Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 29 Ιουνίου 2019

ΚΛΙΜΑΞ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ

ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ
ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ
ΛΟΓΟΣ ΕΝΝΑΤΟΣ

[ΜΕΡΟΣ Α΄]

Όστις διηγείται ημίν της ριζούσης εν τη καρδία του ανθρώπου Μνησικακίας, και ιαζούσης αυτόν να ενθυμήται πάντοτε το κακόν όπου έπαθε, και να ζητή επιπόνως να ποιήση εκδίκησιν. Και τίνι τρόπω δύναται να την νικήση έκαστος, δια να λάβη εκ Θεού ουράνιον στέφανον. 

''Αι μεν όσιαι  και θεοφιλείς αρεταί εξομοιούνται με την κλίμακα, την οποίαν είδεν ο πατριάρχης Ιακώβ εις τον ύπνον του. Επειδή αυταί ως βαθμίδες τινές παραπέμπουσιν η μία εις την άλλην, και αναφέρουσιν εις τον ουρανόν τον ενάρετον και φιλόθεον άνθρωπον. Αι δε ανόσιοι και θεομισείς κακίαι παρεικάζονται με την άλυσιν, όπου ήτον δεδεμένος Πέτρος ο πρωτοκορυφαίος Απόστολος. Διατί καθώς  μία θηλέα της αλύσεως διαπερνά έσωθεν της άλλης, και διακρατούσιν η μία την άλλην και η άλλη την άλλην, και συνέχονται υπ' αλλήλων και συσφίγγονται ομού και δεσμούσι το ζώον, ή τον άνθρωπον, ή άλλο τι, ούτω και αι κακίαι γεννώσιν αλλήλαις, και δεσμεύουσιν όλαι ομού την ταλαίπωρον ψυχήν, και την σύρουσιν όπου θέλουσιν. Όθεν επειδή ηκούσαμεν προ ολίγου του ασυνέτου θυμού λέγοντος, οτι εξ αυτού γεννώνται και άλλα πολλά κακά και θανάσιμα αμαρτήματα, τούτο καιρός αρμόδιος και προσφυέστατος είναι να διαλάβωμεν νυν και περί αυτής τα δέοντα και ωφέλιμα.
Η Μνησικακία είναι σύζυγος και σύνευνος του θυμού, όστις σπείρει εις αυτήν το θανατηφόρον φαρμάκι της. Η μνησικακία είναι ενθύμησις του κακού, και εξομοιούται με τους αναμμένους άνθρακας, τους οποίους κρύπτουσι και σκεπάζουσι εις την αϊθάλην, αφ' ου σβεσθή η φλόγα των, και μένουσιν εκπεπυρωμένοι και άσβεστοι και καίουσιν. Η μνησικακία είναι αναμμένοι άνθρακες, και ο θυμός είναι η φλόξ, και εξάπτονται υπ' αλλήλων. Και αφού σβεσθή ο θυμός, μένει η μνησικακία αναμμένη και κεκρυμμένη εις την καρδίαν του ανθρώπου, και κατακαίει τα σπλάγχνα του και ενθυμίζει αυτώ α ποιήση τοις εχθροίς αυτού εκδίκησιν. Η μνησικακία φυλάττει γεγραμμένα εις την καρδίαν μας, οιονεί εις χάρτην των εχθρών ημών τα σφάλματα, και τα αναγινώσκει ως γραμματεύς, και τα φωνάζει μεγαλοφώνως και κλειδώνει τας αμαρτίας ημών, αι μένουσιν ασυγχώρητοι, διατί δεν θέλομεν να συγχωρήσωμεν τοις αδελφοίς ημών, αλλ' αγαπώμεν να τους παιδεύσωμεν.   
Η Μνησικακία είναι ένας εχθρός του Θεού, όπου μισεί τα θεία αυτού προστάγματα, και δεν βλέπει ελεημοσύνην, ούτε δικαιοσύνην το σύνολον. Η μνησικακία απόλυσιν όλας τας αρετάς, αφανίζει όλα τα καλά έργα, φαρμακεύει τα εντόσθια, θανατώνει την ψυχήν, κεντρώνει ωσάν αγρία σφήξ τον νούν, κατατρώγει ώσπερ σκώληξ την καρδίαν, και την παρακινεί να οργίζεται, κεντά ωσάν μύωψ τον λογισμόν, και τον ερεθίζει να παιδεύση, και να ποιήση εκδίκησιν. Η μνησικακία είναι εντροπή της προσευχής. Διατί ο μνησίκακος εντρέπεται να ειπή, συγχώρησόν μοι, Θεέ μου, και άφες μοι τα οφειλήματα, καθώς συγχωρώ και εγώ και αφίημι των εχθρών μου όλα τα πταίσματα. 
Αυτή γίνεται εμπόδιον της κατανύξεως, και εκκοπή της δεήσεως, λύκος της αγάπης, θηρίον της αγριότητος, κάρφος πεπηγμένον εις την όρεξιν, το οποίον δεν την αφήνει να μεταστή και να κινηθή από την κακίαν της, βέλος προσηλωμένον εις την θέλησιν, όπου δεν συγχωρεί αυτή να λύση το πάθος της, λόγχη πεπηγμένη εις τον στόμαχον τον οποίον δεν αφήνει ποτέ να ελευθερωθή από τον πόνον και να εύρη ανάπαυσιν, αμαρτία διηνεκής και ασχόλαστος, παρανομία νυκετρινή και ακοίμητος, κακία καθημερινή και έξυπνος, ανεμοστρόβιλος περιστρεφόμενος πάντοτε, επιθυμία άνευ γλυκύτητος. Τις η χρεία του πολυλογείν; η μνησικακία είναι μία αηδής και κατηραμένη ζωή, μία σκοτεινή και επίβουλος έχιδνα, εις όφις οπού γεννάται από τον θυμόν, και πάλιν αυτός γεννά άλλα κακά χείρονα και πλείονα, και μάλιστα τον φθόνον και τον φόνον, και αν δεν ιατρευθή ταχέως, τίκτει και τον αιώνιον θάνατον.
Όστις αγαπά να νικήση και να θανατώση πριν τον θανατώση αυτή, ας παύση και ας σβέση τον θυμόν. Διατί αφ' ου θανατωθή ούτος όπου είναι πατήρ και γεννήτωρ αυτής, συναφανίζεται μετ' εκείνου και αύτη η μιαρά θυγάτηρ του. Καθώς βλέπομεν, ότι αποθανόντος του πατρός, δεν γεννώνται παίδες εισέπειτα.
Εκείνεος όπου εκέρδησεν την κατά Θεόν αγάπην, το γλυκύ μοι πράγμα και όνομα, εφυγάδευσε και έδιωξε την οργήν και την μνησικακίαν, ως θανατηφόρους εχθρούς και πολεμίους του. Εκείνος δε όπου κρατεί την έχθραν εις την καρδίαν του συναθροίζει προς αυτόν κόπους ακαίρους, και εγείρει καθ' εαυτού πολέμους ασυμφόρους και επιζημίους πάντοτε, συλλογιζόμενος αεί ποτέ να εφεύρη τρόπον κακοποιήσεως κατά τον πόθον του, και μέθοδον εκατονταπλασίονος εκδικήσεως.'' 
(συνεχίζεται...)      

5 σχόλια:

  1. Εκείνεος όπου εκέρδησεν την κατά Θεόν αγάπην, το γλυκύ μοι πράγμα και όνομα, εφυγάδευσε και έδιωξε την οργήν και την μνησικακίαν, ως θανατηφόρους εχθρούς και πολεμίους του. Εκείνος δε όπου κρατεί την έχθραν εις την καρδίαν του συναθροίζει προς αυτόν κόπους ακαίρους, και εγείρει καθ' εαυτού πολέμους ασυμφόρους και επιζημίους πάντοτε, συλλογιζόμενος αεί ποτέ να εφεύρη τρόπον κακοποιήσεως κατά τον πόθον του, και μέθοδον εκατονταπλασίονος εκδικήσεως.''

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τέταρτον. Ἡ Ἱερά Σύνοδος περί τῆς πρό ἐνεαετίας γενομένης πωλή¬σεως τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Σαλαμῖνος, ἀπεφάνθη ὅτι ἡ πρᾶξις αὐτή εἶναι παντελῶς ἀντικανονική καί παράνομη ὡς ἱερόσυλος καί ποινικά κολἀσιμος, ὅταν μάλιστα πρόκειται διά Ἱερόν Ναόν ὁποῖος, κατά παραχώ¬ρησιν Θεοῦ, εἶχεν ἀναγερθεῖ καί ἐλειτούργει μέ πολιτειακήν ἀναγνώρισιν (ἀπόφασις Συμβουλίου Ἐπικρατείας). Διά τοῦτο πρέπει νά καταβληθῆ κάθε νόμιμη ἐνέργεια καί προσπάθεια διά τήν κανονικήν ἐπάνοδον τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ εἰς τήν λατρευτικήν χρῆσιν καί ἐκκλησιαστικήν ἐξυπηρέτησιν τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, μέ τήν προσφοράν τῶν ὁποίων καί ἀνηγέρθη. (Εκ της αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου της 4 Ιουνίου 2019)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ταπείνωση ! Το μονοπάτι για Τον Ουρανό !

    « Ο¬σο ει¬σαι σπου¬δαιος, αλ¬λο τό¬σο νά ει¬σαι τα¬πει¬νός. Ο-ταν α¬νεβεις ψη¬λά, ε¬χεις α¬νά¬γκη νά πά¬ρεις τά μέ¬τρα σου, γιά νά μήν πέ¬σεις... Για¬τί εχεις με¬γά¬λη ι¬δέ¬α γιά τόν ε¬αυ¬τό σου, ενω ει¬σαι αν¬θρω¬πος, συγ¬γε¬νής μέ τή γη, τό ι¬διο πράγ¬μα μέ τή στά¬κτη σέ ο¬λα: καί στή φύ¬ση καί στή γνώ¬μη καί στήν ε¬κλο¬γή των πραγ¬μά¬των. Σή¬με¬ρα ει¬σαι πλού¬σιος, αυ¬ριο φτω¬χός• σή¬με¬ρα υ¬γι¬ής, αυ¬ριο αρ¬ρω¬στος• σή¬με¬ρα χα¬ρού¬με¬νος, αυ¬ριο λυ¬πη¬μέ¬νος• σή¬με¬ρα δο¬ξα¬σμέ¬νος, αυ-ριο πε¬ρι¬φρο¬νη¬μέ¬νος• σή¬με¬ρα νέ¬ος, αυ¬ριο γέ¬ρος. Μή¬πως κά¬τι α¬πό τά αν¬θρώ¬πι¬να πα¬ρα¬μέ¬νει στα¬θε¬ρό; Η μή¬πως, α-ντί¬θε¬τα, τό κα¬θε¬τί μι¬μει¬ται τήν κί¬νη¬ση των πο¬ταμων πού κυ¬λουν; Δέν προλα¬βαί¬νου¬με κα¬λά κα¬λά νά τό δου¬με, καί μας ε¬γκατα¬λεί¬πει πιό γρή¬γο¬ρα α¬πό τή σκιά. Για¬τί λοι¬πόν, αν¬θρω¬πέ μου, ε¬χεις α¬λα¬ζονεί¬α, ενω ει¬σαι κα¬πνός, μα¬ταιό-τη¬τα; Πράγματι, ο αν¬θρω¬πος ταυ¬τί¬ζε¬ται μέ τή μα¬ταιό¬τη¬τα. Οι η¬μέ¬ρες της ζωης του ει¬ναι σάν χορτάρι. Ξε¬ραί¬νε¬ται τό χορτά¬ρι καί τό αν¬θος του πέ¬φτει μα¬ρα¬μέ¬νο» «Νά ει¬σαι τα-πει¬νός» !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Η ΔΥΝΑΜΙΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
    Όταν εγκαθίδρυσε ο Χριστός την Εκκλησία Του στην γη, είπε τον βεβαιωτικό λόγο ότι «Πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Πάμπολλες φορές ο Άδης προσπάθησε και προσπαθεί να κατισχύσει Αυτής αλλά εις μάτην. Όπως ομολογεί ο ιερός Χρυσόστομος: «Ἐκκλησίας οὐδὲν ἴσον. Οὐδέποτε γηρᾷ. Τείχη βάρβαροι καταλύουσιν, Ἐκκλησίας δὲ οὐδὲ δαίμονες περιγίνονται. Καὶ ὅτι οὐ κόμπος τὰ ῥήματα, μαρτυρεῖ τὰ πράγματα. Πόσοι ἐπολέμησαν τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ οἱ πολεμήσαντες ἀπώλοντο; αὕτη δὲ ὑπὲρ τόν οὐρανόν ἀναβέβηκε. Τοιοῦτον ἔχει μέγεθος ἡ Ἐκκλησία• πολεμουμένη νικᾷ• ἐπιβουλευομένη περιγίνεται• ὑβριζομένη, λαμπροτέρα καθίσταται• δέχεται τραύματα, καὶ οὐ καταπίπτει ὑπὸ τῶν ἑλκῶν• κλυδωνίζεται, ἀλλ᾿ οὐ καταποντίζεται• χειμάζεται, ἀλλὰ ναυάγιον οὐχ ὑπομένει• παλαίει, ἀλλ᾿ οὐχ ἡττᾶται• πυκτεύει, ἀλλ᾿ οὐ νικᾶται» (Λόγος Α’ – Ευτρόπιον Ε.Π.Ε. Ιωάννη Χρυσοστόμου Έργα, τόμος 33, σελίδα 124). Έτσι προχωρά μέσα στους αιώνες, πάντοτε σταυρωμένη αλλά και πάντοτε με το Χαρμόσυνο Φως της Αναστάσεως.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ἡ ‘Εκκλησία, ὥρισεν ὅπως κατά τήν μνήμην τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἐν τοῖς ἀναγνώσμασι τοῦ Ἑσπερινοῦ ἀναγινώσκεται καί τό κάτωθι Χριστολογικόν ἀπόσπασμα ἐκ τῆς Σοφίας Σολομῶντος, διότι τοῦτο ἀναλογικῶς προσιδιάζει εἰς τόν Ἅγιον, ὡς γνήσιον μαθητήν, κήρυκα τῆς ἀληθείας καί ἐν πᾶσι μιμητήν ‘Εκείνου: «Εἶπον γάρ ἐν ἑαυτοῖς. λογισάμενοι οὐκ ὀρθῶς. Καταδυναστεύσωμεν τόν δίκαιον, μή φεισώμεθα τῆς ὁσιότητος αὐτοῦ, μηδέ ἐντραπῶμεν πολιάς πρεσβυτέρου πολυχρονίους. Ἔστω δέ ἡμῶν ἡ ἰσχύς νόμος. Καί ἐνεδρεύσωμεν τόν δίκαιον, ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστίν καί ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν καί ἐπιφημίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα παιδείας ἡμῶν. Ἐπαγγέλλεται γνῶσιν ἔχειν Θεοῦ, καί παῖδα Κυρίου ἑαυτόν ὀνομάζει. ‘Εγένετο ἡμῖν εἰς ἔλεγχον ἐννοιῶν ἡμῶν. Βαρύς ἐστίν ἡμῖν καί βλεπόμενος... Ἴδωμεν οὖν εἰ οἱ λόγοι αὐτοῦ ἀληθεῖς, καί πειράσωμεν τά ἐν ἐκβάσει αὐτοῦ. Ὕβρει καί βασάνω ἐτάσωμεν αὐτόν, ἵνα γνῶμεν τήν ἐπιείκειαν αὐτοῦ καί δοκιμάσωμεν τήν ἀνεξικακίαν αὐτοῦ. Θανάτω ἀσχήμονι καταδικάσωμεν αὐτόν, ἔσται γάρ ἡ ἐπισκοπή ἐκ λόγων αὐτοῦ. Ταῦτα ἐλογίσθησαν καί ἐπλανήθησαν, ἀπετύφλωσε γάρ αὐτούς ἡ κακία αὐτῶν. Καί οὐκ ἔγνωσαν μυστήρια Θεοῦ, οὐδέ ἔκριναν, ὅτι σύ εἶ Θεός μόνος, ὁ ζωῆς ἔχων καί θανάτου ἐξουσίαν καί σώζων ἐν καιρῶ θλίψεως, καί ρυόμενος ἐκ παντός κακοῦ, ὁ οἰκτίρμων καί ἐλεήμων καί διδούς τοῖς ὁσίοις σου χάριν, καί τῶ σῶ βραχίονι τοῖς ὑπερηφάνοις ἀντιτασσόμενος».

    ΑπάντησηΔιαγραφή