ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ
ΗΛΙΑ ΜΗΝΙΑΤΗ
Ο Θεός είναι κατά την φύσι Του ακατάληπτος (που δεν μπορούμε να καταλάβουμε) και αθεώρητος (που δεν μπορούμε να δούμε). Μπορούμε μερικώς να Τον εννοήσουμε και να Τον θεωρήσουμε από τρεις Του μόνον ενέργειες, τις οποίες οι θεολόγοι ονομάζουν εξωτερικές. Από την δύναμί Του, από την σοφία Του και από την αγαθότητά Του. Από την δύναμί Του προέρχονται τα θαύματα, από την σοφία Του τα μυστήρια και από την αγαθότητά Του τα χαρίσματα.
Λέγω, λοιπόν, ότι η θεία Ευχαριστία είναι το μεγαλύτερο θαύμα, που έκαμε η Δύναμις του Θεού. Είναι το υψηλότερο μυστήριο που εφεύρεν η Σοφία του Θεού. Είναι το τιμιώτερο χάρισμα που μας εδώρησεν η Αγαθότης του Θεού.
Αν και όλα τα θαύματα, εφ’ όσον είναι θαύματα, είναι ίσα –διότι εξ ίσου όλα υπερβαίνουν τους όρους της φύσεως – μ’ όλα ταύτα καθώς ένα υπερβαίνει περισσότερους ή λιγώτερους όρους της φύσεως, έτσι λέγεται μεγαλύτερο και μικρότερο θαύμα.
[…] Αφού το θαύμα αυτό της θείας Ευχαριστίας υπερβαίνει όλους τους όρους της φύσεως, όλους τους τρόπους της υπάρξεως των φυσικών πραγμάτων, άρα είναι το μεγαλύτερο θαύμα της θείας Δυνάμεως. Και αφού υπερβαίνει όλους τους όρους της φυσικής γνώσεως είναι το υψηλότερο από όσα μυστήρια εφεύρεν η θεία Σοφία. Πράγματι, όσα άλλα έκαμεν ο Θεάνθρωπος Λόγος κατά την ένσαρκό Του οικονομία, τα εποίησεν εν σοφία. Όλα είναι μυστηριώδη! Όμως σ’ αυτά όλα ο Κύριος είναι για μερικά εντελώς απόκρυφος και σε μερικά εντελώς φανερός. Δηλαδή, όπου είναι εντελώς απόκρυφος ως Θεός, είναι εντελώς φανερός ως άνθρωπος.
Γι’ αυτό ο ανθρώπινος νους μερικά τα καταλαβαίνει, μερικά δεν τα καταλαβαίνει. Επομένως είναι μυστήρια, όχι όμως εντελώς απόκρυφα.
Εις την εν χρόνω εκ Παρθένου Γέννησιν, δεν καταλαβαίνουμε το πώς και κατά ποίον τρόπον γεννάται εκ γυναικός ο αΐδιος και αιώνιος Θεός. Καταλαβαίνουμε όμως ότι γεννάται, διότι Τον βλέπουμε τέλειον άνθρωπο. Εις το εκούσιον Πάθος και τον θάνατο δεν καταλαβαίνουμε το πώς πάσχει και αποθνήσκει ο απαθής και αθάνατος Θεός. Καταλαβαίνουμε όμως ότι πάσχει και αποθνήσκει διότι Τον βλέπουμε άνθρωπο ομοιοπαθή με μας, ενδεδυμένο την ασθένεια της φύσεώς μας˙ «εκ μέρους γαρ γινώσκομεν».
Εις το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας, κάτω από τα είδη του άρτου και του οίνου, ο θεάνθρωπος Λόγος κρύπτει την θεότητά Του, γιατί δεν φαίνεται ο Θεός. Κρύπτει όμως και την ανθρωπότητά Του, διότι δεν φαίνεται ούτε ο άνθρωπος. Φαίνονται μόνον άρτος και οίνος, ψωμί και κρασί. Επομένως ο νους μας δεν καταλαβαίνει από τον Θεάνθρωπο Λόγο ούτε την θεότητά Του, ούτε την ανθρωπότητα. Άρα αυτό το μυστήριο είναι εντελώς απόκρυφο.
Ελάτε τώρα εσείς οι σοφοί του κόσμου τούτου, εσείς που με το έξυπνο μυαλό σας απεκαλύψατε τα απόκρυφα της φύσεως! Ελάτε εσείς οι θεολόγοι της Εκκλησίας, που με την καθοδήγησι του Αγίου Πνεύματος εξιχνιάσατε τα βάθη των θείων Γραφών! Ελάτε μάλιστα εσείς τα ουράνια Χερουβείμ, εσείς οι πολυόμματοι μύσται των θείων απορρήτων, ελάτε εδώ, τριγύρω στην Αγία Τράπεζα του φρικτού αυτού μυστηρίου!
Αυτό που βλέπετε είναι άρτος και οίνος, και μέσα σ’ αυτά είναι όλος ο θεάνθρωπος Ιησούς! Εκεί δεν υπάρχει κανένα σημάδι της Θεότητος, ώστε να καταλάβετε πως αυτά είναι Θεός. Αλλά μήπως είναι τουλάχιστον κανένα σημάδι ανθρωπότητος για να καταλάβετε πως έστω είναι άνθρωπος; Όχι! είναι απόκρυφος και ως Θεός, είναι απόκρυφος και ως άνθρωπος. Παντελώς απόκρυφος.
Εις την Γέννησιν εκένωσε Εαυτόν αληθινά (εθεώρησε τον Εαυτό Του ως κάτι το ανάξιον λόγου) αλλά κατά την Θεότητα, διότι ων Θεός πήρε μορφήν δούλου και έγινε υπήκοος προς τον Πατέρα. Εις το πάθος εκένωσεν Εαυτόν (εταπείνωσεν εαυτόν) ως άνθρωπος, γιατί έπαθε μέχρι θανάτου. Εκεί εφαίνετο ο άνθρωπος και εκρύπτετο ο Θεός.
Μα εδώ, στην θεία Ευχαριστία, εκένωσεν, εταπείνωσεν εαυτόν με μια τελειωτάτη κένωσι. Εδώ δηλαδή δεν φαίνεται ούτε ως Θεός, ούτε ως άνθρωπος. Αυτό είναι το μυστήριο των μυστηρίων, το κατ’ εξοχήν Μυστήριον που υπερβαίνει όλα τα άλλα, το πλέον απόκρυφον, το κατά πάντα τρόπον απόκρυφο, αυτό που υπερβαίνει όλους τους όρους της φυσικής γνώσεως! Επομένως είναι το υψηλότερο εφεύρημα της θείας Σοφίας!
Ακόμη αυτό είναι το τιμιώτερο χάρισμα της θείας Αγαθότητος. Είναι το πιο εξαίρετο σημείο της θείας Αγάπης. ο ευαγγελιστής Ιωάννης μαρτυρεί: «αγαπήσας τους ιδίους τους εν τω κόσμω, εις τέλος ηγάπησεν αυτούς», που σημαίνει, όπως εξηγεί ο αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας Θεοφύλακτος «τελείαν αγάπην εις αυτούς ανεδείξατο», έδειξε όλη δηλαδή την αγάπη με την οποία μπορεί να αγαπήση ο Θεός τον άνθρωπο. Και όταν έλαβεν ανθρώπινη φύσι υπήρξε μεγάλη αγάπη και όταν απέθανε έδειξε μεγάλην αγάπη. Κι όμως, δεν ετελείωσεν εκεί όλη Του η αγάπη. Διότι αυτά έγιναν τότε για μια και μόνη φορά, ενώ πλέον τελεσιουργείται καθημερινώς στην θεία Λειτουργία, θυσιάζεται κάθε ημέρα!
Μάλιστα παθαίνει στον Άγιον Άρτο εκείνο που δεν έπαθε στον Σταυρό. Σημειώνει ο θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «όπερ ουκ έπαθεν επί του Σταυρού τούτο πάσχει διά της προσφοράς και ανέχεται διακλώμενος ίνα πάντας εμπλήση». Δηλαδή επί του Σταυρού δεν έγινε θλάσις των αγίων Του μελών˙ «ου κατέαξαν αυτού τα σκέλη», (δηλαδή δεν Του έσπασαν τα πόδια) σύμφωνα με την προφητεία του Δαυΐδ: «οστούν ου συντριβήσεται αυτού» (δεν πρόκειται να του τσακισθή κανένα κόκκαλο). Όμως στον Άγιο Άρτο κόπτεται σε πολλές μερίδες για να χορτάση πολλούς! Αυτή είναι η πραγματική αγάπη˙ η τελεία και άπειρος αγάπη, με την οποία μας αγάπησε!
Ο αχάριστος λαός του Ισραήλ εκαυχάτο, και αυτό είναι αλήθεια, για τις μεγάλες ευεργεσίες του Θεού προς αυτόν. Έλεγε, λοιπόν: «ουκ εποίησεν ούτω παντί έθνει». Και πράγματι σκεφθήτε˙ όταν έσχισε στα δύο την Ερυθράν θάλασσα για να περάσουν προς την γην της Επαγγελίας˙ όταν τους έθρεψε με το μάννα στην έρημο˙ όταν τους πότισε με νερό που εκ θαύματος ανέβλυσεν από την πέτρα.
Όμως, όλα αυτά δεν μπορούν να συγκριθούν με το άκρον άωτον των ευεργεσιών που επετέλεσεν ο Θεός με αυτό το θείον Μυστήριον. Διότι τι είναι η Ερυθρά θάλασα μπροστά στο ζωήρρυτο αυτό Αίμα, χάρις στο οποίο διαβαίνουμε στην επαγγελία της νέας Χάριτος; Τι είναι το μάννα το οποίον έφαγαν εκείνοι και πέθαναν, μπροστά σε αυτόν τον θείον Άρτον, που κατήλθεν από τον ουρανό και τον οποίον όποιος φάγη θα ζήση εις τον αιώνα ; Τί είναι η πέτρα από την οποία ανέβλυσαν ύδατα, μπροστά σε αυτή την μυστική πέτρα, αυτήν την «πηγήν την αέναον του ζώντος ύδατος, του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον;».
Εμείς περισσότερον οφείλουμε να πούμε με μεγάλη βεβαιότητα: «ουκ εποίησεν ούτω παντί έθνει». Και ποιό εξαιρετικώτερο σημάδι της αγάπης Του προς ημάς είχε να μας δώση ο Σωτήρ του κόσμου, από το να μεταβάλλη τον άρτον και τον οίνο σε Σώμα και Αίμα Του; Και να μας τα προσφέρη να Το τρώμε και να Το πίνουμε, όταν το θέλουμε, για να είναι αχώριστος από μας μέχρι την συντέλεια του αιώνος ;
Αυτή είναι μια αγάπη που δεν μπορούμε να την εξηγήσουμε, είναι ακατανόητη. Δεν μπορούμε να την μετρήσουμε, διότι είναι αμέτρητη. Είναι αγάπη θεία, αγάπη τέλεια, όλη αγάπη, είναι όλος ο θησαυρός της θείας Αγαθότητος!
Σε αυτό το Μυστήριο ο Θεός ως δυνατός, έδειξε το παντέλειο κράτος της παντοδυναμίας Του. Ως σοφός εδημιούργησε το μυστήριο των μυστηρίων! Ως αγαθός έδειξε το υπερμέγεθος των δωρεών Του.
Τώρα˙ ποια προετοιμασία πρέπει να έχουμε εμείς, όταν θέλουμε να μετάσχουμε σε αυτό το φρικτό και μέγα μυστήριο; «Δοκιμαζέτω άνθρωπος εαυτόν και ούτως εκ του Άρτου εσθιέτω και εκ του Ποτηρίου πινέτω». Δηλαδή, ο άνθρωπος πρέπει να εξετάζη με πολλή προσοχή τον εαυτό του για να βρη αν είναι ικανός και κατόπιν να κοινωνή το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Ας εξετάζη πρώτα καλώς την συνείδησί του. Εάν βρίσκη κανένα εμπόδιο ας το παραμερίση. Εάν έχη κανένα δεσμό, ας τον λύση.
Ο Μωυσής έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του Ιοθώρ, ο οποίος ήτο ιερεύς στην Μαδιάμ, τριγύρω στο όρος Χωρήβ του Σινά. Ξαφνικά βλέπει ένα παράδοξο θέαμα. Ήταν ένας βάτος που εκαίετο, αλλά δεν κατεκαίετο˙ «ορά ότι ο βάτος καίεται πυρί και ο βάτος ου κατεκαίετο».
Ο Μωυσής βλέποντας το όραμα τούτο έμεινεν εκστατικός και χάριν περιεργείας είπε˙ θέλω να πάω να ιδώ τι είναι αυτό το θαύμα˙ «παρελθών όψομαι το όραμα το μέγα τούτο, ότι ου κατακαίεται ο βάτος». Πήγε, πλησίασε, μα ακούει μια φωνή να τον φωνάζη. Στέκεται και παύει να πλησιάζη. Η φωτιά εκείνη που έβλεπεν ο Μωυσής ήτο ο Θεός και η φωνή που άκουε, ήτο ο φωνή του Θεού. Του λέγει˙ «Μωυσή, Μωυσή, μη τολμήσης να πλησιάσης εδώ˙ πρώτα λύσαι τα υποδήματα από τα πόδια σου, γιατί τούτη η γη είναι αγία και πρέπει να έλθης με προσοχή και ευλάβεια». «Μη εγγίσης ώδε˙ λύσον το υπόδημα των ποδών σου˙ ο γαρ τόπος εν ω συ έστηκας γη αγία εστί».
Χριστιανέ, εσύ που θέλεις να μεταλάβης˙ βλέπεις εκείνον τον άγιον Άρτο, βλέπεις εκείνο το άγιον Ποτήριον, που είναι επάνω στην Αγία Τράπεζα; Αυτά είναι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού! Εκεί είναι αυτός ούτος ο Θεός σωματικώς. Εκεί είναι το πυρ της θεότητος που αγιάζει και καθαρίζει τους αξίους, που κατακαίει και καταφλέγει τους αναξίους.
Μη προσεγγίσης εδώ, μη πλησιάσης! Πρώτα λύσαι το υπόδημα των ποδών σου. Λύσαι πρώτα τους δεσμούς των αμαρτιών σου, αυτούς που σου δένουν την ψυχή, με μιαν αληθινή και καθαρή εξομολόγησι.
Έχεις έχθρα με κάποιον; Λύσαι πρώτα τα δεσμά της έχθρας και ειρήνευσον με τον πλησίον σου. Αδίκησες κάποιον; Έκλεψες, άρπαξες, κρατάς κάτι που δεν σου ανήκει, που είναι ξένο; Λύσαι τα δεσμά της αδικίας και επίστρεψαί τα. Δέθηκες με πόρνη ή με μοιχαλίδα, έζησες μέσα στην αμαρτία τόσον καιρό και έγινες κοινό σκάνδαλο; Λύσαι τον δεσμό της σαρκός σου και ελευθέρωσε την σκλαβωμένην σου ψυχή από τα χέρια του διαβόλου. «Λύσον το υπόδημα των ποδών σου˙ ο γαρ τόπος εν ω συ έστηκας γη αγία εστί». Διότι εκείνο το Θυσιαστήριο στο οποίον εισέρχεσαι, εκείνη η Αγία Τράπεζα που πλησιάζεις, εκείνος ο τόπος όπου στέκεσαι και μεταλαμβάνεις είναι τα Άγια των Αγίων˙ «Γη αγία εστί».
Εκεί παραστέκουν αοράτως άγιοι άγγελοι και καλύπτουν τα πρόσωπά τους από φόβο, τρόμο και ευλάβεια! Εκεί έστεκαν ένας Βασίλειος και ένας Χρυσόστομος, άνθρωποι εντελώς απηλλαγμένοι από κάθε επίγειο δεσμό, άγιοι κατάξηροι από την σκληραγωγία, άγγελοι επίγειοι στην καθαρότητα της ψυχής. Και μ’ όλον τούτο ωμολογούσαν πως ήσαν ανάξιοι και ο ένας έλεγε «οίδα, Κύριε, ότι αναξίως μεταλαμβάνω», ο άλλος «Κύριε, ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμί άξιος».
Και συ, που ίσως κατεμόλυνες με χίλιες αμαρτίες την ψυχή σου, συ, που για τις αμαρτίες τόσων χρόνων ίσως δεν έκαμες μιας ώρας κανόνα, μη εγγίσης εδώ, πρώτα λύσαι κάθε δεσμό, σήκωσε κάθε εμπόδιο, ελευθερώσου, εξομολογήσου, διορθώσου, μετανόησε!
Και τότε, που θα είσαι λυμένος, συγχωρημένος, ελαφρυμένος, έλα πλησίασε. Μα και τότε πάλι με ευλάβεια, με προσοχή! Ο Μωυσής για να πλησιάση εκεί που ήτο ο Θεός, στον καιόμενο βάτο, έλυσε το υπόδημά του. Με πόσο φόβο και τρόμο θα πρέπει να πατούσε εκεί όπου ήσαν αγκάθια και φωτιά; Αυτόν τον ίδιο φόβο και τρόμο πρέπει να έχης, όταν απλώνης τα χέρια και ανοίγεις το στόμα για να δεχθής την αγία Μετάληψι!
Πιστεύω Κύριε, πρέπει να λες, πως είσαι Θεός˙ ομολογώ ότι εγώ είμαι αμαρτωλός˙ πιστεύω ότι εσύ είσαι φωτιά που κατατρώγης τα πάντα, «πυρ καταναλίσκον». Ομολογώ πως είμαι ένα κατάξερο χορτάρι. Δεν είμαι άξιος να πλησιάσω εγώ ο αμαρτωλός τον Θεό, γιατί φοβούμαι μήπως κολασθώ. Είμαι χορτάρι και θα με κατακαύση η φωτιά! Όμως, επειδή Συ με φωνάζεις και με προσκαλείς έρχομαι εγώ ο ακάθαρτος για να καθαρισθώ από Σένα που είσαι η πηγή του αγιασμού, ο άρρωστος για να θεραπευθώ από Σένα που είσαι ο γιατρός των ψυχών!
Είμαι νεκρός και έρχομαι για να αναστηθώ από Σένα που είσαι ο άρτος της ζωής. Έρχομαι να φωτισθώ, να αγιασθώ γνωρίζοντας ότι είμαι αμαρτωλός και ανάξιος. Έρχομαι για να μη απομακρυνθώ πολύ από Σένα και με κατακυριεύση ο εχθρός της ψυχής μου! Ομολογώ και πάλι πως είμαι ανάξιος διότι είμαι αμαρτωλός. Όμως Εσύ ήλθες για να σώσης τους αμαρτωλούς.
Ω Κύριε, σώσον δη! Ωσαννά, ευλογημένος, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου!
ΜΕΓΑΛΗ ΠΛΑΝΗ
Μια μεγάλη πλάνη των Χριστιανών είναι η εξής: Αφού εξομολογηθούν και μεταλάβουν, σκέπτονται ότι εξεπλήρωσαν για μια ακόμη φορά το χρέος τους και άρα είναι πάλιν ελεύθεροι να κάνουν τα πρώτα και άλλα χειρότερα!
Αυτό πράγματι είναι μεγάλη πλάνη διότι ακριβώς επειδή εξωμολογήθησαν και μετέλαβαν, πρέπει στο εξής να συμπεριφέρωνται με μεγαλύτερη ευλάβεια και προσοχή. Αυτά όλα προέρχονται διότι δεν γνωρίζουν τι πάει να πη αγία Μετάληψις και πως πρέπει να συμπεριφέρεται μια ψυχή αφού μεταλάβη.
Όταν κατέβηκε ο Μωυσής από το όρος Σινά βαστούσε στα χέρια του τις δυο πλάκες της Διαθήκης, πάνω στις οποίες ήτο γραμμένος ο Δεκάλογος. Το πρόσωπό του άστραφτε από τόσο φως, ώστε ο αδελφός του Ααρών, και ο λοιπός λαός των Εβραίων δεν μπορούσαν να τον αντικρύσουν, θαμπωμένοι από την τόσι λάμψι.
Οπότε αυτός για να μπορέσουν να τον πλησιάσουν, σκέπασε το πρόσωπό του με ένα κάλυμμα˙ «και είδον υιοί Ισραήλ το πρόσωπον Μωϋσέως ότι δεδόξασται και εφοβήθησαν εγγίσαι αυτώ˙ και περιέθηκε Μωϋσής κάλυμμα επί το πρόσωπον αυτού». Από πού προήρχετο, όμως, το τόσο φως στο πρόσωπο του Μωυσέως, που βλέποντάς το ο καθείς να θαμπώνεται;
Ο Μωυσής παρέμεινεν επάνω στο όρος Σινά για πολλές ημέρες, συνομιλώντας με τον Θεό, πρόσωπον προς πρόσωπον. Από την μακράν συνομιλία του με τον Θεό, προσέλαβε εκείνη την λάμψι, με την οποία εφαίνετο τόσον δοξασμένη η όψις του. Είναι όμως μεγάλη η διαφορά να συνομιλή κανείς με τον Θεό κατά τύπον και σαν σε ασάφεια, όπως ο Μωυσής, και άλλο να το δέχεται κανείς στο στόμα του και στο στήθος του, εκείνος που μεταλαμβάνη αληθώς και πραγματικώς, αυτόν τον ίδιο τον Θεό! Τόσον έλαμψε το πρόσωπον του Μωυσέως, επειδή συνωμίλησε μόνον με τον Θεό. Πόσο πρέπει άραγε να λάμψη η ψυχή εκείνου που μεταλαμβάνει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού στα Άχραντα Μυστήρια;
Η θεία Γραφή λέγει πως οι Εβραίοι θαμπώνονταν να βλέπουν το πρόσωπο του Μωυσέως, γιατί έλαμπε σαν ήλιος. Και ο θείος Χρυσόστομος βεβαιώνει ότι οι δαίμονες εκθαμβούνται, τρέμουν, αποφεύγουν να βλέπουν το πρόσωπον ενός που μεταλαμβάνει. Και τούτο διότι εκείνη την ώρα φαίνεται ότι πνέει από το στόμα του μια φωτιά θεϊκή, θέαμα θαυμαστό για τους αγγέλους, φοβερό για τον διάβολο˙ «καθάπερ λέοντες φλόγα πνέοντες, ούτω της Ιεράς Τραπέζης εξερχόμενοι, φοβεροί γινόμεθα τω διαβόλω»!
Δεν υπάρχει αστέρι να λάμπη τόσο στον ουρανό, όσο λάμπει μια ψυχή από το φως της θείας χάριτος, την ώρα που μεταλαμβάνει! Και τούτο συμβαίνει γιατί δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένωσις του Θεού μεθ’ ημών˙ «θέωσις ημών, Θεού σύγκρασις και κοινωνία» γράφει Συμεών ο Θεσσαλονίκης.
Εμείς όταν μεταλαμβάνουμε, λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, συμμετέχουμε στην χάρι που έχει ο Χριστός μας και ως Θεός και ως άνθρωπος˙ «διά της αναιμάκτου θυσίας κοινωνούμεν ημείς τω Χριστώ και μετέχομεν Αυτού των παθημάτων και της Θεότητος».
Μεταλαμβάνοντες έχουμε τόσην χάριν και αναβαίνουμε σε τόσον ύψος αγιότητος, ώστε εάν αποθνήσκαμε αυτήν την ώρα, η ψυχή μας θα εύρισκε τόπον μέσα στους χορούς των μαρτύρων, των παρθένων, των ασκητών και θα φθάναμε αμέσως, σε μια χρόνου στιγμή εκεί όπου έφθασαν αυτοί ύστερα από πολύν καιρό και με μεγάλον αγώνα!
Θεέ μου! Λυτρωτά μου! Εάν έτσι είναι το άγιον θέλημά Σου, ας πεθάνω σ’ ένα τόπον έρημο, σ’ ένα δάσος, σ’ ένα βουνό. Δεν με νοιάζει! Μόνο πριν πεθάνω, ας αξιωθώ πρώτα να μεταλάβω το Αχραντον Σώμα και το Αίμα Σου! Αν εκείνη την ώρα θα σε έχω μαζί μου δεν φοβούμαι πως θα χαθώ. Με τέτοιο εφόδιο είμαι βέβαιος ότι θα φθάσω στο λιμάνι της Ουρανίου Σου Βασιλείας!
Λοιπόν, Χριστιανέ, αφού μεταλάβης πρόσεχε μη χάσης αυτό που κέρδισες! Κράτα καλά να μη σου πέση ο πολύτιμος μαργαρίτης! Φυλάξου από κάθε πλευρά της ζωής σου για να μη σου Τον αρπάξη ο πονηρός από την ψυχή σου…
Αγιάσθηκες με τα Άγια; Ζήσε ως άγιος! Εξήλθες καθαρός από το λουτρό της θείας Χάριτος; Μη πέσης πάλι στο βόρβορο των προηγουμένων σου αμαρτιών! Γιατρεύθηκες στην ψυχή! Μη ξανακυλήσης στην πρώτη σου αμαρτία! Ενώθηκες με τον Χριστό; Μείνε με τον Χριστό και λέγε «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου»!
Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου