Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2020

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΨΕΥΔΟΚΑΘΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΕΒ. κ. ΚΗΡΥΚΟΥ ΥΠΟ ΤΗΣ ΤΟΤΕ ΝΙΚΟΛΑΪΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΥΝ ΣΤΕΦΑΝΙΤΙΚΗΣ ''ΣΥΝΟΔΟΥ''.

 

  ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΓΡΑΦΤΕΙ ΤΟ 2008 ΕΙΣ ΤΗΝ <<ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΠΝΟΗΝ>>, ΤΕΥΧΟΣ 179 ΙΑΝΟΥΑΡ - ΦΕΒΡΟΥΑΡ.

 

(ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΟΥ:  Των παρακάτω γραφομένων, είχε υπάρξει και ένα μακροσκελές ''σημείωμα'' του Σεβ/του κ. Κηρύκου ως ''Β' Δημόσια Απάντησις'' προς εκείνους που είχαν υπογράψει την ψεύτικη αυτή καθαίρεση. Όμως, την στιγμή αυτή, η ταπεινότητά μου, κρίνει σωστό αλλά και άκρως απαραίτητο, να παραθέσει ένα μόνο απόσπασμα από το εν λόγω σημείωμα, την κοινοποίηση του Σεβ/του κ. Κηρύκου. Ιδού αυτή: 

<<Κοινοποίησις: Πρός τούς φερομένους ὡς διαχωρίσαντας τάς εὐθύνας των ἐκ τῶν σχεδίων καί πράξεων τῶν ἀνωτέρω, ἤτοι τούς Σεβασμιωτάτους κ.κ. Γαλακτίωνα καί Ταράσιον.>>.

Επομένως από την κοινοποίηση φαίνεται πως με την πονηρή αλλά και παράνομη αυτή πράξη της τότε ''Νικολαΐτικης συνόδου'', δεν είχαν συμφωνήσει ούτε ο Σεβ. Βεροίας κ. Ταράσιος, ούτε όμως και ο Σεβ. Περιστερίου κ. Γαλακτίων. )

  

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΘΕΙΟΥΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΑΣ
ΤΗΣ Γ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

 

Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖοι  ἀντιμετώπισαν τόν αἱρετικόν καί βλάσφημον Νεστόριον, διετύπωσαν σειράν Κανόνων. Σήμερον προκύπτει ὅτι οἱ Ἅγιοι ἐκεῖνοι Πατέρες ἔγραψαν τούς Ἱερούς Κανόνας καί δι’ ὑμᾶς, διότι τά αἱρετικά σας φρονήματα, αἱ βλασφημία κατά τῆς Ἀποστολικῆς σας Διαδοχῆς καί κατ’ Αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας, σᾶς ἔφεραν, τολμῶ εἰπεῖν, εἰς πολύ χειροτέραν θέσιν ἀπό ἐκείνην τοῦ Χριστομάχου Νεστορίου, τόν ὁποῖον Αὕτη ἀνεθεμάτισεν. Παρακαλῶ, παρακολουθήσατε τί ἀποφαίνεται ἡ Ἱερά καί Ἁγία Αὕτη Οἰκουμενική Σύνοδος διά τάς κατά τῶν Ὀρθοδόξων παρομοίας μέ τήν ἰδικήν σας ἀποφάσεις, τοῦ Νεστορίου καί τῶν ὁμοίων του:
α) Εἰς τόν Α΄ Κανόνα ἡ Ἁγία Οἱκουμενική Σύνοδος λέγει ὅτι ὁ Νεστόριος καί κάθε Νεστοριανός, «... οὐδεμίαν δύναμιν ἔχει νά πράξη κακόν τι κατά τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, ἤ κατά τῶν λαϊκῶν, μέ τό νά ἔγινεν ἀπόβλητος καί δέν ἔχει καμμίαν ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν καί εἶναι ἀνενέργτοι ὅλαι αἱ πράξεις του, διότι ἀπεστερήθη τοῦ Ἐπισκοπικοῦ χαρίσματος ὡς αἱρετικός». 
β) Ἐπίσης εἰς τόν δεύτερον Κανόνα ἐπαναλαμβάνεται ὅτι καί ὅσοι «... ἐπαλινδρόμησαν εἰς τό τῆς ἀποστασίας συνέδριον τοῦ Νεστορίου, ἡ Ἁγία Σύνοδος, (ἀπεφάσισεν) ἀλλοτρίους εἶναι τῆς Ἱερωσύνης καί τοῦ βαθμοῦ ἐκπίπτοντας». Καί ἡ ἑρμηνεία τῆς ἀνωτέρω διατυπώσεως εἶναι, ὅτι «ὄχι μόνον ὁ Νεστόριος εἶναι ἀπογυμνωμένος πάσης Ἱερατικῆς ὑποστάσεως, ἀλλά καί ὅσοι ἐνῶ ἔχουν ἀποδοκιμάσει τά τοῦ Νεστορίου φρονήματα καί ὑπέγραψαν τήν καθαίρεσίν του, κατόπιν ὅμως ἡνώθησαν ἤ θά ἑνωθοῦν εἰς τό μέλλον μέ τό ἀποστατικόν του συνέδριον - ἄθροισμα, νά εἶναι ξένοι τῆς Ἱερωσύνης καί ἀπόβλητοι τοῦ βαθμοῦ τῆς Ἐπισκοπῆς».
γ) Καί ὁ Γ΄ Κανών πάλιν ὁρίζει: «Ἐπειδή, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὤν ὁ Νεστόριος, ἀφώρισε καί ἐκάθηρε (ὀρθοδόξους) ... ἡ Ἁγία Σύνοδος προσέταξεν κατ’ οὐδένα τρόπον νά ὑπόκεινται οἱ Ὀρθόδοξοι εἰς τούς ἀποστατήσαντας Ἐπισκόπους».
Καί ὁ μέν Νεστόριος καί τό ἄθροισμα τῶν ὁμοίων του αἱρετικῶν ἐβλασφήμουν κατά τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου καί κατ’ ἐπέκτασιν καί κατά τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου, αἱ ἰδικαί σας αἱρέσεις καί αἱ βλασφημίαι κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι χείρονες ἐκείνων τῶν βλασφημιῶν.
 
Ἀγαπητοί ΣΤΩΜΕΝ ΚΑΛΩΣ, ΣΤΩΜΕΝ ΜΕΤΑ ΦΟΒΟΥ, διότι ὄχι μόνον «οὐ μυκτηρίζεται ὁ Θεός», ἀλλά καί προκαλεῖται ἡ Ἀγάπη καί ἡ μακροθυμία Του, διότι ἐμπτύετε ἐπί τοῦ Σταυροῦ καί τοῦ ἀχράντου Αἵματος, τοῦ ἐκχυθέντος ἐπ’ Αὐτοῦ.  Ἀρνούμενοι καί βλασφημοῦντες τήν Ἀποστολικήν σας Διαδοχήν καί τήν Ἐκκλησίαν, εἶναι ὡς νά βλασφημὴτε αὐτόν τόν Ἐνανθρωπήσαντα, ἀποκαλύψαντα τό Εὐαγγέλιον, Σταυρωθέντα καί Ἀναστάντα τριήμερον, τά ὁποῖα ἅπαντα κατά Χάριν συνεχίζουν πραγματοποιούμενα ἐντός τοῦ μυστικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησίαν, διά τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Πῶς λοιπόν σεῖς ἀρνεῖσθε καί βλασφημεῖτε καί τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ὅλον τόν ὑπ’ Αὐτοῦ συγκροτούμενον θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας;
 

«ΚΑΘΑΙΡΕΣΙΣ ΚΑΙ ΙΕΡΩΣΥΝΗ»
Διωγμός καί Καθαίρεσις

 

Ὡς ἐν ἐπιλόγω τῆς παρούσης  β΄ Ἀνοικτῆς ἐπιστολῆς παραθέτομεν καί ὀλίγα τινά περί τοιούτων καθαιρέσεων, ὡς εἶναι καί αἱ ὑφ’ Ὑμῶν τολμηθεῖσαι, τόσον κατ’ ἐμοῦ τοῦ Μητροπολίτου Κηρύκου, ὅσον καί κατά τοῦ Αἰδεσιμωτάτου Πρεσβυτέρου π. Μιχαήλ Ἰωάννου:
 
 «....Ἡ ἀντικανονική καί ἄδικος καθαίρεσις δέν εἶναι ἀληθής ἐκκλησιαστική καθαίρεσις, ἀλλά ἀντιχριστιανικός διωγμός, ἐν ὀνόματι καθαιρέσεως. «Οὐ καθηρέθη, ἀλλ’ ἐδιώχθη» (Ε.Π. 90, 128), εἶπεν ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής περί τοῦ διωχθέντος, ὑπό τῶν αἱρετικῶν μονοθελητῶν, Πατριάρχου Ἀγίου Μαρτίνου τῆς Ὀρθοδόξου τότε Ρώμης (649-655).
Διά τοῦτο τήν ἀντικανονικήν καί ἄδικον καθαίρεσιν τοῦ «Ἀποστατικοῦ», ὡς εἴδομεν, ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τήν ἀποκαλεῖ «ὕβριν» καί «λοιδορίαν», ἤτοι χλευαστικήν ὕβριν, καί «χαρτίον» «ἀσεβές καί παράνομον», ἕνεκα τοῦ ὁποίου οἱ ἀποφασίσαντες καί γράψαντες τοῦτο εἶναι καθαιρετέοι (Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Μ. 4, 1333, 1328, 1308, 1336). Δηλαδή ἐχθροί τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου καί  τῆς Ἀληθείας, νομίσαντες ὅτι ἠδύναντο νά πλήξωσι «καθαιρέσεως ὀνόματι» τούς κανονικούς καί ὀρθοδόξους συνοδικούς (Μ 4, 1308), «παρά θεσμούς καί κανόνας καί πᾶσαν ἀκολουθίαν ἐκκλησιαστικήν» (Μ 4, 1328). Διό τά παρ’ αὐτῶν πραχθέντα «ἀκανονίστως καί ἀτάκτως» μέ δῆθεν «Συνόδου πρόσωπον» ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποκαλεῖ «ἄκυρά τε καί μάταια παντάπασιν» «παίγνια ἀνίσχυρά τε καί ἀδρανῆ παντελῶς», τούς δέ ταῦτα δράσαντας «ἀκοινωνήτους» καί στερηθέντας «πᾶσαν ἐξουσίαν ἱερατικήν», ἤτοι καθηρημένους (Μ 4, 1328, 1336). Δηλαδή ἡ ἀντικανονική καί ἄδικος καθαίρεσις ἀντικρούεται ὡς ψευδοκαθαίρεσις καί ἔργον ἐχθρῶν καί κακῶν ἐργατῶν ἀντιχριστιανικοῦ διωγμοῦ.
Διά τοῦτο καί ὁ Μ.  Φώτιος, ἀκολουθῶν τάς Ἁγίας Οἰκουμενικάς Συνόδους καί ἐκφράζων τήν θέσιν καί τῶν ἄλλων Ἀγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκαλεῖ τάς ἀντικανονικάς καί ἀδίκους καί δῆθεν «συνοδικάς ποινάς» «μύθους καί παίγνια» ἐχθρῶν, οἱ ὁποῖοι πίπτουσιν «εἰς χλεύην» καί ἀντιστρέφονται κατ’ αὐτῶν (Ε.Π. 102, 833), πού τάς ἀπεφάσισαν! Τουτέστι, πονηρά ἔργα ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας, διωκόντων τά πιστά τέκνα ταύτης, ἐκμεταλλευόμενοι τούς θείους αὐτῆς θεσμούς καί καταχρώμενοι τήν τυχόν ἐμπιστευθεῖσαν εἰς αὐτούς ἐκκλησιαστικήν ἐξουσίαν καί θέσιν. Οἱ τοιοῦτοι, λέγει τό Πνεῦμα τό Ἅγιον διά τοῦ Ἀποστόλου, «ἐξ’ ἡμῶν (τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν) ἐξῆλθον, ἀλλ’ οὐκ ἦσαν ἐξ’ ἡμῶν» (Α΄ Ἰωάν. β,19), διό καί εὑρίσκονται ἐκτός ἐκκλησιαστικῆς ἁρμοδιότητος, καί δρῶσιν ἀντιεκκλησιαστικῶς...
Ὡς ἀντιχριστιανική ἡ ἀντικανονική καί ἄδικος καθαίρεσις οὐδόλως δύναται νά βλάψη τόν δι’ αὐτῆς ἀδικούμενον, ὥστε νά θεωρηθῆ οὗτος ἀληθῶς καθηρημένος ὑπό τῆς Ἐκκλησίας. Διότι τά γινόμενα ἐν τῆ Ὀρθοδόξω Ἐκκλησία, λέγει ὁ Μ.  Βασίλειος, «εἰ κατά ἄνθρωπον γίνεται ταῦτα, οὐδέ γίνεται (ἐκκλησιαστικῶς καί κατά ἀλήθειαν), ἀλλά μίμησις μέν ἐστί (τῶν ἐκκλησιαστικῶν πράξεων), τῆς ἀληθείας δέ πάμπληθες ἀπολείπεται. (Ε.Π. 32, 1029). Διά τοῦτο καί ἡ ἀντίθεος καί ἀντικανονική καί ἄδικος καθαίρεσις, ἐνῶ φαίνεται ὅτι γίνεται ἐκκλησιαστικῶς, ἀληθῶς οὐδόλως γίνεται, ἀλλά μιμεῖται τήν κανονικήν καί δικαίαν καθαίρεσιν, καί εἶναι ἀντιεκκλησιαστική ψευδοκαθαίρεσις, ἀνίσχυρος καί ἀδρανής παντελῶς διά τήν Ἐκκλησίαν (Γ΄ Οἰκουμ. Συν. Μ 4, 1336).
..... Καί ὄχι μόνον «κατά μηδένα τρόπον» (Πρακτ. Δ΄ Οἰκ. Συν. Μ 7, -120268) βλάπτεται ὁ ἀθῶος ὀρθόδοξος Ἱερεύς (ἤ Ἀρχιερεύς) διά τῆς ἀντικανονικῆς καί ἀδίκου καθαιρέσεως, ἤγουν ψευδοκαθαιρέσεως, ἀλλά καί ὠφελεῖται πνευματικῶς, λαμβάνων ὡς ἀδικούμενος πλουσιωτέραν τήν θείαν Χάριν. Τοῦτο ὑπενθυμίζει ὁ καί Πρόεδρος γενόμενος τῆς Γ΄ Οἱκουμενικῆς Συνόδου Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἅγιος Κύριλλος πρός τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, οἰ ὁποῖοι ἐδιώκοντο, ἀφωρίζοντο καί καθηροῦντο ἀντικανονικῶς καί ἀδίκως ἀπό τόν ἐκεῖ αἱρετικόν Πατριάρχην Νεστόριον. «Εἰ ὀνειδίζεσθε ἐν Κυρίῳ», γράφει ὁ Ἄγιος Κύριλλος πρός αὐτούς, δηλαδή ἐάν ὑβρίζησθε ἀπό τόν κατέχοντα τόν θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριον καί διασύρεσθε ὡς δῆθεν ἐκκλησιαστικῶς τιμωρημένοι, ἤτοι ἀφωρισμένοι, καθηρημένοι κλπ., ἐπειδή πιστεύετε ὀρθῶς καί ὑπακούετε ἀκριβῶς εἰς τόν Κύριον τῆς Ἐκκλησίας Ἰησοῦν Χριστόν καί τούς ἀποδεδειγμένους Ἁγίους του, εἶσθε «μακάριοι» (Κυρ. Ἀλεξ. Μ 4, 1096).
Διατί; Διότι «τό τῆς Δυνάμεως καί τό τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα εἰς ὑμᾶς ἀναπέπαυται», ἤτοι εἰς ὑμᾶς ἔχει ἀναπαυθῆ, χορηγοῦν πλουσιωτέραν Χάριν τοῦ ἐνός ἐν Τριάδι Θεοῦ, ὡς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος εἰς τό Εὐαγγέλιόν του, λέγων: «Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστίν ἠ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε, 10), ἡ ὁποία εἶναι ἡ θεία «Χάρις καί ἡ ἀλήθεια», ἥτις «διά Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰωάν. α, 17) καί «δικαιοσύνη καί εἰρήνη καί χαρά ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Ρωμ. ιδ, 17).
«Μακάριοι ἐστέ», λέγει ὁ Κύριος τῆς Ἐκκλησίας Χριστός, «ὅταν ὀνειδίσωσιν (κατηγορήσωσι καί περιπαίξωσι καί χλευάσωσιν) ὑμᾶς καί διώξωσι καί εἴπωσι πᾶν πονηρόν ρῆμα (λόγον) καθ’ ὑμῶν ψευδόμενοι ἔνεκεν ἐμοῦ. Χαίρετε καί ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθός ὑμῶν πολύς ἐν τοῖς οὐρανοῖς, οὕτω γάρ ἐδίωξαν τούς Προφήτας τούς πρό ὑμῶν»(Ματθ. ε, 11-12)....
Ὁ πρόμαχος π.χ. τῆς Ὀρθοδοξίας Μ. Ἀθανάσιος ἐπανειλημμένως καθηρέθη καί ἀνεθεματίσθη καί ἐξωρίσθη ἀντικανονικῶς καί ἀδίκως ὑπό τῶν αἱρετικῶν καί ἀνόμων ἀρειανῶν. (ΘΗΕ. τόμ. 1, σ. 524-525).
Ὁ Ἄγιος Μελέτιος Ἀντιοχείας, ὁ καί Πρόεδρος τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καθηρέθη ὁμοίως, ἤτοι ψευδοκαθηρέθη ὑπό τῶν ὁμοίων αἱρετικῶν. (ΘΗΕ τόμ. 8, σ. 927-929).
Ὀ Ἄγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ὡς ἐλέχθη καί ἀνωτέρω, ὁ καί Πρόεδρος τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ψευδοκαθηρέθη ὡσαύτως ὑπό τῶν Νεστοριανῶν. (Πρακτ. Ἀποστατικοῦ, Μ 4, 1372 ἑξ.).
Ὁ Ἄγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ψευδοκαθηρέθη καί ἐξωρίσθη καί ἐμαρτύρησεν ὡς μεγαλομάρτυς ὑπό ἀντικανονικῶν καί ἀδίκων ἐχθρῶν. (Παλλαδίου Ε.Π. 47, 9-39).
Ὁ Ἄγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ἐδιώχθη ὁμοίως «ἄχρι θανάτου» (Ἀποκ. β, 10) ὑπό τῶν ἀνόμων αἱρετικῶν μονοθελητῶν. (Βίος ἁγ. Μαξίμου Ὀμολογητοῦ, Ε.Π. 90 104-108).
Ὀ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐδιώχθη «μέχρις αἵματος» (Ἑβρ. ιβ, 4). ὑπό τῶν παρανόμων αἱρετικῶν Εἰκονομάχων καί μοιχειανῶν (Μιχαήλ Μοναχοῦ Ε.Π. 99, 285-300).
Οἱ Ἄγιοι Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ψευδοκαθηρέθησαν καί ψευδοαναθεματίσθησαν ὑπό ψευδοσυνόδου τῶν εἰκονομάχων τό ἔτος 815 (Β. Στεφανίδου, «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία», ‘Αθῆναι 1978, σελ. 262).
Ἀλλά καί αὐτός ὁ Κωνσταντινουπόλεως Μ. Φώτιος, διά νά παραλείπωμεν τούς λοιπούς ἕνεκα τοῦ πλήθους τῶν οὕτω παθόντων, ψευδοαναθεματίσθη ἀπό τήν παπόφρονα καί ἄδικον ψευδοσύνοδον τοῦ ἔτους 869 (Στεφ. Ἐκκλης. Ἰστορία, σ. 359).
Καί πάντες οὗτοι οἱ διωχθέντες καί ψευδοκαθαιρεθέντες Ἅγιοι ἐγένοντο μιμηταί καί ὁμοιοπαθεῖς τῶν Ἁγίων Προφητῶν καί Ἀποστόλων, καί αὐτοῦ τοῦ Κυρίου «τῆς δόξης» (Α΄ Κορ. β, 8), τόν ὁποῖον οἱ θεοκτόνοι Ἰουδαῖοι ἐδίωξαν  (Ματθ. 26, 57-68) καί ψευδοκαθήρεσαν καταδικάσαντες (Ματθ. κστ, 66) ἀδίκως καί «ἐσταύρωσαν», ὡς κατάκριτον! «Καί πάντες δέ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄Τιμοθ. γ,12) μέχρι τοῦ Ἀντιχρίστου, ὁπότε θά ἀναδειχθῶσιν οἱ μεγαλύτεροι Μάρτυρες. «Ὑπέρ γάρ πάντας Μάρτυρας ἐγώ φημί (λέγω) εἶναι τούς τότε Μάρτυρας», λέγει ὁ Ἄγιος Κύριλλος Ἰεροσολύμων (Κυρ. Ἱεροσολ. ΒΕΠΕΣ 39, 193).
.... Οἱ δέ οὕτω διωχθέντες «πάντες ἐντεῦθεν λαμπροί (ἐγένοντο) καί μεγάλων κατηξιώθησαν στεφάνων» (Ἰω. Χρυσοστ. Ε.Π. 61.579) ἀπό «τόν Κύριον τῆς δόξης» (Α΄Κορ. β, 8), καί τιμῶνται ὡς δίκαιοι καί Ἅγιοι ἐν τῆ Ἐκκλησία. Ἔχουσι, λοιπόν, Ἱερωσύνην οἱ ψευδοκαθαιρεθέντες, ἤτοι οἱ καθαιρεθέντες ἀντικανονικῶς καί ἀδίκως ... καί τό λεγόμενον ὅτι οὗτοι χάνουν τήν Ἱερωσύνην ἤ Ἀρχιερωσύνην, εἶναι ψεῦδος καί βλασφημία!
Διά τοῦτο οἱ Ἅγιοι ἐκοινώνουν μέ τούς οὕτω ψευδοκαθηρημένους. Ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας π.χ. Ἅγιος Κύριλλος, ὡς ἐλέχθη ἤδη, γράφει πρός τούς ψευδοκαθαιρεθέντας κληρικούς ὑπό τοῦ Πατριάρχου Κων/λεως Νεστορίου, καί τούς λαϊκούς πού τούς ἠκολούθουν ἀποτειχιζόμενοι ἐκ τοῦ αἱρεσιάρχου ὅτι «κοινωνοῦμεν ἡμεῖς» (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας Μ 4, 1096) , δηλαδή ὁ Ἅγιος Κύριλλος καί οἱ ἄλλοι ἐπίσκοποι καί κληρικοί καί λαϊκοί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί τῆς Αἰγύπτου. Κοινωνοῦμεν δέ «οὐ τήν ἐκείνου κυροῦντες ἄδικον ψῆφον» (Μ 4, 1096), ἤτοι ἀπόφασιν περί καθαιρέσεως, ἀλλά καί ἐπαινοῦντες τούς διωχθέντας καί παθόντας διά τῆς ἀδίκου ψευδοκαθαιρέσεως. «Τοῖς δέ ... διά τήν ὀρθήν πίστιν κεχωρισμένοις ἤ καθαιρεθεῖσι παρ’ αὐτοῦ, κοινωνοῦμεν ἡμεῖς, οὐ τήν ἐκείνου κυροῦντες ἄδικον ψῆφον, ἐπαινοῦντες δέ μᾶλλον τούς πεπονθότας (τούς ἔχοντας πάθει δι’ αὐτῆς) (Μ 4, 1096), εἰς τούς ὁποίους μάλιστα τό Ἅγιον Πνεῦμα «ἀναπέπαυται» (Μ 4, 1096), ἤτοι ἔχει ἀναπαυθεῖ εὐαρεστούμενον! Διά τοῦτο ἡ ὀλίγον ἀργότερον συγκληθεῖσα Γ΄ Ἁγία Οἰκουμενική Σύνοδος ὑπό τήν προεδρίαν τοῦ αὐτοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας ἐρρύθμισε κανονικῶς τό ζήτημα τοῦτο, πρός καταστολήν τῶν ἀντιδράσεων τῶν αἱρετικῶν.
.....’Αποδεικνύεται λοιπόν καί δι’ αὐτῶν τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅτι ὁ ἀντικανονικῶς καί ἀδίκως καθαιρεθείς, ἤτοι ψευδοκαθαιρεθείς, δέν στερεῖται τῆς Ἱερωσύνης (Ἀρχιερωσύνης).. Καί ὄχι μόνον δέν στερεῖται τῆς Ἱερωσύνης (Ἀρχιερωσύνης), ἀλλά καί ἔχει ταύτην βεβαιότερον καί πιστότερον, ὦν ὄχι μόνον ἱερώτερος, ἀλλά «ἱερώτατος» (Ἀριστηνοῦ Σ.Ι.Κ. 2,197) διά τήν ὐπακοήν εἰς τά «θεοπαράδοτα λόγια» καί τήν ὀμολογίαν «ἄχρι θανάτου» (Ἀποκ. β. 10). «Οὐσία γάρ τῆς καθ’ ἡμᾶς ἱεραρχίας ἐστί τά θεοπαράδοτα λόγια, ἤγουν ἡ τῶν θείων Γραφῶν ἀληθινή ἐπιστήμη» (Β΄ ΄Κανών Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου)...
Τοῦτο φρονεῖ καί ὁμολογεῖ καί πράττει καί ὁ Πατριάρχης τῆς ὀρθοδόξου τότε Ρώμης Ἅγιος Κελεστῖνος μετά τῶν περί αὐτόν ἐπισκόπων. Διό γράφει πρός τούς διωκομένους ὑπό τοῦ Νεστορίου Ὀρθοδόξους Χριστιανούς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, λέγων ὅτι οἱ ὑπ’ αὐτοῦ ἀδικούμενοι διά ψευδοκαθαιρέσεων καί ἄλλων ἀντικανονικῶν ποινῶν, «πάντες ἐν τῆ ἡμετέρα κοινωνία καί ἐγένοντο» πρό τῶν ψευδοποινῶν τοῦ αἱρετικοῦ καί ἀδίκου, «καί ἄχρι τοῦ παρόντος είσίν», παρά τάς καταδικαστικάς κατ’ αὐτῶν ἀποφάσεις του (Κελεστίνου Ρώμης, Μ 4, 1045).
Καί ὅτε ἀργότερον ἀντικανονικοί καί ἄδικοι καθήρεσαν δῆθεν, μέ παράλογον «καθαίρεσιν» (Μ. Φωτίου, Ε.Π. 104, 1225), ἠτοι ψευδοκαθαίρεσιν, τόν «τῶν ἀγγέλων ὑπέρτερον πανάγιον Χρυσόστομον», »(Μ. Φωτίου, Ε.Π. 104, 1225). ὁ τότε Πατριάρχης Ρώμης Ἰννοκέντιος δέν διέκοψε τήν ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν πρός τόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον  (398-407), ἀλλά ἐκοινώνει μετ’ αὐτοῦ. Διό ἔγραφε πρός τόν δυστροποῦντα Θεόφιλον Ἀλεξανδρείας, λέγων: «Ἡμεῖς καί σέ ἴσμεν (γνωρίζομεν) κοινωνόν καί τόν ἀδελφόν Ἰωάννην» τόν Χρυσόστομον. Δηλαδή ἀντιμετώπιζεν τήν ἀντικανονικήν καί ἄδικον καθαίρεσιν κατά τοῦ Ἀγίου ὡς ἐκκλησιαστικῶς ἀνύπαρκτον καί οὐδόλως βλάπτουσαν τήν Ἱερωσύνην αὐτοῦ καί τήν μετ’ αὐτοῦ κοινωνίαν καί τήν ὑπ’ αὐτοῦ κατοχήν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ἐντεῦθεν ἄρχεται ἡ μεγάλη καί αἰώνιος μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ ἐν λόγω θέματος. Διότι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐκτός τινῶν φανατικῶν ζηλωτῶν τῶν ἀντικανονικῶν καί ἀδίκων καί «παραλόγων» «καθαιρέσεων», δέν ἐθεωρήθη ἀνά τούς αἰῶνας ὅτι εἶναι καθηρημένος καί ἄνευ Ἱερωσύνης, οὔτε «ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων πατριαρχῶν καί ἐπισκόπων, οὔτε καί ὑπό τῶν λοιπῶν κληρικῶν, καί τῶν λαϊκῶν, καίτοι οὐδεμία Ὀρθόδοξος Σύνοδος τόν «ἀποκατέστησε» ποτέ...  Ταῦτα δέ (κατ’ ἀναλογίαν) ἰσχύουσι καί διά πάντας τούς διωκομένους Κληρικούς, οἵτινες ἐξακολουθοῦσι νά εἶναι Ἀρχιερεῖς καί Ἱερεῖς ἀναμφισβητήτως.
....Οἱ δέ ἀρνούμενοι τήν Ἰερωσύνην (Ἀρχιερωσύνην) τῶν ψευδοκαθηρημένων) δι’ ἀντικανονικῆς καί ἀδίκου «καθαιρέσεως» ἱερέων (Ἀρχιερέων) καί λέγοντες τούτους καθηρημένους, ἁμαρτάνουσι. Δηλαδή ἁμαρτάνουσι εἰς τούς Ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἁμαρτάνουσιν εἰς τήν Ἱεράν Παράδοσιν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἁμαρτάνουσιν εἰς τάς Ἁγίας καί Ὀρθοδόξους Οἰκουμενικάς καί Τοπικάς Συνόδους, ἁμαρτάνουσιν καί εἰς τόν θεῖον νόμον τῶν Ι. Κανόνων καί τοῦ Εὐαγγελίου.
Οὕτως ἁμαρτάνουσιν εἰς τήν Μίαν, Ἀγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου, ἁμαρτάνουσιν εἰς τόν ἕνα τῆς Τριάδος Κύριον καί Σωτῆρα Ἰησοῦν Χριστόν τόν Θεόν, ἁμαρτάνουσιν εἰς τήν Ἁγίαν καί Ὁμοούσιον καί Ζωοποιόν καί Ἀδιαίρετον Τριάδα, τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα.
Τουτέστιν ἁμαρτάνουσιν εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον καί τήν θείαν Χάριν, ἥτις «ταύτην γεωργεῖ τήν Ἐκκλησίαν» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ε.Π. 48, 802), καί εἰς αὐτήν ταύτην τήν Ἰερωσύνην. Δηλαδή, ἁμαρτάνουσι μέ τήν θανάσιμον ἁμαρτίαν κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἕνεκα τῆς ὁποίας ὁ ἁμαρτάνων «οὐκ ἔχει ἄφεσιν (δέν ἔχει συγχώρησιν) εἰς τόν αἰῶνα, ἀλλ’ ἔνοχος ἐστίν αἰωνίου κρίσεως», (Μάρκ. γ, 29), ἤγουν κατακρίσεως. (Α. Δελήμπαση «ΔΙΩΓΜΟΣ ΚΑΙ ΚΑΘΑΙΡΕΣΙΣ», Ἀθῆναι 1995)
Αὐτά σᾶς γράφω εἰς αὐτήν τήν Β΄ ΑΝΟΙΚΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΙΝ μου, μέ ἀληθινήν ἀγάπην Χριστοῦ καί πόνον. Κλείοντες δέ ταύτην λέγομεν καί τοῦτο: Ἐάν,  ἀγαπητοί, διαφωνῆτε, ἐάν παρά ταῦτα νομίζετε ὅτι καλῶς δικαίως καί ὁσίως ἐποιήσατε τάς καθ’ ἡμῶν «καθαιρέσεις» (Δεκέμβριος 2007), ὡς καί πρότερον τούς ἄφρονας «ἀφορισμούς» (1993 καί 2002), ἰδού πρίν προχωρήσωμεν εἰς τάς συνεχείας αὐτῆς τῆς ΑΝΟΙΚΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΣ, δεῦτε νά παρακαθήσωμεν εἰς κοινήν Τράπεζαν, νά διαλεχθῶμεν ἐπ’ αὐτῆς, ὄχι ἀντιδικοῦντες ἐν οἰήσει καί ἀγνωσία, ἀλλά ἐν συνέσει, ἀγάπη καί ἐλευθερία Χριστοῦ, ὡς καί Κανονικότητι, Ὀρθοδοξία καί Ἀληθεία.  
Ἄν παρά ταῦτα ἤθελεν πέσει εἰς τό κενόν καί ἡ παροῦσα, δέον ὅπως χωρίς καθυστέρησιν, μᾶς ἀποστείλετε, ἤ ἔστω δημοσιεύσετε τάς ἐπί τῆς «ἀποφάσεώς» σας σχετικάς εἰσηγήσεις, προτάσεις, καί πρακτικά καί ταῦτα ὁμοῦ μετά τῆς πράξεώς σας, ὑπογεγραμμένης καί ἐσφραγισμένης, (διότι τήν ἐκοινοποιήσατε εἰς ἐμέ ἀνυπόγραφον καί ἀσφράγιστον) καί ταῦτα θά εἶναι ἀρκετά δι’ ἡμᾶς καί διά πάντα τρίτον ἐχέφρονα.

 

Ἐλάχιστος ἐν Ἐπισκόποις
+ Ὀ Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς

ΚΗΡΥΚΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου