Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΣΤ' ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ

 

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘHΣΑΥΡΙΣΜΑΤΑ

Ενοριακό φυλλάδιο πνευματικής οικοδομής

Εκδίδεται από της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας, Λαυρεωτικής και Αχαρνών

ΤΕΥΧΟΣ 7ΟΝ  ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2020

Από τό φυλλαδιο «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑΤΑ», το έτος 1986, τα οποια εξεδιδε ο τοτε Ιερομ. Κήρυκος Κοντογιαννης, (νυν Μητροπολιτης Μεσογαιας) Εφημεριος τοτε τού Ιερου Ναου Κοιμησεως Θεοτοκου Πετμεζα 10 Καλλιθεα

 

Ευαγγέλιο Κυριακής στ΄Λουκᾶ: Λουκ. η’ 41-56

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, ᾧ ὄνομα  Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ  Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, 42 ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν.  Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. 43 καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, 44 προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. 45 καὶ εἶπεν ὁ  Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; 46 ὁ δὲ  Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. 47 ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. 48 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. 49  Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. 50 ὁ δὲ  Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. 51 ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ  Ἰωάννην καὶ  Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. 52 ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει. 53 καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. 54 αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. 55 καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. 56 καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.41 καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα  Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ  Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, 42 ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν.  Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. 43 καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, 44 προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. 45 καὶ εἶπεν ὁ  Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; 46 ὁ δὲ  Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. 47 ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. 48 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. 49  Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. 50 ὁ δὲ  Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. 51 ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ  Ἰωάννην καὶ  Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. 52 ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει. 53 καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. 54 αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. 55 καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. 56 καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.

 

Μόνον πίστευε

 

          Ο Κύριος μας δίνει το παν. Ένα μόνο ζητεί από εμάς. «Μόνον πίστευε». Έχε πίστη. Και η πίστη δεν είναι ζήτημα έρευνας. Δεν απαιτείται έρευνα για να πιστέψεις. Η αποδοχή της πίστεως είναι ζήτημα της καρδιάς, η οποία στρέφεται και ελκύεται από τον Χριστό και την Χάρη του και αναπαύεται μόνο σε Αυτόν. Όπως συμβαίνει με το ηλιοτρόπιο που στρέφεται πάντοτε προς τον ήλιο.

          Όσες αντιδράσεις και αν συναντήσει ο άνθρωπος, όσο και αν υπάρχουν δυσκολίες, ο άνθρωπος πρέπει να είναι έτοιμος να ανταποκριθεί στην πρόσκληση του Σωτήρα Χριστού. Πρέπει να είναι έτοιμος να ενισχύσει τον έστω ελάχιστο πόθο, το παραμικρό σκίρτημα της καρδιάς, που τον ελκύουν προς τον Κύριον.

          Ο Χριστός όταν μας λέγει «μόνον πίστευε και πάντα δυνατά τω πιστεύοντι», θέλει να μας κάνει πραγματικά ανθρώπους, να μας καταστήσει ολοκληρωμένες προσωπικότητες, θέλει να μας φτάσει μέχρι τα άστρα, θέλει να μας ανεβάσει μέχρι τον ουρανό, να μας ενώσει μαζί Του.

          Η πίστη γεμίζει με ικανοποίηση και ανακούφιση την κουρασμένη ψυχή του οδοιπόρου της παρούσης ζωής. Η πίστη μας δίνει το σθένος και την δύναμη για ένα καινούργιο αγώνα, τον αγώνα της προόδου και της αρετής. Μόνο εάν έχει πίστη ζωντανή ο άνθρωπος μπορεί να νιώθει πως είναι διαφορετικός από τα άλλα δημιουργήματα, ότι δηλαδή είναι πλασμένος δια την αιωνιότητα.

 

 

«Τις ο αψάμενος μου;»

 

          Όπως η αιμορροούσα εκείνη γυναίκα άγγιξε τον Χριστό και αμέσως γιατρεύτηκε, έτσι κι εμείς πρέπει να πλησιάσουμε και να αγγίξουμε το άκρο των ιματίων Αυτού. Μικροί και αδύνατοι είμαστε, αμαρτωλοί και μηδαμινοί, όταν όμως έλθουμε σε επαφή με τον Κύριο γινόμαστε άλλοι άνθρωποι. Παίρνουμε δύναμη.

          Και πώς έρχεται σε επαφή με τον Χριστό ο άνθρωπος; Όλες οι αισθήσεις μας μπορούν να έλθουν «σε επαφή» με τον Θεό. Πώς; Με τα χέρια ερχόμαστε σε «επαφή» και «αγγίζουμε» το βιβλίο του Θεού, την Αγία Γραφή και με την Αγία Γραφή ερχόμασε σε «επαφή» με τον ίδιο τον Θεό, που μιλάει σ’ αυτό το θεόπνευστο βιβλίο. Με τα μάτια «αγγίζουμε» τον Θεό. Βλέπουμε τα μεγαλεία και τα θαυμάσια της δημιουργίας του Θεού. Τα αυτιά μας ακούουν τον λόγο του Θεούς, τους θαυμάσιους ύμνους της Εκκλησίαςα μας και έρχονται μέσω της καρδιάς σε «επαφή» με τον Θεό. Τα πόδια πατούν στα ιερά κράσπεδα του Ναού, στα Άγια των Αγίων και έρχονται σε «επαφή» με τον Θεό. Τα χείλη μας «αγγίζουν» τον Θεό με την Θεία Κοινωνία, το στόμα μας με την προσευχή, η καρδιά μας με τους δικούς της εσωτερικούς παλμούς, τους παλμούς της αγάπης προς τον Θεό.

          Όλος ο άνθρωπος ενώνεται μέσα την Εκκλησία με τον Χριστό, γίνεται «Χριστοφόρος». Επαναλαμβάνεται δηλαδή στον αληθινό χριστιανό, εκείνο που λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Ζω ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».

 

«Γεννιώμαστε για να πεθάνουμε, αλλά πεθαίνουμε για να ζήσουμε»

 

          Ο θάνατος είναι ένα τραγικό  γεγονός. «Κανένας πόσος της ζωής δεν είναι τόσο βαθύς, που να μπορεί να συγκριθεί με τον θάνατο», λέγει κάποιος συγγραφέας.

          Η χριστιανική θεωρία του θανάτου όμως, απαλύνει τον πόνο, διότι ο χριστιανός πιστεύει ότι το σώμα του αποθνήσκει, η ψυχή μένει αθάνατος, ότι και αυτό το σώμα «σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία, σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη, σπείρεται εν ασθενεία, εγείρεται εν δυνάμει, σπείρεται σώμα ψυχικόν (υλικόν), εγείρεται σώμα πνευματικόν», όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος (Α΄ Κορινθ. 15,42-44).

          Ένας χωρισμός της ψυχής από το σώμα δημιουργεί τον θάνατο, χωρισμός όμως πρόσκαιρος, που όλοι αργά ή γρήγορα θα τον υποστούμε. Μετά από αυτόν τον χωρισμό, το σώμα κατεβαίνει στον τάφο, αλλά η ψυχή εξακολουθεί να ζει. Όπως ο ήλιος, ενώ φαίνεται πως δύει την νύχτα, στην πραγματικότητα μεταδίδει το φως του σε άλλα μερη της γης, έτσι και η ψυχή, ενώ φαίνεται πως παύει να ζει, στην πραγματικότητα μεταβαίνει εκεί που είναι ο αληθινός προορισμός της, η αιωνιότητα. Έτσι, η ζωή είναι μια πορεία προς τον θάνατο, ο δε θάνατος δεν είναι τίποτα άλλο παρά η πορεία και η μετάβαση στη ζωή.

          Δεν είναι απλή θεωρία όλα αυτά. Υπάρχει η μεγάλη εγγύηση αυτής της αλήθειας. Είναι η Ανάσταση του Χριστού. «Χριστός εγερθείς εκ νεκρών απαρχή των κεκοιμημένων εγένεται» (Α΄ Κορινθ. 15,20). Η τριήμερος εξανάστασις του Χριστού είναι το προανάκρουσμα της δική μας αφύπνισης από τον ύπνο του θανάτου, αφού μετέχουμε με την ανθρώπινη φύση μας στην δική του θεανθρώπινη φύση: «Πού σου, θάνατε, το κέντρον (το κεντρί;) πού σου άδη, το νίκος; Ανέστη Χριστός και συ καταβέβληκας», αναφωνεί θριαμβευτικά ο Ιερός Χρυσόστομος. Γι’ αυτό οι χριστιανοί δεν λυπούνται, «καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα» (Α΄ Θεσσαλ. 4,13). Ο χριστιανός δεν απελπίζεται μπροστά στον θάνατο, διότι ξέρει «γεννάται για να πεθάνει και πεθαίνει για να ζήσει». Ο Αναστημένος Χριστός του χαρίζει Ζωή και Αθανασία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου