Πάνυ ωφελιμοτάτη και λίαν κατανυκτικωτάτη. Του επί Μαυρικίου του βασιλέως, αρχιληστού, ψυχοραγούντος και συν δάκρυσι πολλοίς τε και πικροίς επί πολλάς ώρας ταύτην λέγοντος. Έτυχε συγχωρήσεως, ελέει Θεού.
<<Ου ζητώ τι πλέον, παρά Σου Φιλάνθρωπε Κύριε, αλλ' όσα δι' εξομολογήσεως ο προ εμού ληστής ικέτευε. Και ως εκείνον τον ληστήν, ούτω και εις εμέ τον ληστήν, θαυμάστωσον τα ελέη της Σής φιλανθρωπίας. Δέξαι μου τούτον τον επιθανάτιον εν τη κλίνη κλαυθμόν. Και ως εκείνους τους περί την ενδεκάτην ώραν εδέξω, μηδέν άξιον εργασαμένους, ούτω δέξαι καμέ, εν τοις ολιγίστοις δάκρυσί μου, βαπτίζων και καθαίρων με εν αυτοίς. Παράσχου μοι την συγχώρησιν, μη απαιτών μοι τι πλέον, ου γαρ παρέχει η ώρα των εκσπηλευτών εγγισάντων. Αλλά μη αντιτείνης, μηδέ στιβαρήσης, ου γαρ ευρήσεις εν εμοί τι αγαθόν. Κατέλαβόν με γαρ αι ανομίαι μου, και προς εσπέραν ήκω κακώς, ότι αμύθητά μου τα χρέη. Αλλ' ως εδέξω του Πέτρου τον πικρόν κλαυθμόν πρόσδεξαι και τον εμόν, Φιλάνθρωπε, επιχέων ταύτα τα δάκρυα επί των αμαρτιών μου το χειρόγραφον, και τω σπόγγω της ευσπλαγχνίας σου εξάλειψον τα ανήκουστά μου πλημμελήματα>>.
Ούτως ο αρχιληστής ήτο κατά τους χρόνους βασιλέως Μαυρικίου, επί κακία, και ληστεία, φόνων τε, και απείρων κακών, διαβόητος. Εκ της νήσου Θάσου (απέναντι Αγίου Όρους), πολλάκις δι' αποσπασμάτων στρατιωτών αποστείλας ο βασιλεύς δια επιεικούς καλού τρόπου, απέστειλεν αυτώ το εαυτού βασιλικόν εγκόλπιον μεγάλης αξίας ως και επιστολήν γράψας έλεγεν. <<Ως πληροφορηθείς αδύνατον δια δυναστικού τρόπου δυνάμεθα ως ανδρείον άλλον Ηρακλήν, ίνα συλλάβωμέν σε. Και επειδή μεγάλη ανάγκη ημετέρας βασιλευούσης Κωνσταντινούπολιν τοιούτον θαυμαστόν φύλακα και φρουρόν κατά βαρβάρων και πολεμίων έχοιμεν, θερμώς παρακαλούμεν όπως ταχέως προς ημάς έλθητε, ου μόνον αμνηστείας σοι δοθείσης, αλλά και μεγάλων αξιωμάτων παρ' εμής βασιλείας τυχήν. Ευθύς δε ως το εαυτού βασιλικόν εγκόλπιον ως και την βασιλικήν επιστολήν έλαβεν, ως υπόπτερος αετός, εις Κωνσταντινούπολιν έφθασεν, παρουσιασθείς ενώπιον του βασιλέως, και γονυκλινώς προσκυνήσας μετά πολλών δακρύων την των προτέρων ληστρικών κακών έργων συγχώρησιν, και εκ της συγκινήσεως αυτού ως ημιθανής εις γην έμεινεν. Ο δε βασιλεύς λυπηθείς, και διέταξεν τον των ανακτόρων ιατρόν όπως επιμεληθή προς ανάρρωσιν. Κατά δε το μεσονύκτιον εν οράματι του εφάνη ότι ευρέθη εν τη κλίνη του ασθενούς ληστού και ορά αναριθμήτους δαίμονας έχοντας εν χειρογράφοις τας εκ νεαράς αυτού ηλικίας απείρους ως και θανασίμους αυτού αμαρτίας, εν τη πλάστιγγι. ο δε φύλαξ αυτού Άγγελος μετ' ετέρου χωρίζοντος την του ανθρώπου ψυχήν, στυγνώ τω βλέμματι περίλυποι όντες λέγει ο εις τω ετέρω ημείς ουκ έχομεν ουδέν χρηστόν η καλόν έργον του ληστού της ψυχής τούτου εν τη εαυτού ζωή πράξαντος, ειμή μόνον το άπειρον του Φ. και Π. Θεού έλεος, και αβυσσώδη άκραν αυτού άπειρον ευσπλαγχνίαν, ως και το βεβρεγμένον αυτού δια πολλών θερμών στεναγμών κλαυθμηρών αυτού και οδυρμών δακρύων του μανδήλιον. Και ως έθεσαν αυτό εν τη πλάστιγγι (ζυγαριά) ευθύς ανεκουφίσθη, και καταισχυνθέντες οι δαίμονες θρηνούντες άφαντοι γεγόνασιν. Διΰπνησθείς δε ο ιατρός τρέχει εν τη νοσοκομείου κλίνη του ληστού, και ευρίκει αυτόν νεκρόν, το δε εν τω προσκεφαλαίω αυτού μανδήλιον βουτηγμένον τοις αυτού δάκρυσιν. Ευθύς δε τη αυτή στιγμή τε και ώρα έρχεται προς τον βασιλέα και λέγει μετ' εκπλήξεως και απείρου χαράς. Μεγαλειώτατε και πολυχρονεμένε Βασιλεύ, γαληνώτατε και κράτιστε. Επί της σταυρώσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, είδομεν και ηκούσαμεν ληστήν τον εκ δεξιών Δημάν κρεμάμενον και ομολογήσαντα δια το <<μνήσθητί μου Κύριε όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου>>, εισελθόντα. Ούτω και επί της Σής Βασιλείας ληστήν άλλον δια των δακρύων δικαιωθέντα και σωθέντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου