Το καθήκον
τής ελεημοσύνης κατά την Α΄ Κορινθίους 16/ιστ: 2
"Κατά
μίαν σαββάτων έκαστος υμών παρ’ εαυτω τιθέτω θησαυρίζων ό,τι αν ευοδώται, ίνα μη
όταν έλθω τότε λογίαι γίνωνται" (Α΄
Κορινθίους 16/ιστ: 2).
ΠΡΟΤΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ:
Τι ουν
διέταξας, είπε μοι; «Κατά μίαν Σαββάτου», τουτέστι, Κυριακήν, «έκαστος
υμών παρ' εαυτώ τιθέτω θησαυρίζων ό,τι αν ευοδώται».
Όρα πώς
και από τού καιρού προτρέπει. Και γαρ η ημέρα ικανή ην εναγαγείν εις
ελεημοσύνην. Αναμνήσθητε γαρ, φησί, τίνων ετύχετε εν τη ημέρα ταύτη. Τα
γαρ απόρρητα αγαθά, και η ρίζα και η αρχή της ζωής της ημετέρας εν ταύτη
γέγονεν. Ου ταύτη δε μόνον επιτήδειος ο καιρός εις προθυμίαν
φιλανθρωπίας, αλλ' ότι και άνεσιν έχει και πόνων ατέλειαν. Ψυχή γαρ
αφιεμένη μόχθων, ευκολωτέρα και επιτηδειοτέρα προς το ελεείν γίνεται.
Μετά δε τούτων και το μυστηρίων εν αυτή κοινωνείν ούτω φρικτών και
αθανάτων πολλήν εντίθησι προθυμίαν.
Εν αυτή τοίνυν «έκαστος υμών», ουχ
απλώς ο δείνα και ο δείνα, αλλ' είς έκαστος, καν πένης ή, καν πλούσιος,
καν γυνή, καν ανήρ, καν δούλος, καν ελεύθερος, «παρ' εαυτώ τιθέτω
θησαυρίζων». Ουκ είπεν, εις την Εκκλησίαν φερέτω, ίνα μη δια το μικρόν
αισχύνωνται, αλλά ταις κατ' ολίγον συναγωγαίς αυξήσας την εισφοράν, τότε
δεικνύτω "εμού παραγενομένου".
"Τέως δε παρά σαυτώ τίθει", φησί, και ποίησόν
σου την οικίαν Εκκλησίαν, το κιβώτιον γαζοφυλάκιον. Γενού φύλαξ χρημάτων
ιερών, αυτοχειροτόνητος οικονόμος πενήτων. Η φιλανθρωπία ταύτην σοι
δίδωσι την Ιερωσύνην. Τούτου σύμβολόν εστί και το γαζοφυλάκιον νυν· αλλά το
μεν σύμβολον μένει, το δε έργον ουδαμού.
Και οίδα
μεν, ότι πολλοί των συνεδρευόντων πάλιν ημίν εγκαλέσουσιν, όταν υπέρ
τούτων διαλεγώμεθα, λέγοντες: μη, παρακαλώ, μη γίνου φορτικός και
επαχθής τοις ακούουσιν·
επίτρεψον τη προαιρέσει, δος τη γνώμη των ακουόντων· ως νυν
γε καταισχύνεις ημάς, ερυθριάν ποιείς·αλλ' ουκ
ανέχομαι τούτων των λόγων. Ουδέ γαρ Παύλος ησχύνετο υπέρ τοιούτων
συνεχώς ενοχλών, και προσαιτούντων φθεγγόμενος ρήματα. Ει μεν γαρ τούτο
έλεγον, ότι εμοί δος και εις την εμήν κατάθες οικίαν, ίσως αν αισχύνης
ην το λεγόμενον· μάλλον
δε ουδέ τότε. «Οι γαρ τω θυσιαστηρίω», φησί, «προσεδρεύοντες, τω
θυσιαστηρίω συμμερίζονται»· πλην αλλ',
ίσως αν τις επετίμησεν, ως υπέρ εαυτού ποιουμένου τον λόγον· νυν δε
υπέρ των δεομένων την ικετηρίαν τίθημι, μάλλον δε ουχ υπέρ των δεομένων,
αλλ' υπέρ υμών των παρεχόντων· διό και
παρρησιάζομαι.
Ποία γαρ αισχύνη ειπείν, δος τω Κυρίω πεινώντι, ένδυσον
αυτόν γυμνόν περιϊόντα, υπόδεξαι ξένον όντα; Ο δεσπότης σου ουκ
αισχύνεται επί της οικουμένης ταύτα λέγων, «Επείνασα, και ουκ εδώκατέ
μοι φαγείν», ο ανενδεής και μηδενός χρήζων και εγώ αισχυνούμαι και
οκνήσω; Άπαγε·
διαβολικής επιβουλής αύτη η αισχύνη.
Ου τοίνυν
αισχυνθήσομαι, αλλά και μετά παρρησίας ερώ, δότε τοις δεομένοις, και
μετά πλείονος, ή οι δεόμενοι, φωνής. Ει μεν γαρ έχει τις δείξαι και
ελέγξαι, ότι ταύτα λέγοντες προς εαυτούς υμάς έλκομεν, και προσχήματι
των πενήτων αυτοί κερδαίνομεν, ουκ αισχύνης άξια ταύτα μόνον, αλλά και
μυρίων κεραυνών, και ουδέ ζην άξιον τους τα τοιαύτα ποιούντας.
Ει δε τη
του Θεού χάριτι ουδέν υπέρ εαυτών ενοχλούμεν, αλλ' αδαάπανον υμίν το
ευαγγέλιον εθήκαμεν, πονούντες μεν ουδαμώς καθάπερ Παύλος, τοις δε
οικείοις αρκούμενοι, μετά πάσης ερώ της παρρησίας, δότε τοις δεομένοις,
και ου παύσομαι τούτο λέγων, και μη διδόντων έσομαι χαλεπός κατήγορος.
Και γαρ ει στρατηγός ήμην και στρατιώτας είχον, ουκ αν ησχύνθην τοις
στρατιώταις τροφάς αιτών. Σφόδρα γαρ ερώ της σωτηρίας της υμετέρας.
Αλλ' ίνα και ενεργέστερος ο λόγος γένηται και δραστήριος μάλλον, Παύλον
προστάτην λαβών, μετ' εκείνον διαλέξομαι λέγων: «Έκαστος υμών παρ' εαυτώ
τιθέτω, θησαυρίζων ό,τι αν ευοδώται». Σκόπει γαρ αυτού καντεύθεν το
ανεπαχθές. Ουκ είπε, τοσόνδε και τοσόνδε, αλλ', «Ό,τι αν ευοδώται», είτε
πολύ, είτε ολίγον·
και ουκ είπεν, ό,τι αν τις κερδάνη, αλλ' ό,τι αν
ευοδωθή», δεικνύς ότι παρά του Θεού η χορηγία.
Ου ταύτη δε μόνον, αλλά
και τω μη εν ενί χρόνω το παν κελεύσαι καταβαλείν, ραδίαν ποιεί την
συμβουλήν τω γαρ κατά μικρόν συλλέγεσθαι ανεπαίσθητος λειτουργία και η
δαπάνη·
δια δη τούτο ουδέ ευθέως κελεύει εις μέσον αγαγείν, αλλά πολλήν
δίδωσι την προθεσμίαν, και την αιτίαν τιθείς φησιν: «Ίνα μη, όταν έλθω,
τότε λογίαι γίνωνται»·
τουτέστιν, ίνα μη εν τω καιρώ της εισφοράς, τότε αναγκάζησθε συνάγειν.
Και τούτω δε ουχ ως έτυχεν αυτούς πάλιν προέτρεψεν·
η γαρ προσδοκία Παύλου προθυμότερους αυτούς εποίει.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ :
Τι όρισες λοιπόν; πες μου. «Κάθε πρώτη μέρα της εβδομάδος», δηλαδή, Κυριακή, «ο καθένας από εσάς ας βάζει κάτι κατά μέρος, αναλόγως προς όσα τού δίνει ο Θεός».
Κοίταξε
πώς προτρέπει και από τον καιρό. Επειδή ήταν κατάλληλη η μέρα της
Κυριακής για να οδηγήσει
σε ελεημοσύνη. Επειδή, θυμηθείτε, λέει,
ποιας δωρεάς αξιωθήκατε αυτή την ημέρα. Διότι τα απόρρητα αγαθά και η
ρίζα και η αρχή της ζωής μας κατ' αυτή την ημέρα συνετελέσθηκαν.
Κι όχι
μόνο
είναι
κατάλληλος ο καιρός
σ' αυτή, για προθυμία φιλανθρωπίας, αλλά έχει και άνεση και
ατέλεια πόνων. Γιατί ψυχή ελεύθερη από
μόχθους, γίνεται πιο ευκίνητη
και ικανότερη για ελεημοσύνη.
Και μαζί με αυτά,
προσθέτει πολλή προθυμία
το ότι
σ' αυτή κοινωνούνται τόσο φρικτά και
αθάνατα μυστήρια .
Σ'
αυτή λοιπόν
«ο καθένας σας», όχι απλώς ο τάδε και ο
δείνα, αλλ' ο καθένας, είτε
φτωχός είναι, είτε πλούσιος, είτε
γυναίκα, είτε άνδρας, είτε δούλος, είτε ελεύθερος, «ας
μαζεύει κάτι στην άκρη». Δεν είπε,
"ας τα φέρει
στην Εκκλησία",
για να μη ντρέπονται
όσοι φέρουν λίγα, αλλ' αφού συγκεντρωθούν οι προσφορές, τότε ας τα
φέρουν "όταν έλθω". "Έως τότε να
τα συγκεντρώνεις μόνος σου",
(λέει), και κάνε
το σπίτι σου Εκκλησία, και το κιβώτιο, θησαυροφυλάκιο.
Γίνε φύλακας ιερών χρημάτων, αυτοχειροτόνητος φροντιστής
πεινασμένων. Η
φιλανθρωπία σού δίνει αυτή την Ιεροσύνη. Σύμβολο αυτού τού πράγματος
είναι τώρα και το θησαυροφυλάκιο· αλλά το μεν σύμβολο υπάρχει, το δε
έργο πουθενά.
Ξέρω ότι
πολλοί από τους συγκεντρωμένους πάλι θα μάς κατηγορήσουν, όταν μιλούμε
γι' αυτά, και θα πουν «Μη, σε παρακαλώ, μη γίνεσαι φορτικός και βαρετός
στους ακροατές· άφησέ το
στη συνείδηση τού καθενός, άφησέ το στην κρίση τών ακροατών·
έτσι τώρα μάς ντροπιάζεις, μάς κάνεις να κοκκινίζουμε!...».
Αλλ' όχι!
Αυτά τα λόγια δεν τα ανέχομαι! Γιατί ούτε ο Παύλος ντρεπόταν να ενοχλεί
συνέχεια για τέτοια πράγματα και να ζητά σαν ζητιάνος. Εάν έλεγα τούτο,
δηλαδή δος μου, φέρε για το σπίτι μου, ίσως να 'ταν ντροπή. Αν και ούτε
τότε θα 'ταν ντροπή. «Οι γαρ τω θυσιαστηρίω», λέγει, «προσεδρεύοντες, τω
θυσιαστηρίω συμμερίζονται» (Α' Κορ. 9,13). Πλην όμως πιθανόν να με
κατηγορούσε κάποιος, ότι μιλώ για τον εαυτό μου· τώρα
όμως παρακαλώ γι' αυτούς που στερούνται, μάλλον όχι γι' αυτούς που
στερούνται, αλλά για σάς που δίνετε· γι' αυτό
και μιλώ χωρίς να ντρέπομαι.
Γιατί πού
είναι η ντροπή σαν πω, δώσε στον Κύριο που πεινά, ντύσε τον που γυρίζει
γυμνός, φιλοξένησέ τον που είναι ξένος; Ο Δεσπότης σου δεν ντρέπεται
μπροστά σ' όλη την οικουμένη να λέγει: «επείνασα και ουκ εδώκατέ μοι
φαγείν» (Ματθ. 25,42), ο ανενδεής, εκείνος που δεν έχει ανάγκη από
τίποτε·
και εγώ θα ντραπώ και θα διστάσω; Σε παρακαλώ, μακριά τέτοια πράγματα!
Τού διαβόλου είναι αυτή η ντροπή!
Δεν θα
ντραπώ, λοιπόν. Αντίθετα μάλιστα και με παρρησία θα πω:
δώστε σ' όσους έχουν ανάγκη, και θα φωνάζω πιο δυνατά απ' αυτούς. Γιατί
εάν κάποιος έχει στοιχεία και μπορεί να μάς κατηγορήσει, ότι αυτά τα
λέμε για να σάς παρασύρουμε προς όφελός μας, και με το πρόσχημα τών
φτωχών κερδίζουμε εμείς, τότε πράγματι αυτά δεν είναι μονάχα άξια
ντροπής, αλλά και μυρίων κεραυνών, και ούτε αξίζει να ζουν όσοι κάνουν
παρόμοια.
Αλλά εάν, με τη χάρη τού Θεού, καθόλου δεν σάς ενοχλούμε για τον εαυτό
μας και κηρύττουμε αδάπανο το ευαγγέλιο, χωρίς βέβαια να κοπιάζουμε όπως
ο Παύλος, αρκούμενοι πάντως στα δικά μας, με όλο το θάρρος θα σάς λέγω,
δώστε στους φτωχούς·
και δεν θα σταματήσω να το λέγω, και όταν δεν δίνετε θα σάς είμαι
σκληρός κατήγορος. Γιατί
αν ήμουν στρατηγός και είχα στρατιώτες, δεν θα ντρεπόμουν να ζητώ
τροφές για τους στρατιώτες.
Γιατί αγαπώ πολύ τη δική σας σωτηρία.
Αλλά για να γίνει
πιο ενεργητικός και αποτελεσματικός ο λόγος,
αφού πάρω ως συμπαραστάτη τον Παύλο, μαζί μ' εκείνον θα μιλήσω και θα πω: «Ο καθένας από εσάς ας βάζει κάτι κατά μέρος, αναλόγως με όσα του
δίνει ο Θεός». Πρόσεχε λοιπόν και εδώ πόσο
ελαφρώνει το βάρος. Δεν είπε
τόσο και τόσο, αλλά «ό,τι μπορεί», είτε πολύ, είτε λίγο·
και δεν
είπε, "ό,τι περισσεύει στον καθένα", αλλά «ό,τι μπορεί από αυτά που
τού δίνει ο Θεός», και δείχνει ότι η δαπάνη αυτή είναι του Θεού.
Και όχι μόνο με αυτό, αλλά και με το να προτρέψει να καταβάλλουν την
προσφορά αφού πρώτα συγκεντρώσουν
σε ανάλογο καιρό ό,τι μπορούν,
κάνει ευκολοπραγματοποίητη τη συμβουλή·
επειδή σ' αυτόν που
συγκεντρώνει λίγα, γίνεται ανεπαίσθητο το έργο και η δαπάνη.
Γι'
αυτό ακριβώς δεν παραγγέλλει να τα παραδώσουν αμέσως, αλλά δίνει πολλή
προθεσμία και αφού πει την αιτία, λέει: «για να μη γίνονται έρανοι
όταν έλθω»·
δηλαδή, για να μην αναγκάζεστε να συγκεντρώνετε κατά τον
καιρό που πρέπει να προσφέρετε.
Και σ' αυτό δεν προέτρεψε πάλι
τυχαία·
γιατί η αναμονή ότι θα δουν τον Παύλο τους έκανε
προθυμότερους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου