Ένας Αββάς εν τη βαθυτάτη ερήμω ευρισκόμενος, και εν αρετή διάγων, επιθύμει να ιδή την ψυχήν του δικαίου και του αμαρτωλού, πως εξέρχεται εκ του σώματος και ένεκα τούτου παρεκάλει τον Θεόν πολύν καιρόν. Ο δε Θεός, ο ποιών το θέλημα των φοβουμένων Αυτόν, και θέλων να μη τον λυπήση εις την επιθυμίαν του, επληροφόρησεν αυτόν τοιουτοτρόπως. Διότι καθήμενος ο Αββάς εις το κελλίον του μίαν ημέρα, εισήλθεν Λύκος εις αυτόν, και δαγκάσας το φόρεμά του, έσυρεν αυτόν έξω. Αναστάς ουν ο όσιος ηκολούθησεν αυτόν, έως ου τον έφερεν εις μίαν πόλιν, και αφήσας αυτόν εκεί, ανεχώρησεν. Εκείνος δε εκάθησεν έξω της πόλεως και εκεί βλέπει ένα πτωχόν άρρωστον απεριμμένον επάνω εις την κοπρίαν, και δεν είχε τινά να τον επιμεληθή και έμενεν προς αυτόν μίαν ημέραν, και πρό του να αποθάνη, βλέπει τους δύο Αρχαγγέλους τον Μιχαήλ και τον Γαβριήλ, όπου ήλθον δια να λάβουν την ψυχήν να έβγη δια να την παραλάβουν. Η δε ψυχή δεν ήθελε να έβγη από το σώμα. Τότε είπεν ο Γαβριήλ προς τον Μιχαήλ: <<έκβαλε αυτήν δια να υπάγωμεν>>. Λέγει προς αυτόν ο Μιχαήλ: <<επροστάχθημεν παρά του Δεσπότου ημών να έβγη χωρίς πόνον, δια τούτο δεν δυνάμεθα να βιάσωμεν>>. <<Λοιπόν υψώσαντες τας χείρας των προς τον Θεόν και οι δύο Άγγελοι εβόησαν και είπον: <<Κύριε τί προστάζεις περί της ψυχής ταύτης; Ότι δεν θέλει να έβγη>>. Ήλθε δε φωνή προς αυτούς λέγουσα: <<Ιδού αποστέλλω τον προφήτην Δαβίδ μετά της Κιθάρας, και πάντας τους ψάλλοντας ώστε ακούσασα αυτή της ψαλμωδίας, να έβγη μετά χαράς, δια τούτο μή βιάσετε αυτήν>>. Και ιδού κατελθόντες πάντες οι ψάλλοντες μετά του Δαβίδ, εκύκλωσαν τον τελευτώντα αδελφόν, και ψαλλόντων αυτών τους τους θείους εκείνους ύμνους, εξεπήδησεν η ψυχή σκιρτήσασα, εις τας χείρας του Μιχαήλ, και ανελήφθη μετά χαράς. Ταύτα βλέπων ο όσιος εδόξασε και ευχαρίστησε τον Θεόν περί της δικαίας ψυχής. Είτα ανεχώρησεν ο Όσιος απ' εκεί, και επήγεν εις Μοναστήριον όπου ήτο πλησίον της χώρας εις το οποίον ήτο τις αναχωρητής ονομαστός, όστις έτυχε τότε άρρωστος, και εις τας εσχάτας αναπνοάς. Ήτο δε εκεί πολλή ετοιμασία λαμπάδων και κανδηλών ητοιμασμένων δι' αυτών, και όλη η χώρα έκλαιε δι' αυτόν λέγοντες: <<Ότι ο Θεός δια των ευχών αυτού έδιδεν εις ημάς τον άρτον, και το ύδωρ και όλη η πόλις εσώζετο δι' αυτού και αν αποθάνη ούτος, πάντες απολύμεθα>>. Όταν ουν ήλθεν η τελευταία ώρα αυτού, επρόσεχεν ο Όσιος εις τον άρρωστον, και βλέπει ένα Γίγαντα όπου έστεκεν εκεί με εν καμάκι τριόδοντον πύρινον. Ήκουσε δε φωνήν τοιαύτην, λέγουσαν: <<Καθώς δεν με ανέπαυσεν η ψυχή αύτη ουδέ μίαν ώραν, ούτω μηδέ συ ελεήσης, αλλά βιαίως αυτήν ανάσπασον. Ού γαρ μή αναπαύσεται εις τους αιώνας>>. Ο δε Γίγας εκείνος κτυπήσας με τον τριόδοντα αυτού εις πολλήν ώραν βασανίζων αυτόν τοιουτοτρόπως ανέσπασε την ψυχήν αυτού εκ του σώματος. Ταύτα ιδών ο Όσιος έκλαυσε πικρώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου