Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΕΞΑΙΣΙΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΟΥ ΜΥΡΟΒΛΗΤΟΥ

 


  Ο παρανομώτατος βασιλεύς Μαξιμιανός χαίρων εις τας θυσίας των ειδώλων, και αγαπών να βλέπη αιματοχυσίας και φόνους ανθρώπων, προσέταξε ποτε να εκτελέσωσι τον αγώνα του πεντάθλου. Διότι οι βασιλείς των Ελλήνων, τον παλαιόν καιρόν, αυτήν την συνήθειαν είχον. Εις οιανδήποτε πόλιν, επορεύοντο κατά πρώτην φοράν, έβαλον τους ανθρώπους και έτρεχον, και επάλαιον. Και την πέτραν έρριπτον, και επήδων, και με τα κοντάρια εσκόπευον εις σημεία προσδιορισμένα. Αυτά δε τα πέντε αγωνίσματα ωνόμαζον πένταθλον. Και όστις ήθελε νικήσει εις έν από αυτά τα πέντε αγωνίσματα του πεντάθλου ετίμων αυτόν οι βασιλείς και δώρα έδιδον εις αυτόν.Αυτά λοιπόν τα πέντε αγωνίσματα ηθέλησεν ο βασιλεύς να γίνουν την ημέραν εκείνην. Και αυτός μεν εκάθησεν εις τόπον υψηλόν ίνα βλέπη τους αγωνιζομένους, οι δε άνθρωποι έπαιζον, και ηγωνίζωντο έκαστος κατά το παιχνίδιον το οποίον επροτίμα. Εις δε εξ εκείνων οίτινες επάλαιον ήτο άνθρωπος τις του βασιλέως όστις ωνομάζετο Λυαίος και όστις ήτο από πόλιν τινά της Σκυθίας, ονομαζομένην Ουάνδηλα. Αυτός ήτο υψηλότατος και ισχυρότατος, και ο βασιλεύς τον είχεν μεθ' εαυτού ίνα προξενή εις αυτόν τιμήν και έπαινον. Αυτός λοιπόν ο Λυαίος αφ' ενός μεν τεχνίτης εις την πάλην, ως δυνατός, ενίκα πολλούς ανθρώπους. Και ο βασιλεύς βλέπων αυτόν έχαιρε μεγάλως και πλούσια δώρα εδωρείτο εις αυτόν.
 Αλλ' ακούσατε και το τέλος αυτού πως συνέβη. Παλληκάριόν τι της Θεσσαλονίκης νεώτατον εις την ηλικίαν και ωραιότατον εις την όψιν, ο Άγιος, λέγω, Νέστωρ όστις ήτο εν τω κρυπτώ Χριστιανός, και γνωστός του Αγίου Δημητρίου, βλέπων τον Λυαίον ότι φονεύει τους ανθρώπους, και ότι ο βασιλεύς ευχαριστείται και υπερηφανεύεται εις την νίκην του, αλλά και θέλων να ίδη την δύναμιν του αληθινού Χριστού του Θεού, υπήγεν εις τας καμάρας εκείνας, όπου ήτο κεκλεισμένος ο μέγας Δημήτριος, και είπε προς αυτόν: <<Δούλε του αληθινού Χριστού και Αυθέντα μου, ο μιαρός βασιλεύς χαίρει πολύ εις τας πράξεις του ασεβεστάτου Λυαίου, και η ψυχή μου ορέγεται να παλαίσω μετ' αυτού, μόνον ευλόγησόν με και ενδυνάμωσόν με να υπάγω να τον νικήσω>>. Τότε ο Άγιος Δημήτριος εποίησε το σημείον του Σταυρού του Χριστού εις το μέτωπον του Νέστορος, και είπε προς αυτόν.
 << Ύπαγε και τον Λυαίον θέλεις νικήσει, και υπέρ του Χριστού θέλεις μαρτυρήσει >>.
 Εξήλθε λοιπόν ο Νέστωρ από την φυλακήν, και υπήγεν εις τον τόπον ένθα ετελείτο ο αγών της πάλης και παρευθύς εφώναξε εις το μέσον. << Ω Λυαίε έλα να παλαίσωμεν οι δύο>>. Ο δε βασιλεύς όστις εκάθητο εις το υψηλότερον μέρος, και εθεώρει τους ανθρώπους πως ηγωνίζοντο, ευθύς ως είδε τον Νέστορα νέον εις την ηλικίαν είκοσι πέντε περίπου ετών, εμήνυσε εις αυτόν να υπάγη έμπροσθέν του, και τω είπε. <<Νεανία, δεν εφοβήθης την ζωήν σου, αλλ' ήλθες να παλαίσης με τον Λυαίον; Δεν τον βλέπεις πόσους ενίκησε; Δεν βλέπεις πόσα αίματα έχυσε; Πως αποτολμάς να εκτεθής εις τοιούτον κίνδυνον; Δεν λυπείσαι την ωραιότητά σου και την νεότητά σου; Μήπως αναγκάζεσαι από πτωχίαν να επιθυμής τον θάνατόν σου; Αλλά δεν πρέπει να συμπλακής μετά του Λυαίου, να μή θανατωθής, και αν είσαι πτωχός, να σε πλουτίσω εγώ. Μόνον να μην απολέσης την ζωήν σου>>. Ο Νέστωρ απεκρίθη προς αυτόν. << Βασιλεύ εγώ πτωχός δεν είμαι, αλλά και βίον (πλούτον) έχω, και την ζωήν μου αγαπώ. Θέλω όμως να παλαίσω μετά του Λυαίου, δια να λάβω τιμήν. Διότι και αν ήμαι πλούσιος τιμήν όμως δεν έχω. Τί τοτε θέλω τον άτιμον πλούτον; Αγαπώ λοιπόν να τιμηθώ, και να φανώ καλλίτερος από τον Λυαίον, δια τούτο αποφασίζω να κινδυνεύσω>>. Άμα είδεν ο βασιλεύς ότι δεν υπακούει, τον αφήκεν.
 Ο δε άγιος Νέστωρ, ευθύς επλησίασε εις τον Λυαίον, έρριψε το επανωφόριόν του και έκραξεν. << Ο Θεός Δημητρίου, βοήθει μοι>>. Άμα δε ως είπε τον λόγον τούτον, ανείλκυσε το εγχειρίδιόν του και εχτύπησε τον υπερήφανον Λυαίον εις το μέσον της καρδίας, ευθύς δε ούτος έπεσε κατά γης νεκρός. Ο δε βασιλεύς ιδών ότι εφονεύθη ο Λυαίος ελυπήθη εις τόσον βαθμόν, ως να είχεν εκπέσει από την βασιλείαν του. Έκραξε λοιπόν τον Νέστορα και τω είπε: << Νεανία με ποίας μαγείας ενίκησας τον Λυαίον; Αυτός εφόνευσε τόσους ανθρώπους δυνατωτέρους από εσέ, και σύ πως τον εθανάτωσας >>; Ο Άγιος Νέστωρ απεκρίθη: << Εγώ βασιλεύ με τας μαγείας δεν ενίκησα τον Λυαίον, αλλά μεν δύναμιν του Χριστού, του αληθινού Θεού >>. Άμα ήκουσεν ο μιαρός βασιλεύς αυτούς τους λόγους εθυμώθη υπερβολικώς, και προσέταξε ένα εκ των αρχόντων αυτού, Μαρκιανόν ονομαζόμενον, να εκβάλη τον Νέστωρα έξω από την χρυσήν λεγομένην πύλην και να τον αποκεφαλίση με το εγχειρίδιόν του. Και ούτω ετελειώθη ο Άγιος Νέστωρ, κατά τον λόγον του Αγίου Δημητρίου. Κατά τους χρόνους των Χριστιανών Βασιλέων ήτο Επίσκοπος τις εις τινα πόλιν της Αφρικής. Ημέραν τινά εμβρήκεν εις πλοίον ίνα υπάγη εις την Αλεξάνδρειαν, καθ' οδόν δε συνεργεία σατανική πειρατικά πλοία συνέλαβον το πλοίον εκείνο και επήραν τους ανθρώπους αιχμαλώτους, και τον Επίσκοπον εκείνον ετόλμησαν και τον επώλησαν εις την Ανατολήν, εις Αγαρινόν, ο οποίος καθό κακός και ανήμερος όπου ήτο, προσέταξεν αυτόν να μεταφέρη κοπρίαν εις τα αμπέλια και τους κήπους αυτού. Πολλάκις ο Επίσκοπος επιτίθετο το κοφίνιον εις την κεφαλήν του, και δακρύων έλεγεν: <<Αλλοίμονον εις εμέ, που είναι ο καιρός καθ' ον εκράτουν εις την κεφαλήν τα Άχραντα Μυστήρια και τώρα πως κατήντησα>>; Ημέραν λοιπόν και νύκτα παρεκάλει τον Θεόν να τον ελευθερώση από την αιχμαλωσίαν εκείνην. Μίαν δε νύκτα εφάνη ο άγιος Δημήτριος καθήμενος επί λευκού ίππου, και είπεν εις αυτόν: << Τί έχεις και κλαίεις >>; Απεκρίθη ο Επίσκοπος: << Τι έχω με ρωτάς; Δε βλέπεις πόσα κακά μου συμβαίνουσι του δυστυχούς; την ημέραν είμαι εις την δουλείαν, και την νύκτα εις τα σίδηρα. Τί καλό έχω ο ελεεινός, και να μη κλαίω >>; Είπεν εις αυτόν ο Άγιος: << Έλα ίππευσον εις τα όπισθεν του ίππου μου >>. Απεκρίθη ο Επίσκοπος: << Αυθέντη δεν δύναμαι να εγερθώ διότι είμαι δεμένος >>. Είπεν εις αυτόν πάλιν ο Άγιος: << Εγείρου αφού σοι λέγω >>. Ηγέρθη λοιπόν ο Επίσκοπος και ίππευσεν, και θαυμασίως ευρέθησαν αμφότεροι έφιπποι έξω της Θεσσαλονίκης. Τότε είπεν ο Άγιος προς τον Επίσκοπον: << Εγώ έχω εδώ οικίας, και είμαι Δούξ αυτής της Πόλεως. Λοιπόν υπάγω πρότερον και σύ ερώτησον και ελθέ κατόπιν μου >>. Απεκρίθη ο Επίσκοπος: << Και πως να ερωτώ Αυθέντα >>; Είπεν εις αυτόν ο Άγιος: << Ερώτησον πού είναι αι οικίαι Δημητρίου του Δουκός της Θεσσαλονίκης, και ερωτών ούτως θέλεις με εύρει, και εγώ θέλω σε παρασκευάσει, να υπάγης και έως εις τον τόπον σου >>. Αυτά είπεν εις αυτόν ο Άγιος. Έπειτα προσεποιήθη ως να εισήλθεν εις την Πόλιν. Ο δε Επίσκοπος όταν εισήλθεν εις την θύραν των τειχών της πόλεως, ηρωτά καθώς είπεν αυτώ ο Άγιος. Οι δε θυρωροί τον περιεγέλων, λέγοντες εις αυτόν: << Ημείς Δημήτριον Δούκα δεν έχωμεν >>. Άλλοι δε συνετοί, άμα ήκουσαν την ερώτησιν του Επισκόπου, ενόησαν ότι θαύμα τι ετέλεσεν εις αυτόν ο Μέγας Δημήτριος διότι καθ' εκάστην εθαυματούργει ο Άγιος εις τους αιχμαλώτους; Ηρώτησαν λοιπόν αυτόν: << Τί άνθρωπος είναι; Και αυτός είπε εις αυτούς την υπόθεσιν. Ότι ήτο αιχμάλωτος εις την Ανατολήν, και ότι εφάνη εις αυτόν στρατιώτης τις, όστις τον ηλευθέρωσεν έως εκεί. Τότε είπον εις αυτόν οι άνθρωποι: << Έλα να σε υπάγωμεν εις την Εκκλησίαν να τον γνωρίσης >>. Καθώς ηπήγον εις την εκκλησίαν και είδεν από μακράν την εικόνα του, εγνώρισεν Αυτόν, και ηγκάλισέ τον, κλαίων, και έλεγεν: << Αυτός είναι ο στρατιώτης όστις με ηλευθέρωσεν >>. Ο δε Αρχιερεύς της Θεσσαλονίκης, άμα έμαθε τα γενόμενα, εφωδίασε τον Επίσκοπον με τα αναγκάια έξοδά του ίνα υπάγη εις την Αφρικήν. Ανεχώρησεν λοιπόν ο Επίσκοπος και αφού ευώδωσεν αυτόν ο Θεός, έφθασεν υγιής και καλώς έχων εις την επαρχίαν του. Εκεί δε επώλησε τα υπάρχοντά του, δια να κτίση Εκκλησίαν εις το όνομα του Αγίου Δημητρίου.
