Όλαι αι δοκιμαί του Σαούλ, τας οποίας έκαμε, δια να εύρη τον Δαβίδ, εστάθησαν έως τώρα μάταιαι. Διότι ο Θεός τον εφύλαττεν. Ο Σαούλ ήλθεν πάλιν με ένα στράτευμα, συνιστάμενον από τρεις χιλιάδας εκλεκτών ανδρών, εις την έρημον, δια να εύρη τον Δαβίδ και εστρατοπεύδευσεν επί τινος λόφου. Ο Δαβίδ με τον Αβεσσά, τον πιστότατον αυτού συστρατιώτην, ήλθε την νύκτα εις το στρατόπεδον. Η βασιλική σκηνή ήτο στημένη εις την μέσην του στρατοπέδου. Αβεννήρ, ο πρώτος αρχιστράτηγος του Σαούλ, και όλον το στράτευμα, εστρατοπέδευσαν κύκλω της βασιλής σκηνής. Εν ω εκοιμώντο όλοι, εισήλθεν ο Δαβίδ και ο Αβεσσά εις το στρατόπεδον και υπήγαν έως εις την σκηνήν του βασιλέως. Και ιδού! εκοιμάτο και αυτός, έχων και το δόρυ αυτού εμπηγμένον εις την γην πλησίον της κεφαλής του, το δε ποτήριόν του έκειτο εκεί πλησίον.
Τότε είπεν ο Αβεσσά προς τον Δαβίδ: << Ιδού! Έφερεν ο Θεός τον άσπονδόν σου εχθρόν εις τας χείρας σου. Λάβε υπομονήν! Τώρα θέλω χτυπήσει αυτόν μίαν με το δόρυ μου, χωρίς να είναι χρεία, να δευτερώσω! Θέλω τον καρφώσει εις την γην με το δόρυ μου>>! Αλλ' ο Δαυίδ απεκρίθη. <<Μή τον κάμης κανένα κακόν. Διότι ποίος επιβάλον την χείραν του επάνω εις άνδρα, παρά Κυρίου κεχρισμένον, και μένει ατιμώρητος; Λάβε μόνον το δόρυ και το ποτήριον, και ας απέλθωμεν εντεύθεν>>. Έλαβον λοιπόν το δόρυ και το ποτήριον του Σαούλ, και ανεχώρησαν εκείθεν. Κανείς δεν εξύπνησε, κανείς δεν εκατάλαβε. Διότι κατ' ευδοκίαν Θεού ήλθεν επ' αυτούς βαρύς ύπνος.
Όταν ανέβη ο Δαυίδ επάνω εις την κορυφήν ενός υψηλού όρους, εφώναξε την νύκτα κατ' αντικρύ του στρατοπέδου, ειπών: <<Αβεννήρ δεν μοι αποκρίνεσαι>>; Και ο Αβεννήρ είπε: <<Τις είσαι συ, όστις φωνάζεις ούτος, και ενοχλείς τον βασιλέα εις τον ύπνον>>;
Ο Δαυίδ είπεν: <<Αληθινά είσαι πολλά ανδρείος πολεμιστής και μεταξύ όλου του Ισραήλ δεν υπάρχει κανείς όμοιος με εσέ! Εξαίρετα φυλάττεις τον βασιλέα σου. Πλήν κύτταξε! που είναι το δόρυ και το ποτήριον του βασιλέως, τα οποία ήσαν πλησίον του προσκεφαλαίου του>>; Τότε ο Σαούλ γνωρίσας την φωνήν του Δαυίδ είπε: <<Δαυίδ τέκνον μου! Δεν είναι αυτή η φωνή σου>>; Και ο Δαυίδ είπε: <<Μάλιστα, κύριέ μου και βασιλεύ! Αλλά δια τί με καταδιώκεις τόσον βασιλεύ; Τί έκαμα; Εις τί συνίσταται το σφάλμα μου; Θέλεις να χύσης αίμα αθώον ενώπιον του Θεού; Και ποίαν τιμήν φέρει τούτο εις τον βασιλέα το να καταδιώκη εμέ τόσον, όστις, και χωρίς τούτου, περιφέρομαι ως νυκτοκόραξ εις τα όρη>>; Και ο βασιλεύς είπεν: <<Ήμαρτον! Ελθέ πάλιν προς εμέ, τέκνον μου Δαυίδ! και μείνε παρ' εμοί! Δεν θέλω πλέον σε κακοποιήσει, επειδή σοι εφάνη σήμερον τόσον πολύτιμος η ζωή μου. Ομολογώ, ότι εφέρθην προς σε πολλά μωρά και ανόητα>>!
Τότε αποκριθείς ο Δαυίδ, είπεν.<<Ιδού! Παρ' εμοί είναι το δόρυ και το ποτήριόν σου! πρόσταξον ένα των δούλων σου να έλθη προς εμέ δια να τα παραλάβη. Και ο Κύριος ας αποδώση εις τον καθένα κατά την δικαιοσύνην του και κατά την πίστιν του. Καθώς εφάνη σήμερον η ζωή σου ακριβή και πολύτιμος εις τους οφθαλμούς μου, ούτω θέλει φανή και η ιδική μου ενώπιον του Κυρίου. Αυτός θέλει με ελευθερώσει από πάσαν θλίψιν και στενοχωρίαν>>. Τότε ο Σαούλ ευυλόγησε τον Δαυίδ, και αμφότεροι απεχωρίσθησαν.
Τόσον φιλανθρώπως φέρεται ο Δαυίδ προς ένα εχθρόν, όστις τω επιβουλεύετο την ζωήν. Αυτός δεν τον λυπεί παντελώς. Αυτός θέλει μόνον να τον πληροφορήση ότι φρονεί καλώς και ειλικρινώς περί αυτού, δια να τον διορθώση με τούτο! Χρειάζεται λοιπόν ένα στόσον και αξιέραστον φέρσιμον, το οποίον και τον ίδιον θανάσιμον εχθρόν του εις συμπάθειαν εκίνησεν και μεγαλυτέραν σύστασιν.
Μετά παρέλευσιν ολίγου καιρού έχασε πάλιν ο βασιλεύς, του οποίου η μετάνοια ήτο πολλάκις στιγμιαία και χωρίς σταθερότητα, μίαν μάχην κατά των Παλαιστίνων. Όλοι του οι υιοί και αυτός ο φιλάγαθος Ιωνάθαν εφονεύθησαν. Αυτός δε ο ίδιος επληγώθη βαρέως. Και επειδή οι Παλαιστίνοι εστενοχώρησαν αυτόν από όλα τα μέρη, ζητούντες να τον πιάσωσι ζωντανόν, επήρε και αυτός το ξίφος του, και έρριψεν εαυτόν επάνω εις αυτό, και ούτος εφονεύθη, αυτόχειρ γενόμενος.
Τοιούτον τρομερόν τέλος έλαβεν ο βασιλεύς, όστις δεν ήθελε κατ' ουδένα τρόπον να ακολουθήση την οδόν και το θέλημα του Θεού, αλλά μόνον την της υπερηφανείας, του θυμού και του φθόνου του.
Ο δε Δαυίδ, με όλον ότι ηλευθερώθη από ένα φοβερώτατον και θανάσιμον εχθρόν του, και προσέφερον εις αυτόν το βασιλικόν διάδημα, δεν εχάρη όμως δια τον θάνατον του Σαούλ. Αυτός και οι συν αυτώ πάντες ήρχισαν να θρηνώσι και να κλαίωσι τον Σαούλ, τον Ιωνάθαν, και όλους τους άλλους, οίτινες εφονεύθησαν εις τον πόλεμον. Όλην την ημέραν εκείνην, εξ αιτίας της μεγάλης των λύπης, δεν έβαλον εις το στόμα των τροφήν έως το εσπέρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου