<<Τω Οικουμενικώ Πατριάρχη και διδασκάλω και πνευματικώ πατρί Ιωάννη τω Χρυσοστόμω, την προσκύνησιν προσφέρω, εγώ ο βασιλεύς Θεοδόσιος. Ημείς, Πάτερ τίμιε, νομίζοντες ότι το σώμα σου τυγχάνει νεκρόν, ως και τα λοιπά σώματα των αποθανόντων, ηθελήσαμεν να μεταφέρωμεν αυτό απλώς εις ημάς, δια τούτο και του ποθουμένου δικαίως εστερήθημεν. Αλλά συ Πάτερ τιμιώτατε, συγχώρησον ημίν μετανοούσιν, διότι συ εδίδαξας πάντας την μετάνοιαν και δος τον εαυτόν σου, ως πατήρ φιλόπαις, ημίν τοις φιλοπάτορσι υιοίς σου και τους σε ποθούντας εύφρανον, δια της παρουσίας σου>>. Λαβόντες ουν οι απεσταλμένοι την δέησιν και φθάσαντες εις τον τόπον, ετέλεσαν καθώς ο Βασιλεύς τους επρόσταξε και βλέπουσι πάλιν άλλο θαυμάσιον. Ήγουν, φως άρρητον με πολλήν λαμπηδόνα από του τάφου αναπηδήσαν και την ευωδία εξήλθεν ανείκαστος και δεν εφαίνετο ως νεκρός ο Άγιος, αλλά φαιδρός εις την όψιν γεμάτος αμβροσίας και νέκταρος. Ότε λοιπόν επέμφθη η επιστολή αύτη και ετέθη επί του στήθους του Αγίου, έδωσε τον εαυτόν του ο Θείος πατήρ, διότι η θήκη ήτις περιείχε το Άγιον Λείψανον, ευκόλως και χωρίς κόπον, εφέρετο ανεμποδίστως. Τότε έγειναν και πολλά θαυμάσια εις όσους μετά πίστεως τον ησπάσθησαν. Εξόχως δε ήτο τις χωλός, εν τω μέσω του πλήθους και με πολύν του κόπον έκαμε τρόπον και ήγγισεν εις τους πόδας του το του Αγίου ιμάτιον. Και ευθύς ιάθη. Θέτοντες ουν το ιερόν Λείψανον εις χρυσοκόλητον λάρνακα και βαστάζοντες αυτήν εκίνησαν την οδοιπορίαν πρόθυμοι με ψαλμωδίαν πολλήν, με λαμπάδες και θυμιάματα και εις όσας πόλεις και χώρας υπεδέχοντο τον Άγιον, ηγιάζοντο.
Όταν δε επλησίασαν εις την Χαλκηδόνα και το ήκουσαν εις την βασιλεύουσαν, έδραμον όλοι νέοι και γέροντες με πόθον πολύν να τον προϋπαντήσωσιν, ως έπρεπε, και εγέμισε πλοία όλη η θάλασσα, ήτις εφαίνετο ώσπερ γη στερεά. Ότε δε έφθασε το Άγιον λείψανον αντίπερα της Κωνσταντινουπόλεως, εξήλθεν ο Πατριάρχης μετά του βασιλέως και όλη η σύγκλητος δια να πρωϋπαντήσωσι τον Άγιον. Την θήκην δε την έχουσαν το Άγιον Λείψανον, έβαλον εις πλοίον βασιλικόν. Γενομένης δε τρικυμίας, τα μεν άλλα πλοία διεσκορπίσθησαν εις έν και άλλο μέρος, το δε πλοίον το περιέχον το Άγιον Λείψανον, εξήλθεν εις τον αγρόν της Καλλιτρόπης χήρας, την οποίαν η Ευδοξία ηδίκησεν, ως προείπομεν. Και τότε πάλιν έγεινεν εις την θάλασσαν γαλήνη. Όταν δε έφθασαν εις τον ωρισμένον τόπον εκείνοι, οίτινες εβάσταζον το Τίμιον Λείψανον, είδον ότι έκλινε πάλιν θαυμασίως προς το εν μέρος αφ' εαυτού του, εκείνο το ευτρεπισμένον και θαυμαστόν και ητοιμασμένον δια τον Άγιον κουβούκλιον και προσεκάλει με σχήμα το Λείψανον. Μέγας ει Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου! Όταν έβαλον εις το πλοίον εκείνο το τίμιον Λείψανον, ο μεν Βασιλεύς είχε πόθον να υπάγη εις τα βασίλεια, αλλ' ως φαίνεται δεν ήθελεν ο Άγιος Χρυσόστομος. Δια τούτο κατέβη το ρεύμα της Ελλησποντίου θαλάσσης δυνατόν. Πρώτον λοιπόν εφέρθη το Άγιον Λείψανον εις τον ναόν του Αποστόλου Θωμά, τον ονομαζόμενον του Αμαντίου, όπου και ο Βασιλεύς ήτο παρών και εσκέπαζε, τη βασιλική του χλαμύδι, την θείαν σορόν του Λειψάνου και ομού παρεκάλει τον Άγιον να παύση τον κλονισμόν του τάφου της μητρός του, ο οποίος έτρεμεν ήδη 33 έτη.Και δη και επέτυχε της αιτήσεως διότι εστάθη, παραδόξως, ο κινούμενος τάφος εκείνης. Έπειττα εκομίσθη εις τον ναόν της Αγίας Ειρήνης. Εκεί έβαλον το Άγιον Λείψανον επάνω εις το ιερόν σύνθρονον και εβόησαν άπαντες <<Απόλαβε τον θρόνον σου Άγιε>>. Μετά ταύτα απέθεσαν την θήκην του Λειψάνου επί της βασιλικής αμάξης και έφερον αυτό εις τον ναόν των αγίων Αποστόλων. Εκεί έβαλαν το άγιον λείψανον επάνω εις την ιεράν καθέδραν και ω του θαύματος! Επεφώνησεν εις τον λαόν το <<Ειρήνη πάσι και τη Ευδοξία συγχώρησις>>! Και ύστερον ετέθη υποκάτω εις την γην όπου και τώρα ευρίσκεται.
Από τον Τόμο <<Πολύτιμος Θησαυρός Μετανοίας>> του Αγίου Πατρός Ματθαίου.Δεκέμβριος 1947
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου