Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 20 Μαΐου 2025

ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ

ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ Αρχική \ Θεματολογία \ ΠΡΟΣΩΠΑ \ Γρηγόριος Παλαμάς: Ο Θεολόγος του Ησυχασμού ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ www.egolpion.com Γρηγόριος Παλαμάς: Ο Θεολόγος του Ησυχασμού ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ Ο Θεολόγος του Ησυχασμού Jean Meyendorff Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΥΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ από την πρωτότυπη γαλλική έκδοση ΕΛ. ΜΑΪΝΑΣ Εκδόσεις «ΑΚΡΙΤΑΣ» Οι γονείς του Παλαμά, που καταγόντουσαν από τη Μικρά Ασία, εγκαταλείψανε μπροστά στην τουρκική εισβολή την πατρίδα τους και φθάσανε στην Κωνσταντινούπολη. Ο νεα¬ρός Γρηγόριος γεννήθηκε στα 1296 και εκπαιδεύθηκε στην αυλή του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' του Παλαιολόγου. Ο Ανδρόνικος, φίλος συγγραφέων και σοφών, διανοούμε¬νος ο ίδιος, αλλά μέτριος πολιτικός, ήταν ακόμη κι ο ευσε¬βέστερος από τους βυζαντινούς ηγεμόνες της όψιμης αυτής εποχής. Φίλος ταπεινός και υπάκουος του αυστηρού πα¬τριάρχη Αθανασίου του Α'. πραγματοποίησε καλύτερα από πολλούς άλλους την ιδανική θεοκρατία στην Κωνσταντι¬νούπολη. Η θεοκρατία, που αποτέλεσε τη βάση της Βυζαν¬τινής Αυτοκρατορίας, απεικονίστηκε συμβολικά στο μωσαϊκό του Θ' αιώνα, που βρίσκεται πάνω άπ' τη βασιλική πύλη στο νάρθηκα της Αγίας Σοφίας. Ο χριστιανός αυτο¬κράτορας, βασιλιάς της γης πέφτει και προσκυνάει το Χριστο-Παντοκράτορα, ένσαρκη Σοφία και ουράνιο Αυτοκρά¬τορα. Η ατμόσφαιρα της βυζαντινής αυλής γύρω στα 1300 αποδίδεται από το βιογράφο του Παλαμά, που διηγείται πως ο πατέρας του σοφού ησυχαστή ενώ μετείχε στη συνεδρία¬ση της Συγκλήτου και ρωτήθηκε από τον αυτοκράτορα, πά¬νω στο θέμα μιας κρατικής υπόθεσης, δεν άκουσε την ερώ¬τηση, επειδή ήταν βυθισμένος στη νοερά προσευχή. Ο Ανδρόνικος σεβάστηκε την προσευχή του και δεν επέμεινε να πάρει τότε απάντηση. Οι κοσμικές σπουδές του Γρηγορίου εξακολουθήσανε ως την ηλικία των είκοσι περίπου ετών και περιλαμβάνανε κυ¬ρίως τα κλασσικά trivium και quadrivium. Θα τον φέρουν σε αρκετά προχωρημένη γνώση του Αριστοτέλη. Οι σπουδές αυτές δεν οδηγούσανε ωστόσο στη μελέτη του Πλάτωνα, που η μεταφυσική του εθεωρείτο, στους παραδοσιακούς κύ¬κλους των βυζαντινών, ως ασυμβίβαστη με το Χριστιανισμό και γι' αυτό το λόγο είχε αποκλεισθεί από το κανονικό πρόγραμμα των κοσμικών σπουδών. Ο Παλαμάς ομιλεί σε πολυάριθμες επαναλήψεις για την αριστοτελική λογική ως καθαρή άσκηση του νου, μια μέθοδο σκέψης εύχρηστη και παραδεκτή για το χριστιανό. Όσο για τη μεταφυσική διδασκαλία του Πλάτωνα, επιβάλλει, σύμφωνα με την αντίληψή του μια εκλογή κι ένα διανοητικό καταναγκασμό. Ο Παλα¬μάς υπερηφανεύεται πως αρνήθηκε τον καταναγκασμό αυτό. Προς τα 1316, ο Γρηγόριος αποφάσισε ξαφνικά να πραγ¬ματοποιήσει τη μοναστική του κλήση, που αναπτύχθηκε μέσα του με τη συναναστροφή διάσημων μοναχών στην Κωνσταντινούπολη. Ο Θεόληπτος Φιλαδέλφειας κυρίως τον μύησε στην καθαρή προσευχή. Μάταια ο αυτοκράτο¬ρας του υποσχότανε λαμπρή σταδιοδρομία. Ο Γρηγόριος θα πραγματοποιήσει την απόφασή του να εγκαταλείψει τον κόσμο λύνοντας με πολύ μεσαιωνικό και βυζαντινό τρόπο τα οικογενειακά εμπόδια που του παρουσιαστήκανε: Μένοντας άπ' την παιδική του ηλικία ορφανός από πατέρα (που ντύθη¬κε το ράσο του μοναχού πριν να πεθάνει), φορτώθηκε τη μη¬τέρα του, τις δυο αδερφές του, τους δυο αδερφούς του και μεγάλο αριθμό υπηρετών. Πρότεινε σ' όλους, λοιπόν, να κλειστούνε σε μοναστήρια. Η μητέρα, οι δυο αδερφές και οι περισσότεροι υπηρέτες μπήκανε τότε σε μοναστήρια της πρωτεύουσας. Όσο για τα τρία αγόρια ξεκίνησαν μαζί παίρ¬νοντας με τα πόδια το δρόμο για τον Αθωνα. Για είκοσι χρόνια, ο Γρηγόριος θα περάσει εκεί τη ζωή του μοναχού, που το ΙΔ' αιώνα, δεν διέφερε καθόλου άπ' τη ζωή που και σήμερα ακόμη μπορεί να δει κανείς στο Άγιο Όρος. Τα μοναστήρια του Άθωνα δεν ανήκουν στα πιο παλιά μοναστήρια της Ανατολής. Η Μεγίστη Λαύρα θεμελιώ¬θηκε μόνο το I' αιώνα από τον άγιο Αθανάσιο. Στους επό¬μενους αιώνες πολλά άλλα μεγάλα μοναστικά συγκροτήματα θα δουν το φως και το σύνολο Θα συναθροισθεί σ' ένα είδος ομοσπονδίας κάτω από την ηγεσία του πρώτου, προέδρου του συμβουλίου των ηγουμένων των διαφόρων μοναστηριών. Παρόμοιες ομοσπονδίες υπήρχαν κι αλλού -στο Όρος Όλυμπος. στο Όρος Άγιος Αυξέντιος-, αλλά με την εισβο¬λή των τούρκων στη Μικρά Ασία ο Άθωνας αποκτά μονα¬δική σπουδαιότητα, υπογραμμισμένη περισσότερο από τον πολυεθνικό του χαρακτήρα: Οι Σέρβοι, οι Βούλγαροι, οι Γεωργιανοί (ή Ίβηρες), οι Ρώσοι θ' αποστείλουν σ' αυτό τους μοναχούς τους, που άλλοι Θα μπουν στα μεγάλα ελληνι¬κά μοναστήρια, άλλοι θα εγκαταστήσουν δικά τους συγκρο¬τήματα. Μέχρι το ΙΓ' αιώνα, τέλος, υπήρχε στον Άθωνα ένα λατινικό μοναστήρι.το μοναστήρι των Αμαλφιτών (οι μοναχοί προερχόντουσαν όλοι σχεδόν από την Ιταλική πόλη Αμάλφι). Τα ερείπια του δίνουν μαρτυρία, ακόμη και σήμερα, για την αρχαία ενότητα στην άσκηση και στην προσευχή, της Ανατολής και της Δύσης... Στο ΙΔ' αιώνα, ο Άθωνας ήταν το κέντρο όλου του ορθόδοξου μοναχισμού. Ήταν επίσης διανοητικό κέντρο, και γι' αυτό δίνουν μαρτυρία οι αθωνικές βιβλιοθήκες ακόμη και σήμερα. Τα χρόνια που θα περάσει εκεί ο μελλοντικά ησυχαστής δάσκαλος δεν θα 'ναι γι' αυτόν μόνο πνευματικό σχολείο, αλλά συνάμα ευκαιρία να αποκτήσει πελώρια γνώ¬ση της πατερικής φιλολογίας και βαθειά εμπειρία για τα διάφορα προβλήματα της μοναχικής ζωής. Στο όρος Άθωνας, σ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας του, η παράδοση του κοινοτικού η κοινοβιακού μοναχισμού βρισκότανε σε σύρραξη με τον ερημητισμό ή ησυχασμό. Οι δυο παραδό¬σεις συνυπήρχαν πάντοτε στην Ανατολή και ανάγονται κι οι δυο στις αιγυπτιακές πηγές του χριστιανικού μοναχισμού. Ο κοινοβιοτισμός, εισήλθε στον Αθωνα το Γ' αιώνα με τον Άγιο Αθανάσιο με τη μορφή της μοναχικής ζωής που ο άγιος Βενέδικτος θα εκλαϊκεύσει στη Δύση. Οι ομολογίες αγνότητας, υπακοής και φτώχειας πραγματοποιούνται στους κόλπους μιας ισχυρά οργανωμένης κοινότητας, που με αυ¬στηρούς κανόνες, προσδιορίζει με ακρίβεια τις παραμικρές λεπτομέρειες της ζωής του μοναχού: Η λειτουργική προ¬σευχή, η υπακοή στον ηγούμενο, η απόλυτη στέρηση όλων των προσωπικών αγαθών αποτελούν τα ουσιώδη στοιχεία. Ο ερημιτισμός. από τον άγιο Αντώνιο της Αιγύπτου, που εφαρμόζεται από πολυάριθμους ασκητές στην Ανατολή, α¬φήνει αντίθετα πλήρη ελευθερία στο μοναχό για ν' ακολου¬θήσει τη δική του Οδό προς την τελειότητα: Οι ερημίτες η οι ήσυχαστές θεωρούνται άλλωστε ως οι αληθινοί μονα¬χοί με την ετυμολογική και πρωταρχική έννοια του όρου (από τη λέξη μόνος). Αν η αγνότητα παρέμενε ολοφάνε¬ρα, γι' αυτούς, το κύριο χαρακτηριστικό της πνευματικότη¬τας, κατανοούσανε όμως διαφορετικά από τους κοινοβιάτες τις ομολογίες της υπακοής και της φτώχειας: Δεν είναι πια ο ηγούμενος, αλλά ένας έμπειρος μοναχός που διαλέγεται ε¬λεύθερα και που είναι ο απόλυτος πνευματικός δάσκαλος. Όσο για τα υλικά αγαθά, δεν ήσαν μόνο εμπιστευμένα στην κοινότητα, που συχνά ήταν πολύ πλούσια και μπορούσε να εγγυηθεί στους μοναχούς άνετη, και καμιά φορά, οκνηρή ζωή, αλλά έπρεπε να καταργηθούνε οριστικά. Η φτώχεια αποκτούσε έτσι μια άποψη πιο ατομική και πιο συγκεκριμέ¬νη. Τα πλεονεκτήματα της κάθε μιας οδού είναι ολοφάνερα. Και οι δυο οδηγούνε ωστόσο σ ασυμβίβαστα και σε κινδύ¬νους: Από το ένα μέρος, μια πειθαρχία καθαρά εξωτερική, ανεξάρτητη από κάθε αληθινή πνευματικότητα συνάπτεται, μερικές φορές με κάποια υλική άνεση, και συνοδεύεται από κραυγαλέες κοινωνικές αδικίες, (τα κοινοβιακά μοναστήρια, με απέραντες εδαφικές εκτάσεις, είχαν καταφύγει ανοιχτά σε εργασία δούλων). Από το άλλο μέρος, μπορούσε κανείς να καταλήξει σε πνευματικό αναρχισμό, στην ατομοκρατία και σε υπέρμετρη πνευματικοποίηση των μοναχικών ομολο¬γιών. Από το τέλος, ιδιαίτερα, του ΙA' αιώνα ο βυζαντινός μοναχισμός εφάρμοσε αρκετά πλατιά τη συγχώνευση των δύο οδών. Στα πιο μεγάλα κοινόβια, η ησυχαστική πνευμα¬τικότητα δεν ήταν άγνωστη: Στους κόλπους της κοινότητας, οι γέροντες, εξομολόγοι και πνευματικοί δάσκαλοι, εξα¬σκούσαν την επιβολή τους παράλληλα με την διαχειριστική και πειθαρχική εξουσία του ηγουμένου. Η ζωή του Συμεών του Νέου Θεολόγου μας προμηθεύει πολλά παραδείγματα. Αντίθετα, οι ησυχαστές ασκούσαν συχνά ένα είδος μισο-κοινοβιακής ζωής: μερικοί μοναχοί, συγκεντρωμένοι γύρω από ένα δάσκαλο, αφιερωνόντουσαν μαζί στην άσκηση και στην προσευχή, μεταβαίνοντας το Σάββατο και την Κυρια¬κή στο κοινοβιακό μοναστήρι, που ήσαν εξαρτημένοι σ' αυτό, για να συμμετάσχουν στη θεία Λειτουργία και να δε¬χθούν τα Μυστήρια. Ο Παλαμάς θα εξασκήσει την τελευταία αυτή οδό προ¬παντός στη διάρκεια της παραμονής του στον Άθωνα. Η ησυχαστική παράδοση, όπως είχε σχηματισθεί στο ΙΔ' αιώ¬να, τη θεωρούσε πραγματικά σαν ανώτερη οδό, βασίζοντας την προτίμηση της κυρίως στην αυθεντία ενός Ιωάννου Μόσχου (Πνευματικό Λειμωνάριο, κεφ. 4 και 5). Ο Παλα¬μάς, άλλωστε, κατέκρινε τον άκρατο ησυχασμό. Ιδίως όταν κατέληγε στην περιφρόνηση της λειτουργικής ζωής. και έ¬ζησε επίσης, κατά διαστήματα, μέσα σε μεγάλες κοινότητες. Τα τρία αδέλφια έζησαν για τρία χρόνια στην περιοχή του μοναστηρίου του Βατοπεδίου, κάτω από την καθοδήγη¬ση ενός ησυχαστή με τ' όνομα Νικόδημος, που είχε έλθει στον Άθωνα από το όρος Άγιος Αυξέντιος, ένα άλλο σπου¬δαίο μοναστικό κέντρο του ΙΓ' και ΙΔ' αιώνα. Αλλά μετά τον πρόωρο θάνατο του δόκιμου αδελφού του, Θεοδοσίου, και το θάνατο στη συνέχεια του Νικόδημου, ο Γρηγόριος κι ο άλλος αδελφός του, Μακάριος, θα εισχωρήσουν βαθύτερα στην αθωνική χερσόνησο. Θα πόνε να εγκατασταθούνε στη Μεγάλη Λαύρα του άγιου Αθανασίου, μοναστήρι που κα¬τέχει στους κόλπους της αθωνικής Ομοσπονδίας, πρωτείο αρχαιότητας και εξουσίας. Η Λαύρα θ' αποβεί έτσι η μη¬τρική κατοικία του Παλαμά σ' όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ο αυριανός ησυχαστής δάσκαλος άρχισε την πορεία του με την είσοδο του στο κοινόβιο του μοναστηρίου κι ονομά¬στηκε ταυτόχρονα ψάλτης από τον ηγούμενο. Στο τέλος των τριών ετών. Θα αποτραβηχτεί στο ερημητήριο της Γλώσσιας και Θα τεθεί κάτω από την καθοδήγηση εξαιρετικού μονά¬χου που τον λέγανε Γρηγόριο. Οι ακατάπαυστες επιδρομές των Τούρκων πειρατών, άπ' τις οποίες υπέφεραν ξεχωριστά οι μικρές μοναχικές κοινότητες, στερημένες από την προσ¬τασία τειχών, που και σήμερα ακόμη δίνουν στα αθωνικά μοναστήρια την όψη πραγματικών κάστρων, έθεσαν τέλος στην ύπαρξη του ερημητηρίου. Ο Παλαμάς, ακολουθούμε¬νος άπ' ολόκληρη ομάδα μοναχών, αποφάσισε να μεταβεί στην αγία Γη και στο Σινά. Παρ' όλη τη μουσουλμανική κατάκτηση, παρόμοια ταξίδια γινόντουσαν συχνά: Οι μονα¬χοί ιδιαίτερα αγαπούσαν τα ταξίδια αυτά. Ήξεραν ν' ανα¬γνωρίζουν, καλύτερα από άλλους, τους ευνοϊκούς σχετικά όρους, που εγγυόντουσαν τότε οι Μουσουλμάνοι για τους χριστιανούς κι ανοιγόντουσαν ακόμη σ' ορισμένα πνευματι¬κά ρεύματα του Ισλάμ: Η ψυχοφυσική μέθοδος προσευχής αποτελούσε ιδίως, όπως το χουμε δει, μαρτυρία για την πνευματική αυτή όσμωση, που κύριος παράγοντας της Θα 'πρεπε να 'ναι ο λαϊκός μοναχισμός. Ο Παλαμάς ωστόσο βρήκε εμπόδιο στην πραγματοποίη¬ση του σχεδίου του. Έμεινε για κάποιο διάστημα στη Θεσ¬σαλονίκη όπου έγινε μέλος σ' ένα είδος πνευματικού κύ¬κλου, που κύριος εμπνευστής του ήταν ο Ισίδωρος, μαθητής του Γρηγορίου του Σιναΐτη και μελλοντικός πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης. Οι δραστηριότητες του κύκλου αυτού ήσαν πολλαπλές κι απλωνόντουσαν στις πιο διάφορες περιοχές: Όπως ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, όπως ο Θεόλη¬πτος Φιλαδελφείας, ο Ισίδωρος και ο Γρηγόριος, δεν θεω¬ρούσαν την πνευματικότητα του ησυχαστή ως αποκλειστικό προνόμιο των Μοναχών. Επιζητούσαν να διαδώσουν έξω από το περίβολο των μοναστηριών την άσκηση της προσευ¬χής του Ιησού, που κατά τη γνώμη τους ήταν το πιο υπέρο¬χο μέσο για να πραγματώσεις και να ενεργοποιήσεις τη χά¬ρη του Βαπτίσματος. Στη Θεσσαλονίκη, προς τα 1326. στην ηλικία των 30 ε¬τών, ο Γρηγόριος χειροτονήθηκε Ιερέας, θεμελίωσε τότε, στα περίχωρα της Βέρροιας ένα έρημητήριο, όπου ήταν ο προϊστάμενος και όπου, στη διάρκεια πέντε ετών, έζησε με εξαιρετικά αυστηρή άσκηση: Πέντε ημέρες την εβδομάδα παρέμενε εντελώς απομονωμένος˙ το Σάββατο και την Κυ¬ριακή γύριζε ανάμεσα στους αδελφούς για να τελέσει τη θεία Ευχαριστία και να συνομιλήσει μαζί τους. Η παραμο¬νή του στη Βέρροια θα διακοπεί από ένα σύντομο ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, με αφορμή το θάνατο της μητέρας του, θα επαναφέρει μαζί του τις δύο μοναχές αδελφές του που θα εγκαταστήσει σε μοναστήρια της Βέρροιας. Τέλος, στα 1331, θα ξαναγυρίσει στον Άθωνα, οι σερβι¬κές επιδρομές λυμαινόντουσαν σταθερά την περιοχή της Βέρροιας. Ως τόπο διαμονής του, διάλεξε το ερημητήριο του αγίου Σάββα, κοντά στη Λαύρα. Οι μοναχοί δείχνουν α¬κόμη και σήμερα την τοποθεσία του ερημητηρίου αυτού ό¬που αργότερα κτίσθηκε ένα παρεκκλήσι. Ο άγιος Σάββας βρίσκεται ψηλότερα από το μοναστήρι, σκαρφαλωμένος στην απόκρημνη πλαγιά του όρους Άθω. Χρειάζεται περίπου μιας ώρας κουραστική πορεία για να το φθάσεις, ακο¬λουθώντας ένα ορεινό μονοπάτι. Ο Παλαμάς εξακολούθησε εκεί το ίδιο είδος ζωής που είχε υιοθετήσει στη Βέρροια: Απομονωμένος στη διάρκεια των ημερών της εβδομάδας, κατέβαινε στο μοναστήρι για τις λειτουργικές γιορτές. Ση-μειώνουμε από τώρα την αρκετά αξιοπρόσεκτη αυτή ισορ¬ροπία ανάμεσα στην προσωπική πνευματικότητα και την κοινοβιακή προσευχή, που ο ησυχασμός του ΙΔ' αιώνα ήξερε να βρίσκει και που Θα προσδιορίσει σε πλατύ μέτρο τη θεολογική σκέψη του Παλαμά. Η παραμονή του Γρηγορίου στον άγιο Σάββα διακόπηκε στα 1335-1336 για σύντομη περίοδο. Οι αθωνικές αρχές τον ονόμασαν τη στιγμή εκείνη ηγούμενο ενός μεγάλου μονα¬στηριού, του Εσφιγμένου, που βρίσκεται στα βόρεια της χερσονήσου και που αριθμούσε το ΙΔ' αιώνα, σχεδόν 200 μοναχούς. Ο μεταρρυθμιστικός ζήλος του νεαρού ηγουμέ¬νου θα τον φέρει σε λίγο σε σύγκρουση με τους μοναχούς. Ο Παλαμάς θα επιστρέψει στον άγιο Σάββα: Άλλες έγνοιες θα τον περιμένουν εκεί. Η σύγκρουση με το Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνο Δεν θα καθυστερήσουμε και πάρα πολύ στα καθαρώς ιστορικά επεισόδια της περίφημης αυτής διαμάχης, που η κατά¬ληξη της καθόρισε τα κατοπινά πεπρωμένα του Χριστιανι¬σμού της Ανατολής. Να, οι κυριότεροι σταθμοί. Κάποιος Έλληνας από την Καλαβρία, ο Βαρλαάμ, έ¬φθασε στα 1330 στην Κωνσταντινούπολη κι απόκτησε εκεί αρκετά σύντομα φήμη σοφού και φιλοσόφου. Τα γραφτά του στην αστρονομία και στη λογική διαδοθήκανε πλατιά κι ο Ιωάννης Καντακουζηνός, Μέγας Δομέστικος -είδος πρωθυπουργού- στο πλευρό του Ανδρόνικου του Γ', του εμπιστεύθηκε μια έδρα στο αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο. Ο Βαρλαάμ σχολίαζε μπροστά στους μαθητές του τα κείμε¬να του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, της γεμάτης μυστήριο προσωπικότητας του Ε' αιώνα, που κρύβεται κάτω από το όνομα του μεταστραφέντος από τον απόστολο Παύλο αθη¬ναίου. Τα έργα του Διονυσίου, πλατιά διαδεδομένα στην Α¬νατολή, ήταν εξίσου γνωστά στη Δύση από τα 827, όταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Τραυλλός απέστειλε το κείμενο τους στο Λουδοβίκο τον Ευσεβή. Το πολύτιμο χει¬ρόγραφο βρίσκεται σήμερα στο Παρίσι, στην Εθνική Βι¬βλιοθήκη. Πρόκειται για το πιο πολυδιαβασμένο χειρόγρα¬φο από τους Λατίνους φιλοσόφους του Μεσαίωνα. Στα 1333-1334. Ο καλαβρός φιλόσοφος ανέλαβε την εκπροσώπη¬ση της ελληνικής Εκκλησίας αντιμετωπίζοντας τους δύο δομηνικανούς θεολόγους που ο Πάπας απέστειλε στην Ανατολή για να προετοιμάσει την ένωση των Εκκλησιών. Τέ¬λος, στα 1339, του αναθέσανε ακόμη μια εμπιστευτική απο¬στολή για τον Πάπα Βενέδικτο IB', στην Αβινιόν. Ένας ξένος δεν θα 'ταν σίγουρα άξιος για τέτοια εμπιστοσύνη από τη βυζαντινή κυβέρνηση, αν δεν είχε δώσει σπουδαία εχέγ¬γυα πιστότητας του στην Ορθοδοξία και στα συμφέροντα της Αυτοκρατορίας. Ο Βαρλαάμ, πραγματικά, διακήρυξε πάντοτε τις ορθόδοξες πεποιθήσεις του. Ακριβώς άπ' την αγάπη του προς την αληθινή ευσέβεια εγκατέλειψε την Ι¬ταλία, όπου οι Έλληνες θέλοντας και μη θέλοντας, βρι-σκόντουσαν σ' ένωση με τη Ρώμη. Ξαναγύριζε έτσι, σκέ¬φτηκε, στην πίστη των Πατέρων του. Οι δυσκολίες ωστόσο δεν άργησαν να τον πολιορκήσουν, όταν αυτοπροβλήθηκε θεολόγος. Μεγάλωσε κι έζησε μια πρώτη διαμόρφωση του σε μια Ιταλία όπου είχαν αρχίσει ήδη οι ζυμώσεις της Αναγέννησης. Οι κύκλοι των ανθρωπι¬στών, που σ' αυτούς σύχναζε, ζητούσαν ν' απελευθερωθούνε από τη διανοητική πειθαρχία που ο Μεσαίωνας είχε επιβά¬λει και που στο θεολογικό επίπεδο, η Σχολή των Θωμιστών ήταν το σύμβολο και η ενσάρκωση. Η επιτυχία του Γου-λιέλμου Όκαμ στη Δύση στο ΙΔ' αιώνα έχει πηγή της ακρι¬βώς τον πόθο αυτό χειραφέτησης της ανθρώπινης σκέψης σε σχέση με τις μεσαιωνικές αυθεντίες. Χειραφέτηση που τελικά ήταν επόμενο να οδηγήσει στην προτεσταντική με¬ταρρύθμιση. Αγνοούμε αν ο Βαρλαάμ γνώρισε άμεσα τη νομιναλιστική φιλοσοφία του Όκαμ. Οπωσδήποτε, με τα πρώτα θεολογικά του δοκίμια, που κατευθύνει εναντίον της λατινικής θεολογίας και που αυτός την ταυτίζει με τη θεολο¬γία του Θωμά, απορρίπτει στ' όνομα του νομιναλισμού τον ισχυρισμό των Λατίνων για τη γνώση του Θεού και την απόδειξη της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος από μέρους του Υιού. Η θεολογική σκέψη της χριστιανικής Α¬νατολής τον προσελκύει ακριβώς εξαιτίας του αποφατισμού της, δηλαδή της σταθερής διαβεβαίωσής της πως ο Θεός είναι αδύνατο να γίνει γνωστός. Δεν είναι τυχαίο πραγ¬ματικά πως ο Βαρλαάμ αφιερώθηκε με τόση επιμέλεια στο σχολιασμό του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη του ανατολικού αυτού δασκάλου της αποφατικής θεολογίας, που η αυθεντία του ήταν εξίσου αναγνωρισμένη στη Δύση. Στο Διονύσιο βρήκε τελικά τη μεταφυσική θεμελίωση της Ένωσης των Εκκλησιών. Αφού ο Θεός είναι απρόσιτος, πρέπει να συνε¬χίζουμε τη φιλονικία για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύ¬ματος; Ο νομιναλιστικός αυτός αγνωστικισμός που ο Βαρλαάμ κατευθύνει αρχικά εναντίον των Λατίνων θα προσκρούσει στις κριτικές του ερημίτη του Αγίου Σάββα. Από το αθωνίτικο καταφύγιο του, ο Παλαμάς έστελνε επιστολή πάνω σε επιστολή στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη απευθύνοντας τες άλλοτε σ' ένα άπ' τους μαθητές του, τον Ακίνδυνο, άλλοτε στον ίδιο τον καλαβρό φιλόσοφο. Ο Θεός είναι βέβαια απρόσιτος, αλλά δεν αποκαλύπτεται; Ο Χριστός, ενσαρκωνόμενος δεν πρόσφερε στους ανθρώπους μια υπερφυσική γνώση, διάφορη από τη διάνοια, αλλά α¬ναμφισβήτητα πραγματική, πολύ πιο πραγματική από κάθε άλλη φιλοσοφική γνώση; Ο Βαρλαάμ που είχε περιφρονή¬σει, στη Δύση, το διανοητικό ρεαλισμό της Θωμικής σχολαστικής, συγκρουότανε έτσι τώρα με το μυστικό ρεαλισμό των μοναχών. Ο φιλόσοφος από την Καλαβρία, πνεύμα περίεργο, ζήτη¬σε να γνωρίσει από πιο κοντά τους καινούργιους του αντι¬πάλους. Συμμερίστηκε κάποιο διάστημα τη ζωή των ησυχαστών ερημιτών στη Θεσσαλονίκη και στην Κωνσταντινού¬πολη. Ανακάλυψε εκεί την πιο λαϊκή μορφή της ψυχοφυσικής μεθόδου προσευχής, που πρόσβαλε βαθιά τις ανθρωπι¬στικές συνήθειες του και τις φιλοσοφικές του πεποιθήσεις διαποτισμένες από πλατωνική πνευματοκρατία. Είχα μυηθεί από αυτούς, γράφει, σε τερατωδίες και σε αλ¬λόκοτες διδασκαλίες, προϊόντα πλανημένης πίστης και αχα¬λίνωτης φαντασίας, που ένας άνθρωπος δεν μπορεί να παρα¬δεχθεί αξιοπρεπώς, αν έχει πνεύμα ή μονάχα στοιχειώδη λο¬γική. Μου παραδώσανε τις διδασκαλίες τους για θαυμαστά πετάγματα και ξαναγυρίσματα του πνεύματος και της ψυχής, για συναλλαγές των δαιμόνων με την ψυχή, για διαφορές που βρίσκονται ανάμεσα στα λευκά και κόκκινα φώτα. για νοητές εισαγωγές και εξαγωγές, που προκαλούνται από τα ρουθούνια συγχρόνως με την αναπνοή, για φλογερά μετέω¬ρα που συγκεντρώνονται γύρω από τον αφαλό, και τέλος, για την ένωση του Κυρίου μας με την ψυχή που προκαλείται στο εσωτερικό του αφαλού με αισθητό τρόπο και πλήρη βε¬βαιότητα καρδιάς... (Lellra Va Ignacα, od G. Schiro, dans Barlaam Calabro, Epistole Grcche. Palcrmc, 1954. pp. 323-324.) Ο Γρηγόριος Παλαμάς συνέταξε, με την ευκαιρία των γρα¬φτών τού καλαβρού φιλοσόφου, στο ερημητήριο του Αγίου Σάββα, έπειτα στη Θεσσαλονίκη, τις περίφημες Τριάδες για την υπεράσπιση των αγίων ησυχαστών. Τα ουσιώδη αυτά κείμενα δίνουν για πρώτη φορά θεολογική σύνθεση της πνευματικότητας των μοναχών της Ανατολής. Οι επι¬θέσεις του Βαρλαάμ χορηγήσανε έτσι στην ορθόδοξη Εκ¬κλησία την ευκαιρία να περιγράψει με ακρίβεια, με το στό¬μα ενός εκπροσώπου της. που σ' αυτόν αναγνώρισε τον εαυ¬τό της. τη θέση του ησυχασμού σε σχέση με τα κεντρικά της δόγματα για την αμαρτία, την Ενσάρκωση, την Απο¬λύτρωση και τη χάρη των Μυστηρίων. Την ίδια στιγμή, έ¬κανε ένα αναγκαίο ξεκαθάρισμα στην προγενέστερη παρά¬δοση, διαγράφοντας τα καθαρώς ετερογενή στοιχεία προς τη δική της πνευματικότητα -ιδίως τη νεοπλατωνική πνευματικότητα- και ενσωματώνοντας ασκήσεις και διδασκα¬λίες, που μπορούν να βρουν θέση σε μια βιβλική και χρι¬στιανική αντίληψη του θεού και του ανθρώπου. Τέλος, για ν' απαντήσει στην κατηγορία του μεσσαλιανισμού, ριγμένη από το Βαρλαάμ, που κατηγορούσε τους μοναχούς για το ότι έβλεπαν τη θεία ουσία με τα μάτια του σώματος. Οι βυ¬ζαντινές σύνοδοι του ΙΔ' αιώνα αποδεχθήκανε την Παλαμι¬κή διάκριση ανάμεσα στη θεία ουσία και τις ενέργειες. Η επιδοκιμασία από την Εκκλησία της θεολογίας του Γρηγορίου πέρασε από πολλά στάδια. Οι εσωτερικοί πολιτι¬κοί αγώνες που ξέσχιζαν την κλονισμένη ήδη Αυτοκρατο¬ρία των Παλαιολόγων, καθυστέρησαν για διάστημα μερι¬κών ετών την οριστική απόφαση. Το πρώτο επίσημο κείμενο -ή μισο-επίσημο- που δημο¬σιεύτηκε εναντίον του Βαρλαάμ είναι ο Αγιορείτικος Τό¬μος, σύνθεση του ίδιου του Παλαμά, υπογραμμένος στα 1340-1341 από τους ηγουμένους και τους μοναχούς του Α¬γίου Όρους, του Άθωνα συναθροισμένους σε Σύναξη στο Πρωτάτο στις Καρυές. Ο αθωνικός μοναχισμός ολόκληρος έπαιρνε έτσι μέρος στον πόλεμο εναντίον του νομιναλιστικού ανθρωπισμού του Βαρλαάμ και δήλωνε αναγνώριση στο πρόσωπο του Γρηγορίου Παλαμά, εξουσιοδοτουμένου εκ¬προσώπου του. Στον Τόμο όπως το 'χε κάνει στις Τριάδες του ο Παλα¬μάς ξανατοποθετεί τη χριστιανική μυστική μέσα στο θείο σχέδιο της σωτηρίας. Ο Θεός καθίσταται πραγματικά ορα¬τός, επειδή, μέσα στην Εκκλησία, γίνεται η Πρόγευση της μέλλουσας Βασιλείας, όπως ο Χριστός φανερωνότανε εκ των προτέρων στους δίκαιους της Παλαιάς Διαθήκης. Να η αρχή του θεμελιώδους αυτού κειμένου: Οι διδασκαλίες, που σήμερα έγιναν κοινή κληρονομιά, που ειναι γνωστές άπ' όλους και διακηρύσσομαι ανοιχτά, δεν ήσαν παρά μυστήριο κάτω από το μωσαϊκό νόμο προσιτές εκ των προτέρων μονάχα από τα οράματα των προφητών. Από το άλλο μέρος, τα αγαθά, που οι άγιοι αναγγέλλουν για το μέλλοντα αιώνα συνιστούν τα μυστήρια της ευαγγε¬λικής κοινωνίας, επειδή το Άγιο Πνεύμα καθιστά τους ά¬γιους άξιους για την όραση που δέχονται τα αγαθά αυτά και τα έχπουν προκαταβολικά, σαν απαρχές. Η χριστιανική αγιότητα είναι λοιπόν ουσιαστικά προφη¬τικής φύσης. Οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης γνωρίσανε κι αναγγείλανε την πρώτη έλευση του Χριστού. Οι προ¬φήτες της Καινής Διαθήκης γνωρίσανε κι αναγγέλλουνε την ένδοξη παρουσία του Κυρίου. Πραγματοποιούν στην εντέ¬λεια τις αρχές, που όλοι οι χριστιανοί δεχθήκανε από τη στιγμή του Βαπτίσματος τους και φανερώνουν όχι μόνο με τα λόγια τους αλλά με την ίδια τη ζωή τους το Μυστήριο της σωτηρίας. Το προφητικό αυτό υπούργημα ανήκει ξεχω¬ριστά εντελώς στους μοναχούς, στόχους της επίθεσης του Βαρλαάμ: Ορισμένοι άπ' αυτούς, πραγματικά, είχαν μυηθεί στην ί¬δια εμπειρία: Όλοι αυτοί που είχαν εγκαταλείψει την ευχα¬ρίστηση των υλικών αγαθών, την ανθρώπινη δόξα και τις κακές ηδονές του σώματος και προτίμησαν την ευαγγελική ζωή, και που πάνω άπ' όλα διαβεβαιώσανε την εγκατάλειψη αυτή του κόσμου με την υπακοή προς εκείνους που είχαν φθάσει στο μέτρο ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, χωρίς άλλη φροντίδα για τον εαυτό τους, με ρωμαλέα προ¬σοχή και καθαρή προσευχή, φθάσανε μέχρι το Θεό μέσα από μια μυστική και υπερνοητή ένωση μαζί Του, είχαν μυη¬θεί σ' ότι ξεπερνάει τη διάνοια. Άλλοι μυηθήκανε χάρη στο σεβασμό, στην εμπιστοσύνη και στην αγάπη που είχαν ομο¬λογήσει σε τέτοιους ανθρώπους... Ο θείος Μάξιμος δηλώνει πως η θεοποιούσα αυτή θεία χάρη, μιλώντας για το Μελχισεδέκ ειναι άκτιστη αιώνια και εκπηγάζει από τον αιώνιο Θεό... Αυτή είναι η διδασκαλία των Γραφών. Αυτή ειναι η πα¬ράδοση των Πατέρων. Αύτη είναι η ταπεινή μας εμπειρία. Έχοντας διαπιστώσει πως ο ευσεβέστατος Ιερομόναχος ο αδελφός μας ο κύριος Γρηγόριος Παλαμάς, τα έγραψε αυτά για την υπεράσπιση των αγίων ησυχαστών, δηλώνουμε πως τα γραφτά του είναι απολύτως σύμφωνα με την παράδοση των άγιων... (Ελληνική Πατρολογία. 150. 1225. 1230) Η επίσημη αυτή δήλωση των αθωνιτών μοναχών ήταν καθοριστική για την πορεία της διαμάχης. Δυο σύνοδοι συνήλθανε διαδοχικά τον Ιούνιο και τον Αύγουστο του 1341 στο ναό της αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη αποφασίζοντας την καταδίκη του καλαβρού φιλοσόφου. Οι ελπίδες του ν' ανακαλύψει στην ανατολή την πατρίδα του αρχαίου Ελληνισμού δεν πραγματοποιηθήκανε. Τα ανθρωπιστικά του ταλέντα και οι πλατωνι¬κές πεποιθήσεις του βρήκανε πιο πλατύ ακροατήριο στη Δύση. Προτίμησε να ξαναγυρίσει στην Ιταλία. Εκεί ονομά¬στηκε επίσκοπος Γέρακα και πέρασε τα γεράματα του δίνον¬τας μαθήματα ελληνικής στον Πετράρχη. Στο πρόσωπο του Βαρλαάμ, η βυζαντινή Εκκλησία καταδίκασε το πνεύμα της Αναγέννησης. Η σύντομη βυζαντινή σταδιοδρομία του καλαβρού φιλο¬σόφου, δεν θα 'ταν ωστόσο δυνατή, αν δεν είχαν βρει οι ι¬δέες του σ ορισμένους κύκλους ένα ακροατήριο. τουλάχι¬στο σε μερικά σημεία ευνοϊκό. Ο νομιναλισμός που ο Βαρ¬λαάμ έσπρωξε ως τις έσχατες συνέπειες του, ανταποκρινότανε στις ενδόμυχες πεποιθήσεις αρκετών βυζαντινών ανθρω¬πιστών. Η διανοητική αριστοκρατία της Χριστιανικής Α¬νατολής υφίστατο, από πάρα πολύ καιρό, εσωτερική κρίση. Η κρίση αυτή καλυπτόταν κάποτε από τα αυστηρά πλαί¬σια των βυζαντινών ηθών και την εξωτερική πιστότητα στα δόγματα των επτά οικουμενικών συνόδων, που οι δια¬νοούμενοι όφειλαν θέλοντας και μη θέλοντας, να ομολο¬γούνε. Πίσω από αυτή τη φαινομενική ομογνωμία. συνυπήρ¬χε από τον Θ' αιώνα μια μόνιμη αντίθεση, ανάμεσα στους πρωτεργάτες ενός κοσμικού ελληνισμού, που προσπαθούσε ν' αποκαταστήσει τη φιλοσοφική παράδοση του νεοπλατωνισμού δίνοντας του τόσο μεγάλη αυτονομία όσο ήταν δυνατή σ' αναφορά με το χριστιανικό δόγμα, και στους υπερα-σπιστές μιας πνευματικότητας και μιας θεολογίας που τις θέλανε χριστιανικές, ανεξάρτητες σε σχέση με τους φιλοσόφους της Αρχαιότητας. Ένας Δυτικός θ' αναρωτη¬θεί ίσως αν βρίσκεται εδώ θέμα για φιλονικία. Δεν θα μπο¬ρούσαν οι δύο τάξεις να συνυπάρξουν, αφήνοντας στη θεο¬λογία και στη φιλοσοφία τις δικές τους. διαχωρισμένες πε¬ριοχές; Η τομή αυτή παραδεκτή από τη Δύση στο Μεσαίω¬να, δεν μπορούσε να γίνει ωστόσο παραδεκτή από τους Α¬νατολικούς. Απ' το να μέρος, ο νεοπλατωνισμός που προσείλκυσε τους ανθρωπιστές του Βυζαντίου ήταν ουσιαστικά θρησκευτικό σύστημα, και απαιτούσε λοιπόν μια ορισμένη αρμοδιότητα στη θεολογική περιοχή. Απ' το άλλο μέρος, οι αντίπαλοι του κοσμικού Ελληνισμού είχαν κληρονομή¬σει από τους Έλληνες Πατέρες ένα σύστημα σκέψης, που δεν μπορούσε ν' αφήσει καμιά ανθρώπινη δραστηριότητα -και πολύ περισσότερο μια διανοητική δραστηριότητα-έξω από την εμπειρία χριστιανική, της εν Χριστώ ζωής: Η φιλοσοφία δεν ήταν λοιπόν γι' αυτούς αυτόνομη περιοχή, όπου η ανθρώπινη σκέψη μπορεί να εξασκηθεί μέ¬σα σε μη χριστιανικά πλαίσια. Είχαμε δει. πραγματικά, πως και στους κόλπους ακόμη της ησυχαστικής παράδοσης είχε προοδευτικά θριαμβεύσει μια μονιστική αντίληψη του άν¬θρωπου, που παρ όλη την πτώση και τη θνητότητα του είχε κληθεί στο σύνολο του σώμα και ψυχή, να με¬τάσχει στις απαρχές της τελικής θεοποίησης. Μπροστά στη σύρραξη ανάμεσα στις δυο αυτές τάσεις, η Εκκλησία υιοθέτησε συχνά, μια στατική στάση, καθορισμένη άπ' το σχηματικό συντηρητι¬σμό της επίσημης θεολογίας. Μεγάλο μέρος των Βυζαντι¬νών -και η πλειοψηφία των επισκόπων μαζί τους- πιστεύα¬νε, προπαντός μετά από την ειρήνη που είχε προκαλέσει στην Εκκλησία η νίκη της Ορθοδοξίας πάνω στην εικονομαχία στα 843 πως η Παράδοση είχε δεχθεί μια τελειωτική έκφραση μέσα στους ίδιους κανόνες των επτά Οικουμενικών συνόδων και πως αρκούσε συνεπώς, η επανάληψη τους για να βρισκόμαστε σε πλήρη δογματική ασφάλεια. Η πατερική παράδοση παρουσιαζότανε παγωμένη, όπως κι οι ίδιοι οι Πατέρες, πάνω στα λαμπρά μωσαϊκά των βυζαντινών εκκλη¬σιών. Η Εκκλησία, τοποθετημένη άνετα μέσα σ' αυτή τη θεολογία της επανάληψης περιοριζότανε να καταδικάζει τους ουμανιστές όταν αυτοί ξεπερνούσαν το μέτρο και δο¬κίμαζα νε να θεμελιώσουνε νέα σύνθεση ανάμεσα στον Ελ¬ληνισμό και το Ευαγγέλιο, σύνθεση που προοριζότανε ν' αν¬τικαταστήσει την αρμονία των Πατέρων: Έτσι ο φιλόσοφος Ιωάννης Ιταλός καταδικάστηκα τον ΙΑ' αιώνα, για τις πλα¬τωνικές του ιδέες: Από την ημερομηνία εκείνη, κάθε χρόνο, την Κυριακή της Ορθοδοξίας (Πρώτη Κυριακή της Σαρα¬κοστής) αναθεματιζόντουσαν μέσα στις εκκλησίες αυτοί που θεωρούν ότι οι ιδέες του Πλάτωνα υπάρχουν πραγματι¬κά και αυτοί που επιδίδονται σε κοσμικές σπουδές όχι μόνο για διανοητική εξάσκηση, αλλά υιοθετώντας τις πλά¬νες γνώμες των φιλοσόφων. Αλλά άπ' το άλλο μέρος, ένας Συμεών ο Νέος Θεολόγος είχε κι αυτός ακόμη, δυσκολίες με τις εκκλησιαστικές αρχές, που υποπτευόντουσαν σ' αυτόν ένα μυστικό που έσπαζε κάπως τους παραδοσιακούς κανό¬νες. Στα πλαίσια αυτά η λανθάνουσα αυτή κρίση της βυζαντι¬νής θρησκευτικής σκέψης, που ξετυλίχθηκε σε διαμάχη α¬νάμεσα στο Βαρλαάμ και τον Παλαμά, για πρώτη φορά, έθε¬σε με ριζικό τρόπο το πρόβλημα σ' όλο του το πλάτος. Το ξετύλιγμα της διαμάχης και η έκβαση της θα προσδιορίσουνε τη μεταγενέστερη ιστορία της Εκκλησίας της Ανατο¬λής: Αν πραγματικά, η Ανατολική Εκκλησία παρέμενε παθητική μπροστά στις προόδους του νομιναλισμού, δεν μένει καμιά αμφιβολία πως η αληθινή θύελλα νέων ιδεών που έφεραν μαζί τους οι Μοντέρνοι Καιροί, σπάζοντας τα πλαίσια της μεσαιωνικής κοινωνίας, θα την είχαν οδηγήσει σε κρίση παρόμοια με την κρίση που είχε υποστεί η Χρι¬στιανική Δύση δηλαδή στο νεο-ειδωλολατρισμό της Avαγέννησης, στη μεταρρύθμιση της Εκκλησίας, σύμφωνα με τη νέα νομιναλιστική φιλοσοφία. Η δημιουργική ιδιοφυία του Παλαμά, συγκρούστηκε, ω¬στόσο, ακόμη και μετά την αναχώρηση του Βαρλαάμ για την Ιταλία, μ' ορισμένους αντιπάλους που στρατολογηθήκανε ταυτόχρονα μέσα από τους ανθρωπιστές και μέσα από τους υπέρμαχους μιας θεολογίας της επανάληψης. Ίσως η αντίθεση αυτή δεν Θα μπορούσε να εκδηλωθεί ολοφάνερα έ¬πειτα από τη νίκη που κατακτήθηκε από τον Παλαμά, τον Ιούνιο-Αύγουστο του 1341, αν δεν την είχαν ευνοήσει οι πολιτικές περιστάσεις. Δεν είναι δυνατό ν' ασχοληθούμε εδώ με τις λεπτομέρειες, εντελώς βυζαντινές, μιας ξεχωριστά περίπλοκης πολιτικής κατάστασης. Θα αρκεσθούμε λοι¬πόν σ' ένα σύντομο ιστορικό σχήμα για να περάσουμε στη συνέχεια σε μια γενική θεώρηση της σκέψης του Παλαμά. Ο Ακίνδυνος, μοναχός βουλγαρικής καταγωγής και πα¬λιός μαθητής του Παλαμά στον Άθωνα, είχε υιοθετήσει αμ¬φίβολη στάση απέναντι στους δυο πρωταγωνιστές. Επεζήτησε το ρόλο του διαιτητή, αρνούμενος να θέτει το πρόβλη¬μα σ' όλο του το πλάτος. Στην πραγματικότητα, αποτελούσε μέρος της ομάδας των τυπικά συντηρητικών, που πίστευαν πως η απλή επανάληψη των παλιών κανόνων Θα 'πρεπε να εξαρκεί σε κάθε περίσταση. Τον Αύγουστο του 1341 τον kαταδικάσανε κι αυτόν. Επειδή παραδέχτηκε να υπογράψει μια θολή δήλωση μεταμέλειας, απέφυγε τη μνημόνευση του ονόματος του μέσα στις συνοδικές αποφάσεις. Η επιστρο¬φή του επί σκηνής προκλήθηκε άπ' την πάλη δυο πολιτικών παρατάξεων. Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ' Παλαιολόγος, που προήδρευσε στη σύνοδο τον Ιούνιο, πέθανε τέσσερες μέρες μετά το κλείσιμο των συζητήσεων, χωρίς να 'χει υπογράψει τις αποφάσεις. Λόγω της μικρής ηλικίας του γιου του Ιωάν¬νη του Ε, η αντιβασιλεία παραδόθηκε στη γυναίκα του Άννα της Σαβοΐας. Η αυτοκράτειρα δεν μπόρεσε να διαφυλά¬ξει την πολιτική ισορροπία ανάμεσα στα δυο κόμματα, που αποτελούσαν το περιβάλλον της και που είχανε επικεφα¬λής άπ' το να μέρος τον πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα και το μεγάλο Δούκα Αλέξη Απόκαυκο κι άπ' τ άλλο μέρος το Μεγάλο Δομέστιχο Ιωάννη Καντακουζηνό, δεξί χέρι του Ανδρόνικου του Γ' και αληθινό κύριο της Αυτοκρατορίας. Ο Ιωάννης ο Καντακουζηνός προήδρευε τον Αύγουστο στη σύνοδο που καταδίκασε (χωρίς να ονομάσει) τον Ακίν¬δυνο και δημοσίευσε το Συνοδικό Τόμο. Τον Αύγουστο του 1341, ο Καντακουζηνός, μ' ένα αιφνί¬διο πραξικόπημα που διευθυνότανε από τον Πατριάρχη και το Μεγάλο Δούκα ξέπεσε από τα αξιώματα του. Επαναστά¬τησε τότε εναντίον της αυλής και ρίχτηκε σ' ένα εμφύλιο πόλεμο πάνω από πέντε χρόνια εναντίον της κυβέρνησης της Άννας. Ο πόλεμος αυτός τον έφερε τελικά στον αυτο¬κρατορικό θρόνο (Φεβρουάριος 1347). Ο Παλαμάς είχε άπ' την πλευρά του, καταδικάσει ανοικτά το πραξικόπημα που διέσπασε την πολιτική ισορροπία της Αυτοκρατορίας. Πα¬ραμένοντας πιστός στην αυτοκράτειρα Άννα, αρνήθηκε να ευθυγραμμισθεί με την πολιτική του Πατριάρχη. Την άνοι¬ξη του 1343, ο Πατριάρχης διέταξε τη σύλληψη του με πρόσχημα καθαρά πολιτικό. Αλλά, για να νομιμοποιήσει τη σύλληψη, αποφάσισε να κατευθύνει εναντίον του μια δί¬κη για αίρεση. Ο Ακίνδυνος, με απαίτηση του αρχιερέα, δημοσίευσε τις αναιρέσεις εναντίον του Παλαμά, κι ο Παλα¬μάς, άπ' το βάθος της φυλακής του, δεν παρέλειψε ν απαν¬τήσει. Στα 1344, ο Καλέκας, στ' αποκορύφωμα της εξουσίας του απεύθυνε αφορισμό εναντίον του Παλαμά και των οπαδών του και χειροτόνησε τον Ακίνδυνο ιερέα. Τα μέτρα αυτά έ¬γιναν αφορμή για την πτώση του. Η Άννα θα διαλύσει τις θεολογικές κατηγορίες που ριχτήκανε εναντίον του Παλαμά. Στο πρόσωπο του Παλαμά φοβότανε τον πολιτικό αντίπαλο, αλλά σεβότανε το θεολόγο και τον εκκλησιαστικό άνθρωπο. Στις αρχές του 1347, συνεκάλεσε σύνοδο που εκτόπισε τον Πατριάρχη. Ο Καντουκουζηνός. μπαίνοντας την επομένη στην πρω¬τεύουσα, προήδρευσε σε μια σειρά συνόδων ευνοϊκών για τον Παλαμά. Τον Μάιο του 1347, ο σοφός ησυχαστής ανα¬κηρύχθηκε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Η πιο σπουδαία σύνοδος συνήλθε τον Ιούλιο του 1351 και καταδίκασε τον τελευταίο αντίπαλο του Παλαμά, το φιλόσοφο Νικηφόρο Γρήγορα. Ο Συνοδικός Τόμος, που δημοσιεύτηκε από τη σύνοδο, αποτελεί την επίσημη διακήρυξη που μ' αυτήν η ορθόδοξη Εκκλησία επιδοκίμασε τη διδασκαλία του Παλα¬μά. Οι αποφάσεις της συνόδου επικυρωθήκαν, στο διάστη¬μα του ΙΔ' αιώνα, από άλλες τοπικές συνόδους. Το περιεχό¬μενο τους αναδημοσιεύτηκε στο Συνοδικό της Ορθοδο¬ξίας, κι ανατυπώνεται, από τότε. στα λειτουργικά βιβλία. Ο Γρηγόριος στην αρχιεπισκοπική έδρα της μεγάλης μακεδονικής Μητρόπολης, ανέπτυξε αξιοθαύμαστο ποιμαντικό ζήλο στους πιο διαφορετικούς τομείς. Οι ομιλίες του αποτε¬λούν την καλύτερη μαρτυρία. Η Θεσσαλονίκη, το ΙΔ' αιώ¬να, έγινε το θέατρο αληθινής κοινωνικής επανάστασης. Ζη¬λότυπη σε μια κάποια ανεξαρτησία που είχε κατακτήσει, σύμφωνα με το πρότυπο των ιταλικών πόλεων, αποτέλεσμα της επανάστασης των ζηλωτών εναντίον των ευγενών, πα¬ραδέχτηκε με συγκατάβαση ένα αρχιεπίσκοπο διορισμένο από την κεντρική εξουσία της Κωνσταντινούπολης. Πιστός στην πολιτική γραμμή που είχε υιοθετήσει και που έτεινε προπαντός στη διατήρηση της ενότητας της Αυτοκρατορίας μέσα στα μόνα ικανά χέρια -τα χέρια του Καντακουζη¬νού-, ο Παλαμάς κατόρθωσε να επιβάλει την προσωπικότη¬τα του στους θεσσαλονικείς. Το κήρυγμα του γίνεται συχνά βίαιο εναντίον των κοινωνικών αδικιών, αληθινές πληγές της Θεσσαλονικιώτικης αναταραχής. Μολαταύτα, παρά την πάντοτε δραστήρια ανάμειξη του ησυχαστή πατέρα στα πο¬λιτικά γεγονότα της εποχής του οι λόγοι του αξιοπρόσε¬κτοι στην απλότητα τους, δεν χάνουν ποτέ το θεολογικό τους περιεχόμενο, συγκεντρωμένο πάνω στο Μυστήριο του Χριστού. Τα τελευταία χρόνια του Γρηγορίου εικονογραφηθήκαν από ένα απροσδόκητο επεισόδιο: Στη διάρκεια ενός θαλασ¬σινού ταξιδιού του άπ' την Θεσσαλονίκη στο Βυζάντιο, η γαλέρα που μετέφερε τον αρχιεπίσκοπο έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Οι επιβάτες αναγκασθήκανε να παραμείνουν σχε¬δόν ένα ολόκληρο χρόνο στη Μικρά Ασία, που είχαν ήδη κατακτήσει οι Τούρκοι. Οι επιστολές του Παλαμά και οι μαρτυρίες που αφορούν την αιχμαλωσία του είναι από πολ¬λές απόψεις αποκαλυπτικές. Διαπιστώνουμε από το να μέ¬ρος, την υπερβολική ανεκτικότητα των Τούρκων προς τους Χριστιανούς -κατακτημένους η αιχμαλώτους- κι από τ' άλλο μέρος το ζωηρό ενδιαφέρον του αιχμαλώτου αρχιεπι¬σκόπου που δείχνει για το Ισλάμ, συζητώντας φιλικά με το γιό του Εμίρη Ορκάν και ευχόμενου να 'ρθει γρήγορα μια μέρα όπου θα συνεννοηθούμε μεταξύ μας... Αισθανόμαστε ήδη μέσα στα κείμενα αυτά πως ο διαπρεπής αντιπρόσωπος της βυζαντινής Εκκλησίας, παρ' όλη την παραδοσιακή του πιστότητα στη βυζαντινή Αυτοκρατορία της Κωνσταντι-νούπολης, διακρίνει καθαρά τα πολιτικά συμφέροντα του Βυζαντίου και την καθαρή αποστολή της Εκκλησίας. Ο βυζαντινός ησυχασμός με το συνεπή χριστοκεντρισμό του και τη θρησκευτική του απολυταρχία προετοίμαζε έτσι την από τη θεία πρόνοια επιβίωση του ανατολικού Χριστιανι¬σμού κάτω από τη μουσουλμανική κυριαρχία τετρακοσίων περίπου χρόνων... Ο Παλαμάς πέθανε στις 27 Νοεμβρίου 1359 στην πόλη της επισκοπής του. Στα 1368 ανακηρύχθηκε άγιος από τον οικουμενικό πατριάρχη Φιλόθεο, τον παλιό του μαθητή και φίλο. Ως τα σήμερα παραμένει ο άγιος που τιμάται περισ¬σότερο στη Θεσσαλονίκη μετά τον πολιούχο της άγιο Δη-μήτριο. ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ www.egolpion.com Read more: http://www.egolpion.com/greg_palamas.el.aspx#ixzz2P3jYsuNT ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Θαύμα Αγίου Γρηγορίου Παλαμά στη Σαντορίνη! «Αν είναι Άγιος ας μας πνίξει» Επειδή η Λατίνοι κατηγορούν την Αγία Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία μας, λέγοντες, ότι από τότε πού χωρίσθηκε από την Δυτική, δηλαδή την Φράγκικη Εκκλησία, δεν ανέδειξε πλέον κανένα νέο Άγιο, ούτε θαύματα πλέον έχει, γι αυτό θέλοντας ο ιερός Νεκτάριος, ο οποίος ήτο Πατριάρχης Ιεροσολύμων το έτος 1660, αυτός ο ένθερμος ζηλωτής της αληθείας, να φράξει τα στόματα των Λατίνων και να τους αποδείξει ψεύτες και συκοφάντες, απαριθμεί πολλούς νέους Αγίους της Ανατολικής Εκκλησίας, οι οποίοι έλαμψαν μετά το σχίσμα και διηγείται πολλά και παράδοξα νέα θαύματα. Λέγει λοιπόν και για τον Άγιο Γρηγόριο, το έξης φοβερό θαύμα. Στην νήσο Θήρα την κοινώς λεγομένη Σαντορίνη, κατά την ημέρα της μνήμης του Αγίου, δηλαδή κατά την δεύτερη Κυριακή των Νηστειών, μερικοί Φράγκοι έπλεαν με καΐκι χάριν αναψυχής, ή μάλλον όπως γράφει ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων, οι Φράγκοι έβαλαν επί τούτου μερικά παιδιά μέσα σε μια βάρκα και ενώ έπλεαν, κτυπούσαν τα χέρια τους και έλεγαν. «Ανάθεμα τον Παλαμά». «Αν είναι ο Παλαμάς Άγιος, ας κάνη να πνιγούμε». Αυτά βλασφημούσαν τα φραγκόπουλα, και ώ του παραδόξου θαύματος, αδελφοί! Ω της Αγιότητος και της παρρησίας του θείου Γρηγορίου στον Θεό! Την ίδια ώρα πού βλαστημούσαν, χωρίς καμία ταραχή της θαλάσσης, μάλιστα σε καιρό γαλήνης, βούλιαξε το πλοιάριο μαζί με όλους εκείνους, πού ήσαν μέσα σε αυτό, σύμφωνα με την βλασφημία πού έλεγαν. «Αν είναι Άγιος, ας μας πνίξει». Και τα μεν σώματα των βλάσφημων βυθίστηκαν στην θάλασσα, οι δε ψυχές τους βυθίστηκαν στο αιώνιο πυρ της κολάσεως. Και με αυτό το θαύμα βεβαιώθηκε η αγιότητα του Αγίου Γρηγορίου και δοξάσθηκε ο Θεός. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Σάββατο, Μαρτίου 10, 2012 Το μίσος των καθολικών για τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά! Ο Αγιος Γρηγόριος έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην εκκλησιαστική ιστορία της Ορθοδοξίας. Κι αυτό, γιατί κάποιος Βαρλαάμ, Καλαβρός στην καταγωγή προερχόμενος από τους καθολικούς και στην ιδέα φιλόσοφος, ήρθε από τη Δύση και προσπάθησε να επηρεάσει τις θεολογικές τάσεις της Ανατολής. Πολλούς κατατρόπωσε στις συζητήσεις, κι ήταν τόσο λογικοφανής, που κανείς δε τολμούσε να τον αντικρούσει, μάλλον δε, αποκτούσε συνεχώς οπαδούς. Στη δύσκολη αυτή στιγμή, που απειλούνταν με νόθευση τα δόγματα της Εκκλησίας, που γελοιοποιούνταν η νοερά προσευχή και οι πνευματικές καταστάσεις που είχαν σχέση μ’αυτήν, ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς προσέτρεξε και αναχαίτισε τον αιρετικό Καλαβρό. Τα γεγονότα εκείνης της περιόδου έμειναν γνωστά με την ονομασία «Ησυχαστικές έριδες», γιατί το επίμαχο ζήτημα ήταν άν πρέπει να μονώνεται κανείς και να πιέζει τον εαυτό του στην τέλεση της ευχής ή να κάθεται στις αίθουσες διδασκαλίας και να φιλοσοφεί. Πολλά από τα συγγράμματα του Αγίου είχαν αποδέκτες και τους μοναχούς της Σκήτης της Βέροιας. Όταν έχασε το παιχνίδι ο Βαρλαάμ έφυγε πίσω στην Ιταλία, αλλά άλλοι συνεχιστές του δημιούργησαν προβλήματα με πρώτο τον Ακίνδυνο. Και σε αυτές όμως τις προστριβές και συνοδικώς ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι θεολογικές και ορθές απόψεις του επικράτησαν. Ο δε Αγιος, καταξιώθηκε να γίνει αρχιερέας και μητροπολίτης της Θεσσαλονίκης. Αφού μετά από περιπέτειες και ομηρεία στην Μικρά Ασία από τους Τούρκους, επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, εκεί λίγα χρόνια μόλις μετά, το 1359 άφησε την τελευταία του πνοή. Το τίμιο σώμα του, μετά από την εκταφή, υπήρξε άφθαρτο, δηλαδή δέν σάπισε, αλλά ευωδίαζε και θαυματουργούσε.Στούς λατίνους όμως, τους υποτελείς του Πάπα ήταν χονδρό αγκάθι η ενθύμιση του Αγίου και μάλιστα ολόσωμου. Γι αυτό πολλες φορές τον συκοφαντούσαν λέγοντας, πως για τα αμαρτήματά του έμεινε «άλυωτος», δέν δέχθηκε από απέχθεια η γή να τον διαλύσει «στα εξ ων συνετέθη»! Τον 19ο αιώνα ο ναός του Αγίου καταστράφηκε από φωτιά και το τίμιο σκήνωμά του κάηκε αφήνοντας μόνον τα οστά ανέπαφα! Τόσο γινάτι κράτησαν οι καθολικοί που όταν τυπώνονταν οι εκκλησιαστικές μας ακολουθίες στην Βενετία -κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας- ο Δόγης έδινε την άδειά του για την έκδοση, μόνον εφόσον δέν υπήρχε σχετική αναφορά στον Αγιο. Έτσι για αρκετά χρόνια που κυκλοφορούσαν τα έντυπα από την Βενετία, η γιορτή του είχε σχεδόν ξεχαστεί. Περί τα μέσα και τέλη του 20ου αιώνα, επανήλθε η μνήμη των ενδόξων αγώνων του και έλαβε την πρέπουσα θέση στον χώρο των Ορθόδοξων ναών. /ΠΗΓΗ You might also like: ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Η Μετάνοια κατά τον Άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν 14 Νοεμβρίου 2012 Αφιερώματα / Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς Καθηγούμενος Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου Γέροντας Εφραίμ [Mail] [Print] [RSS] Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι, όπως γνωρίζουμε όλοι, ένας μεγάλος φωστήρ της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο οποίος επέτυχε με την όλην θεολογίαν του, πού είναι καρπός της εν Χριστώ βιοτής του, να αναβιώση στην εποχήν του η Ορθόδοξος θεολογία εις όλον το βάθος της. Λέγεται εις το Άγιον Όρος ότι η θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά εκάλυψε όλα τα κενά και του παρελθόντος και του μέλλοντος. Ο Αγιορείτης Άγιος αρχίζει την αθωνική βιοτή του από την μονή της μετανοίας μας, την Μεγίστην Μονή του Βατοπαιδίου, διδαχθείς την νοερά εργασία και ασκητική ζωή από τον Βατοπαιδινό Άγιο Νικόδημο τον Ησυχαστή. Πεφωτισμένος ο Άγιος Γρηγόριος από τις άκτιστες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, απέκτησε πνευματικήν σοφία και έγινε τέλειος διδάσκαλος των αρετών και της κατά Θεόν ζωής. Ακολουθώντας την γνησίαν πατερική παράδοσι δεν αποδέχτηκε την ηθικιστική θεώρησι της πνευματικής ζωής, πού προσπάθησαν μερικοί να φέρουν από την Δύσι και να προβάλουν στον χώρο των Ορθοδόξων. Σε ολόκληρη την πατερική παράδοσι τονίζεται ότι η μετάνοια δεν εξαντλείται σε ορισμένες αντικειμενικές βελτιώσεις της συμπεριφοράς ούτε σε τύπους και σχήματα εξωτερικά, αλλά αναφέρεται σε μια βαθύτερη και καθολικότερη αλλαγή του ανθρώπου. Δεν είναι μία παροδική συντριβή από την συναίσθησι διαπράξεως κάποιας αμαρτίας, αλλά μία μόνιμη πνευματική κατάστασι, πού σημαίνει σταθερή κατεύθυνσι του ανθρώπου προς τον Θεό, και συνεχή διάθεσι για ανόρθωσι, θεραπεία και ανάληψι του πνευματικού αγώνα. Μετάνοια είναι το νέο φρόνημα, η νέα σωστή πνευματική κατεύθυνσι, πού πρέπει να συνοδεύη τον άνθρωπο μέχρι την στιγμή του θανάτου. Μετάνοια είναι η δυναμική μετάβασι από την παρά φύσι κατάστασι των παθών και της αμαρτίας στην περιοχή της αρετής και του κατά φύσι, είναι η τελεία αποστροφή της αμαρτίας και η πορεία επιστροφής στον Θεό. Την αλήθεια αυτή επισημαίνει κατ΄ επανάληψι ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. «Μετάνοια, λέγει, εστί το μισήσαι την αμαρτίαν και αγαπήσαι την αρετήν και εκκλίναι από του κακού και ποιήσαι το αγαθόν». Από τον ορισμό αυτό φαίνεται σαφώς ότι ο Ιερός πατήρ δεν μπορεί να δη την μετάνοια ως τυπική και μηχανική αλλαγή, αφού την προσδιορίζει η οντολογική ανακαίνισι του ανθρώπου. Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το γεγονός της μετανοίας δεν είναι δυνατό να αντικειμενοποιήται στις διαστάσεις μιας απρόσωπης συνταγής η τακτικής, αλλά παραμένει πάντοτε ενδεχόμενο προσωπικής αποκαλύψεως. «Ο μετανοών άνθρωπος εκ ψυχής τη μεν αγαθή προθέσει και τω της αμαρτίας εκστήναι φθάνει προς τον Θεόν» (Ομιλία 3η P.G. 151, 44Β). Αυτός ο προσωπικός χαρακτήρας της μετανοίας αποκλείει για τον Παλαμά και γενικώς για Ολους τους Αγίους Πατέρες κάθε ευσεβιστική χροιά, πού θέλησε να δώση στην μετάνοια, και κατά συνέπεια, στην όλη πνευματική ζωή, η Δύσι. «Ου γαρ εν ρήμασιν ημών, αλλ’ εν πράγμασιν η ευσέβεια», τονίζει ο ιερός Ησυχαστής (Προς Φιλόθεον 6, Συγγράμματα Β’, σελ. 521). Αλλά αφού η μετάνοια είναι αρχή και τέλος της κατά Χριστόν πολιτείας, και αφού είναι σκοπός αυτής της ζωής, είναι επόμενο όλα να θεωρούνται από αυτήν και να παίρνουν αξία η απαξία σε σχέσι με αυτήν. Και αυτή ακόμη «η πίστις ωφελεί, εάν κατά συνείδησιν πολιτεύηταί τις και ανακαθαίρει εαυτόν δι΄εξομολογήσεως και μετανοίας» (Ομιλία 30, P.G. 151,185Α). Αυτό άλλωστε δίνεται ως υπόσχεσι και συμφωνία κατά την στιγμή του Αγίου Βαπτίσματος. Ένα βασικό στάδιο, πού προηγείται από την μετάνοια, είναι η επίγνωσι και η συναίσθησι των αμαρτημάτων, «ήτις μεγάλη εστίν προς ιλασμόν αφορμή» αναφέρει ο Άγιος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (Ομιλία 28, P.G. 151, 361C). Ο άνθρωπος, κατά τον Παλαμάν, για να έλθη σε μετάνοια, φθάνει προηγουμένως σε επίγνωσι «τών οικείων πλημμελημάτων» και μεταμελείται μπροστά στο Θεό, στον οποίον καταφεύγει «έν συντετριμμένη καρδία». Αφήνει τον εαυτό του στο πέλαγος της ευσπλαχνίας Εκείνου και πιστεύει, όπως ο άσωτος, ότι είναι ανάξιος να ελεηθή από τον Θεό και να ονομάζεται υιός του. Και όταν με την επίγνωσι και την συναίσθησι της αμαρτωλότητος έλκυση επάνω του το έλεος του Θεού, παίρνει τελείαν την άφεσιν με την αυτομεμψία και την εξομολόγησι. Θέλοντας ο Θεόσοφος Πατήρ να προσδιορίση όλα τα στάδια της μετανοίας, λέγει χαρακτηριστικά τα έξης: «Τη γαρ επιγνώσει των οικείων αμαρτημάτων έπεται η οικεία κατάγνωσις· ταύτη δε η επί τοις αμαρτήμασι λύπη, ην ο Παύλος κατά Θεόν προσηγόρευσε. Τη δε κατά Θεόν λύπη ταύτη πέφυκεν ακολουθείν η μετά συντετριμμένης καρδίας προς τον Θεόν εξαγόρευσις τε και δέησις, και η υπόσχεσις της εις το έξης των κακών αποχής και τοϋτό έστιν η μετάνοια». Η μετάνοια ως νέα κατάστασις στη ζωή του ανθρώπου, συνοδεύεται από ορισμένες συνέπειες πού η βιβλική και πατερική γλώσσα τις ονομάζει «καρπούς μετανοίας». Ως πρώτον καρπόν μετανοίας ο ιερός πατήρ προβάλλει την εξομολόγησι, αφού με αυτή κερδίζεται η θεραπεία και η κάθαρσι της ψυχής του πιστού και εγκαινιάζεται η καινούργια ζωή: «Η των αμαρτιών ουν εξομολόγησις αρχή εστι της καλλιέργειας ταύτης, ταυτόν ο’ ειπείν της μετανοίας και της ετοιμασίας του δέξασθαί τινα εν εαυτώ τον σωτήριον σπόρον, τον λόγον του Θεού» (Σοφοκλέους Οικονόμου, Ομιλία ΝΣΤ’, σελ. 201-202). Η εξομολόγησι όμως δεν είναι ο μόνος καρπός της μετανοίας. Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος καλώντας με το κήρυγμα του τους ανθρώπους σε μετάνοια, εκτός από την εξομολόγησι τους παρακινούσε σε ελεημοσύνη, δικαιοσύνη, μετριοφροσύνη, αγάπη και αλήθεια, πού είναι γνωρίσματα της ανακαινιστικής δυνάμεως της αληθείας. Ο Ιερός Αγιορείτης Ιεράρχης είς την 23η ομιλία του τονίζει ότι «η μετάνοια, είπερ αληθώς εκ καρδίας εστίν, αναπείθει τον κεκτημένον μηκέτι προσκεχηκέναι τοις φθειρομένοις, μηκέτι προσκεχηκέναι ταις ου καλαίς ηδοναίς, αλλά καταφρονείν των παρόντων, αντέχεσθαι των μελλόντων, αγωνίζεσθαι κατά παθών, αντιποιείσθαι των αρετών, εγκρατεύεσθαι πάντα, επαγρυπνείν ταις προς Θεόν δεήσεσιν, απέχεσθαι του εξ αδικίας κέρδους, ίλεων είναι τοις αυτώ πταίουσι, τοις ικετεύουσιν ευμενή, τοις δεομένοις της παρ’ αυτού βοηθείας, οις έχει λόγους έργοις, αναλώμασιν ετοιμότατον» (Ομιλία 23, P.G. 151,364 BC). Δηλαδή ο άνθρωπος πού ζη αληθινά την μετάνοια δεν ξαναγυρίζει στις πρώτες αμαρτίες, ούτε προσκολλάται σε πρόσωπα και πράγματα της φθοράς, ούτε προσχωρεί στις αμφίβολες ηδονές, αλλά καταφρονεί τα παρόντα, προσβλέπει στα μέλλοντα, αγωνίζεται κατά των παθών, επιδιώκει τις αρετές, άγρυπνε! στην προσευχή, απέχει από άδικα κέρδη, είναι επιεικής σε όσους πταίουν εναντίον του, εύσπλαχνος σε αυτούς πού τον προκαλούν και έτοιμος να βοηθήση με λόγους, με έργα και με θυσίες ακόμη αυτούς πού έχουν την ανάγκη του. Και όταν προτρέπη ο οσιώτατος πατήρ τους χριστιανούς να αποκτήσουν έργα μετανοίας, υπογραμμίζει κυρίως το ταπεινό φρόνημα, την κατάνυξι και το πνευματικό πένθος. Ανακεφαλαιώνοντας όλα τα γνωρίσματα του χριστιανού εκείνου πού ζη την μετάνοια, λέει ότι είναι γαλήνιος και ήρεμος, γεμάτος έλεος και συμπάθεια προς τους άλλους, ποθεί την δικαιοσύνη, επιζητεί την καθαρότητα, έχει ειρήνη αλλά και φέρνει την ειρήνη, υπομένει καρτερικά τους πόνους και τις ταλαιπωρίες και νιώθει χαρά και ευχαρίστησι στους διωγμούς, τις ύβρεις, τις συκοφαντίες, τις απώλειες και όσα άλλα πάσχει για την αλήθεια και την δικαιοσύνη (Ομιλία 31, P.G. 151, 392C, Φυσικά Θεολογικά). Η πορεία της ανορθώσεως με την μετάνοια, της απομακρύνσεως από την δουλεία των παθών και της ασκήσεως για την εργασία των θείων εντολών είναι πορεία των αγίων και θεουμένων υπάρξεων. Και από αυτήν την αλήθεια ξεκινώντας ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τονίζει τα εξής: «Εάν κάθε χριστιανός δεν ημπορεί να φθάση τους Αγίους και τα μεγάλα και θαυμαστά επιτεύγματα πού χαρακτηρίζουν την ζωή τους και είναι εξ ολοκλήρου αμίμητα, μπορεί όμως και πρέπει να μοιάση και να τους ακολουθήση στην πορεία της ζωής τους προς την μετάνοια. Και αυτό, γιατί καθημερινά «πολλά πταίομεν άκοντες» και μοναδική ελπίδα σωτηρίας για όλους μας παραμένει η ανάνηψι και η βίωσι, κατά τον Άγιον Γρηγόριον, της «διηνεκούς μετανοίας» (Ομιλία 28, RG. 151.361C). Το πένθος ως ασκητική προϋπόθεση Βασική προϋπόθεσι εξόδου από τα δεσμά των παθών, αλλά και ταυτοχρόνως αρχή και πηγή μετανοίας είναι το κατά Θεόν πένθος. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μέσα στα κείμενα του πολύ συχνά αναφέρεται στο κατά Θεόν πένθος και στην οδυνηρή αλλά και ευφρόσυνη κατάστασι, από την όποια χρειάζεται να περάση ο χριστιανός, πού επιθυμεί να ζήση την αληθινή ζωή. Γι΄ αυτό και δεν διστάζει να χαρακτηρίση την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ως κατ’ εξοχήν περίοδο πένθους και αγώνα πνευματικού, ως σύμβουλο του παρόντος αιώνος και ως προϋπόθεσι αναστάσεως για την ζωή του κάθε πιστού. Ο Άγιος Παλαμάς πού βιώνοντας το κατά Θεόν πένθος άφηνε τους εκ βάθους στεναγμούς «φώτισαν μου το σκότος», πολύ δικαιολογημένα δεν μπορεί να δη το πέρασμα του άνθρωπου από τη ζωή της αμαρτίας στην «όντως ζωή» χωρίς το πένθος και την μετάνοια. Όταν ο νους, λέει, απελευθερωμένος από κάθε αισθητό πράγμα, ανεβή πάνω από τον κατακλυσμό της τύρβης για τα γήινα πράγματα και μπορέσει να δη τον έσω άνθρωπο, αφού συνειδητοποίηση κατά την δική του έκφρασι «το ειδεχθές προσωπείον», πού απέκτησε η ψυχή από την περιπλάνησί της στα γήινα, τότε σπεύδει να αποπλύνη τον ρύπο της με δάκρυα πένθους (Λόγος εις Πέτρον Αθωνίτην, P.G. 150). Όσο απομακρύνεται ο άνθρωπος από τις βιοτικές μέριμνες και επιστρέφει στον εαυτό του, τόσο περισσότερο γίνεται δεκτικός του θείου ελέους. Ο Χριστός μας εμακάρισε αυτούς πού πενθούν για τις αμαρτίες τους και για την απώλεια της σωτηρίας τους πού έ’χει ως αιτία την αμαρτία. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος για τον οποίον το πένθος αυτό ονομάζεται μακάριο. Το πένθος, ενώ αποτελεί σύμφωνα με την πατερική και ασκητική παράδοσι, καρπό του Θεού, προϋποθέτει όμως και την συνεργία του άνθρωπου, πού χρειάζεται την ταπείνωσι, την αυτομεμψία, την κακοπάθεια, την νηστεία, την αγρυπνία, και κυρίως την προσευχή. Και αυτή η αμέλεια του άνθρωπου, στο να εργάζεται τις αρετές και να αγωνίζεται να επιτύχη το κατά Θεόν πένθος, ενισχύεται από την εμπειρία του ησυχασμού, πού μαρτυρεί ότι το πένθος αυτό δεν προξενεί νοσηρότητα και απελπισία, αλλά δημιουργεί στον άνθρωπο τις προϋποθέσεις για να νιώση πνευματική θυμηδία, παράκλησι και κατά τον Παλαμά «παροχή γλυκείας ιλαρότητος» (Προς Ξένην, P.G. 150). Και όταν βοηθήση τον νου να σηκώση το κάλυμμα των παθών, τον εισάγει αθόρυβα στα αληθινά ταμεία της ψυχής και τον εθίζει στην «εν κρύπτω» προς τον Πατέρα προσευχή. Υπάρχουν πολλές αιτίες για τις όποιες πρέπει να πενθή ο πιστός. Όπως οι μαθηταί του Κυρίου ελυπούντο για την στέρησι του «όντως αγαθού διδασκάλου Χρίστου», έτσι και σε μας πού δοκιμάζομε την ίδια στέρησι και απουσία του Χρίστου από την ζωή μας, πρέπει να ενυπάρχη και να καλλιεργήται η ίδια λύπη (Ομιλία 29, P.G. 151). Υπάρχει όμως και άλλη αιτία για πένθος• είναι η έκπτωσι από τον χώρο της αληθείας του παραδείσου, στον χώρο του πόνου και των παθών. Είναι τόση η οδύνη αυτής της πτώσεως, διότι κρύβει όλο το δράμα της απομακρύνσεως από τον Θεό, την στέρησι της «πρόσωπον προς πρόσωπον» συνομιλίας με εκείνο, της αϊδίου ζωής και συνδοξολογίας με τους αγγέλους. Ποιος είναι αυτός πού έχει συνειδητοποιήσει την στέρησι όλων αυτών και δεν πενθεί; ερωτά ο Ιερός πατήρ. Και προτρέπει όλους τους πιστούς πού ζουν εν «ειδήσει της τοιαύτης στερήσεως» να πενθήσουν και να αποπλύνουν με το κατά Θεόν πένθος «τους εξ αμαρτίας μολυσμούς» (Ομιλία 29, P.G. 151). Η προτροπή αύτη του Αγίου Γρηγορίου είναι απολύτως εναρμονισμένη με την προτροπή και το βίωμα της εκκλησίας, πού με την υμνολογία της Κυριακής της Τυροφάγου καλεί τους χριστιανούς την παραμονή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να θυμηθούν την απομάκρυνσι από τον χαμένο παράδεισο και να πενθήσουν για την απώλεια αυτή. Το πένθος είναι κατά τον ασκητικώτατον της Θεσσαλονίκης Ιεράρχην η πιο φυσική και αυθόρμητη εκδήλωσι της τραυματισμένης από την αμαρτία ψυχής, πού έρχεται σε μετάνοια. Ο Άγιος χρησιμοποιεί μία θαυμάσια παρομοίωσι για να κατάδειξη ότι τα τραύματα του άνθρωπου είναι εκείνα πού προκαλούν τον πόνο και όχι αυτό καθεαυτό το γεγονός της μετανοίας πού μόνο χαρά και παράκλησι δίνει στην ψυχή. Όπως σε κάποιον, λέει, πού είναι τραυματισμένη η γλώσσα του, φαίνεται δηκτικό το μέλι και για να νιώση την γλυκύτητα του χρειάζεται να θεραπευθούν τα τραύματα, το ίδιο συμβαίνει και με τον φόβο του Θεού- στις ψυχές πού γεννιέται μόλις νιώσουν το ευαγγελικό κήρυγμα, προξενεί λύπη, επειδή περιβάλλονται ακόμη από τα τραύματα των αμαρτιών μόλις όμως τα αποβάλουν με την μετάνοια, νιώθουν την ευαγγελική χαρά (Ομιλία 29, P.G. 151, 369Β). Γι΄ αυτό άλλωστε και το κατά Θεόν πένθος ονομάζεται και «χαροποιό». Εμβαθύνοντας ο Παλαμάς στον δεύτερο κυριακό μακαρισμό, πού αναφέρεται στο πένθος, αιτιολογεί το ότι ο Χριστός τοποθετεί τον μακαρισμό αυτόν ακριβώς μετά από εκείνο της πνευματικής πτώχειας, από το γεγονός ότι το πένθος συνυπάρχει με την πνευματική πτωχεία. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του άνθρωπου πού πενθεί κατά Θεόν είναι η άρνησι να μετάθεση η να επιρρίψη σε άλλους την οποιαδήποτε ευθύνη για τις αμαρτίες του. Είναι βασική αρχή πού προβάλλει ο Παλαμάς, όταν μιλά για το κατά Θεόν πένθος, το να τύπτωμε τον ίδιο τον εαυτό μας για τις αμαρτίες μας και να αποφεύγωμε την μετάθεσι της ευθύνης στους άλλους (Ομιλία 29, P.G. 151,369C). Αύτη άλλωστε η μετάθεσι της ευθύνης για την αθέτησι της εντολής του Θεού από τον Αδάμ και την Εύα εστέρησε από αυτούς το σωτήριο πένθος της μετανοίας (Γεν. 3,12-13). Διότι αφού ο άνθρωπος επλάσθηκε από τον Θεό αυτεξούσιος και έλαβε κατά τον Παλαμά «αυτοκρατορικόν αξίωμα κατά των παθών ένδον το ηγεμονικόν της ψυχής» και «ουκ έχει όλως τον κατακρατούντα και βιαζόμενον» (Ομιλία 29, P.G. 151, 369C), με την αυτομεμψίαν και την κατά Θεόν λύπην θα μπορούσε να είχε κερδίση αυτό πού έχασε με την άρνησι αναλήψεως της ευθύνης για το αμάρτημα του. Γι΄ αυτόν τον λόγο ο θείος Γρηγόριος, προσπαθώντας να δώση ένα ορισμόν του πένθους λέει «τούτο τοίνυν εστίν η κατά Θεόν και σωτήριος λύπη, το ημάς αυτούς αιτιάσθαι, και μηδένα των απάντων έτερον, εφ΄ οις αυτοί πράττομεν πλημμελώς, και λυπείσθαι καθ’ εαυτών και δι΄ εξομολογήσεως των ημών ημαρτημένων και της επί τούτοις λυπηράς κατανύξεως τον Θεόν εξιλάσκεσθαι» (Ομιλία 29, P.G. 151, 369C). Η αυτομεμψία είναι κατάστασι αναπόσπαστη για την ψυχή, στην οποία υπάρχει ταπείνωσι. Αρχικά την οδηγεί στον φόβο της κολάσεως. Φέρει στην φαντασία τις φρικτές τιμωρίες, όπως ο Κύριος τις περιγράφει στο Ευαγγέλιο, πού γίνονται φρικωδέστερες από την αιώνια διάστασι πού αποκτούν. Έτσι, ο άνθρωπος πού πενθεί εδώ τις αμαρτίες του και μέμφεται γι΄ αυτές τον εαυτόν του, αποφεύγει το ανωφελές, απαράκλητο και χωρίς τέλος πένθος, το όποιο γεννάται σε όσους τιμωρημένους έρχονται σε επίγνωσι των αμαρτιών τους. Εκεί, χωρίς καμμιά ελπίδα απαλλαγής και σωτηρίας, αυξάνεται η οδύνη του πένθους από τον αθέλητο έλεγχο της συνειδήσεως. Και αυτό το μόνιμο και διαρκές πένθος, επειδή δεν γνωρίζει τέλος, γίνεται αιτία άλλου πένθους και φοβερού σκότους και καύσωνα χωρίς δροσισμό, πού οδηγεί σε ανέκφραστο βυθό αθυμίας (Προς Ξένην, P.G. 150,1076D-1077A). Σε αντίθεσι με τον Αδάμ και την Εύα αναφέρει ο Παλαμάς τον Λάμεχ ως παράδειγμα ανθρώπου, πού ήλθε σε αυτομεμψία και κατάνυξι για τις αμαρτίες του (Ομιλία 29, P.G. 151, 369D). Ιδιαιτέρως δε πρέπει να τονισθή ότι η άσκησι μέσα στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοσι είναι απόλυτα συνυφασμένη με το πένθος. Την οδύνη της πτώσεως και την χαρά της αναστάσεως τις ζη ο μοναχός με το χαροποιόν πένθος. Με την σωματική πτώχεια και ταπείνωσι, πού είναι η πείνα, η δίψα, η κακουχία και η κακοπάθεια του σώματος, μέσα με τα οποία έλλογα συστέλλονται οι αισθήσεις του σώματος, όχι μόνο γεννιέται το πένθος αλλά αναβλύζουν και δάκρυα. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δίδει σαφή εξήγησι γι΄ αυτή την πνευματική κατάστασι στην επιστολή του προς την μοναχή Ξένη. Όπως, λέγει, από την σωματική άνεση, την ανάπαυσι και την τρυφή, γεννώνται η αναλγησία, η πώρωσι και η σκληροκαρδία, έτσι από την ανήδονη, την λιτή και με εγκράτεια λαμβανόμενη τροφή, προκαλούνται η συντριβή της καρδιάς και η κατάνυξι. Με αυτά αποτρέπονται οι ενέργειες της κακίας και παρέχεται στην ψυχή άφατη και γλυκύτατη ιλαρότητα. Χωρίς την συντριβή της καρδιάς είναι αδύνατο να απαλλαγή κανείς από τα πάθη. Η δε καρδιά δεν έρχεται σε συντριβή παρά μόνο με την εγκράτεια του ύπνου, της τροφής και των σωματικών ανέσεων. Όταν με την συντριβή απαλλαγή η ψυχή από τα πάθη και την πικρότητα της αμαρτίας, τότε δέχεται την πνευματική θυμηδία (Προς Ξένην, P.G. 151,1076BC). Αυτή άλλωστε είναι και η παράκλησι για την οποία ο Κύριος μακαρίζει τους πενθούντας. Έτσι μόνο εξηγείται το ότι η μεταβολή της λύπης σε χαρά, για την οποία μίλησε ο Χριστός στους μαθητές του, γίνεται βίωμα από το οποίο ο μοναχός αποκτά καθημερινή εμπειρία. Το πένθος γίνεται χαροποιό και μακάριο, διότι κυρίως καρποφορεί μέσα στον άνθρωπο τον αρραβώνα της αιωνίας χαράς. Η αυτομεμψία και η συναίσθησι της αμαρτωλότητος είναι οι καταστάσεις πού προετοιμάζουν στην ψυχή το πένθος. Για πολύ καιρό, λέγει ο ιερός πατήρ, σαν ένα νοητό βάρος πάνω από το λογιστικό μέρος της ψυχής, το πιέζουν και το συνθλίβουν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποστάξη ο σωτήριος οίνος πού «ευφραίνει καρδίαν άνθρωπου». Ο οίνος αυτός είναι η κατάνυξι, η οποία χάρι στο πένθος, μαζί με το ενεργητικό μέρος της ψυχής συνθλίβει και το παθητικό- και αφού την απαλλάξη από το σκοτεινό βάρος των παθών, την γεμίζει με την μακάρια χαρά (Προς Ξένην, P.G. 150, 1077Β). Όσο οδυνηρό όμως είναι το πένθος στα πρώτα του στάδια, διότι συνυπάρχει με τον φόβο του Θεού, τόσο αργότερα με την πάροδο του χρόνου και την πνευματική προκοπή της ψυχής γίνεται χαροποιό, διότι βλέπει κανείς αληθινά μακάριους και γλυκούς καρπούς. Όσο χρονίζει το πένθος στην ψυχή, τόσο η αγάπη για τον Θεό αυξάνεται και με ακατάληπτο τρόπο ενώνεται μαζί της. Όταν δε η ψυχή βιώνει βαθιά το πένθος, γεύεται την παρηγοριά της χρηστότητος του Παρακλήτου. Αυτή είναι για την ψυχή τόσο ιερά, γλυκιά και μυστική εμπειρία, ώστε εκείνοι πού δεν απόκτησαν προσωπική γεύσι από αυτή, να μη την υποψιάζωνται καθόλου (Προς Ξένην, P.G. 150, 1077Β). Μία θεμελιακή άποψι στην θεολογία του πένθους είναι ότι δεν συμμετέχει σ’ αυτό μόνο η ψυχή, αλλά και το σώμα. Και η «παράκλησις» για την οποία εμακάρισε ο Κύριος τους πενθούντας, είναι καρπός, τον όποιον δέχεται όχι μόνον η ψυχή, αλλά όπως τονίζει ο Παλαμάς «και το σώμα μεταλαμβάνει πολυτρόπως» (Υπέρ ησυχαζόντων 1, 3, 33). Εναργέστατη απόδειξι γι΄ αυτήν την πραγματικότητα αναφέρει «το κατώδυνον εφ΄ αμαρτήμασι πενθούσι δάκρυον» (Υπέρ ησυχαζόντων). Καρπός ακόμη του κατά Θεόν πένθους, είναι και η σταθεροποίησι του άνθρωπου στην αρετή, μια και, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, «η κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν αάμεταμέλητον απεργάζεται εις την ψυχήν προς σωτηρίαν» (Β’ Κορ. 7.10), διότι κατά τον Παλαμά μπορεί ο άνθρωπος να πτώχευση κατά Θεόν και να ταπεινωθή πνευματικά, αν όμως δεν προσλάβη και το πένθος, εύκολα μεταβάλλεται η διάθεσί του- μπορεί να ξαναγυρίση στις άτοπες και αμαρτωλές πράξεις, πού άφησε, και να ξαναγίνη παραβάτης των εντολών του Θεού, αφού πάλι θα φούντωση μέσα του η επιθυμία και ο πόθος για την αμαρτωλή ζωή. Αν όμως παραμείνη στην πτώχεια, πού εμακάρισε ο Κύριος, και καλλιεργήση μέσα του το πνευματικό πένθος, τότε σταθεροποιείται και ασφαλίζεται στην πνευματική ζωή, διώχνοντας έ’τσι τον κίνδυνο να επιστρέψη εκεί, από όπου ξεκίνησε (Προς Ξένην, P.G. 150, 1085C). Η ωφέλεια όμως από το πένθος δεν περιορίζεται μόνο στο ότι ο άνθρωπος γίνεται σχεδόν ακίνητος προς το κακό, αλλά κατά τον Άγιον Γρηγόριον, εξαλείφει εντελώς και τις προηγούμενες αμαρτίες του, όταν βέβαια έχει ως κατάληξι το μυστήριο της μετανοίας. Διότι αφού ο άνθρωπος πενθεί κυρίως γι΄ αυτές, ο Θεός τις καταλογίζει ως ακούσιες• ο Άγιος χαρακτηριστικά λέγει ότι «τα ακούσια ουχ υπεύθυνα» (Προς Ξένην, P.G. 150, 1085C). Έτσι το κατά Θεόν πένθος δεν εφελκύει μόνο την παράκλησι και την παρά Θεού συγχώρησι προσφέροντας τον αρραβώνα της αιωνίου ευφροσύνης, αλλά ταυτόχρονα προφυλάσσει τις αρετές πού έχει η ψυχή, αφού κατά τον Άγιον Γρηγόριον η ψυχή πού έμαθε να πενθή γίνεται δυσκίνητη προς το κακό (Προς Ξένην, P.G. 150,1085D). Τέλος ο αγιορείτης Ησυχαστής και των Θεσσαλονικέων Ιεράρχης, στην περί παθών και αρετών πραγματεία του, πού στη μεγαλύτερη της έκτασι είναι αφιερωμένη στο πένθος, χρησιμοποιεί ένα πολύ εκφραστικό παράδειγμα για να κατάδειξη την πορεία του άνθρωπου στο πένθος. Παρομοιάζει την αρχή του πένθους με την επιστροφή του άσωτου υίοϋ• γι΄ αυτό και γεμίζει κατήφεια τον πενθούντα και τον οδηγεί στην επανάληψι των λόγων εκείνου: «πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου». Αλλά και το τέλος του, πάλι, το εικονίζει με την προϋπόθεσι και το άνοιγμα της αγκάλης του Θεού Πατρός «εν η τω πλούτω της ανεικάστου πτώχειας εντυχών, και πολλής χαράς και παρρησίας δι΄ αυτήν ο υϊός επιτυχών, εφιλείτο τε και αντεφίλει, και συνεισελθών, συνεστιάτο τω Πατρί, της ουρανίου συναπολαύων ευφροσύνης» (Προς Ξένην, P.G. 150, 1085C). Γι΄ αυτό και ο όρος «χαρμολύπη» πού χρησιμοποιούν συνήθως οι ασκητές για να εκφράσουν το βίωμα της εσχατολογικής υπερβάσεως του πόνου, είναι ίσως το πιο εκφραστικό σύμβολο ολόκληρης της ασκητικής ζωής τους, ζωής κυρίως δακρύων και πένθους (Βλέπε Γ. Μαντζαρίδου «Η περί θεώσεως διδασκαλία» στα Παλαμικά 1973, σελ. 215). Σ΄ αυτήν την συνοπτική και μπορεί να πη κανείς πρόχειρη παρουσίασι των θέσεων του Παλαμά περί μετανοίας βλέπουμε ότι ο Άγιος Γρηγόριος ως κατ΄ εξοχήν άνθρωπος της εσωτερικής ζωής ενδιεφέρετο όχι απλώς να διορθώνουμε εξωτερικά τα κακώς κείμενα, αλλά να μετανοούμεν εσωτερικά, πενθούντες και κλαίοντες. Ο Άγιος Γρηγόριος ήταν ο ίδιος άνθρωπος της μετανοίας, αλλά και αληθινός κήρυκας της μετανοίας. Ευχόμεθα ταπεινώς, τώρα πού εγγίζει η αγία περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, της κατ’ εξοχήν περιόδου της μετανοίας κατά τον Άγιον Γρηγόριον, να «προσπέσωμεν και να κλαύσωμεν εναντίον του Θεού ημών» για να γευθούμε την μακαριότητα της βασιλείας του. Μη λησμονούμε ότι η διόρθωσι του εαυτού μας αλλά και του κοινωνικού συνόλου αρχίζει και θεμελιώνεται στην προσωπική μετάνοια του κάθε άνθρωπου. Αυτό άλλωστε είναι το πνεύμα του αγιορείτικου μοναχισμού, όπως το τονίζει ο Άγιος Παλαμάς, «η διηνεκής μετάνοια». Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου