Αγίου Κοσμά του Αιτωλού (Από τις διδαχές του)
Ένας άρχοντας πλούσιος εθησαύριζε κατά πολλά, ποτέ δεν ήθελε μήτε να εξομολογηθή μήτε ελεημοσύνη να κάμη. Είχε ένα υιόν ως δέκα χρόνων. Ήλθε καιρός και αρρώστησε ο άρχοντας εκείνος. Του έλεγαν οι δικοί του να εξομολογηθή, να κάμη δια την ψυχή του τίποτε. Αυτός τους έλεγε. Ας είναι καλά το παιδί μου. Εκείνο έχει να κάμη δια την ψυχήν μου. Όλος με τον διάβολον ήτο και η γνώμη του δεν ήλλαζεν.
Εις τον τόπον εκείνον ήτο ένας πνευματικός ενάρετος. Πηγαίνει και ξυρίζει τα γένια του, ενδύεται φορέματα κοσμικά και πηγαίνει εις το σπίτι του πλουσίου. Κτυπά εις την πόρτα. Βγαίνουν και τον ερωτούν τι γυρεύει. Απεκρίθη πως είναι ξένος άνθρωπος και έτυχα εδώ λέγει εις την χώραν σας. Έμαθα πως είναι ο άρχοντας της χώρας άρρωστος, και ήλθα να τον ιδώ και εγώ επειδή είμαι ιατρός. Ευθύς τον εδέχθησαν. Ήσαν όλοι οι συγγενείς του γύρω του και τον επαράστεκαν.
Τους λέγει: πως είναι ο άρρωστος; Απεκρίθη ο άρρωστος και τους λέγει: Αχαμνά είμαι αφέντη. Λέγει ο ιατρός. Τι σου λέγουν οι ιατροί της χώρας σας; Λέγει ο άρρωστος. Με λέγουν πως είμαι αχαμνά δια τον θάνατον. Τον πιάνει από το χέρι και του λέγει ο πνευματικός ιατρός. Και εγώ το λέγω ότι πεθαίνεις. Μα ανίσως και ευρίσκετο ένα ιατρικόν όπου γνωρίζω δεν απέθνησκες. Του λέγει. Τι ιατρικόν είναι εκείνο που χρειάζεται να εύρωμε; Καμώνεται πως δεν ηξεύρει και ερωτά, έχει κανένα παιδί; Του είπαν πως μόνον ένα έχει. Του λέγει ο πνευματικός. Να μη λυπάσαι, το ιατρικόν σου ευρέθη. Εγώ σου υπόσχομαι πως δεν αποθνήσκεις. Γυρεύει να του δώσουν ένα φλυτζάνι νερό και αλεύρι. Τα ανακατώνει και καμώνεται πως κάτι άλλο ιατρικόν βάνει μέσα και λέγει. Τώρα το ιατρικόν είναι έτοιμον, μόνον χρειάζεται να έλθη το παιδί σου εδώ να του σπάσω το δάκτυλόν του το μικρόν με το βελόνι να στάξη τρεις σταλαγματιές αίμα, να σου το δώσω να το πιής και ευθύς να γίνης καλά.
Το παιδί έπαιζε με τα άλλα παιδιά. Στέλνουν ευθύς και του λέγουν. Έλα παιδί μου όπου ήλθε ένας ιατρός να κάμη τον πατέρα σου καλά. Το παιδί ήθελε να παίξη όμως το έφεραν. Καθώς το βλέπει ο ιατρός του λέγει. Έλα παιδί μου να σου σπάσω το μικρό δάκτυλο μ' ένα βελόνι, να στάξης, τρεις σταλαγματιές αίμα εδώ μέσα όπου έχω κάτι ιατρικόν να το δώσω να το πιή ο πατέρας σου να γίνη ευθύς καλά. Λέγει το παιδί.
Ετρελλάθηκα ή επαλάβωσα να χαλάσω εγώ το δάκτυλό μου; Λέγει ο ιατρός. Εις εσέ παιδί μου κρέμεται ή να ζήση ή να αποθάνη. Δεν βλέπεις πόσα εσύναξε να σου αφήση; Λέγει το παιδί. Ζήσει δεν ζήσει εγώ δεν χαλώ το χέρι μου και έφυγε.
Λέγει ο ιατρός του άρχοντος. Εγώ είμαι ο πνευματικός της χώρας και το έκαμα τούτο δια να σου δείξω πως από το παιδί σου μην ελπίζης τίποτε δια την ψυχήν σου να σου κάμη.
Τότε σηκώνεται ο άρρωστος. Εγώ λέγει εκόλασα την ψυχήν μου δια το παιδί μου, να του αφήσω πολλά, κι εκείνο δεν το εβάσταξε η καρδιά του να δώσει τρεις σταλαγματιές αίμα δια την ζωήν μου; Καλά λέγεις πνευματικέ μου. Ευθύς γυρεύει τα δευτέρια του, τας ομολογίας του και τα ξεσχίζει. Εμοίρασε όλα του τα πράγματα, δεν άφησε τίποτε, και το παιδί του κατέστησε πάμπτωχον και εκέρδισε τον παράδεισον να χαίρεται πάντοτε.
Τώρα όσοι έχετε παιδιά μην ελπίζετε και λέγετε, πως είναι καλό το παιδί μου και εκείνο έχει να φροντίση δια την ψυχήν μου.
Ό, τι κάμνει ο άνθρωπος μόνος του εκείνο ευρίσκει εις την άλλην ζωήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου