Την Γνησίαν Ορθόδοξον Εκκλησίαν εγνώρισεν το 1957, όταν συνάδελφος εις την υπηρεσίαν του του έδωσε τον <<Κήρυκα Εκκλησίας Ορθοδόξων>>, το τότε επίσημον δημοσιογραφικόν όργανον της Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ελλάδος. Ο 38χρονος τότε Παναγιώτης, εμελέτησε με πολλήν προσοχήν τον <<Κήρυκα>> και εντυπωσιασθείς εκ της καθαρότητος της Πίστεως, την οποίαν εκήρυττεν, είπεν: <<Αν πιστεύουν αυτά που γράφουν, τότε είναι αυτό που ψάχνω>>! Αμέσως ήλθεν εις την Αθήνα και επισκέφθη τα Γραφεία της Ιεράς Συνόδου, όπου πέραν του τότε Πρωτοσυγκέλλου π. Ευγενίου Τόμπρου (+1982), συνήντησε και δύο άλλους Κληρικούς. Τον τότε Μητροπολίτην Πειραιώς Άνθιμον Χαρίσην, (καθηρέθη το 1958) και τον μακαριστόν Ιερομόναχον Ιγνάτιον Μπέτσην (+1971). Ο Επίσκοπος Άνθιμος προεκάλεσεν αλγεινήν εντύπωσιν εις τον προσερχόμενον, διότι όταν ήκουσεν ότι ο Παναγιώτης ήτο Ριζαρίτης, και διεφλέγετο υπό θείου ζήλου να ιερωθή ήρχισε να <<κλαίγεται>>, διότι οι ιερείς των Γ.Ο.Χ. <<δεν είχαν μισθούς και πολλές φορές ούτε το εισητήριο του τραμ...>>. Αντιθέτως δε ο μακαριστός π. Ιγνάτιος τον ενεθάρρυνεν εις την απόφασίν του να εισέλθη εις την Γνησίαν Ορθόδοξον Εκκλησίαν και να δεχθή το της Ιερωσύνης διακόνημα (*). Αμέσως εις την συνέχειαν εγνώρισεν τον τότε Μητροπολίτη Πατρών και έπειτα Αρχιεπίσκοπον Αθηνών κ. ΑΝΔΡΕΑΝ, υπό του οποίου εχειροτονήθη Διάκονος και Πρεσβύτερος το 1958 εις την Ιεράν Μονήν Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης Κερατέας Αττικής. Τότε μετωνομάσθη εις Πανάρετον προς τιμήν του αγίου Παναρέτου Αρχιεπισκόπου Πάφου.
Ως Ιερεύς ο π. Πανάρετος αρχικά διωρίσθη Εφημέριος εις την ακριτικήν ενορίαν του αγίου Χαραλάμπους Κοζάνης, όπου υπηρέτησεν επί μίαν εικοσαετίαν. Κατά την πρώτην περίοδον της εκεί διακονίας του, αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα και διώξεις υπό του Νεοημ. Μητροπολίτου Κοζάνης Διονυσίου Ψαριανού, με την χάριν όμως του Θεού, εις τας διαφόρους δίκας εις τας οποίας εσύρθη επέδειξεν πίστιν, υπομονήν και σταθερότητα, και, τελικώς αθωωθείς, εσυνέχισεν απροσκόπτως την διακονίαν εις το γεώργιον του Κυρίου. Ίδρυσεν τας ενορίας της Αγίας Αικατερίνης εις την Άνω Κώμην Κοζάνης και της αγίας Παρασκευής εις την Πτολεμαΐδα, την δε ενορίαν του Αγίου Χαραλάμπους της Κοζάνης ανέδειξεν εις πρότυπον Ενορίαν.
Μετά την κατά το 1973, εκλογήν και χειροτονίαν του Ιερομ. Τίτου Βλάχου εις Μητροπολίτην Κοζάνης, ο π. Πανάρετος ανέλαβεν Ιεραποστολικόν έργον εις την μακρυνήν Αυστραλίαν με κέντρον την ενορίαν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εις το Σύδνεϋ. Μετά τρία περίπου έτη μετεκλήθη εις την Ελλάδα και διωρίσθη εις την ενορίαν της Αγίας Σοφίας Τρικάλων, όπου υπηρέτησεν επίσης επί μίαν εικοσαετίαν. Ως Εφημέριος Τρικάλων ανήγειρεν τον Ιερόν Ναόν αγίου Παναρέτου και ευπροσώπους εγκαταστάσεις ευαγούς ιδρύματος εις την Κοινότητα Πηγής.
Το έτος 1990 εκοιμήθη η σύζυγός του πρεσβυτέρα Ρωσίτσα και το 1995, μετά το σχίσμα των πέντε πρώην Μητροπολιτών, Κανονικώς εξελέγη Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου. Εχειροτονήθη υπό του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου κ. Ανδρέου, παρόντων και των Σεβ/των Μητροπολιτών Πειραιώς και Νήσων κ. Νικολάου, Αργολίδος κ. Παχωμίου, Περιστερίου κ. Γαλακτίωνος, Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Κηρύκου, και του Βερροίας και Ναούσης κ. Ταρασίου, εις τον Καθεδρικόν Ναόν Αγίας Τριάδος Κάτω Ηλιουπόλεως, αφού προηγουμένως έλαβεν το Μέγα και Αγγελικόν σχήμα.
Κατά την βραχείαν Αρχιερατείαν του εγκαινίασεν τους Ι.Ναούς αγ. Αποστόλων της ομωνύμου Ιεράς Μονής εν Ραψάνη Λαρίσης, Αγίων Κων/νου και Ελένης εις Φάρσαλα και της Μεγαλομάρτυρος Ευφημίας εις Κόκκινον Νερόν Λαρίσης. Επίσης εχειροτόνησε δύο Κληρικούς, τον Ιεροδ. Ιγνάτιον Δάσσιον εις πρεσβύτερον και τον δόκιμον μοναχόν Βασίλειον Σελητσανιώτην εις Ιεροδιάκονον, εις τον οποίον έδωσεν το όνομα του Αποστόλου Βαρθολομαίου.
Ο Σεβ. Μητροπολίτης Λαρίσης κυρός Πανάρετος ήτο ειρηνικός, συνεδύαζεν την ευαγγελικήν αγάπην και την πραότητα με τον δυναμισμό επί θεμάτων Ομολογίας Πίστεως και Αποστολικής Διαδοχής. Αν και ικανής παιδείας, ως Αρχιερεύς πολιωρκημένος, όπως και η Α. Μ. ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ανδρέας, υπό των εγκαθέτων του Φλωρινισμού και του Νεοημερολογιτισμού και κυρίως υπό του Σεβ. Πειραιώς κ. Νικολάου, επί τι διάστημα παρεσύρθη και ήλθεν εις ευθείαν αντιπαράθεσιν μετά του Ιερού Κλήρου και Λαού της Μητροπόλεώς του. Όμως επειδή ήτο άνθρωπος ελεύθερος, αγαθού συνειδότος και καλής προαιρέσεως, συνέβαλον δε και η αγάπη, η προσευχή και τα δυναμικά διαβήματα του πιστού Κλήρου και Λαού της Μητροπόλεως Λαρίσης,και αυτά, από κοινού εφέλκυσαν την Χάριν του Θεού και ούτω ο μακαριστός Μητροπολίτης κατώρθωσεν και έσπασεν την <<πολιορκίαν>>. Κατά την ιστορικής μνήμης εορτής των Αγίων 12 Αποστόλων του έτους 2001, εις το ομώνυμον ησυχαστήριον Ραψάνης, ο μεταστάς απέδειξεν ότι ήτο πράγματι Ποιμενάρχης, ελεύθερος εν Χριστώ, διότι με μίαν γενναίαν πράξιν δημοσίας Ορθοδόξου Ομολογίας, κυριολεκτικώς συνέτριψεν τα δεσμά με τα οποία τον είχον δέσει οι γνωστοί παράγοντες (μ. Μάξιμος, Δ. Κάτσουρας, Πειραιώς κλπ.), και απεκατέστησεν εαυτόν και ενώπιον του ποιμνίου του και της Ιστορίας, αλλά κυρίως ενώπιον του Θεού και της Εκκλησίας Του. Την 29ην Ιουνίου 2001 ο Κύριος έκαμε δεκτάς τα προσευχάς, τους αγώνας, και την αληθινήν αγάπην Κλήρου και Λαού της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης προς τον εν δεινή δοκιμασία ευρισκόμενον Ποιμνάρχην του και εποίησεν το θαυμαστόν. Έκτοτε ο Σεβ. Μητροπολίτης Πανάρετος εγκατεβίωσεν εις το Ησυχαστήριον των αγίων Αποστόλων, το οποίον μετήλλαξεν και ανεγνώρισεν εις Ιεράν Μονήν. Εις αυτήν παρέμεινεν μέχρι τέλους, τυχών των υικών περιποιήσεων της υπό τον π. Αμφιλόχιον Ταμπουρά Αδελφότητος, μέχρι το τέλος της ζωής του. Η χάρις του Χριστού ενίσχυσεν το εκλεκτόν σκεύος του, τον οποίον απεκατέστησεν εις τας ποιμαντικάς και λοιπάς Εκκλησιαστικάς σχέσεις του μετά των πιστών μελών της Μητροπόλεως και τον ανέδειξεν πάλιν, ως πράγματι ήτο, ευσπλαγχνικόν και Ομολογητήν Ποιμένα και Πατέρα. Έκτοτε και μέχρι της μακαρίας τελευτής του, έδωκεν το ισχυρότερον κτύπημα κατά του Παλαιοημερολογιτικού Οικουμενισμού και εματαίωσε πολλά εκ των σχεδίων των εγκαθέτων των ξένων Κέντρων.
Δεν θα ήτο υπερβολή αν λέγαμε, ότι από την 29.6.2001 τα καταχθόνια σχέδια του Παλαιοημερολογιτικού Οικουμενισμού και των εντός και εκτός της Γνησίας Ορθοδόξου Εκκλησίας οργάνων του, σχέδια κατά της Ομολογίας - Εκκλησιολογίας της Γνησίας Ορθοδόξου Εκκλησίας αλλά και της Αποστολικής Διαδοχής των Επισκόπων της, τα οποία εκορυφώθησαν με την ιερόσυλον συμπαιγνίαν περί <<παραιτήσεως>> του Μακ. Αρχιεπισκόπου κ. Ανδρέου και περί <<αναδείξεως>> εις ψευδοαρχιεπίσκοπον του Σεβ. Πειραιώς κ. Νικολάου, προσεβλήθησαν και εν πολλοίς συνετρίβησαν και υπό της ομολογιακής συμπεριφοράς του μακαριστού Μητροπολίτου κυρού Παναρέτου. Καθ' όλην την μετά την 29ην Ιουνίου 2001, περίοδον ο μακαριστός Μητροπολίτης ουδ' επί στιγμήν επαύσατο να αποκαλύπτη και να κατελέγχη τους παράγοντας του Παλαιοημερολογιτικού Οικουμενισμού και να απαιτή τον σεβασμόν εις την Κανονικήν Τάξιν και τους θεσμούς, ενώ επανειλημμένως εισηγήθη τα εκρεμούντα σοβαρά θέματα Πίστεως τα συνδεόμενα αμέσως ή εμμέσως με την καθαράν Ομολογίαν και την Αποστολικήν Διαδοχήν.
Ιδιαιτέρως κατήλεγξεν την <<δεινήν συμπαιγνίαν της παραιτήσεως>> του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου, την οποίαν ρητώς και απεριφράστως κατήγγειλεν και ποτέ δεν απεδέχθη. Δεν ανεγνώρισεν ούτε την παράνομον <<παραίτησιν>> του Μακαριωτάτου Προκαθημένου κ. Ανδρέου, ούτε την αντικανονικήν <<εκλογήν>> <<νέου Αρχιεπισκόπου>>. Τα έγγραφά του αποτελούν πραγματικόν καταπέλτην, τα οποία συντρίβουν τας ατυχείς προσπαθείας δικαιολογίας και εξωραϊσμού της προκληθείσης εκνόμου καταστάσεως.
Μετέστη πλήρης ημερών προς Κύριον εις ηλικίαν 85 ετών, την Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2004, μετά από σύντομη νοσηλεία εις το Νοσοκομείο Λαρίσης. Η είδησις της τελευτής του εβύθισεν εις βαθύ πένθος το πιστόν πλήρωμα (Κλήρον και Λαόν) της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου, αλλά και τους ανά την υφήλιον Ορθοδόξους πιστούς, διότι ο μακαριστός Αρχιερεύς ήτο προικισμένος με πολλά χαρίσματα.
Ο Μακαριστός Σεβ. Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου κυρός Πανάρετος σε επιστολή του προς τον Μακ. Αρχιεπίσκοπο κ. Ανδρέα, τη 7.9.2000 (Ο.Η.), είχε γράψει μεταξύ άλλων: <<Ζητώ συγγνώμην από τον Σεβ. εν Χριστώ αδελφόν κ. Κήρυκο, διότι, ενώ η αγαπητή Σεβασμιότης του επανειλημμένως έδειξε καλήν πρόθεσιν και αγάπην, ημείς με το υπ' αριθμ. 18/19.10.1999 έγγραφόν μας, το οποίον υπεγράψαμεν, προσβάλαμε την Σεβασμιότητά του, καίτοι τούτο ανακλήθει υφ' ημών(**)
(*) Κατ' οικονομίαν Θεού, τέσσερις περίπου δεκαετίες αργότερα, ο τότε Παναγιώτης, πλέον ως Αρχιερεύς, εδέχθη τας περιποιήσεις του πνευματικού αναστήματος μακαριστού π. Ιγνατίου, ήτοι, τον Παν/του Ιερομονάχου π. Αμφιλοχίου, αλλά και της υπ' αυτόν Αδελφότητος, περιποιήσεις ως γέροντος και ασθενούς, ιδιαιτέρως κατά το έτος 2004.
(**) Τούτο ήτο έργον του μ. Μαξίμου
Ο Σεβ. Μητροπολίτης Λαρίσης κυρός Πανάρετος ήτο ειρηνικός, συνεδύαζεν την ευαγγελικήν αγάπην και την πραότητα με τον δυναμισμό επί θεμάτων Ομολογίας Πίστεως και Αποστολικής Διαδοχής. Αν και ικανής παιδείας, ως Αρχιερεύς πολιωρκημένος, όπως και η Α. Μ. ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ανδρέας, υπό των εγκαθέτων του Φλωρινισμού και του Νεοημερολογιτισμού και κυρίως υπό του Σεβ. Πειραιώς κ. Νικολάου, επί τι διάστημα παρεσύρθη και ήλθεν εις ευθείαν αντιπαράθεσιν μετά του Ιερού Κλήρου και Λαού της Μητροπόλεώς του. Όμως επειδή ήτο άνθρωπος ελεύθερος, αγαθού συνειδότος και καλής προαιρέσεως, συνέβαλον δε και η αγάπη, η προσευχή και τα δυναμικά διαβήματα του πιστού Κλήρου και Λαού της Μητροπόλεως Λαρίσης,και αυτά, από κοινού εφέλκυσαν την Χάριν του Θεού και ούτω ο μακαριστός Μητροπολίτης κατώρθωσεν και έσπασεν την <<πολιορκίαν>>. Κατά την ιστορικής μνήμης εορτής των Αγίων 12 Αποστόλων του έτους 2001, εις το ομώνυμον ησυχαστήριον Ραψάνης, ο μεταστάς απέδειξεν ότι ήτο πράγματι Ποιμενάρχης, ελεύθερος εν Χριστώ, διότι με μίαν γενναίαν πράξιν δημοσίας Ορθοδόξου Ομολογίας, κυριολεκτικώς συνέτριψεν τα δεσμά με τα οποία τον είχον δέσει οι γνωστοί παράγοντες (μ. Μάξιμος, Δ. Κάτσουρας, Πειραιώς κλπ.), και απεκατέστησεν εαυτόν και ενώπιον του ποιμνίου του και της Ιστορίας, αλλά κυρίως ενώπιον του Θεού και της Εκκλησίας Του. Την 29ην Ιουνίου 2001 ο Κύριος έκαμε δεκτάς τα προσευχάς, τους αγώνας, και την αληθινήν αγάπην Κλήρου και Λαού της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης προς τον εν δεινή δοκιμασία ευρισκόμενον Ποιμνάρχην του και εποίησεν το θαυμαστόν. Έκτοτε ο Σεβ. Μητροπολίτης Πανάρετος εγκατεβίωσεν εις το Ησυχαστήριον των αγίων Αποστόλων, το οποίον μετήλλαξεν και ανεγνώρισεν εις Ιεράν Μονήν. Εις αυτήν παρέμεινεν μέχρι τέλους, τυχών των υικών περιποιήσεων της υπό τον π. Αμφιλόχιον Ταμπουρά Αδελφότητος, μέχρι το τέλος της ζωής του. Η χάρις του Χριστού ενίσχυσεν το εκλεκτόν σκεύος του, τον οποίον απεκατέστησεν εις τας ποιμαντικάς και λοιπάς Εκκλησιαστικάς σχέσεις του μετά των πιστών μελών της Μητροπόλεως και τον ανέδειξεν πάλιν, ως πράγματι ήτο, ευσπλαγχνικόν και Ομολογητήν Ποιμένα και Πατέρα. Έκτοτε και μέχρι της μακαρίας τελευτής του, έδωκεν το ισχυρότερον κτύπημα κατά του Παλαιοημερολογιτικού Οικουμενισμού και εματαίωσε πολλά εκ των σχεδίων των εγκαθέτων των ξένων Κέντρων.
Δεν θα ήτο υπερβολή αν λέγαμε, ότι από την 29.6.2001 τα καταχθόνια σχέδια του Παλαιοημερολογιτικού Οικουμενισμού και των εντός και εκτός της Γνησίας Ορθοδόξου Εκκλησίας οργάνων του, σχέδια κατά της Ομολογίας - Εκκλησιολογίας της Γνησίας Ορθοδόξου Εκκλησίας αλλά και της Αποστολικής Διαδοχής των Επισκόπων της, τα οποία εκορυφώθησαν με την ιερόσυλον συμπαιγνίαν περί <<παραιτήσεως>> του Μακ. Αρχιεπισκόπου κ. Ανδρέου και περί <<αναδείξεως>> εις ψευδοαρχιεπίσκοπον του Σεβ. Πειραιώς κ. Νικολάου, προσεβλήθησαν και εν πολλοίς συνετρίβησαν και υπό της ομολογιακής συμπεριφοράς του μακαριστού Μητροπολίτου κυρού Παναρέτου. Καθ' όλην την μετά την 29ην Ιουνίου 2001, περίοδον ο μακαριστός Μητροπολίτης ουδ' επί στιγμήν επαύσατο να αποκαλύπτη και να κατελέγχη τους παράγοντας του Παλαιοημερολογιτικού Οικουμενισμού και να απαιτή τον σεβασμόν εις την Κανονικήν Τάξιν και τους θεσμούς, ενώ επανειλημμένως εισηγήθη τα εκρεμούντα σοβαρά θέματα Πίστεως τα συνδεόμενα αμέσως ή εμμέσως με την καθαράν Ομολογίαν και την Αποστολικήν Διαδοχήν.
Ιδιαιτέρως κατήλεγξεν την <<δεινήν συμπαιγνίαν της παραιτήσεως>> του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου, την οποίαν ρητώς και απεριφράστως κατήγγειλεν και ποτέ δεν απεδέχθη. Δεν ανεγνώρισεν ούτε την παράνομον <<παραίτησιν>> του Μακαριωτάτου Προκαθημένου κ. Ανδρέου, ούτε την αντικανονικήν <<εκλογήν>> <<νέου Αρχιεπισκόπου>>. Τα έγγραφά του αποτελούν πραγματικόν καταπέλτην, τα οποία συντρίβουν τας ατυχείς προσπαθείας δικαιολογίας και εξωραϊσμού της προκληθείσης εκνόμου καταστάσεως.
Μετέστη πλήρης ημερών προς Κύριον εις ηλικίαν 85 ετών, την Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2004, μετά από σύντομη νοσηλεία εις το Νοσοκομείο Λαρίσης. Η είδησις της τελευτής του εβύθισεν εις βαθύ πένθος το πιστόν πλήρωμα (Κλήρον και Λαόν) της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου, αλλά και τους ανά την υφήλιον Ορθοδόξους πιστούς, διότι ο μακαριστός Αρχιερεύς ήτο προικισμένος με πολλά χαρίσματα.
Ο Μακαριστός Σεβ. Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου κυρός Πανάρετος σε επιστολή του προς τον Μακ. Αρχιεπίσκοπο κ. Ανδρέα, τη 7.9.2000 (Ο.Η.), είχε γράψει μεταξύ άλλων: <<Ζητώ συγγνώμην από τον Σεβ. εν Χριστώ αδελφόν κ. Κήρυκο, διότι, ενώ η αγαπητή Σεβασμιότης του επανειλημμένως έδειξε καλήν πρόθεσιν και αγάπην, ημείς με το υπ' αριθμ. 18/19.10.1999 έγγραφόν μας, το οποίον υπεγράψαμεν, προσβάλαμε την Σεβασμιότητά του, καίτοι τούτο ανακλήθει υφ' ημών(**)
(*) Κατ' οικονομίαν Θεού, τέσσερις περίπου δεκαετίες αργότερα, ο τότε Παναγιώτης, πλέον ως Αρχιερεύς, εδέχθη τας περιποιήσεις του πνευματικού αναστήματος μακαριστού π. Ιγνατίου, ήτοι, τον Παν/του Ιερομονάχου π. Αμφιλοχίου, αλλά και της υπ' αυτόν Αδελφότητος, περιποιήσεις ως γέροντος και ασθενούς, ιδιαιτέρως κατά το έτος 2004.
(**) Τούτο ήτο έργον του μ. Μαξίμου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου