(Σιναϊτικός κώδιξ αιώνος ΙΕ-ΙΣΤ υπ' αρ. 532 φυλ. 70α-87α.
Εκ της βιβλιοθήκης της Λαύρας του πατέρα μας
Αγίου Σάββα του Ηγουμένου).
Κατά τον καιρό της βασιλείας Λέοντος του σοφού, ο οποίος εβασίλευσε και κατά τις ημέρες του Αγίου Βασιλείου του νέου, ο οποίος θεληματικά έγινε κατά Χριστόν σαλός, υπήρχε κάποιος νέος από ευγενή και πλούσια οικογένεια. Αυτός βλέποντας λοιπόν τα υπό του παμμακαρίστου γέροντος Βασιλείου γενόμενα θαύματα και τα βλεπόμενα με το προφητικό του χάρισμα να συμβούν ήρθε προς αυτόν και ζήτησε να γίνει μαθητής του. Ο δε άγιος γέροντας τον απέτρεπε λέγοντάς του ότι δεν μπορεί να το δεχθή αυτό, αλλά τον συμβούλευσε λέγοντάς του <<εάν θέλεις τέκνον να γίνεις του Χριστού, απαλλάξου απ' όλα όσα έχεις και γίνε μοναχός>>. Και ο νέος αυτός υπάκουσε. Εγκατέλειψε τα πάντα και εκάρη Μοναχός. Τον αγάπησε ο Άγιος και τον εδέχετο να πηγαίνει να τον βλέπει και να τον νουθετεί. Είχε δε ο γέρων Αγ. Βασίλειος μεγάλη παρρησία στον Κύριο, για την πολλή του ταπείνωσι, καθώς συμβαίνει συνήθως με τους κατά Χριστόν σαλούς, οι οποίοι καλύπτουν την μεγάλη τους αγιότητα προσποιούμενοι, ότι έχουν σαλευμένα τα μυαλά και είναι τρελλοί. Μία ημέρα ο νέος αυτός Μοναχός διερωτάτο, εάν οι μετά τα πάθη του Κυρίου Ιουδαίοι, οι εκπληρούντες τα προστάγματα του Παλαιού Νόμου θα εγένοντο κι αυτοί δεκτοί παρά του Κυρίου, όπως και ο Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, ο Μωυσής, ο Δαυΐδ και άλλοι. <<Ο Άγιος γέρων δεν ήθελε ούτε να ακούσει περί του τοιούτου, διότι έλεγε ο Κύριος <<Εγώ ειμί η θύρα δι' εμού, εάν τις εισέλθει, σωθήσεται και εισελεύσεται και εξελεύσσεται και νομήν ευρήσει>> (Ιωαν. 10,9). Ως εκ τούτου πως μπορούν αυτοί να εισέλθουν εις την Βασιλείαν του Θεού, αφού είναι εχθροί του Θεού και καθημερινά τον βλασφημούν. Επίσης ότι <<ο Θεός πατήρ όλην την Κρίσιν δέδωκε τω Υιώ, (Ιωαν. Ε' 22)>> καθώς είναι γραμμένο. Και επειδή δεν είχε πεισθεί ο Γρηγόριος, ο Άγιος άρχισε να προσεύχεται περί του μαθητού, για να του σηκώσει ο Θεός την άτοπη αυτή επίνοιαν. Ο δε Κύριος ο οποίος εκπληρεί την επιθυμίαν των φοβουμένων Αυτόν (Ψαλμ. ρμδ ι9) απέστειλε θείον άγγελον προς τον όσιον Γρηγόριον και υπέδειξε σ' αυτόν την αλήθειαν, καθώς ο Γρηγόριος στην συνέχειαν εξήγησε αυτό σε πολλούς των αγίων ανδρών λέγοντας προς αυτούς τα ακόλουθα:
Μία νύκτα εξύπνησα κατά το μεσονύκτιον, καθώς είναι η συνήθεια και στάθηκα στην προσευχή και πάλιν εκοιμήθηκα μικρόν και σαν σε όνειρο αμέσως ευρέθηκα σε κάποια χλοηφόρο πεδιάδα, γεμάτη με κυπαρίσσια, των οποίων οι κορυφές έφθαναν σε άπειρο ύψος, και εκεί υπήρχαν άνθη διάφορα και ιδίως κρίνα πολύ πολύ ευπρεπή. Και ιδού ένας άνδρας πολύ ψηλός και στην όψη αξιοθαύμαστος με στολή πύρινη επάνωθεν και με χιτώνα καθαρό και πιό λευκό από το χιόνι. Εκρατούσε δε σιδερένια ράβδον, με την οποία θα μπορούσε να κατατροπώση δωδεκάδες χιλιάδες. Ήρθε πλησίον μου και είπε. Τί κάνεις εδώ; Και εγώ του είπα δεν γνωρίζω ω Κύριε πως ήρθα εδώ. Και εκείνος μου είπε: οι προσευχές του πνευματικού σου πατέρα Βασιλείου αυτές σε εισήγαγαν εδώ, για να σου υποδειχθή περί εκείνου, που εσύ ζητείς να μάθεις την αλήθειαν. Και εγώ για αυτό έχω αποσταλεί από τον θεόν. Και αφού είπε αυτό, κράτησε το δεξί μου χέρι και βαδίσαμε προς την ανατολή διερχόμενοι την θαυμαστή εκείνη πεδιάδα, της οποίας το έδαφος ήταν υάλινον, στο άκρον δε είδα συναθροίσεις πολλές ανδρών νέων πυρίνων, από τους οποίους εξεπέμπετο ύμνος άγνωστης και υπερφυσικής υμνωδίας και ψαλμοί μελίρρυτοι και υπερθαύμαστοι.
Αφού διαπεράσαμε εκείνο τον τόπον, φθάσαμε σε άλλον πύρινο τόπο που όπως εφαίνετο εκατακαίετο, αλλά εκείνο το πύρ δεν έκαιγε εκείνους που τους προσέγγιζε εκεί, αλλά με φώτα γαληνεμένα άπλωνε και επορφύριζε, και τους πλησιάζοντας γλυκά καταφώτιζε. Στο μέσο δε του πυρός εκείνου ήσαν νέοι ντυμένοι στα λευκά και κρατούντες στα χέρια τους σκεύη έπαιρναν το άυλον εκείνο πύρ και εθυμίαζαν εκπέμποντας μία ξένη εις εμάς ευωδίαν και αναβοούσαν το Άγιος, Άγιος, Άγιος.
Η ΝΕΑ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
Αμέσως αφού προχωρήσαμε προς ανατολάς, συναντήσαμε κάποια πόλη, πολύ πολύ φοβερή, για την οποία αν θελήσω να την περιγράψωμ πόσο ωραία ήτο, δεν θα το δυνηθώ. Όμως θα πω ό, τι μπορέσω. Ήταν το μέγεθός της σαν τον κύκλο φαινομένου στερεώματος, η δε οικοδομή δεν ήταν από ασβέστη ή λίθους ή μάρμαρα ή γυαλιά, αλλά σαν από ακτίνες εκθαμβωτικού χρυσού, η δε θέα της ποικιλόμορφος, από παντός είδους πολυτελείς λίθους, με διαύγεια τοπαζίου, σμαράγδου σαπφείρου, υακίνθου, πρασίνου και όλων των άλλων σπινθηροβολούντων λίθων, κατά την ομοιότητα του ουρανίου τόξου, που εμφανίζεται στις νεφέλες, σαν να εκπέμπει ακτίνες από διαύγεια σε διαύγεια και από χρώμα θαυμαστό. Των δε λίθων εκείνων και την αρμογή και το κάλλος ποιός μπορεί να διηγηθή! Η σύνθεση της πόλεως αυτής επίσης ήταν υπερθαύμαστη! Το ύψος των τειχών ήταν αφάνταστο των δε πυλών η θέα φρικωδέστατη. Ήσαν δε οι πύλες δώδεκα, κάθε μία με δικό της χρώμα, κατά την όψη των πολυτελών λίθων και ήταν αυτές μεγάλες και κλεισμένες. Και εγώ βλέποντας αυτά και γεμάτος από θάμβος και έκπληξη ερώτησα τον οδηγό μου, να μου πει ποιά είναι η υπερθαύμαστη αυτή πόλη. Εκείνος μου απάντησε, ότι αυτή είναι η πόλη του μεγάλου Βασιλέως, για την οποία γράφει ο Απόστολος, ότι τεχνίτης της και δημιουργός της είναι ο Θεός. Αυτή είναι η άνω Ιερουσαλήμ, η νέα Σιών, η πόλη πάντων των Αγίων και θα δεις και τον βασιλέα αυτής και τους πολίτες αυτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου