Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΣΕΡΓΙΟΣ ΝΕΙΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ

 

ΕΝΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ
+ Ο ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΚΗΡΥΚΟΣ
ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Δ/ΝΣΙΣ: ΕΠΙΣΚΟΠΕΙΟΝ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ
ΚΟΡΩΠΙ Τ.Κ.19400 Τ.Θ. 54 ΤΗΛ. 210.6020176, 210.2466057
Ἀριθμ. Πρωτ. ΕΠ/23 Ἐν Κορωπίῳ τῆ 20. 3.2006 (Δ. Κυρ. Νηστειῶν)
Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΣΕΡΓΙΟΣ ΝΕΙΛΟΣ
ΚΑΙ Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ
‘Αγαπητοί ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίω πνευματικά. Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε. ‘Εσχάτως ἐπρομηθεύθην τό βιβλίο πού φέρει τόν τίτλον: «ΟΣΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΤΑΡΕΤΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ», καί ἐξεδόθη τό 2003 ἀπό τό Μοναστήρι τοπῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Κάλαμος ‘Αττικῆς, ὅπου ἔχουν καταγραφεῖ πολλά καί σημαντικά πράγματα διά τόν Καθηγητή Σέργιο Νεῖλο, τόν ἄνθρωπο πού μέ τήν ἔκδοσι τοῦ βιβλίου «ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΤΩΝ ΣΟΦΩΝ ΤΗΣ ΣΙΩΝ» ἀπεκάλυψε παγκοσμίως τά μυστικά σχέδια τῶν Σιωνιστῶν διά τήν παγκόσμιον κυριαρχίαν καί προσέφερε τήν μεγίστην ὑπηρεσίαν εἰς τόν ἀγῶνα τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Ρωσία καί πανταχοῦ.
Τό θέμα τοῦ Σεργίου Νείλου εἶναι ἰδιαιτέρως ἐνδιαφέρον δι’ ἡμᾶς δεδομένου ὅτι ὅταν μετέβην εἰς Ρωσίαν τόν Νοέμβριο τοῦ 1995, ἐπληροφορήθην μετ’ ἰδιαιτέρας χαρᾶς ὅτι ὁ τόσον γνωστός ἐδῶ εἰς τήν Ἑλλάδα, ἐκδότης τῶν Πρωτοκόλλων, Καθηγητής Σέργιος Νεῖλος, ἦτο ἀπό τά πρῶτα καί ἀγωνιστικά στελέχη τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακοκομβῶν ἐν Ρωσία, τῆς ὁποίας τά μέλη ἀπό τό 1995 μέχρι καί σήμερον εἶναι ὑπό τήν εὐθύνην μας καί τό ὠμοφόριόν μας. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ Σέργιος Νεῖλος, εἰς ἐπιστολήν του τό 1927, ἀμέσως μετά τό σχίσμα τοῦ Μητροπολίτου Σεργίου διετύπωσε πρῶτος τήν Ὁμολογίαν τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία δέν διαφέρει καθόλου ἀπό τήν Ὁμολογία τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος, καί δή τήν διατυπωθεῖσαν ἀπό τήν ἀρχήν τοῦ νεοημερολογιτικοῦ σχίσματος ὑπό τοῦ ἁγιορείτου τότε Ἱερομονάχου καί μετέπειτα ‘Επισκόπου Βρεσθένης καί Μητροπολίτου Ἀθηνῶν Ματθαίου.
Περί τῶν ἀγώνων τοῦ Σεργίου Νείλου ὑπέρ τῆς Γνησίας ‘Ορθοδοξίας, τά περί τῆς ἐν γένει ζωῆς καί δράσεως του, τά περί τῶν συνεχῶν διώξεων τάς ὁποίας ὑπέστη ὑπό τῶν ἐχθρῶν τῆς Πίστεως, καί τά περί τοῦ τέλους τῆς ζωῆς του, τά ἠκούσαμεν διά ζώσης, ἐν ἔτει 1995 καί 1996 εἰς Μόσχαν, ἀπό τήν ὑπέρ ἐνενήκοντα ἐτῶν γερόντισσα Μαρία, (τήν ὁποίαν μάλιστα ἐκείραμε μοναχή μέ τό ὄνομα Μαριάμ). Ἀπό τήν Μοναχή Μαριάμ ἐπληροροφορήθην, ὅτι ὁ Σέργιος Νεῖλος τά δύο τελευταῖα ἔτη τῆς ζωῆς του, ἐφιλοξενεῖτο κρυπτόμενος εἰς τόν οἶκον τοῦ πατρός της, ἱερέως Βασιλείου, αὐτή δέ ἦτο παροῦσα καί εἶδε τάς τελευταίας στιγμάς τῆς ζωῆς του. Μοί ἐχάρισεν μάλιστα ἡ ἰδία ἕνα ἀπό τά πρῶτα ἀντίτυπα τῆς ἐκδόσεως τῶν Πρωτοκόλλων (αὐτῆς τοῦ 1905) τό ὁποῖον ἐφύλαττε μετά πολλῆς εὐλαβείας ὡς πολύτιμον θησαυρόν.
‘Από τό ἀνωτέρω βιβλίον ( Σέργιος Νεῖλος καί Στάρετς Νεκτάριος) ἀντιγράφομεν τό παρακάτω πολύ ἐνδιαφέρον κείμενον:
« ... Ὁ Καθηγητής Σέργιος Νεῖλος στό Ἡμερολόγιό του «στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ τοῦ Θεοῦ» καί στήν ἡμερομηνία 17 καί 19 Μαρτίου 1910, γράφει πώς ἐπισκέφθηκε στό Νοσοκομεῖο τῆς Ὄπτινα τό π. Νεκτάριο, πού εἶχε λίγο ἀσθενήσει, μά τώρα βρισκόταν στήν ἀνάρρωσι. Ὁ π. Νεκτάριος τοῦ εἶπε ὅτι τόν εἶχε συνταράξει ἕνα φοβερό ὄνειρο, πού τό ἔβλεπε σχεδόν ὅλο τό βράδυ καί μάλιστα ἦταν ἀσυνήθιστα ζωντανό.
- Τί εἴδατε, τόν ρώτησε ὁ Σέργιος Νεῖλος μέ ξεχωριστό ἐνδιαφέρον.
- Εἶδα μιά ἐπανάστασι στήν Ρωσία, μία φοβερή ἐξέγερσι. Θά χρειαζόταν πολύ ὥρα, γιά νά σᾶς τό διηγηθῶ μέ ὅλες τίς λεπτομέρειες.
Εἶδα μιά τεράστια πεδιάδα στήν ὁποία γινόταν μιά φοβερή μάχη ἀνάμεσα σέ ὀρδές ἀπό ἄθεους ἀποστάτες καί ἕνα μικρό στρατό χριστιανῶν. Ὅλοι οἱ ἀποστάτες ἦσαν καλά ὁπλισμένοι καί πολεμοῦσαν σύμφωνα μέ τούς Κανόνες τῆς στρατιωτικῆς ἐπιστήμης, ἐνῶ οἱ χριστιανοί ἦσαν ἄοπλοι.
Ἡ κατάληξη αὐτῆς τῆς ἄνισης μάχης μποροῦσε εὔκολα νά προβλεφθεῖ. Ἡ στιγμή τῆς τελικῆς νίκης τῶν ἀποστατῶν πλησίαζε. Ντυμένοι γιορτινά μαζί μέ τίς γυναῖκες καί τά παιδιά τους πανηγύριζαν προκαταβολικά τήν νίκη τους. Ξαφνικά ὅμως μιά ἀσήμαντη στόν ἀριθμό ὁμάδα χριστιανῶν, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ἔβλεπα γυναῖκες καί παιδιά, ἔκαναν μιά γενναία ἐπίθεση στούς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ καί ἀμέσως τό πεδίο τῆς μάχης γέμισε ἀπό πτώματα τοῦ ἄθεου στρατοῦ. Τό ἀμέτρητον πλῆθος εἶχεν ἐξοντωθεῖ καί μάλιστα, πρός μεγάλη μου ἔκπληξι, χωρίς τήν βοήθεια ὅπλων. Ρώτησα τότε ἕνα χριστιανό στρατιώτη:
- Πῶς καταφέρατε νά νικήσετε αὐτήν τήν ἀμέτρητη στρατιά; -Ὁ Θεός βοήθησε, μοῦ ἀπάντησε. - Ναί, ἀλλά μέ ποιά μέσα; ρώτησα πάλι, ἀφοῦ δέν εἴχατε κανέναν ὅπλο; - Μέ ὁτιδήποτε βρέθηκε στά χέρια μας, μοῦ ξαναεῖπε ὁ στρατιώτης.
Κι’ ἐδῶ τό ὄνειρο τελείωσε. Καί ὁ Σέργιος Νεῖλος σημειώνει: «Ὁ χαρισματικός ἱερέας τοῦ Θεοῦ, π. Νεκτάριος, ἱερομόναχος τῆς Ὄπτινα, εἶδε αὐτό τό ἀποκαλυπτικό ὄνειρο τήν νύχτα τῆς 16ης πρός 17ην Μαρτίου 1910. Συμβολίζει τήν νίκη τῆς Ρωσίας κατά τῶν ἀθέων ἀποστατῶν, ἤ μήπως εἶναι ἕνα προάγγελμα τῆς τελικῆς νίκης τοῦ μικροῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ κατά τῶν ἀνόμων ἀντιχρίστων πού θά ἐμφανισθοῦν στούς ἔσχατους καιρούς, τούς ὁποίους ὁ Κύριος θά ἐξαφανίσει μέ τό μεγαλεῖο τοῦ ἐρχομοῦ του; Θά δοῦμε, ἄν ζήσουμε τόσο πολύ. Ὅμως αὐτό τό ὄνειρο δέν ἦταν τυχαῖο, καί εἶναι παρήγορο εἴτε μέ τήν μιά, εἴτε μέ τήν ἄλλη ἐξήγησι».
«ΟΣΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΤΑΡΕΤΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ» (Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου Κάλαμος 2003, σελίδα 148-149).
Τό ἀνωτέρω κείμενον ἔφερε στό νοῦ τά λόγια τοῦ Ἁγίου Πατέρα Ματθαίου: «Ἡ ‘Ορθοδοξία θά μείνη σάν μιά σπίθα, ἡ ὁποία ὅμως δέν θά σβήση ποτέ, θά ἀνάψη πάλι καί θά λάμψη σ’ ὅλο τόν κόσμο».
Ὁ ἐλάχιστος ἐν ‘Επισκόποις
+ Ο ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΚΟΣ

Τρίτη 7 Μαΐου 2024

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ

 1. Τί είναι αίρεση

Σύμφωνα με ένα σύγχρονο ορισμό, ως αίρεση χαρακτηρίζεται «κάθε πεπλανημένη διδασκαλία η οποία παρεκκλίνει από τη γνήσια χριστιανική πίστη, ταυτόχρονα δε και κάθε ιδιαίτερη χριστιανική κοινότητα η οποία διαφωνεί προς τη δογματική διδασκαλία της αληθούς Εκκλησίας και έχει αποκοπεί από την κοινωνία και ενότητα με αυτήν» 1.
Ο Μέγας Βασίλειος λέγει εν προκειμένω «Οι παλαιοί ονόμασαν αιρέσεις μεν τους παντελώς αποσπασμένους και κατά την ίδια την Πίστη αποξενωμένους· σχίσματα δε αυτούς που διαφοροποιήθηκαν για κάποιες εκκλησιαστικές αιτίες και μεταξύ τους ζητήματα, θεραπεύσιμα» 2.
Αξιοσημείωτη είναι και η εξής διάκριση: «Για να στοιχειοθετηθεί [κατά τους ι. Κανόνες] το αδίκημα της αιρέσεως, απαιτείται η άρνηση ή διαστροφή των κανόνων, ήτοι 1) να εκδηλωθεί εξωτερικώς, είτε εγγράφως (δια συγγράμματος κ.λπ.), είτε προφορικώς (δια κηρύγματος κ.λπ.), είτε εμπράκτως (δια παραλείψεως ή προσθήκης φράσεων ή συμβολικών κινήσεων στο τελετουργικόν της Θ. Λειτουργίας κ.λπ.), 2) να γίνει από σκοπού και εκ προθέσεως, διότι εκ παραδρομής ή εκ συγγνωστής πλάνης δεν διαπράττεται αίρεση και 3) να επιμείνει στην πλάνη του ο δράστης, διότι δεν θεωρείται αιρετικός εκείνος ο οποίος πρεσβεύει μεν πεπλανημένως, αλλά όταν νουθετείται ανακαλεί και απαρνείται τις κακοδοξίες του. Καθ΄ όσον το πλανάσθαι είναι ανθρώπινο, αλλά το εμμένειν στην πλάνη και το μη απορρίπτειν αυτήν μετά από υπόδειξη που γίνεται, είναι εφάμαρτο και δαιμονικό, επειδή εμφαίνει υπεροψία και ύβρη κατά του Αγίου Πνεύματος» 3.
Πάντως, η αίρεση δεν κρίνεται βάσει κάποιας απλής αποκλίσεως στη φρασεολογία και την ορολογία, αλλά από την παρερμηνεία των αληθειών, την οποίαν παρερμηνεία εξυπηρετεί η συγκεκριμένη απόκλιση στην ορολογία· λέγει λόγου χάριν ο Μέγας Βασίλειος καταπολεμώντας την του αιρεσιάρχου Σαβελλίου ταύτιση των υποστάσεων του Πατρός και του Υιού, μέσω της απάλειψης του συνδέσμου «και» από μερικά χωρία της Αγίας Γραφής «... τώρα όμως λόγος από αυτούς δεν γίνεται περί συλλαβών, ούτε για το πως ηχεί, έτσι ή αλλιώς, η έκφραση, αλλά για πράγματα τα οποία έχουν μέγιστη διαφορά σε δύναμη και αλήθεια. Λόγω των οποίων, ενώ η χρήση των συλλαβών είναι αδιάφορη, αυτοί [οι αιρετικοί] προσπαθούν άλλες μεν να εισαγάγουν και άλλες να αποδιώξουν από την Εκκλησία. Εγώ δε, αν και από το πρώτο άκουσμα είναι φανερή η χρησιμότητα, ωστόσο θα παράσχω και την αιτία για την οποίαν οι Πατέρες μας, δεν συμπαρέλαβαν χωρίς λόγο την χρήση της προθέσεως αυτής» 4.
Η αίρεση είναι από τις μεγαλύτερες αμαρτίες. Καθώς λέγει ο Μέγας Αθανάσιος περί εκείνων που αρχίζουν μιαν αίρεση· «Εχθροί του Θεού είναι κατά πρώτο και κύριο λόγο οι ακάθαρτοι δαίμονες. Δεύτεροι μετά από εκείνους όσοι πρεσβεύουν την ειδωλολατρία και οι αρχηγοί των αιρέσεων»5. Τούτο φαίνεται και από το αίνιγμα που κλήθηκε να επιλύσει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Κάποιος γνωστικός μου έθεσε ένα δυσχερέστατο πρόβλημα.”Ποια αμαρτία, μου είπε, είναι βαρύτερη απ’ όλες, εξαιρέσει του φόνου και της αρνήσεως;” Και όταν εγώ του απάντησα “το να πέση κανείς σε αίρεσι”, εκείνος με ξαναρώτησε ...» κ.λπ. 6
Πλήν τούτων, μία και μόνη αίρεση μπορεί να δημιουργήσει πολλαπλές άλλες, οι οποίες θα ανατρέψουν ριζηδόν την περί Θεού διδασκαλία της Εκκλησίας, την κατανόηση του κόσμου και του ανθρώπου, και θα οδηγήσουν μετά ταύτα και σε εσφαλμένη πράξη. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αντικρούοντας τον αντι-ησυχαστή αιρεσιάρχη Γρηγόριο Ακίνδυνο φανέρωσε και ανέπτυξε, ότι όσοι αρνούνται τη «θεοπρεπή διάκριση» ουσίας και ενεργείας στο Θεό, περιπίπτουν κατά συνέπεια και σε άλλες πενήντα μέγιστες αιρέσεις7.
Η αίρεση πάντως, είναι ή εισαγωγή μιας νέας διδασκαλίας και πρακτικής, ενός ή περισσοτέρων νεωτερισμών· όπως έχει παρατηρηθεί από τον Καθηγητή Ν. Ματσούκα, «Πολύ ενωρίς η Εκκλησία πήρε την ονομασία “καθολική” που αργότερα έγινε συνώνυμη με τον κατοπινό όρο ορθοδοξία. Πάραλληλα η αίρεση δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η διάβρωση της αλήθειας, ως ζωής και διδασκαλίας, και συνάμα η έκπτωση από την κοινότητα. [...] Όχι μόνον οι αιρετικοί της εποχής εκείνης, μά και οι πολέμιοι ακόμη είχαν αντιληφθεί πόσο απαραίτητο είναι το κριτήριο της αρχέγονης ταυτότητας. Έτσι ο νεωτερισμός δεν μπορεί να έχει σχέση προς την ορθοδοξία. Καθετί το νέο είναι ξένο προς την αλήθεια που μόνο ως αρχέγονη νοείται. [...] Η πρώτη [η ορθοδοξία] διεκδικεί αταλάντευτα την αρχαιότητα, ενώ η δεύτερη [η αίρεση] είναι νεωτεροποιΐα. Έτσι η δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, παρ’ όλο ότι την εποχή εκείνη αφομοίωνε κατά τον πιο ρωμαλέο τρόπο προσαρμογής που γνώρισε ποτέ η ιστορία, τη φιλοσοφική ορολογία του περιβάλλοντος, στη συνείδηση της Εκκλησίας γενικά και των ίδιων των θεολόγων παρέμενε παλιά, αρχέγονη, παραδοσιακή. [...] Τούτη η αναδρομή προς το παρελθόν από το ένα μέρος δεν ήταν διόλου οπισθοδρόμηση, και από το άλλο γινόταν η μοναδική σωστή μέθοδος για να ελέγχεται το περιεχόμενο κάθε διδασκαλίας. [...] Η ορθόδοξη άποψη είναι σαφής και ανυποχώρητη. Εμμένει στην αρχαιότητα της διδασκαλίας. Αυτή και μόνο είναι το κριτήριο της γνησιότητας και αυθεντικότητας»8.
Πρέπει να ενθυμούμαστε και δύο ακόμη σημαντικές παραμέτρους:
(α) Η αίρεση αχίζει συνήθως με μορφή χονδροειδή και προϊόντος του χρόνου απολεπτύνεται. Οι μεταγενέστερες μορφές κάθε αιρέσεως ευρίσκονται συνήθως πλησιέστερα προς την Ορθοδοξία, αλλά για το λόγο αυτό είναι και πλέον επικίνδυνες, εφ’ όσον δεν διακρίνονται εύκολα απ΄ αυτήν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα επί τούτου είναι (1) ο ημι-αρειανισμός των «ομοιουσιανών» (οπαδών του δόγματος του «ομοιουσίου»), που φαίνεται να πλησιάζει το «ομοούσιον» των Ορθοδόξων, αλλ΄ όμως συνιστά αίρεση (βλ. παρακάτω) και (2) ο μετριοπαθής μονοφυσιτισμός του Σεβήρου Αντιοχείας, ο οποίος λόγω πολύ λεπτής διαφοράς στις χριστολογικές διατυπώσεις είναι περισσότερο δυσδιάκριτος από τον πρώιμο μονοφυσιτισμό του Αρχιμανδρίτου Ευτυχούς9.
(β) Είναι σύνηθες στην πατερική αντι-αιρετική γραμματεία να αναζητούν-ται και να στηλιτεύονται οι προεκτάσεις των αιρετικών δογματικών διατυπώσεων10.
Σημειωτέον δε, ότι κανονικώς οι αιρετικοί, ακόμη και οι Παπικοί ή οι Προτεστάντες, δεν καλούνται Χριστιανοί, κατά την Παράδοση της Εκκλησίας· χαρακτηριστικώς λέγει μεταξύ άλλων αρχαίων θεολόγων ο Τερτυλλιανός, «Όσοι είναι αιρετικοί, Χριστιανοί δεν δύνανται να είναι» 11.
Η αίρεση, όπως θα δούμε και παρακάτω, αποξενώνοντας τους οπαδούς της από τη Μυστική Άμπελο, τον Χριστό, και την προς Αυτόν Κοινωνία δια των Μυστηρίων, όπως και από την ορθή διδασκαλία, καθιστά τον άνθρωπο ξένο προς την Αγία Τριάδα. Σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, η αίρεση, όπως και η διάπραξη των έργων της αμαρτίας καθιστά ή αποδεικνύει τον άνθρωπο ουσιαστικώς άπιστο: «Όποιος δεν πιστεύει, όπως πιστεύει ή Παράδοσις της Καθολικής [Ορθοδόξου] Εκκλησίας ή κοινωνεί με τον διάβολο δια μέσου των παρανόμων έργων, είναι άπιστος». Η αλλιώς, στο πρωτότυπο: «Ο γαρ μη κατά την παράδοσιν της Καθολικής Εκκλησίας πιστεύων ή κοινωνών δια των ατόπων έργων τω διαβόλω άπιστός εστιν»12.
Όλες οι αντιδράσ
2
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ

 1. Τί είναι αίρεση

Σύμφωνα με ένα σύγχρονο ορισμό, ως αίρεση χαρακτηρίζεται «κάθε πεπλανημένη διδασκαλία η οποία παρεκκλίνει από τη γνήσια χριστιανική πίστη, ταυτόχρονα δε και κάθε ιδιαίτερη χριστιανική κοινότητα η οποία διαφωνεί προς τη δογματική διδασκαλία της αληθούς Εκκλησίας και έχει αποκοπεί από την κοινωνία και ενότητα με αυτήν» 1.
Ο Μέγας Βασίλειος λέγει εν προκειμένω «Οι παλαιοί ονόμασαν αιρέσεις μεν τους παντελώς αποσπασμένους και κατά την ίδια την Πίστη αποξενωμένους· σχίσματα δε αυτούς που διαφοροποιήθηκαν για κάποιες εκκλησιαστικές αιτίες και μεταξύ τους ζητήματα, θεραπεύσιμα» 2.
Αξιοσημείωτη είναι και η εξής διάκριση: «Για να στοιχειοθετηθεί [κατά τους ι. Κανόνες] το αδίκημα της αιρέσεως, απαιτείται η άρνηση ή διαστροφή των κανόνων, ήτοι 1) να εκδηλωθεί εξωτερικώς, είτε εγγράφως (δια συγγράμματος κ.λπ.), είτε προφορικώς (δια κηρύγματος κ.λπ.), είτε εμπράκτως (δια παραλείψεως ή προσθήκης φράσεων ή συμβολικών κινήσεων στο τελετουργικόν της Θ. Λειτουργίας κ.λπ.), 2) να γίνει από σκοπού και εκ προθέσεως, διότι εκ παραδρομής ή εκ συγγνωστής πλάνης δεν διαπράττεται αίρεση και 3) να επιμείνει στην πλάνη του ο δράστης, διότι δεν θεωρείται αιρετικός εκείνος ο οποίος πρεσβεύει μεν πεπλανημένως, αλλά όταν νουθετείται ανακαλεί και απαρνείται τις κακοδοξίες του. Καθ΄ όσον το πλανάσθαι είναι ανθρώπινο, αλλά το εμμένειν στην πλάνη και το μη απορρίπτειν αυτήν μετά από υπόδειξη που γίνεται, είναι εφάμαρτο και δαιμονικό, επειδή εμφαίνει υπεροψία και ύβρη κατά του Αγίου Πνεύματος» 3.
Πάντως, η αίρεση δεν κρίνεται βάσει κάποιας απλής αποκλίσεως στη φρασεολογία και την ορολογία, αλλά από την παρερμηνεία των αληθειών, την οποίαν παρερμηνεία εξυπηρετεί η συγκεκριμένη απόκλιση στην ορολογία· λέγει λόγου χάριν ο Μέγας Βασίλειος καταπολεμώντας την του αιρεσιάρχου Σαβελλίου ταύτιση των υποστάσεων του Πατρός και του Υιού, μέσω της απάλειψης του συνδέσμου «και» από μερικά χωρία της Αγίας Γραφής «... τώρα όμως λόγος από αυτούς δεν γίνεται περί συλλαβών, ούτε για το πως ηχεί, έτσι ή αλλιώς, η έκφραση, αλλά για πράγματα τα οποία έχουν μέγιστη διαφορά σε δύναμη και αλήθεια. Λόγω των οποίων, ενώ η χρήση των συλλαβών είναι αδιάφορη, αυτοί [οι αιρετικοί] προσπαθούν άλλες μεν να εισαγάγουν και άλλες να αποδιώξουν από την Εκκλησία. Εγώ δε, αν και από το πρώτο άκουσμα είναι φανερή η χρησιμότητα, ωστόσο θα παράσχω και την αιτία για την οποίαν οι Πατέρες μας, δεν συμπαρέλαβαν χωρίς λόγο την χρήση της προθέσεως αυτής» 4.
Η αίρεση είναι από τις μεγαλύτερες αμαρτίες. Καθώς λέγει ο Μέγας Αθανάσιος περί εκείνων που αρχίζουν μιαν αίρεση· «Εχθροί του Θεού είναι κατά πρώτο και κύριο λόγο οι ακάθαρτοι δαίμονες. Δεύτεροι μετά από εκείνους όσοι πρεσβεύουν την ειδωλολατρία και οι αρχηγοί των αιρέσεων»5. Τούτο φαίνεται και από το αίνιγμα που κλήθηκε να επιλύσει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Κάποιος γνωστικός μου έθεσε ένα δυσχερέστατο πρόβλημα.”Ποια αμαρτία, μου είπε, είναι βαρύτερη απ’ όλες, εξαιρέσει του φόνου και της αρνήσεως;” Και όταν εγώ του απάντησα “το να πέση κανείς σε αίρεσι”, εκείνος με ξαναρώτησε ...» κ.λπ. 6
Πλήν τούτων, μία και μόνη αίρεση μπορεί να δημιουργήσει πολλαπλές άλλες, οι οποίες θα ανατρέψουν ριζηδόν την περί Θεού διδασκαλία της Εκκλησίας, την κατανόηση του κόσμου και του ανθρώπου, και θα οδηγήσουν μετά ταύτα και σε εσφαλμένη πράξη. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αντικρούοντας τον αντι-ησυχαστή αιρεσιάρχη Γρηγόριο Ακίνδυνο φανέρωσε και ανέπτυξε, ότι όσοι αρνούνται τη «θεοπρεπή διάκριση» ουσίας και ενεργείας στο Θεό, περιπίπτουν κατά συνέπεια και σε άλλες πενήντα μέγιστες αιρέσεις7.
Η αίρεση πάντως, είναι ή εισαγωγή μιας νέας διδασκαλίας και πρακτικής, ενός ή περισσοτέρων νεωτερισμών· όπως έχει παρατηρηθεί από τον Καθηγητή Ν. Ματσούκα, «Πολύ ενωρίς η Εκκλησία πήρε την ονομασία “καθολική” που αργότερα έγινε συνώνυμη με τον κατοπινό όρο ορθοδοξία. Πάραλληλα η αίρεση δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η διάβρωση της αλήθειας, ως ζωής και διδασκαλίας, και συνάμα η έκπτωση από την κοινότητα. [...] Όχι μόνον οι αιρετικοί της εποχής εκείνης, μά και οι πολέμιοι ακόμη είχαν αντιληφθεί πόσο απαραίτητο είναι το κριτήριο της αρχέγονης ταυτότητας. Έτσι ο νεωτερισμός δεν μπορεί να έχει σχέση προς την ορθοδοξία. Καθετί το νέο είναι ξένο προς την αλήθεια που μόνο ως αρχέγονη νοείται. [...] Η πρώτη [η ορθοδοξία] διεκδικεί αταλάντευτα την αρχαιότητα, ενώ η δεύτερη [η αίρεση] είναι νεωτεροποιΐα. Έτσι η δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, παρ’ όλο ότι την εποχή εκείνη αφομοίωνε κατά τον πιο ρωμαλέο τρόπο προσαρμογής που γνώρισε ποτέ η ιστορία, τη φιλοσοφική ορολογία του περιβάλλοντος, στη συνείδηση της Εκκλησίας γενικά και των ίδιων των θεολόγων παρέμενε παλιά, αρχέγονη, παραδοσιακή. [...] Τούτη η αναδρομή προς το παρελθόν από το ένα μέρος δεν ήταν διόλου οπισθοδρόμηση, και από το άλλο γινόταν η μοναδική σωστή μέθοδος για να ελέγχεται το περιεχόμενο κάθε διδασκαλίας. [...] Η ορθόδοξη άποψη είναι σαφής και ανυποχώρητη. Εμμένει στην αρχαιότητα της διδασκαλίας. Αυτή και μόνο είναι το κριτήριο της γνησιότητας και αυθεντικότητας»8.
Πρέπει να ενθυμούμαστε και δύο ακόμη σημαντικές παραμέτρους:
(α) Η αίρεση αχίζει συνήθως με μορφή χονδροειδή και προϊόντος του χρόνου απολεπτύνεται. Οι μεταγενέστερες μορφές κάθε αιρέσεως ευρίσκονται συνήθως πλησιέστερα προς την Ορθοδοξία, αλλά για το λόγο αυτό είναι και πλέον επικίνδυνες, εφ’ όσον δεν διακρίνονται εύκολα απ΄ αυτήν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα επί τούτου είναι (1) ο ημι-αρειανισμός των «ομοιουσιανών» (οπαδών του δόγματος του «ομοιουσίου»), που φαίνεται να πλησιάζει το «ομοούσιον» των Ορθοδόξων, αλλ΄ όμως συνιστά αίρεση (βλ. παρακάτω) και (2) ο μετριοπαθής μονοφυσιτισμός του Σεβήρου Αντιοχείας, ο οποίος λόγω πολύ λεπτής διαφοράς στις χριστολογικές διατυπώσεις είναι περισσότερο δυσδιάκριτος από τον πρώιμο μονοφυσιτισμό του Αρχιμανδρίτου Ευτυχούς9.
(β) Είναι σύνηθες στην πατερική αντι-αιρετική γραμματεία να αναζητούν-ται και να στηλιτεύονται οι προεκτάσεις των αιρετικών δογματικών διατυπώσεων10.
Σημειωτέον δε, ότι κανονικώς οι αιρετικοί, ακόμη και οι Παπικοί ή οι Προτεστάντες, δεν καλούνται Χριστιανοί, κατά την Παράδοση της Εκκλησίας· χαρακτηριστικώς λέγει μεταξύ άλλων αρχαίων θεολόγων ο Τερτυλλιανός, «Όσοι είναι αιρετικοί, Χριστιανοί δεν δύνανται να είναι» 11.
Η αίρεση, όπως θα δούμε και παρακάτω, αποξενώνοντας τους οπαδούς της από τη Μυστική Άμπελο, τον Χριστό, και την προς Αυτόν Κοινωνία δια των Μυστηρίων, όπως και από την ορθή διδασκαλία, καθιστά τον άνθρωπο ξένο προς την Αγία Τριάδα. Σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, η αίρεση, όπως και η διάπραξη των έργων της αμαρτίας καθιστά ή αποδεικνύει τον άνθρωπο ουσιαστικώς άπιστο: «Όποιος δεν πιστεύει, όπως πιστεύει ή Παράδοσις της Καθολικής [Ορθοδόξου] Εκκλησίας ή κοινωνεί με τον διάβολο δια μέσου των παρανόμων έργων, είναι άπιστος». Η αλλιώς, στο πρωτότυπο: «Ο γαρ μη κατά την παράδοσιν της Καθολικής Εκκλησίας πιστεύων ή κοινωνών δια των ατόπων έργων τω διαβόλω άπιστός εστιν»12.

2
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση