Άνθρωπε τί να τα πάθης τί να τα παραδέρνης εάν σου βρέχει ο κύριος φλουρία δεν χορταίνεις.
Βλέπεις πως αποθαίνομε και σ' άλλον κόσμο πάμε πρίν να σου έλθη ο θάνατος για την ψυχή σου κάνε.
Γίνου Οικτίρμων στα ορφανά, πεινούσι και διψούσι, ελεημοσύνη σου ζητούν, γι' αυτό σ' ακολουθούσι.
Δώσε πτωχού ιμάτιον, γυμνόν και ένδυσέ τον, πάρε τον εις τον Οίκον σου, τάϊσε, πότισέ τον.
Έλεος θέλει ο Θεός και καθαράν καρδίαν καθώς το Ευαγγέλιο βοά στην εκκλησία.
Ζητούσι σου για το Χριστό, τον πλαστουργό του Κόσμου, για την ψυχή σου αφέντη μου, ολίγον άρτον δώσ' μου.
Ήκουσες πως εκάνασιν οι πρώην περασμένοι, μισθά κι εκτίζαν εκκλησιές κι είναι μακαρισμένοι.
Θεού φόβο δεν έχομε, στην Εκκλησία δεν πάμε βαγγέλιο ν' ακούσωμε κι' αντίδωρο να φάμε.
Ιδού λοιπόν τον θάνατον, όλοι τον καρτερούμε, μα την ημέρα πού 'ρχεται ποσώς δεν την νοούμε.
Καθώς μας λέγει ο Χριστός, μέσα εις τα βιβλία, να φεύγομε από το κακό κι' από την αμαρτία.
Λέγει ας 'ξαγοράσωμε τις μέρες όπου ζούμε, γιατί όταν έλθει ο θάνατος, όλα τα παραιτούμε.
Μα πάλι παραγγέλνει μας για την φιλαργυρία, το ψεύδος και την αρπαγή και την πλεονεξία.
Να πάμε θέλομε κι εμείς όλοι μας να κριθούμε στο ΦΟΒΕΡΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ, ΓΥΜΝΟΙ να εξεταστούμε.
Ξεχωριστά θε να κριθούν, εκείνοι που σουρεύουν, Θεού φόβο δεν έχουσι, ούτε ψυχή γυρεύουν.
Όταν ο κύριος ελθεί κρίνε την οικουμένη, θα μας ειπή: αμέτε 'σεις, στο πύρ, καταραμμένοι!!!
Πως δεν λογιάζεις άνθρωπε, ούτε στο νούν σου δεν βάζεις, τον θάνατο δεν μεριμνάς, δεν λες πως θα πεθάνης;
Ρηγάδες παίρνει ο θάνατος, πρίγκηπες, βασιλιάδες, Αρχιερείς και Ιερείς και Μητροπολιτάδες.
Σήμερα είμεθα κι εμείς σαν τα πουλιά του δάσους, όταν αργήσουσι να 'ρθούν και τες φωλιές των χάσουν.
Το τάφον άνοιξε να δης αν είναι και χωρίζεις, πτωχούς, πλουσίους Βασιλείς, κανένα δεν γνωρίζεις.
Υπό την γην γενόμεθα και των σκουλήκων βρώμα, το χώμα που πλαστήκαμε, το βάζομε και στρώμα.
Φόβος είναι να δη κανείς κανένα πεθαμένο, ασούσουμο, ανέγνωρο και ξεκοκκαλιασμένο.
Χωρία χωρίζει η ψυχή από το άλλο σώμα, το κάλλος εμαράνθηκε κι έγινε όλο βρώμα.
Ψυχοπονέστε τα ορφανά και φθάσατε τα κάλλη, όταν ο Κύριος ελθεί εξετάση να κάνη.
Ω πλούσιοι αχόρταγοι και πως δεν την φοβάστε την Ιερά Εξέταση κι' αμέριμνοι κοιμάστε;
Αυτό το <<ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙΟ>> το απήγγειλε στο σπίτι του Ιερέως Ιωάννου Βαρκαράκη στο χωριό Χουμεριάκο Λασιθίου στην Κρήτη, όπου φιλοξενήθηκε Αγιορείτης Μοναχός γύρω στα 1890.
Το διέσωσε από ΜΝΗΜΗΣ!!! η τελείως αγράμματη κόρη του Ιερέως, κοπελοπούλα, τότε, Δέσποινα Βαρκαράκη μετέπειτα σύζυγος του Ζαχαρία Εμμ. Δατσέρη και Μητέρα του Ιερέως - Διδασκάλου Ιωάννου Ζ. Δατσέρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου