Μακάριος εκείνος όστις θέλει φυλάξη και κρατήση έως τέλους την αμώμητον και αγίαν ημών Ορθόδοξον Πίστιν, την Πίστιν της Μιάς του Χριστού και Μητρός ημών Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, και υπομείνει τας διαφόρους θλίψεις, φυλακάς ή και εξορίας και λοιπάς κακώσεις. Ο τοιούτος θέλει στεφανωθή και συναριθμηθή μετά των Ομολογητών και Μαρτύρων. ( Βρεσθένης Ματθαίος νουθετική επιστολή 1936) ΟΙ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΟΥ.
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025
ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΤΟΥ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΥ.
Κήρυξ Γνησίων Ορθοδόξων
11 λ. · Κοινοποιήθηκε στους εξής: Οι φίλοι σας
ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΤΟΥ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΥ
«ΗΜΕΙΣ ΜΩΡΟΙ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ, ΥΜΕΙΣ ΔΕ ΦΡΟΝΙΜΟΙ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ...»
«Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ εἶναι σοφὸς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, πρέπει νὰ γίνει μωρὸς γιὰ νὰ γίνει σοφὸς ».(Α΄ Κορ. 3, 18)
Ο όσιος πατήρ ημών Ανδρέας ήταν σκλάβος στην υπηρεσία ενός πρωτοσπαθαρίου (αξιωματικού της αυτοκρατορικής φρουράς) . Πρόκοψε γρήγορα στα ιερά και θύραθεν γράμματα και προκαλούσε τον θαυμασμό του περίγυρού του με τις γνώσεις του.
Ο Χριστός, παρουσιαζόμενος με τη μορφή ενός νέου άνδρα, στον υπνο του , του έλεγε: «Τρέχε τον καλόν αγώνα γυμνός και γίνε σαλός για Μένα, ώστε να αξιωθείς τη Βασιλεία των Ουρανών!».
Με το πρώτο φως της ημέρας, υπακούοντας στη θεία εντολή, ο Ανδρέας ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του διά Χριστόν Σαλού ξεσχίζοντας τον χιτώνα του και βγάζοντας κραυγές Ο αφέντης του, θεωρώντας τον κυριολεκτικά δαιμονισμένο, πρόσταξε να τον πάνε στον ναό της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας και να τον αλυσοδέσουν εκεί. Περνούσε τις μέρες του στον τόπο εκείνο υποκρινόμενος τον παράφρονα με κάθε είδους εκκεντρικότητες και μυστικά προσευχόταν όλη νύχτα, στερεωμένος στην οδό αυτή με ένα όραμα από την αγία Αναστασία.
Η ΑΜΕΣΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΑΝΔΡΕΑ ΤΟΝ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟ
Ὁλη τὴν ἡμέρα ὁ Ἀνδρέας ἔκανε τόν τρελὸ καί τόν δαιμονισμένο, ἐνῶ τή νύχτα θρηνοῦσε καί προσευχόταν νοερά, παρακαλώντας τή μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ νὰ τὸν πληροφορήσει, ἄν ὁ ἀγώνας, πού εἶχε ἀρχίσει, ἦταν θεάρεστος.
Σταματώντας γιά λίγο τόν θρῆνο καί τήν προσευχή, εἶδε νὰ παρουσιάζονται ἕνας ὁλόλαμπρος γέροντας καί πέντε γυναῖκες, πού ἄρχισαν νά ἐπισκέπτονται ἕναν-ἔναν τούς ἀσθενεῖς. Ἀφοῦ πέρασαν ἀπ’ ὅλους, ἦρθαν καί στόν Ἀνδρέα. Πρῶτος στάθηκε μπροστά του ὁ γέροντας. Τόν κοίταξε κατάματα μέ ἤρεμη ματιά καί τοῦ χαμογέλασε συμπαθητικά, σάν νὰ εἶχε κάτι εὐχάριστο στόν νοῦ του. 'Ὑστερα γύρισε στήν πιό λαμπροφορεμένη γυναίκα καί τῆς εἶπε:
-Κυρία Αναστασία, δὲν θά τόν γιατρέφεις αὐτόν ἐδῶ;
-Δέν χρειάζεται τή βοήθειά μου, κύριέ μου, ἀποκρίθηκε ἐκείνη, γιατί τὸν ἔχει ἀναλάβει ἄλλος Γιατρός. Τόν ἔκανε καλά ἤδη Ἐκεῖνος πού τοῦ εἶπε: “Γίνε σαλός γιά χάρη μου, καί θ’ ἀποκτήσεις πολλά ἀγαθά στή βασιλεία μου”. Γνωρίζει ὁ Κύριος ὅτι τὸν ἀγώνα, πού ἄρχισε, δὲν θά τόν ἐγκαταλείψει ὥς τήν τελευταία του πνοή, γνωρίζει ὅτι μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἀγίου Πνεύματος θά γίνει ἐκλεκτὸ ὅργανό Του, ἅγιο κι ἀγαπημένο.
-Τά γνωρίζω, κυρία μου, τῆς εἶπε τότε ὁ γέροντας, τά γνωρίζω κι ἐγώ αὐτά. Ρώτησα, ὅμως, ἐπειδή τόν συμπάθησα.
Αὐτά εἶπαν, χαιρέτησαν τόν Ἀνδρέα καί μπῆκαν στόν κυρίως ναό γιά νά προσευχηθοῦν. Ἀπό τή στιγμή ἐκείνη δέν τούς ξαναεῖδε νά βγαίνουν ἢ νά μπαίνουν, ὥσπου, τά ξημερώματα, ὁ προσμονάριος χτύπησε τό ξυλοσήμαντρο γιά τόν Ὅρθρο. Θαύμασε ὁ ὅσιος γιά ὅσα τοῦ ἀποκαλύφθηκαν. Δόξασε τόν Θεό καί εὐχαρίστησε τή μεγαλομάρτυρα Ἀναστασία, πού τόσο γρήγορα ἀπάντησε στήν ἱκεσία του.
Δεμένος ὅλη τήν ἡμέρα, δέν ἔφαγε τίποτα. Τή νύχτα, ξάγρυπνος, προσευχόταν νοερά στόν Θεό καί τή μάρτυρά Του. Ξάφνου, τά μεσάνυχτα, ἐμφανίστηκε μπροστά του ἕνας δαίμονας σάν μαῦρος ἄνθρωπος μ᾿ ἕνα τσεκούρι στό χέρι. Τόν ἀκολουθοῦσαν πολυάριθμοι δαίμονες, κρατώντας ἄλλοι μαχαίρια, ἄλλοι ρόπαλα, ἄλλοι σπαθιά, ἄλλοι σκοινιά. Ὁ μαῦρος ἐκεῖνος ἦταν χιλίαρχος καί εἶχε ἔρθει μαζί μὲ τοὺς δαίμονές του γιά νά σκοτώσει τόν ὅσιο. Τρίζοντας λοιπόν, τὰ δόντια του μὲ λύσσα, ὅρμησε μέ το τσεκούρι του στόν Ἀνδρέα γιά νὰ τὸν χτυπήσει. Μαζί του ὅρμησαν καί οἱ ἄλλοι δαίμονες. Ὁ ὅσιος τότε σήκωσε τὰ χέρια καί φώναξε μέ δάκρυα στόν Θεό:
« Κύριε, μήν ἀφήσεις νά παραδοθεῖ σέ τοῦτα τὰ θηρία μιά ψυχή πού σέ δοξάζει!»ψαλμ73:19.
Καί ἀμέσως πρόθεσε:
-Ἄγιε Ἰωάννη Θεολόγε, βοήθησέ με!
Τήν ἴδια στιγμή ἀκούστηκαν ἀπὸ ψηλὰ μιά βροντή καί κάτι σάν μεγάλη ὀχλοβοή. Καί νά, παρουσιάστηκε ἕνας γέροντας μέ μεγάλα μάτια καί μέ πρόσωπο λαμπερὸ σάν τὸν ἥλιο! Τόν ἀκολουθοῦσαν πολλοί. Ἔκανε στόν ἀέρα τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί πρόσταξε τούς συνοδούς του:
—Ἀμπαρῶστε τίς πόρτες! Κανείς νὰ μὴ σᾶς ξεφύγει!
Ἀστραπιαῖα ἐκεῖνοι ἐκτέλεσαν τήν ἐντολή του, παγιδεύοντας μέσα στήν ἐκκλησία ὅλους τούς δαίμονες, πού φώναζαν μεταξύ τους ἀπελπισμένα:
—Μαύρη ἡ ὥρα πού βρεθήκαμε ἐδῶ μέσα! Ὁ ᾿Ιωάννης εἷναι πολύ σκληρός καί θά μᾶς βασανίσει φρικτά!
Ὁ σεπτός γέροντας πρόσταξε νά βγάλουν τήν ἁλυσίδα ἀπὸ τὸν λαιμό τοῦ Ἀνδρέα. Τήν πῆρε στά χέρια του, στάθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη τοῦ ναοῦ καί φώναξε:
—Νά μοῦ τούς φέρνετε ἕναν-ἕναν!
Τοῦ ἔφεραν τόν πρῶτο.
—Ξαπλῶστε τον κάτω, εἶπε.
Καί ἀφοῦ δίπλωσε τήν ἁλυσίδα στά τρία, ἔδωσε ἑκατό χτυπήματα στόν δαίμονα, πού κραύγαζε ἱκετευτικά:
—Ἔλεος! Ἔλεος!
Ὑστερα ξάπλωσαν καταγῆς ἕναν ἄλλο. Τόν μαστίγωσε κι αὐτὸν σκληρά. Τό ἴδιο ἔκανε καί σ’ ὅλους τοὺς ὑπολοίπους.
Ὁ μακάριος Ἀνδρέας, τούς ἔβλεπε νά δέρνονται καί νά πονοῦν σάν νὰ ἦταν ἄνθρωποι. Στήν πραγματικότητα, ὅμως, τούς βασάνιζε ὁ Θεός, γιατί ἡ φύση τους, ὡς ἀσώματη, δὲν μπορεῖ νὰ πάσχει.
Καθώς οἱ δαίμονες ἔφευγαν δαρμένοι, οἱ συνοδοί τοῦ σεπτοῦ γέροντα τούς ἔλεγαν:
—Πηγαίνετε τώρα στόν πατέρα σας, τόν σατανά, καί δεῖξτε του τὸ κατάντημα σας, νὰ δεῖτε πόσο θά χαρεῖ...
Ὅταν ἔγιναν ἄφαντοι ὅλοι, πλησίασε ὁ γέροντας τόν ὅσιο, τοῦ πέρασε στόν λαιμό τήν ἁλυσίδα καί τοῦ εἶπε:
—Εἶδες πόσο γρήγορα ἦρθα νά σέ βοηθήσω! Νοιάζομαι πολύ γιά σένα, γιατί ὁ Κύριος μοῦ ἔδωσε ἐντολή νά φροντίζω γιά τή σωτηρία σου. Κάνε ὑπομονή, λοιπόν, γιά νά φανεὶς ἄξιος σέ ὅλα. Σύντομα ὁ ἀφέντης σου θά σέ ἐλευθερώσει, καί θά πᾶς ὅπου σοῦ ἀρέσει.
—Ποιός εἶσαι, κύριέ μου; τὸν ρώτησε ὁ ὅσιος. Δέν σέ ξέρω.
—Εἶμαι ἐκεῖνος πού ἔγειρε στό ἄχραντο καί ζωοποιό στῆθος τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, (Ιω.13:25)
Ἔτσι εἶπε καί χάθηκε σάν ἀστραπή. Ὁ ὅσιος ὅλος θαυμασμό δόξασε τόν Θεό, γιατί, στέλνοντας τόν ἀγαπημένο Του μαθητή Ἰωάννη, τόν λύτρωσε ἀπό τά σκοτεινά πνεύματα, πού ξεσηκώθηκαν ἐναντίον του.
—Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἔλεγε, μεγάλη, ἀσύλληπτη εἶναι ἡ δύναμή Σου καί ὑπερένδοξη ἡ εὐσπλαχνια Σου, γιατί μοῦ φαίνεται παράξενο καί θαυμαστό νά νοιάζεσαι γιά μένα, τόν ταπεινό, καί νά μέ ἐλεεῖς. Κύριε ὕψιστε καί παντοδύναμε, κράτησέ με γιά πάντα στήν ἀλήθεια Σου. Θεέ φοβερέ καί ἀκατάληπτε, ἀξίωσέ με νά βρῶ χάρη κοντά Σου.
Κάποια ημέρα συνέβη κάτι παράδοξο στο θεράποντα του Κυρίου. Κατά την συνήθειά του, για να μην γνωρίζει κανείς την εργασία του στους προθάλαμους των εκκλησιών, όπου προσευχόταν, πορευόταν κρυφά προς το ναό της Πανυμνήτου Θεοτόκου, στην αριστερά στοά της αγοράς του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Έτυχε, τότε, κάποιο παιδί να διέρχεται τη λεωφόρο, εκτελώντας διαταγή του κυρίου του. Ο Όσιος πήγαινε προς το ναό για να προσευχηθεί· το παιδί τάχυνε το βήμα του και τον πρόφθασε, χωρίς ο Όσιος να το αντιληφθεί. Όταν έφθασε προ των πυλών του ναού ο Ανδρέας, Θεού θέλοντος, εξέτεινε τη δεξιά του χείρα και αφού σφράγισε με το σημείο του τιμίου Σταυρού τις πύλες, αυτές ευθύς υποχώρησαν. Εισήλθε στο ναό και άρχισε τις προσευχές, μη γνωρίζοντας ότι κάποιος τον παρακολουθούσε.
Το παιδί, το οποίο ακολουθούσε τον Όσιο, γνώριζε ότι ο άνθρωπος ήταν σαλός. Όταν τον είδε να ανοίγει αυτομάτως τις πύλες του ναού, έφριξε και κυριεύθηκε από τρόμο· έλεγε, λοιπόν, στον εαυτό του: «Ποιόν δούλο του Θεού οι κατά αλήθειαν μωροί σαλό ονομάζουν! Πόσο μεγάλος άγιος είναι, και εμείς οι ανόητοι αγνοούμε! Πόσους κρυφούς δούλους έχει ο Θεός και ουδείς γνωρίζει τα περί αυτών!».
Αυτά λογιζόταν το παιδί και πλησίασε, για να μάθει τί κάνει ο Άγιος εντός του ναού· βλέπει, λοιπόν, αυτόν προ του άμβωνος να κρέμεται στον αέρα και να προσεύχεται. Κατεπλάγη από το παράδοξο τούτο θέαμα και αναχώρησε, για να εκτελέσει την διαταγή του κυρίου του.
Ο Όσιος τελείωσε την προσευχή του και έφυγε. Εξερχόμενος από το ναό, ασφάλισε πάλι τις θύρες με το σημείο του Σταυρού. Τότε αντιλήφθηκε την παρουσία του παιδιού και λυπήθηκε, επειδή κάποιος οικέτης έγινε θεατής των συμβάντων· ανέμενε την επιστροφή του παιδιού, για να του παραγγείλει να μην αποκαλύψει τα περί του Οσίου. Συνάντησε το παιδί και είπε: «Φύλαξε, τέκνον, όλα όσα είδες στον τόπο τούτο και θα έχεις το έλεος του Κυρίου του Θεού».
Μία ημέρα, προς το τέλος της αγίας Τεσσαρακοστής, ο λαός της βασιλευούσης των πόλεων, της Κωνσταντινουπόλεως, επευφημούσε τον Δεσπότη Χριστό μετά βαΐων και ύμνων. Βλέπει, τότε, ο μακάριος Ανδρέας, κάποιον γέροντα, ωραίο κατά την εξωτερική εμφάνιση, να εισέρχεται στο ναό της του Θεού Σοφίας.
Πλήθος λαού τον ακολουθούσε, με βάια και σταυρούς, οι οποίοι έλαμπαν ως αστραπή· μελωδούσαν μέλος τερπνό, ηδύ και σωτήριο. Ο ένας στον άλλο παραχωρούσε το προβάδισμα και όλοι κατευθύνονταν προς τον άμβωνα. Ο γέροντας εκείνος κατείχε κινύρα και έκρουε τις χορδές συνοδεύοντας τους ψάλτες. Ο μακάριος ετέρπετο από το θέαμα και την ψαλμωδία· σκίρτησε και είπε: «Μνήσθητι Κύριε τοῦ Δαβὶδ καὶ πάσης τῆς πραότητος αὐτοῦ. Ἰδού, ἀκούσαμε τὴν Κυρία τὴν Κυριοπρεσβεύτρια καὶ τὴν εὑρήκαμε ὅμοια πρὸς τὴ Σοφίαν τὴν τερπνή».
Αυτά έλεγε ο Άγιος. Κάποιοι από τους παρευρισκόμενους σοφούς έλεγαν: «Πώς, σαλέ; Αναφέρεται στο στίχο αυτό του ψαλμού η Παναγία; Τί είναι αυτά τα οποία λέγεις;». και εξ αιτίας της άγνοιάς τους γέλασαν και αναχώρησαν. Ο μακάριος τα έλεγε αυτά επειδή είδε τον Δαβίδ με άλλους Προφήτες να έχουν έλθει εκεί.
Έτσι θεοφιλώς έζησε ο διά Χριστόν σαλός Άγιος Ανδρέας και κοιμήθηκε με ειρήνη σε ηλικία εξήντα έξι ετών. Ευθύς ευωδίασαν μύρα και θυμιάματα στον τόπο εκείνο, όπου άφησε το πνεύμα του ο Άγιος.
Μία γυναίκα φτωχή, η οποία διέμενε πλησίον οσφράνθηκε την ηδύπνοο και ασύγκριτη ευωδία. την ακολούθησε, λοιπόν, αυτή και έφθασε στον τόπο εκείνο όπου έκειτο ο Άγιος. Βρήκε τον μακάριο νεκρό· ήδη δε ανέβλυζε μύρο από το τίμιο λείψανό του.
Έτρεξε, λοιπόν, και ανήγγειλε το θαύμα, επικαλούμενη με όρκο ως μάρτυρα τον Θεό. Πολλοί συγκεντρώθηκαν τότε, αλλά δεν βρήκαν το τίμιο λείψανο του Αγίου. Τους προκαλούσε κατάπληξη, όμως, η ευοσμία του μύρου και των θυμιαμάτων. Ο Κύριος, ο Οποίος γνωρίζει τα κρίματα εκάστου και τα απόκρυφα κατορθώματα του Αγίου, μετέθεσε το λείψανο του Αγίου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου