ΗΛΙΑΣ ΜΗΝΙΑΤΗΣ
Διδαχαί και λόγοι (1716)
επιμ. Τασούλα Μ. Μαρκομιχελάκη
εκδ. Αρτος Ζωής, σελ. 803
«Εως
πότε πανακήρατε Κόρη, το τρισάθλιο γένος των Ελλήνων έχει να ευρίσκεται
εις τα δεσμά μιας ανυπόφορης δουλειάς; Εως πότε να του πατή τον
ευγενικόν λαιμόν ο βάρβαρος Θραξ; Εως πότε έχουσι να βασιλεύωνται από
ήμισο φεγγάρι οι χώρες εκείνες εις τας οποίας ανέτειλεν εις ανθρώπινην
μορφήν από την ηγιασμένη σου γαστέρα ο μυστικός της Δικαιοσύνης Ηλιος;
Αχ, Παρθένε, ενθυμήσου πως εις την Ελλάδα πρότερον παρά εις άλλον τόπον
έλαμψεν το ζωηφόρον φως της αληθινής πίστεως».
Τα λόγια ανήκουν στον «χρυσόστομο» Ηλία Μηνιάτη (1669-1714), μορφή που μαζί με τον κατά έναν αιώνα νεότερο Νικηφόρο Θεοτόκη (1731-1800) αποτελούν τους δύο μεγάλους κήρυκες της ελληνικής Ορθοδοξίας. Επίσκοπος Κερκίνης και Καλαβρύτων, ο Μηνιάτης χάρισε κηρύγματα που ανέδειξαν ηθικά ζητήματα, πάθος για την προκοπή του Γένους και ταυτόχρονα καλλιέργησαν μια απλή, κατανοητή από τον λαό, κομψή δημοτική γλώσσα. Η έκφρασή του διαθέτει πλούτο και πρωτόγνωρη πλαστικότητα, διακρίνεται από νεύρο και ωραίο ρυθμό. Απεκδυόμενες τον στείρο ακαδημαϊσμό, έγραψε ο ιστορικός της λογοτεχνίας Μάριο Βίτι, «οι εκφράσεις πνευματικής έντασης και έκστασης αποκτούν στον Μηνιάτη μια ζωηρότητα άγνωστη μέχρι τότε στη νεοελληνική γλώσσα». «Αξιοπαρατήρητη είναι η προσοχή», παρατηρεί εξάλλου ο Αλέξης Ζήρας, «με την οποία ο Μηνιάτης επέλεγε τις φράσεις του, όπως και τα ρητορικά σχήματα, τις αποστροφές, τις μεταφορές, τις έντεχνες σιωπές και τις εξίσου έντεχνες κορυφώσεις».
Πράγματι, βρισκόμαστε μπροστά στο φανέρωμα μιας λόγιας εμπνεύσεως έκφρασης με αφομοιωμένα τα διδάγματα των μεγάλων της κηρυκτικής γραμματείας, με γλώσσα όμως που είναι δημώδης και λογοτεχνικά λειτουργική. Το μαρτυρεί απόσπασμα του πανηγυρικού για τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου: «Ο σοφός εκείνος Δημιουργός των απάντων, Θεός, αφόντις έπλασε τα άυλα εκείνα τάγματα της ουρανίου ιεραρχίας· αφόντις εκύκλωσε με διαφόρους σφαίρας τον ουρανό και του άναψε τους παμφαεστάτους αστέρας εις το γαληνότατον πρόσωπον· αφόντις εθεμελίωσε την ασάλευτον γην, την εζωγράφησε με ευωδέστατα άνθη, την επλούτυνε με γλυκυτάτους καρπούς, και την επότισε με κρυσταλλοειδείς βρύσες καλλιρρόων υδάτων· αφόντις έχυσε εις τον αέρα τους ζεφύρους και τις αύρες, ελεύκανε με το φως την ημέραν, και έβαψε με το σκότος την νύκταν… χουν λαβών από της γης, έπλασε και εμόρφωσε τον πρώτον άνθρωπον».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου