μη­τροπολιτῶν, καθώς καί τοῦ Ἱερομονάχου π. ἀμφιλοχίου καί τοῦ θεολόγου Ἐλευθερίου Γκουτζίδη, πρός Κανονικήν σύγκλησιν καί λειτουργίαν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, Κανονικῶς προσδιοριζομένην ἡμερησίαν Διάταξιν, τήρησιν Πρακτικῶν κ.λπ. ἐνδεικτικῶς ἐλήφθησαν ὑπ' ὄψιν τά ἀπό πάσης ἀπόψεως Ἱστορικά κείμενα: α) «ΟΞΥΝΕΤΑΙ Η ΚΡΙΣΙΣ ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΟΣ» τοῦ Μητροπολίτου Κηρύκου («Ο.Π.» Ἰαν. - Φεβρ. 2003 σελ. 6-22). β) «ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ - ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΚΛΗΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΥ ΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ Ι. Μ. ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΥΡΝΑΒΟΥ ΕΠΙ ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 2003 («Ο.Π.» Μάρτιος 2003, σελ. 71). γ) ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ τοῦ Μητροπολίτου Μεσογαίας Κήρυκου Α.Π. 331/31.5.2003 («Ο.Π.» Μάϊος 2003 σελ. 147-159). δ) ἐνστάσεις καί Καταγγελίαι ἐπί τῆς παραιτήσεως τοῦ Μ. Ἀρχ/που Ἀνδρέου («Ο.Π.» Μάιος 2003 σελ. 163-182). ε) Ἔνστασις - Διαμαρτυρία τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης καί Τυρνάβου Παναρέτου («Ο.Π.» Ἰούνιος 2003 σελ. 225-227). στ) Μητροπολίτου Κηρύκου δημοσιευμένα σχετικά κείμενα. («Ο.Π.» ἰούλιος 2003 σελ. 243-253). ζ) Τό ὑπ' Α.Π. 67/26.5.2003 τοῦ Μητροπολίτου Παναρέτου («Ο.Π.» Ἰούλιος 2003 σελ. 253-255). η) Τό ἀπό 30.5.2003 ἔγγραφον τοῦ Μητροπολίτου Βερροίας Ταρασίου («Ο.Π.» Ἰούλιος 2003 σελ. 256). θ) Ἡ ἀλήθεια ἐξ ἐπόψεως Ἱστορικῆς τοῦ θεολόγου Ἐλ. Γκουτζίδη («Ο.Π.» Ἰούλιος 2003 σελ. 272). ι) ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ τοῦ Μητροπολίτου Κηρύκου («Ο.Π.» Μάιος 2004 σελ. 184-186).  ια) «Ἀπόψεις - Προτάσεις - Θέματα» Μητροπολίτου Παναρέτου («Ο.Π.» Μάιος 2004 σελ. 204-205). ιβ) Ὑπόμνημα - Ἀπάντησις τοῦ Ἱερ/χου π. Ἀμφιλοχίου Ταμπουρᾶ («Ο.Π.» Αὔγουστος 2004 σελ. 361-368). ιγ) Ἔκκλητος προσφυγή Ἱερ/χου π. Ἀμφιλοχίου Ταμπουρᾶ («Ο.Π.» Ἰανουάριος 2005 σελ. 20-21 καί 77/80.1.2005) καί ιδ) ὑπ' Α.Π. 401/26.10.2005 ΑΝΟΙΚΤΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΙΣ Μητροπολίτου Κηρύκου. («Ο.Π.» Δεκέμβριος 2005 σελ. 403-412).

 

Ἐπί τοῦ θέματος, καθ' ὅ κατέλυσαν ἐν τῶ συνόλω της τήν Κανονικήν τάξιν,  ἐνήργησαν δέ καί ἐναντίον αὐτῆς, κατέλυσαν δέ καί τόν Ἱερόν θεσμόν τῆς Συνόδου, μετελθόντες Αὐτόν ὡς ἠτιμωμένον ὄργανον τῶν σχεδίων των, τό ἀνώτατον Συνοδικόν Δικαστήριον συσκεψάμενον ἀποφαίνεται ὅτι «οὐ μικρόν τό ἀδίκημα τῆς διασαλεύσεως τῆς τε Κανονικῆς Τάξεως καί τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου», σημειοῖ δέ ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Πηδαλίου τά κάτωθι: «Ὅτι παρά πάντων πρέπει νά φυλάττωνται οἱ θεῖοι Κανόνες ἀπαρασάλευτοι. Οἱ γάρ μή φυλάττοντες, εἰς φρικτά ἐπιτίμια καθυποβάλλονται». «Ταῦτα περί Κανόνων διετάχθω ὑμῖν παρ' ἡμῶν, ὦ ἐπίσκοποι. ὑμεῖς δέ ἐμμένοντες

αὐτοῖς σωθήσεσθε καί εἰρήνην ἔξετε, ἀπειθοῦντες δέ κολασθήσεσθε καί πόλεμον μετ' ἀλλήλων ἀΐδιον ἔξετε,...», «...μηδενί ἐξεῖναι τούς προδηλωθέντας παραχαράττειν Κανόνας ἤ ἀθετεῖν». «Εἰ δέ τις ἀλῶ Κανόνα τινά τῶν εἰρημένων καινοτομῶν ἤ ἀνατρέπειν ἐπιχειρῶν, ὑπεύθυνος ἔσται κατά τόν τοῦτον Κανόνα, ὡς αὐτός διαγορεύει τήν ἐπιτιμίαν δεχόμενος...», «τούς τῶν ἑπτά Συνόδων Κανόνες θέλει κρατεῖν καί τά δόγματα αὐτῶν ὡς τάς θείας Γραφάς», «ὡρίσθη παρά τῶν Ἁγίων Πατέρων χρῆναι καί μετά θάνατον ἀναθεματίζεσθαι, τούς εἵτε εἰς πίστιν, εἴτε εἰς Κανόνας ἀμαρτάνοντας...», «Τοῖς ἐν καταφρονήσει τιθεμένους τούς Ἱερούς καί θείους Κανόνας τῶν Ἱερῶν Πατέρων ἡμῶν, οἵ καί τήν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν ὑπερείδουσι, καί ὅλην τήν χριστιανικήν πολιτείαν κοσμοῦντες, πρός θείαν ὁδηγοῦσιν εὐλάβειαν, ἀνάθεμα». (Πηδάλιον, «περί τῶν Ἱερῶν Καόνων» σελ. ιη-κα’), καί «...εἰ μέν γάρ ἐναντίον τοῖς κανόσιν ἐπίσκοπος ἐνέγκη ψῆφον, τιμωρηθήσεται, ἤγουν καθαιρεθήσεται... οὐ γάρ συγγνωστέος ἔσεται λέγων μή εἰδέναι τούς Κανόνας, οὕς ἀναγκάζεται διά γλώσσης ἔχειν σχεδόν ἀεί».

 

Περαιτέρω ἔλαβεν ὑπ' ὄψιν τούς ὅρους καί προϋποθέσεις τῆς ἀληθοῦς καί Ὀρθοδόξου Συνόδου, ὡς ἐν τῶ ἐγγράφω Α.Π. 209/19.6.2001, ἐσημειώθησαν ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Κηρύκου πρός τήν τότε συνεδριάσασαν Ἱεράν Σύνοδον, ἤτοι:

 

 «α) Πρέπει ὅλοι οἱ συμμετέχοντες εἰς τήν Σύνοδον ἐπίσκοποι νά ὑγιαίνουν ἐν τῆ Πίστει: «Οὐ γάρ οἷόν τε συνόδω συναριθμηθῆναι τούς περί τήν πίστιν ἀσεβοῦντας» (Μ. Ἀθανασίου, ΒΕΠΕ, 31, 260). Δέν δύνανται ἑπομένως εἰς μίαν Σύνοδον νά εἶναι συμπάρεδροι οἱ «παρά ἀξιοπίστων ἀνθρώπων» κατηγορηθέντες «ἐπί κακοδοξία» καί μάλιστα καταφανῆ.

 

β) Εἰς μίαν ὀρθόδοξον Σύνοδον ὁποιαδήποτε ἄποψις, διαφωνία, ἔνστασις ἐπί Κανονικοῦ ἤ Δογματικοῦ θέματος, κ.λπ., δέν νοεῖται νά περιφρονῆται καί νά παραγκωνίζεται καί οὕτω νά ἀποσιωπᾶται τό θέμα, νά φιμώνεται τό Συνοδικόν μέλος μέ συμπεριφοράν ἐξουσιαστικήν καί ἀλαζονικήν, κ.λπ. Δηλαδή εἰς μίαν Ὀρθόδοξον Σύνοδον πρῶτον Ἱεραρχοῦνται τά θέματα καί κατόπιν ἀντιμετωπίζονται καί τακτοποιοῦνται ταῦτα ἐλεύθερα καί πέραν σκοπιμοτήτων ἤ παρεμβολῶν τρίτων. Οἱ μετέχοντες δέον νά ἔχουν εἰλικρινῆ διάθεσιν νά συζητήσουν καί νά ἀποφασίσουν ὄχι κατά τό ἴδιον θέλημα ἤ καί ἀλλοτρίων, ἀλλά κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό φαινόμενον τῆς καταλύσεως τοῦ ὅρου αὐτοῦ συναντῶμεν πληθωρικῶς καί εἰς τάς ἡμέρας μας, καί αὐτό εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἀλλοτριώνει ἐπισκόπους, ἀλλά καί ὁλοκλήρους Συνόδους ἀπό τό ὀρθόδοξον Συνοδικόν σύστημα.

 

γ) Ἐν Συνόδω εἶναι ἐλεύθερος ὁ Ὀρθόδοξος λόγος εἰς ὅλα τά μέλη, δέν περιφρονεῖται κανείς, οὔτε μέ τήν πρόφασιν ἐλλείψεως χρόνου ἤ δι' ἄλλον τινά λόγον, ἀλλά συζητῶνται καί ἐξετάζονται ἐλεύθερα τά θέματα καί ἀναζητεῖται τό δίκαιον, τό ἀληθές καί οὕτω καταλήγει ἡ Σύνοδος εἰς τό «ἔδοξε τῶ Ἁγίω Πνεύματι καί ἡμῖν» (Πράξ. ΙΕ, 7 καί 28). Λειτουργεῖ ἡ Ἱερά Σύνοδός μας κατ' αὐτά τά πρότυπα, ἤ ἠλλοιώθη εἰς τάς ἡμέρας μας ἡ λειτουργία τοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ καί ὡς ἐκ τούτου προκύπτει ἔντονος ἡ κρίσις Συνοδικότητος;

 

δ) Εἶναι ἀδιανόητον νά ἔρχωνται εἰς τήν Σύνοδον ἔξωθι προειλημμέναι ὑπό τρίτων ἀποφάσεις, διότι τό προαποφασίζειν ἐξωσυνοδικῶς καί δή παρά ἐξωσυνοδικῶν, καί ἔν τισιν καί ἐξωεκκλησιαστικῶν προσώπων, ἀποτελεῖ οὐσιαστικήν κατάλυσιν τῆς Συνόδου καί ἀναιδῆ ἐμπαιγμόν τοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ τῆς ὀρθοδοξίας, βλάπτει τό ἔργον τῆς Ἐκκλησίας καί ἐν τέλει ἀποτελεῖ τήν ἐσχάτην βλασφημίαν κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

 

ε) Αἱ Συνοδικαί ἀποφάσεις καί σήμερον δέον νά διέπωνται, καί νά ἕπωνται καί νά συμφωνοῦν πρός τάς ἀποφάσεις καί τά θέσμια ὅλων τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί λοιπῶν ὀρθοδόξων Συνόδων, διά τῶν ὁποίων ἐνήργησεν ἡ μία Χάρις τοῦ ἑνός Ἁγίου Πνεύματος. Μόνον οὕτω διαφυλάσσεται ἡ Ἀποστολικότης καί ἡ Πατερικότης, ἡμεῖς δέ παραμένομεν Ὀρθόδοξοι καί γνήσιοι Αὐτῆς ἐπίσκοποι. Οὕτω μόνον δυνάμεθα νά λέγωμεν μετά τῶν Πατέρων τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ Πίστις τῶν Ἀποστόλων, πάντες οὕτω πιστεύομεν. Οἱ Ὀρθόδοξοι οὕτω πιστεύουσιν».

 

στ) Διά νά κριθῆ τελικῶς μία Σύνοδος, ὡς ὄντως Ὀρθόδοξος, εἶναι ἀναγκαῖον αἱ ἀποφάσεις της νά γίνουν ἀποδεκταί καί ὑπό τῆς καθ' ὅλου Ἐκκλησίας. Δηλαδή ὑπό πάντων τῶν Ὀρθοδόξων Ἱεραρχῶν, τῶν λοιπῶν Κληρικῶν, τῶν Μοναχῶν καί τῶν λαϊκῶν. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής λέγει: «Τάς γενομένας Συνόδους ἡ εὐσεβής πίστις κυροῖ καί πάλιν, ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης κρίνει τάς Συνόδους». (Πηδάλιο, σελ. 118).

 

Ἐξαιρέτως ὅμως ἔλαβεν ὑπ' ὄψιν τάς σχετικάς Πατερικάς ρήσεις καί τούς Ἱερούς Κανόνας:

 

α) Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει, ὅτι καί τρία μόνον ἄτομα νά κρατήσουν ἀκεραίαν τήν ὀρθήν Πίστιν, αὐτά μόνον ἀποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ (P.G. 55, 158 καί 160, 203). Καί ὁ ἅγιος Νικηφόρος ὁ ὁμολογητής προσθέτει: «Εἰ δέ καί πάνυ ὀλίγοι ἐν τῆ εὐσεβεία καί ὀρθοδοξία διαμείνωσιν, ο'ῦτοι εἰσίν Ἐκκλησία καί τό κῦρος καί ἡ προστασία τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν ἐν αὐτοῖς κεῖται, κἄν αὐτοῖς ὑπέρ τῆς εὐσεβείας κακοπαθῆσαι δεήσοι».

 

β) Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης περί ἀντικανονικῶν Συνόδων λέγει: «...Συνόδους συνεκρότησαν μεγάλας καί παμπληθεῖς καί Ἐκκλησίαν Θεοῦ ἑαυτούς 'ωνομάκασι, καί ὑπέρ Κανόνων ἐφρόντισαν τῶ δοκεῖν κατά Κανόνων τό ἀληθές κινούμενοι (φρόντισαν νά φαίνωνται πώς ἐργάζονται ὑπέρ τῶν Κανόνων ἐνῶ στήν πραγματικότητα ἐστρέφοντο κατά τῶν Κανόνων). Τί δή θαυμαστόν, εἰ καί πέντε καί δέκα ἐπίσκοποι, συναχθέντες τόν ὑπό τῶν Κανόνων καθηρημένον κατά τάς δύο αἰτίας ἠθώωσαν, λύσαντες τοῦ Ἱερουργεῖν; Συνόδους τοίνυν, δέσποτα, οὐ τό Ἁπλῶς συνάγεσθαι Ἱεράρχας τε καί Ἱερεῖς, κἄν πολλοί 'ῶσιν (κρείσσων γάρ εἷς ποιῶν τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ἤ μύριοι παραβαίνοντες), ἀλλά τό ἐν ὀνόματι Κυρίου, ἐν τῆ εἰρήνη καί φυλακῆ τῶν Κανόνων. Καί τό δεσμεῖν καί λύειν οὐχ ὡς ἔτυχεν, ἀλλ' ὡς δοκεῖ τῆ ἀληθεία, καί τῶ κανόνι, καί τῶν γνώμονι τῆς ἀκριβείας. Εἰ δείξωσιν οἱ συνελθόντες τοῦτο πεποιηκότες καί ἡμεῖς σύν αὐτοῖς. Εἰ οὐ δεικνύουσι, ἐκβαλέτωσαν τόν ἀνάξιον, ἵνα μή τις εἰς κατηγόρημα αὐτοῖς καί τοῖς μετέπειτα γενεαῖς παραδοθήσεται... καί ἐξουσία τοῖς Ἱεράρχαις ἐν οὐδενί δέδοται ἐπί πάση παραβάσει κανόνος, ἤ μόνον στοιχεῖν τά δεδογμένα καί ἔπεσθαι τοῖς προλαβοῦσιν». (P.G. 99, 1049).

 

γ) Ὡσαύτως ἔλαβεν ὑπ' ὄψιν τόν Α’ Κανόνα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ὅστις κανονίζει ὅτι ἡ Κανονική εὐταξία ἀποτελεῖ τήν βάσιν τῆς ἑνότητος καί ἀγάπης: «Ἕκαστα τῶν καθ' ἡμᾶς πραγμάτων, ὅταν εὐθύ φέρηται κανονικῆς εὐταξίας, οὐδένα μέν ἡμῖν ἐντίκτει θόρυβον, ἀπαλλάττει δέ καί τῆς παρά τινων δυσφημίας, μᾶλλον δέ καί τάς παρά τῶν εὖ φρονούντων εὐφημίας ἡμῖν προξενεῖ. Τίς γάρ οὐκ ἄν ἀποδέξαιτο ψῆφον ἀπροσκλινῆ, `ήπερ ἄν γένοιτο παρά τινων; ἤ πῶς τό κρίνειν ὀρθῶς καί ἐννόμως οὐκ ἀνεπίπληκτον ἔσται, μᾶλλον δέ παντός ἐπαίνου μεστόν;...».

 

δ) Τόν ΙΗ’ τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Τό τῆς συνωμοσίας, ἤ φατρίας, ἔγκλημα καί παρά τῶν ἔξω νόμων πάντη κεκώλυται, πολλῶ δή μᾶλλον ἐν τῆ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία τοῦτο γίνεσθαι ἀπαγορεύειν προσήκει. Εἵ τινες τοίνυν κληρικοί, ἤ μονάζοντες, εὑρεθεῖεν συνομνύμενοι, ἤ φατριάζοντες, ἤ κατασκευάς τυρεύοντες ἐπισκόποις, ἤ συγκληρικοῖς, ἐκπιπτέτωσαν πάντη τοῦ οἰκείου βαθμοῦ». (Πηδάλιον τῆς Νοητῆς Σιών, σελ. 200).

 

ε) Τόν ΙΕ’ τῆς Πρωτοδευτέρας Ἁγίας Συνόδου: «Οἱ γάρ δι' αἵρεσίν τινα, παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρό τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου τήν αἵρεσιν δηλονότι δημοσία κηρύττοντος καί γυμνῆ τῆ κεφαλῆ ἐπ' Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῆ κανονικῆ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς της πρός τόν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνω­σαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι». (ΙΕ’ Κανών Πρωτοδευτέρας Συνόδου).

 

στ) Ἐπί πᾶσι τούτοις λαμβάνεται ὑπ' ὄψιν ἡ στάσις καί οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ὅστις ἠρνήθη κάθε ἐκκλησιαστικήν «κοινωνίαν», ὄχι μόνον μέ ὅσους ἐδέχθησαν τήν «ψευδένωσιν», ἀλλά καί μέ ὅσους ἐκοινώνουν μέ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἐδέχθησαν τήν «ψευδοένωσιν»! Συγκεκριμένα ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός ἠρνήθη νά ἔλθη εἰς οἱανδήποτε ἐπαφήν μέ τόν νέον Πατριάρχην, τόν Λατινόφρονα Μητροφάνην, καί τούς ὁμόφρονάς του ἐπισκόπους. Δικαιολογῶν τήν στάσιν του γράφει: «...Οὔτε βούλομαι, οὔτε δέχομαι τήν αὐτοῦ, ἡ τήν μετ' αὐτοῦ κοινωνίαν, τό παράπαν οὐδαμῶς... ὥσπερ οὔτε γεγονυῖαν ἕνωσιν καί τά δόγματα Λατινικά, ἅπερ ἐδέξατο αὐτός καί οἱ μετ' αὐτοῦ... Πέπεισμαι γάρ ἀκριβῶς, ὅτι ὅσον ἀποδιίσταμαι τούτου καί τῶν τοιούτων, ἐγγίζω τῶ Θεῶ καί πᾶσι τοῖς πιστοῖς καί Ἁγίοις Πατράσι. Καί ὥσπερ τούτων χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῆ ἀληθεία καί τοῖς Ἁγίοις Πατράσι τοῖς θεολόγοις τῆς Ἐκκλησίας...» (P.G. 160, 536 CD).

 

ζ) Τέλος καί τούς λόγους τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου, ὅστις καθορίζει μέ ἄριστον τρόπον τήν στάσιν τῶν ὀρθοδόξων, ἔναντι τῶν ἐπισκόπων. Γράφει εἰς μίαν ἐπιστολήν του πρός τούς μοναχούς: «Τούς ἐπισκόπους ὑμῶν ἐπιτηρεῖτε ἵνα ὦσιν Ὀρθόδοξοι, καί μή διδάσκουσι δόγματα ἐναντίον τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, μηδέ τοῖς αἱρετικοῖς, ἤ τοῖς ἀπεσχισμένοις συλλειτουργῶσι. Τά δέ ἄλλα, ἤ τῆς ἀγνοίας αὐτῶν εἰσί καί τῆς τοῦ καιροῦ κακίας καί εἰσί συγγνωστοί, ἤ τῆς προαιρέσεως αὐτῶν καί αὐτοί μόνοι ἀπολογήσονται τῶ Θεῶ» (Πατριάρχου Νεκταρίου, Ἐπιτομή Ἱεροκοσμικῆς Ἱστορίας, ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Σινᾶ, Ἀθῆναι 1980, σελ. 231).

 

η) Τόν Θ’ Κανόνα τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ὅστις λέγει μεταξύ ἄλλων: «Τό γάρ ἐκ μέρους εὐσεβεῖν καί ἐκ μέρους κοινοῦσθαι βέβηλον». (Πηδάλιον 738 ε). Ἐν προκειμένω τό Α.Σ.Δ. ἐπισημαίνει ὅτι τάς αὐτάς βεβηλότητας ἐσημείωνεν ἡ ἀπόφασις τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς ἡ ὁποία ὑπῆρξεν ἄκρως ἀντιφατική, ἀφοῦ ἀφ' ἑνός ἀναγνωρίζει τάς χειροτονίας τοῦ 1948 καί ἀφ' ἑτέρου ἐπικαλεῖται τόν Η’ Κανόνα τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀφορᾶ χειροθεσίαν ἐπί σχισματικῶν. Τοιαύτην καί πλέον φοβεράν βεβηλότητα παρουσιάζουν καί αἱ «ἀποφάσεις» τοῦ κ. Νικολάου καί τοῦ Συνεδρίου του, ἀφοῦ δι' αὐτῶν, ἀφ' ἑνός μέν λέγουν ὅτι διαφυλάττουν τήν ὁμολογίαν καί ἔχουν τήν Γνησίαν ἀποστολικήν Διαδοχήν ἐκ τῶν χειροτονιῶν τοῦ ἐπισκόπου Ματθαίου, ἀφ' ἑτέρου δέ ὅτι ἐδέχθησαν ὅλοι χειροθεσίαν ἐπί σχισματικῶν καί «μᾶς περιρρέει ἡ ἀνομία τῆς χειροθεσίας».

 

θ) Τόν ΞΒ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τόν διαγορεύοντα: «Εἴ τις Κληρικός διά φόβον ἀθρώπινον... ἀρνήσηται τό ὄνομα τοῦ Κληρικοῦ καθαιρείσθω. Μετανοήσας δέ ὡς λαϊκός δεχθήτω». Εἰς τήν ὑποσημείωσιν τοῦ Κανόνος τούτου ἀναγράφεται καί τό τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «ἀρνήσεως οὐδέν χεῖρον Ἁμάρτημα». Βάσει αὐτοῦ τοῦ Κανόνος καθηρέθη ὁ ποτέ Κορινθίας Κάλλιστος, καθ' ὅσον ἐν ἔτει 1976-1977 ἠρνήθη τήν προτέραν ὁμολογίαν του, ὅτι τήν 17ην Σεπτεμβρίου 1971 ἐδέχθη μίαν Ἁπλῆν συγχωρητικήν εὐχήν καί ὑπαναχωρήσας ἐκήρυξε «γυμνῆ τῆ κεφαλῆ» ὅτι ἐδέχθη «χειροθεσίαν ὡς πρώην σχισματικός», ὅπερ σημαίνει ὅτι ἠρνήθη τήν ἀρχιερωσύνην του. Εἰς τόν ἵδιον Κανόνα ὑπόκεινται καί ὅσοι ἐκ τῶν ὑστέρων κηρύττουν ὅτι τό 1971 ἐδέχθησαν χειροθεσίαν κατά τόν Η’ Κανόνα τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (βλ. ἀπόφασιν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, Ἀπαλλακτικόν Βούλευμα 54/76 Πλημμελειοδικείου Πειραιῶς, τό ὁποῖον ἀπεδέχθη πανηγυρικῶς ὁ τότε Πειραιῶς Νικόλαος, ἐπιστολάς πρώην Ἀργολίδος Παχωμίου καί τήν ὑπ' ἀριθμ. 3280/28.11.2007 κοινήν ἐγκύκλιον τῶν «Νικολαϊτῶν», κείμενα καθ' ἅ «ὅλοι ἔχομεν τήν χειροθεσίαν παρά χειροθετηθέντων ὡς πρώην σχισματικῶν»). Εἰς τό ἐπιτίμιον αὐτοῦ τοῦ Κανόνος ὑπόκειται καί ὅστις Ὀρθόδοξος Κληρικός κανονικῶς χειροτονημένος δεχθῆ δευτέραν χειρο­τονίαν εἵτε παρ' ὀρθοδόξων, ὁπότε καθαιρεῖται καί αὐτός καί ὁ χειροτονήσας, εἵτε παρά κακο­δόξων, ὁπότε οὗτος καθαιρεῖται καί ἀφορίζεται.

 

Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, ἐνδεικτικῶς μόνον σημειωθέντων, τό Α.Σ.Δ. τρανῶς διαπιστώνει ὅτι ἡ ὁμάς τῶν Νικολαϊτῶν ὄχι  μόνον δέν ἐφύλαξεν ἀπαρασαλεύτως τούς Ἱερούς Κανόνας, ἀλλ' οὐδένα ἔλαβεν ὑπ' ὄψιν, διότι διά τῆς Κανονικῆς ὁδοῦ δέν θά εὐωδοῦτο, ἀλλά καί θά ἀπεκλείετο ἡ ἐσχάτη ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ των κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ἐκκλησιομαχία των, καί ἐν τέλει ἡ σωρεία τῶν ληστρικῶν καί βαρβάρων ἀποφάσεών των κατά τῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων, Κληρικῶν καί Λαϊκῶν. Διά τόν λόγον αὐτόν, τό Α.Σ.Δ. ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ ὅτι αὗται οὐδέν πραγματικόν ἀποτέλεσμα παραγαγοῦσαι εἰσίν ἄκυροι καθ' ὦν ἐξεδόθησαν, ἐπί τῶν κεφαλῶν ὅμως αὐτῶν ἐπεσώρευσαν ἅπαντα τά ἐπιτίμια τοῦ συνόλου τῶν θείων καί Ἱερῶν Κανόνων.