 Ήρξατο λοιπόν και την ετελείωσε και μόνον ο άμβων έλειπε, δι' ο ελυπείτο πολύ, διότι δεν εύρισκεν εύμορφα μάρμαρα να τον κατασκευάση. Συνέπεσεν όμως τον καιρόν εκείνον να αναγείρη άρχων τις εις την Κωνσταντινούπολιν Εκκλησίαν εις το όνομα των Αγίων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου και έστειλεν ανθρώπους του με πλοίον να υπάγωσιν εις την Ανατολίν να συνάξωσι μαρμαρίνας στήλας (κολώνας). Κατά τας ημέρας δε εκείνας κατά τας οποίας ελυπείτο ο επίσκοπος δια τον άμβωνα, έφθασε και το πλοίον εκείνο, και ήρραξεν εις τον λιμένα της Αφρικής, την νύκτα λοιπόν εκείνην εφάνη ο άγιος Δημήτριος εις τον επίσκοπον, και είπεν εις αυτόν: << Κάτω εις τον λιμένα ήλθε πλοίον, όπερ έχει μεγάλα και Θαυμαστά μάρμαρα, ύπαγε να αγοράσης από εκεί >>.
 Το πρωί ηγέρθη ο Επίσκοπος με πολλήν χαράν, και υπήγεν εις τον πλοίαρχον: << Ήκουσα, Αυθέντα ότι έφερες μάρμαρα, και σε παρακαλώ να μοι πωλήσης από αυτά, ίνα τελειώσω την εκκλησίαν την οποίαν κτίζω >>. Ο πλοίαρχος απεκρίθη εις αυτόν. Δεν έχω τίποτε, Δέσποτά μου >>. Ο Επίσκοπος επέστρεψεν πάλιν πικρανθείς. Και την δυτέραν νύκτα πάλιν εφάνη ο Άγιος, και είπε προς αυτόν: << Ύπαγε και ζήτησον να σοι δώση, διότι αυτός έχει στήλας όπως τας ζητείς >>. Υπήγεν λοιπόν ο Επίσκοπος, και ο πλοίαρχος ηρνήθη πάλιν.
 Την τρίτην νύκτα φαίνεται και πάλιν ο Άγιος, και λέγει προς αυτόν: << Ύπαγε και ειπέ φανερά εις τον πλοίαρχον. Συ έχεις τόσα μάρμαρα και εξ αυτών είναι τόσα πορφυρά, και τόσα πράσινα και τόσα λευκά, τόσα γαλανά, και τόσα άλλου είδους, και λέγεις να τα υπάγης εις την Κωνσταντινούπολιν δια την Εκκλησίαν των αγ. Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου; πρέπει να γινώσκης, ότι η Εκκλησία εκείνη ετελειώθη, διότι ήργησας πολύν καιρόν, και ο άρχων, όστις σε έστειλεν, ηύρεν εκεί άλλα μάρμαρα και έκτισε την Εκκλησίαν όπως την ήθελεν. Αν λοιπόν υπάγης εκεί, χάριν δεν θα σοι γνωρίσωσι, και θα απολέσης και τον κόπον σου. Δια τούτο πώλησον αυτά προς εμέ εις την τιμήν των να σοι οφείλω χάριν και εγώ και ο μέγας Δημήτριος, του οποίου της Εκκλησίαν ανεγείρω >>. Το πρωί υπήγεν ο Επίσκοπος εις τον λιμένα με μεγάλην χαράν, και είπε προς τον πλοίαρχον τους λόγους του Αγίου. Εκείνος δε άμα ήκουσεν αυτούς, ηγέρθη παρευθύς και εξεφόρτωσε το πλοίον του, και άλλα μεν επώλησεν εις τον Επίσκοπον, άλλα δε εχαρίσατο εις τον Άγιον δια ψυχικήν του σωτηρίαν. Ούτως ετελείωσεν ο Επίσκοπος την Εκκλησίαν του Αγίου, δοξάζων τον Θεόν και τον μέγαν Δημήτριον.
 Συνέβη ποτέ καθ' όλην την Θεσσαλίαν τόσον μεγάλη πείνα, όσην δεν εθυμούντο ποτέ οι άνθρωποι του τόπου εκείνου. Λοιπόν όλα τα μέρη της Θεσσαλίας εμαστίζοντο από την πείναν, ιδίως και αυτή η Θεσσαλονίκη εκινδύνευε να αφανισθή. Αλλ' ο μέγας Δημήτριος ο έτοιμος βοηθός των χριστιανών, δεν αφήκε τον τόπον εκείνον να αφανισθή. Αλλά τί ενήργησε; Πλοίαρχος τις ο οποίος εμπορεύετο το σιτάριον, εφόρτωσε το πλοίον του κατ' εκείνον τον καιρόν δια να μεταφέρη αυτό εις την Ευρώπην. Την νύκτα λοιπόν εφάνη ο Άγιος Δημήτριος εις τον ύπνον αυτού και είπε προς αυτόν:
 << Το σιτάρι αυτό, πού μελετάς να το υπάγης >>; Ο πλοίαρχος απεκρίθη: << Εις την Ευρώπην σκοπεύω να το μεταφέρω αν θέλη ο Θεός >>. Ο Άγιος τον είπε πάλιν: << Άκουσόν μου, να το φέρης, εις την Θεσσαλονίκην, να το πωλήσης όπως θέλεις, διότι είναι πολλή πείνα και ακρίβεια. Και ιδού λάβε τρία φλωρία ως αρραβώνα και φέρε αυτό εκεί να λάβης και το υπόλοιπον και της αξίας του >>. Το πρωί αφυπνώσας ο πλοίαρχος είδεν εις την χείρα του και ήτο τρία φλωρία. Είπε δε προς τους άλλους ναύτας: << Απόψε είδα εις τον ύπνον μου ένα στρατιώτην νέον, ο οποίος με είπε, νε φέρωμεν το σιτάριον εις την Θεσσαλονίκην, και ιδού μου έδωκε και τρία φλωρία, ως αρραβώνα. Θέλετε λοιπόν να το μεταφέρωμεν εκεί, διότι ως μοι είπεν ο φανείς, μεγάλη πείνα είναι εις εκείνον τον τόπον και θέλομεν πορισθή πολύ κέρδος παρά εις την Ευρώπην, διότι εκεί  μεν προσπλέουσι και άλλα πλοία με σιτάριον πεφορτωμένα,αλλά εις την Θεσσαλονίκην μόνον ημείς πλέομεν >>.
 Ήκουσαν λοιπόν οι ναύται τους λόγους τούτους του πλοιάρχου και εδέχθησαν να υπάγωσιν εις την Θεσσαλωνίκην, αλλ' ο διάβολος θέλων να παρεμποδίση την καλωσύνην του Αγίου, διήγειρε εν τη θαλάσση τόσον μεγάλην τρικυμίαν, ώστε εκινδύνευσε το πλοίον και άπαξ και δίς. Πλήν ο μέγας Δημήτριος, οσάκις κατελαμβάνοντο υπό τρικυμίας, παρίστατο έμπροσθεν αυτών και τους ενεθάρρυνε, και εις το πέλαγος οφθαλμοφανώς εφαίνετο και έδειχνε προς αυτούς τον δρόμον. Έφθασαν τέλος πάντων δια βοηθείας του Αγίου εις την Θεσσαλονίκην οι δε Θεσσαλονικείς άμα ήκουσαν πλοίον με σιτάριον, εδόξασαν τον Θεόν, και έδραμον άνδρες και γυναίκες εις τον λιμένα, και επωλήθη το σιτάριον ώπως ήθελεν ο Θεός και ο πλοίαρχος. Εδόξασαν λοιπόν τον Θεόν, όστις δεν εγκαταλείπει ουδένα από εκείνους οίτινες ελπίζουσιν εις Αυτόν. Ο πλοίαρχος διηγήθη ακολούθως προς τους Θεσαλλονικείς το όραμά του, και αυτού έγνωσαν ότι ο μέγας Δημήτριος είναι εκείνος όστις σκέπει και διαφυλάττει την πόλιν εκείνην, την πατρίδα του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου