Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2019

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΣΤΟΥΣ ΑΘΗΝΑΙΟΥΣ



Ως γνωστόν, όταν οι Ιουδαίοι της Θεσσαλονίκης επληροφορήθησαν πως ο Παύλος εκήρυξε τον λόγον του Θεού και εις την Βέροιαν, εδημιούργησαν μεγάλες αναταραχές εναντίον του και αμέσως οι σύντροφοι του Αποστόλου, παραπλανώντας τους Ιουδαίους, ότι δήθεν ο Παύλος θα φύγη δια πλοίου, οι ίδιοι τον οδήγησαν δια ξηράς και με ασφάλειαν εις την Αθήνα, ενώ εις την Βέροιαν παρέμεινε ο Σίλας και ο Τιμόθεος (Πράξ. 17, 14-15).
Ενώ δε ο Παύλος επερίμενε στην Αθήνα τους συνεργάτες του (Σίλαν και Τιμόθεον), ερεθιζόταν το πνεύμα του και μάλιστα εξοργιζόταν πολύ, που έβλεπε μία πόλη γεμάτη είδωλα. Αυτός και ο λόγος που έκανε την συζήτηση αυτή με Ιουδαίους της συναγωγής των Αθηνών, αλλά και με προσηλύτους εις τον αληθινόν Θεόν Έλληνας, ενώ δεν έπαυε να συζητά κάθε ημέρα με εκείνους που συναντούσε στον δρόμο.
Μεταξύ δε των άλλων συζητούσαν μαζί του και μερικοί από τους Επικουρείους1 και τους Στωϊκούς2 φιλοσόφους. Και άλλοι μεν έλεγαν: «Σαν τι να θέλη ο φλύαρος να μας είπη;»3. Άλλοι δε έλεγαν « Φαίνεται να είναι κήρυξ ξένων θεοτήτων, που μας είναι άγνωστοι»4. Έλεγαν δε αυτά, διότι ο Παύλος εκήρυττε τον Ιησού και την Ανάστασιν.
Αφού, λοιπόν, τον έπιασαν από το χέρι, τον οδήγησαν εις τον Άρειον Πάγον και του είπαν: «Μπορούμε να μάθουμε, ποια είναι η νέα αυτή διδασκαλία, που διδάσκεται από σένα;. Και τούτο διότι κάποια παράδοξα και πρωτάκουστα διδάγματα φέρεις με την διδασκαλίαν σου μέσα εις τ’ αυτιά μας. Θέλουμε, λοιπόν, να μάθουμε, σαν τι μπορεί να είναι αυτά που διδάσκεις.»5.
Οι Αθηναίοι το έκαναν αυτό όχι από θρησκευτικό ενδιαφέρον, αλλά από την συνηθισμένη περιέργειά τους, διότι όλοι οι Αθηναίοι και οι μονίμως διαμένοντες ξένοι στην αρχαία Αθήνα, δεν ασχολούνταν με τίποτε άλλο, από το επιθυμούν συνεχώς να ακούνε κάτι νεώτερο.
Αφού, λοιπόν, ο Παύλος εστάθη εν μέσω του Αρείου Πάγου, τους είπε:

«Ώ άνδρες Αθηναίοι, σαν πιο ευλαβεστέρους καθ’ όλα και πιο θρήσκους από άλλους ανθρώπους σας βλέπω. 
Και λέγω τούτο, διότι διαβαίνων τους δρόμους της πόλεως σας και εξετάζων προσεκτικά εκείνα, που λατρεύετε, βρήκα και ένα βωμό, εις τον οποίον είχε τεθεί η επιγραφή: «Αφιερούται ο βωμός αυτός εις τον άγνωστον Θεόν». Εκείνον, λοιπόν, τον Θεόν, που λατρεύετε, χωρίς να τον γνωρίζετε, αυτόν εγώ σας κηρύττω.6
Ο Θεός, ο οποίος εποίησε τον κόσμον και όλα, όσα υπάρχουν μέσα εις τον κόσμον, αυτός μη εξαρτώμενος από κανένα άλλον, αλλ’ υπάρχων από τον εαυτόν του απόλυτος Κύριος του ουρανού και της γης, δεν κατοικεί εις ναούς, που κατασκευάζονται από χέρια ανθρώπων, όπως είναι και οι μαρμάρινοι αυτοί ναοί, τους οποίους κατασκεύασαν οι καλλιτέχνες σας.
Ούτε υπηρετείται από χέρια ανθρώπων, σαν να εστερείτο και να είχεν ανάγκην από κάτι. Όχι δεν έχει ανάγκην από τίποτε, αφού αυτός δίδει εις όλα τα ζώντα δημιουργήματά του ζωήν και αναπνοήν και όλα όσα προς συντήρησιν της ζωής των χρειάζονται.
Και εποίησεν από ένα αίμα και από το αυτό πρωτόπλαστον ζεύγος όλα τα έθνη των ανθρώπων7, δια να κατοικούν εις όλην την επιφάνειαν της γης. Και αυτός όρισε δια καθένα από τα έθνη αυτά χρόνους εκ προτέρου προσδιορισμένους υπό της προνοίας του δια την εμφάνισιν και εξαφάνισιν αυτών, καθώς και τα σύνορα της κατοικίας των.
Ο σπουδαιότερος δε σκοπός, δια τον οποίον εποίησεν ο Θεός τα έθνη, είναι να ζητούν αυτά τον Κύριον, εάν θα κατόρθωναν ψηλαφητά δια της σκέψεως να τον εύρουν, καίτοι αυτός υπάρχει όχι μακράν, αλλά πολύ πλησίον προς ένα έκαστον από ημάς.
Και είναι πολύ πλησίον μας, διότι μέσα εις αυτόν ως μίαν πνευματικήν ατμόσφαιραν ζούμε και κινούμεθα και υπάρχουμε, καθώς και μερικοί από τους δικούς σας ποιητές έχουν είπει Διότι αυτού είμεθα και γενηά. Και είμεθα γενηά του, όχι διότι εβγήκαμεν από την ουσίαν του και είμεθα όλοι ένα με τον Θεόν, όπως το εννοούσε ο ποιητής σας Άρατος8, αλλά διότι μας έπλασε κατ’ εικόνα του και μας αγάπησε ως οικείους του. 
Αφού, λοιπόν, είμεθα γένος του Θεού και ελάβαμε παρ’ αυτού ζώσαν και πνευματικήν φύσιν, δεν πρέπει να νομίζουμε, ότι η θεότης είναι ομοία προς τα άψυχα και τα νεκρά, προς χρυσόν δηλαδή ή άργυρον ή μάρμαρον, που έχουν χαραχθή και πελεκηθή υπό της γλυπτικής τέχνης και της καλλιτεχνικής φαντασίας και επινοήσεως ανθρώπου εις μαρμάρινα ή αργυρά ή χρυσά αγάλματα και είδωλα.
Όχι επί τόσους δε χρόνους, που οι άνθρωποι λατρεύουν τα άψυχα αυτά είδωλα, αγνοούν και εξευτελίζουν τον δημιουργόν τους και ασεβούν προς αυτόν. Τώρα λοιπόν τους μακρούς αυτούς χρόνους, κατά τους οποίους και σεις και τα άλλα έθνη είχατε άγνοιαν του αληθινού δημιουργού σας, παρέβλεψεν εις την μακροθυμίαν του ο Θεός και παραγγέλλει εις όλους τους ανθρώπους, που κατοικούν εις κάθε τόπον, να μετανοούν και να εγκαταλείψουν τα είδωλα και την ειδωλολατρικήν ζωήν και να επιστρέψουν εις τον αληθινόν Θεόν.
Πρέπει δε όλοι να μετανοήσουν, διότι ο Θεός όρισε ημέραν, κατά την οποίαν μέλλει να κρίνη την οικουμένην με δικαιοσύνην, δι’ ανδρός τον οποίον όρισε κριτήν. Ότι δε αυτός θα είναι κριτής όλων μας, έδωσε βεβαίαν την απόδειξιν περί τούτων ο Θεός αναστήσας τον άνδρα τούτον εκ νεκρών.
Αλλ’ όταν ήκουσαν ανάστασιν νεκρών, άλλοι μεν τον περιγελούσαν άλλοι δε είπαν: «Θα σε ακούσωμεν και πάλιν περί του θέματος αυτού»9.

Και έτσι ο Παύλος βγήκε από το μέσον του Αρείου Πάγου, που τον είχαν περικυκλώσει εκείνοι δια να τον ακούσουν. Μερικοί, όμως, άνθρωποι συνεδέθησαν και προσεκολλήθησαν μετ’ εμπιστοσύνης και ευλαβείας εις αυτόν και επίστευσαν εις το κήρυγμά του. Ήσαν δε μεταξύ τούτων και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και κάποια γυναίκα, που ελέγετο Δάμαρις και μερικοί άλλοι μαζί μ’ αυτούς». (Πράξεις των Αποστόλων 17, 16-34).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου