Μακάριος εκείνος όστις θέλει φυλάξη και κρατήση έως τέλους την αμώμητον και αγίαν ημών Ορθόδοξον Πίστιν, την Πίστιν της Μιάς του Χριστού και Μητρός ημών Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, και υπομείνει τας διαφόρους θλίψεις, φυλακάς ή και εξορίας και λοιπάς κακώσεις. Ο τοιούτος θέλει στεφανωθή και συναριθμηθή μετά των Ομολογητών και Μαρτύρων. ( Βρεσθένης Ματθαίος νουθετική επιστολή 1936) ΟΙ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΟΥ.
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Παρασκευή 23 Μαΐου 2025
Ο ΚΟΛΑΣΜΕΝΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΡΕΛΑΚΙ
Ο ΚΟΛΑΣΜΕΝΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΡΕΛΑΚΙ.
Πώς κέρδισε τον Παράδεισο ενας πρώην κολασμένος ιππότης.
Ή παράδοση αποσιωπά το όνομα του ιππότου, του οποίου θα διηγηθώ την ιστορία> Λέγει μόνο ότι κινούμενος εκ του φόβου της αιωνίου κολάσεως και όχι από ειλικρινή μετάνοια, ο ιππότης αυτός περιεβλήθη τρίχινο σάκο και έλαβε τη ράβδο του προσκυνητού για να μεταβεί σε κάποιο μοναστήρι, να εξομολογηθεί τα αμαρτήματα του. Ή εξομολόγηση διήρκησε επί πολύ. Ποτέ χριστιανός δεν είχε λεηλατήσει τόσες εκκλησίες, δεν ειχε καταστρέψει τόσα μοναστήρια, δεν ειχε απογυμνώσει τόσους ταξιδιώτες, ποτέ δεν ειχε βλασφημήσει συχνότερα το όνομα του Χριστού και της Μητρός αυτού. Αλλά κατά την αφήγησιν των εγκλημάτων του εύρισκε ακόμη τόση ευχαρίστηση, ώστε ο ηγούμενος ο όποιος τον εξωμολόγει τρόμαξε λιγότερο από το μέγεθος και τον αριθμό των αμαρτημάτων τα όποια διέπραξε, παρά από την σατανική έπαρση ή οποία τον ωδήγησε εις το να αρέσκεται σ' αυτά.
- Τέκνο μου, είπε στον μετανοούντα, όταν ούτος τελείωσε την τρομερά του εξομολόγηση: Μη περιμένεις από μένα άφεση. Είσαι ακόμα στην εξουσία του σατανά, και τα αμαρτήματα δεν συγχωρούνται παρά για 'κείνους οι όποιοι δάμασαν την πονηρά των ψυχή. Ακούων αυτούς τους λόγους ο ιππότης, έμεινε άναυδος! Τόσο ή σύγχυση, ή έκπληξη και ή οργή πού τον έπνιγαν!!! Έπειτα ενέδωσε εις την μανία.
- Καλόγερε!, αναφώνησε τέλος, μπορείς να μου επιβάλεις τον κανόνα πού θέλεις. Τίποτα δεν κάμπτει το θάρρος μου. Θέλεις να διατρέξω γονυπετώς ένα μακρύ δρόμο, ή εκείνον ο όποιος άγει μέχρι της Καμποστέλλης, όπου αναπαύεται ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος του Κυρίου; Κανείς δεν διήνυσε αυτόν τον δρόμο με τα γόνατα. Τα δικά μου θα γίνουν ύστερα άπ' αυτήν την διαδρομή σκληρότερα και τυλωδέστερα από τα γόνατα των αραβικών καμήλων. Και εξηκολούθει να ομιλή. Τότε ο ηγούμενος χωρίς να προφέρη λέξη εκίνησε την κεφαλή για να πει το Όχι!
Τότε επανέλαβε ο μετανοών.
- Θέλεις, επανέλαβε, θέλεις να πάω υπερποντίως για να πολεμήσω τους απίστους; Δεν ευρίσκεται... δεν ευρίσκεται άνθρωπος στον κόσμο τόσο ισχυρός και γενναίος, όσον εγώ! Θα προκαλέσω τον ηγεμόνα Σαλαδίνον, θα τον φονεύσω υπό τα όμματα των ακολούθων του, θα τρέψω εις φυγήν τον στρατό του, θα απελευθερώσω τον Πανάγιο Τάφο, και θα στείλω για τη μονή σου μια άκανθα από τον στέφανο του Βασιλέως της δόξης.
Ό ηγούμενος σιωπούσε. Και πάλι με κίνησι της κεφαλής... Όχι!
- Ωμίλει! αναφώνησε ο ιππότης. Μίλα!, χτυπώντας τις πλάκες με το ραβδί του. Σού εξομολογήθηκα τις αμαρτίες μου, σού ζητώ έναν κανόνα, είσαι υποχρεωμένος να μου τον ανακοινώσης. Απάντησε!
- Μη παραφέρεσαι, τέκνο μου, απάντησε ο μοναχός με μειλιχιότητα.
Τότε ο ιππότης ριπτόμενος εις τους πόδας του.
- Λυπήσου με, ικέτευσε, σώσον με από την αιώνιον κόλασιν! Φοβούμαι τις φλόγες του εξωτέρου πυρός και την αιώνια καταδίκη! Ό ηγούμενος τον ανασήκωσε και του είπε:
-Σήμερα δεν μπορώ να κάμω τίποτα για σένα. Έλα αύριο. Θα προσευχηθώ όλη τη νύχτα και ίσως δυνηθώ να σου ειπώ ποιόν κανόνα ή Παναγία θα μου έμπνευση να σου δώσω.
Ό ιππότης απεσύρθηκε κι ο ηγούμενος καθώς είπε παρέμεινε προσευχόμενος, κλαίγοντας όλη τη νύχτα, ζητώντας από τη Μητέρα τού Θεού ποία δοκιμασία θα επιβάλει εις αυτόν τον αμαρτωλό ο όποιος μέχρι κι αυτής της επιθυμίας του να επιτύχη έλεος, εξακολουθούσε να τρέφει τόση υπερηφάνεια. Ή Θεοτόκος τότε ενεφανίσθη φέρουσα εις τάς χείρας της ένα βαρελάκι, όμοιο με 'κείνο το όποιον φέρουν οι χωρικοί όταν πηγαίνουν για να θερίσουν.
- «Λάβε το βαρελάκι αυτό και δώσ' το εις τον υπερήφανο, Και όταν το γεμίση, αι αμαρτίαι του θα συγχωρεθούν».
Επάνω σ' αυτούς τους λόγους εξαφανίστηκε εις το φεγγοβόλημα της αυγής, αφήνουσα εις χείρας τού καλού δούλου της το ξύλινο βαρελάκι. Όρθρου βαθέως, ο ιππότης, μεστός αλαζονείας και αγωνίας ξαναπαρουσιάζεται στο μοναστήρι. Ό ηγούμενος του δίνει το βαρελάκι στα χέρια, επαναλαμβάνοντας επί λέξει ό,τι είπε ή Θεοτόκος: «Λάβε αυτό το βαρελάκι κι όταν το γεμίσης θα συγχωρεθούν τα ανομήματά σου». Ό ιππότης εκπλαγείς από τον απλούν αυτόν κανόνα, ενώ αυτός είχε προτείνει τόσους και μάλιστα ασυνήθεις, έτρεξε εις την βρύση. Αλλά μόλις το νερό εισήρχετο από την οπή, διέρρεε από το βαρελάκι δια μυρίων σχισμών αφανών. Εικοσάκις επανέλαβε τη δοκιμή και εικοσάκις το βαρελάκι έμεινε κενό. Τέλος, νομίζοντας ότι έπεσε θύμα μαγείας, ρίπτει καταγής το βαρελάκι και το χτυπά με το πόδι για να το συντρίψη. Άλλα το βαρελάκι αντέχει, αν και βλέπων τις αυτό θα το θεωρεί τόσο εύθραυστο, ώστε ένα παιδάκι θα το μετέβαλε σε συντρίμμια. Επιστρέφοντας τότε στον ηγούμενο...
- Το βαρελάκι, είπε εξοργισμένος, είναι έργο μαγείας και εγώ δεν είμαι μάγος! Δεν ζητώ καλύτερο από το να υποφέρω, αλλά δεν δύναμαι να κάνω θαύματα. Δώσε μου λοιπόν έναν κανόνα τον όποιον θα είμαι εις θέσιν να εκτελέσω.
Με τη μεγαλύτερη και πάλιν ηπιότητα ο ηγούμενος απάντησε:
- Γέμισε αυτό το βαρελάκι, τέκνο μου, Και όταν γεμίσει θα συγχωρεθούν τα πταίσματα σου. Και επί τούτοις απεμακρύνθη, αφήνων τον ιππότη του εν αγανακτήσει και λέγοντα καθ' εαυτόν
-Σε περιπαίζουν! Άφησε αυτό το βαρελάκι, τον τρίχινο σάκο και τη ράβδο, άναβα εις τον οίκον σου και εξακολούθει να ζεις όπως έζεις έως τώρα, του 'λεγε ο διάβολος. Άλλα ταυτοχρόνως έβλεπε ενώπιον του τάς αιωνίους φλόγας, πράγμα το όποιον τον ενέβαλε εις σκέψεις. Και το αποτέλεσμα των σκέψεων του: Κατέληξε εις το να περισυλλέξει την ράβδο του, να κρεμάση το βαρελάκι από τον ώμο του και να ξεκινήσει για να βρή το θαυματουργικό νερό με το όποιον θα γέμιζε το βαρελάκι του. Έπλανήθη εις ολόκληρο την γη, διέτρεξε όλες τις θάλασσες, κατήλθε όλους τους ποταμούς, τους παγωμένους και τους θερμούς, εκείνους οι όποιοι χάνονται εις την άμμο και εκείνους οι όποιοι εισχωρούν εις τα φυλλώματα όπου δεν τρέφουν καμιά ζωή και εις όσους κατοικούν μυθώδεις ιχθύες, όσους κυλίουν λάσπη και όσους χρυσά χαλίκια αλλά και εκείνους εις τους οποίους λούονται είδωλολάτραι. Και στον ωραιότερο και πολυτιμότερο όλων εφθασε, εκείνον εις τον όποιον ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος εβάπτισε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.
Έσκυψε υπεράνω των πηγών, όσες ανήκουν εις τάς «νύμφας» και όσες υπάγονται εις την προστασία των αγίων, και εκείνων αί οποίαι δίδουν συζύγους εις τάς νεανίδας και αι οποίαι φέρουν θεραπεία εις τους ασθενείς.
Άλλά καμία πηγή, ούτε ρυάκι, ούτε λίμνη, ούτε ποταμός, ούτε και ωκεανός δεν άφησε σταγόνα από το νερό τους εις το βαρέλι, εις το παράξενο βαρελάκι. Πόσες φορές στην απελπισία του ο στυγνός οδοιπόρος δοκίμασε να ξεκάμει το «μαγεμένο» βαρελάκι, αλλά οι φλόγες δεν ήθελαν να το καύσουν, οι λίθοι ηρνούντο να το συντρίψουν, κι όταν το έρριπτε εις τα βάραθρα μια δύναμη ανίκητος τον ωθούσε εις το να καταβή εκεί για να το αναζήτηση και να το ανασύρει.
Ό,τι κι αν έκανε, δεν μπόρεσε να το καύση, να το σπάσει ή να το χάση, ούτε μάλιστα και να το γεμίση. Λοιπόν, μετά πάροδον μακρού χρόνου, πολύ αργότερα, μιαν εσπέρα παγωμένη των Χριστουγέννων, κατά την οποίαν εις ακτίνα πολλών χιλιομέτρων δεν θα εύρισκε κανείς ούτε μια σταγόνα ύδατος ή οποία να μην ήτο αιχμάλωτος του πάγου, και κατά την οποία όλοι οι κώδωνες του κόσμου σήμαιναν με όλη των την έντασιν δια να διασπείρουν εις τους ανθρώπους το άγγελμα της συγγνώμης, εις προσκυνητής, παγωμένος από το ψύχος και τη δυστυχία, έστεκε ενώπιον του μοναστηρίου, όπου άλλοτε είχε παρουσιαστεί μετανοών αλλά και αλαζόνας εις βαθμό ανήκουστο, και ο ηγούμενος δεν τον ανεγνώρισε!
- Ποιος είσαι, άνθρωπε του Θεού;
Χωρίς να απαντήση ο άνθρωπος του Θεού, έβγαλε κάτω από το μανδύα του το βαρελάκι, σκονισμένο και άδειο.
- Πάρτο, να το, στο 'φερα, δες το, είπε, τέλος και αναγνώρισε το βαρελάκι το οποίο μου έδωσες άλλοτε. Το βύθισα σε όλες τις κρήνες, και σε ολλες τις λίμνες και σε ολους τους ποταμούς της γής και σε ολες τις θάλασσες και τους ωκεανούς αλλά ουτε μιά σταγόνα δεν έμεινε στο βάθος του βαρελιού. Αλλοίμονο! «Η αιώνιος καταδίκη μου είναι βεβαία! Ώ, πόσον λυπούμαι την ζωήν μου και την ψυχήν μου! ….
Ενώ έλεγε αυτές τίς λέξεις, για πρώτη φορά ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του Και έπεσε εις το βαρελάκι και το βαρελάκι γέμισε!
Αυτού της μετανοίας αξίωσαν Και ημάς, Χριστέ ο Θεός. Αμήν.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου