( ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΛΕΥΚΑΔΙΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ)
Χαμογελά η ανατολή και ροδοκοκκινίζει,
ολίγο ολίγο η καταχνιά, που τα βουνά στολίζει.
Λαλεί τ' ορνίθι της αυγής, το πρόβατο βελάζει.
Ξυπνούν στα πλάγια οι πέρκιδες, η μια την άλλη κράζει.
Ξυπνά κι ο γέρο γούμενος, τον όρθρο του σημαίνει
και μουρμουρίζοντας σιγά, στην εκκλησιά πηγαίνει,
την άγια εικόνα της Κυράς σκυφτά να προσκυνήσει.
Κι εκεί που ετέντων ο παπάς τα χείλη να φιλήσει
του κάστηκε πως έλειπε - παράδοση ιστορία -
απ' το θρονί της το χρυσό η Δέσποινα Μαρία...
Ετρόμαξ' ο καλόγερος... Στην πλάκα γονατίζει,
χτυπά το μέτωπο στη γη, παρακαλεί, δακρύζει...
Με μιας αστράφτ' η εκκλησιά κι αισθάνεται ένα χέρι
όπου τον ανασήκωνε... Μοσχοβολάει τ' αγέρι...
Τα μάτια του άνοιξ' ο παπάς... στο κάτασπρο του γένι
το δάκρυ του έσταζε βροχή.. Κυττάζει... καθισμένη
στο θρόνο βλέπει την Κυρά, που του χαμογελούσε
και το Παιδί, που εχαίρετο και που τον ευλογούσε.
-Σε ποιο καλύβι αγνώριστο, σε ποια καρδιά θλιμμένη
να πέρασες τη νύχτα Σου, Κυρά Φανερωμένη;
Ποιό μαραμένο λούλουδο η χάρη Σου, Κυρούλα,
κρυφά ν' ανάστησε, σαν ουρανού δροσούλα;
ΣΧΟΛΙΟ:
Η διεύθυνση του [ΟΜΟΛΟΓΗΤΗ ΙΕΡΑΡΧΗ ΜΑΤΘΑΙΟΥ] αφιερώνει μετά πολύς υικής αγάπης και σεβασμού το παραπάνω ποίημα εις τον Σεβ/τον Μητροπολίτην Μεσογαίας, Λαυρεωτικής και Αχαρνών κ. Κήρυκον. Ούτος τυγχάνει και συμπατριώτης του Λευκάδιου Ποιητού αλλά και ως Φιλόλογος, λάτρεις τοιούτου είδους Ποιημάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου