Μακάριος εκείνος όστις θέλει φυλάξη και κρατήση έως τέλους την αμώμητον και αγίαν ημών Ορθόδοξον Πίστιν, την Πίστιν της Μιάς του Χριστού και Μητρός ημών Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, και υπομείνει τας διαφόρους θλίψεις, φυλακάς ή και εξορίας και λοιπάς κακώσεις. Ο τοιούτος θέλει στεφανωθή και συναριθμηθή μετά των Ομολογητών και Μαρτύρων. ( Βρεσθένης Ματθαίος νουθετική επιστολή 1936) ΟΙ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΟΥ.
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024
ΠΡΑΞΙΣ 6/13-7-1983 ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΑΚΑΙΝΟΤΟΜΗΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Γ.Ο.Χ. ΕΛΛΑΔΟΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΓΟΧ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
Γραφεια: Κωνσταντινοπόλεως 22
ΑΘΗΝΑ
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΑΚΑΙΝΟΤΟΜΗΤΟΥ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Γ.Ο.Χ. ΕΛΛΑΔΟΣ
ΘΕΜΑ: "Καταδίκη τοῦ λεγομένου παλαιοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ"
῾Η ῾Ιερά Σύνοδος τῆς ῾Ιεραρχίας τῆς ᾿Ακαινοτομήτου ᾿Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος ἐν τῇ συνεδρίᾳ Αὐτῆς τῆς 13-7-83 ἐπελήφθη τοῦ θέματος τοῦ λεγομένου "παλαιοημερολογιτικοῦ οἰκουμενισμοῦ" καί
ΛΑΒΟΥΣΑ ΥΠ᾿ ΟΨΙΝ
α) ῞Οτι ὁ λεγόμενος "παλαιοημερολογιτικός οἰκουμενισμός" διδάσκει διδασκαλίαν αὐτόχρημα αἱρετικήν, ἤτοι, ὅτι ἅπασαι αἱ ἀκολουθοῦσαι τό παλαιόν ἡμερολόγιον, ὁμάδες ἤ παρατάξεις συναποτελοῦσι καί ἀνήκουσι εἰς τήν Μίαν, ῾Αγίαν, Καθολικήν καί ᾿Αποστολικήν τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίαν καί ὅτι ἐπιβάλλεται ἕνωσις αὐτῶν νοουμένη καί οἰκουμενιστικήν ἀντίληψιν καί οὐχί κατά τήν ᾿Ορθόδοξον Ὁμολογίαν καί ᾿Εκκλησιολογίαν.
β) ῞Οτι ὁ "παλαιοημερολογιτικός οἰκουμενισμός" εἶναι καρπός καί συνέπεια τοῦ ἀντιχρίστου Οἰκουμενισμοῦ, τῆς παναιρέσεως τοῦ αἰῶνός μας, ὅστις ἐπιχειρεῖ διά τῶν κατατμήσεων καί διαιρέσεων καί τῆς ἐκκλησιολογικῆς συγχύσεως νά παραχαράξῃ τήν ᾿Ορθόδοξον ῾Ομολογίαν - ᾿Εκκλησιολογίαν καί νά εἰσαγάγῃ καί εἰς τήν ᾿Ακαινοτόμητον ᾿Εκκλησίαν τήν αἰρετικήν ταύτην διδασκαλίαν, ἵνα οὕτω πλήξῃ Αὐτήν.
γ) ῞Οτι ὁ αἰών, τόν ὁποῖον διανύομεν, εἶναι αἰών γενικῆς ἀποστασίας καί ἐκκλησιολογικῆς συγχύσεως, τήν ὁποίαν ἐδημιούργησεν ὁ ἀντίχριστος Οἱκουμενισμός, ἡ δέ κρισιμότης τῶν καιρῶν, ἀπαιτεῖ ἰδιαιτέρως συνεχῆ βίωσιν καί καθαράν ῾Ομολογίαν τῆς ᾿Ορθοδόξου Πίστεως καί διδασκαλίας τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
δ) ῞Οτι "τό τῆς ἐκλογῆς σκεῦος", ὁ θεῖος Παῦλος πᾶσιν ἡμῖν ἐντέλλεται: "Προσέχετε ἑαυτοῖς καί παντί τῷ ποιμνίῳ, ἐν ὧ ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους ποιμαίνειν τήν ᾿Εκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος", προαγορεύων, ὅτι "λῦκοι βαρεῖς μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου καί ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν" ἀναστήσονται ἐν μέσῳ τῆς τοῦ Θεοῦ ᾿Εκκλησίας, παρακελευόμενος γρηγορεῖν ἡμᾶς.
ε) ῞Οτι ἠγέρθησαν τινές λαλοῦντες διεστραμμένα, οἵτινες ἐπί ἀθετήσει τῆς ῾Ομολογίας καί ᾿Εκκλησιολογίας τῆς ῾Αγίας τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας καί ἐπί καταφρονήσει τῶν θείων καί ῾Ιερῶν Κανόνων καί ἐν γένει τῆς ῾Αγίας καί ῾Ιερᾶς Παραδόσεως κηρύττουσι γυμνῇ τῇ κεφαλῇ "παλαιοημερολογιτικόν Οἰκουμενισμόν", ἐπί ταραχῇ τῆς τῶν πιστῶν ὁμηγύρεως.
᾿Επειδή ὁ "παλαιοημερολογιτικός οἰκουμενισμός" κατελέγχεται ὑπό τοῦ συντάγματος τῶν θείων καί ῾Ιερῶν Κανόνων καί εἶναι ξένον τι καί πολέμιον πρός τήν ᾿Ορθόδοξον ῾Ομολογίαν καί ᾿Εκκλησιολογίαν τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Διά τοῦτο μετά τῶν ἁγἰων καί Θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν "ἀσπασίως τούς θείους καί ῾Ιερούς Κανόνας ἐνστερνιζόμενοι"
ΕΝ ΑΓΙΩ ΠΝΕΥΜΑΤΙ ΑΠΟΦΑΙΝΟΜΕΘΑ
Α'. Καταδικάζομεν καί κατακρίνομεν τόν λεγόμενον "παλαιοημερολογιτικόν οἰκουμενισμόν", ὡς ξένον καί Ἀλλότριον τῆς ᾿Ορθοδόξου ῾Ομολογίας καί ᾿Εκκλησιολογίας τῆς ῾Αγίας τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας.
Β'. ᾿Εν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ ὁμολογοῦμεν καί διακηρύσσομεν, ὅτι ἡ Γνησία ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία, ἡ οὕτως ἃποκληθεῖσα πρός διάκρισιν "ἃκαινοτόμητος", .η "᾿Εκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ." εἶναι ἡ συνέχεια τῆς Μίας, ῾Αγίας, Καθολικῆς καί ᾿Αποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας, ἐξ ἧς Ἀπεσχίσθησαν, Ἀφ᾿ ἑνός μέν ἡ Καινοτόμος Νεοημερολογιτική ᾿Εκκλησία, διά τῆς εἰσαγωγῆς τῆς καταδεδικασμένης Παπικῆς Καινοτομίας, ἥτις εἰσήχθη ὡς Οἰκουμενισμός τό 1924, Ἀφ᾿ ἑτέρου τά διάφορα παλαιοημερολογιτικά σχίσματα, ἅτινα ἐδημιουργήθησαν διά τῆς παραχαράξεως ὑπ᾿ αὐτῶν τῆς ῾Ομολογίας - ᾿Εκκλησιολογίας τῆς Ἀκαινοτομήτου ῾Αγίας τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας.
Γ᾿. Αὕτη ἡ ᾿Ορθόδοξος ῾Ομολογία - ᾿Εκκλησιολογία διετυπώθη καί διεκηρύχθη ἃπό τοῦ 1924, διεκηρύχθη δέ καί Συνοδικῶς τό ἱστορικόν ἔτος 1935. Ταύτην καί ἡμεῖς διαφυλάσσομεν, κηρύσσομεν καί ὁμολογοῦμεν. "Οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν", τούς δέ ἀλλοτρίως φρονοῦντας, ἀλλοτρίους τῆς τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας κηρύσσομεν.
Δ'. ῾Ομοφώνως ἀποδοκιμάζομεν καί αἵρομεν ἐκφράσεις ἤ διατυπώσεις, αἱ ὁποῖαι ἀσχέτως ὑπό ποίας συνθήκας, ἤ ὑπό ποίων ἐγράφησαν, εἶναι ἀπαράδεκτοι ἐξ ὀρθοδόξου ἀπόψεως καί ξέναι πρός τήν ᾿Ορθόδοξον ῾Ομολογίαν καί ᾿Εκκλησιολογίαν, καί ὁρίζομεν, ὅπως τοῦ λοιποῦ, ἄτε παρεισφρύσασαι εἴτε ἐξ ἀπροσεξίας, εἴτε δι᾿ ἀνθρωπίνην ἃδυναμίαν, θωροῦνται μή γεγραμμέναι.
᾿Εν σωτηρίῳ ἔτει 1983, 13η ᾿Ιουνίου (Ε.Η.)
῞Επονται αἱ ὑπογραφαί
+ ῾Ο ᾿Αθηνῶν καί πάσης ῾Ελλάδος ᾿Ανδρέας.
+ ῾Ο Μεσσηνίας Γρηγόριος
+ ῾Ο ᾿Αττικῆς καί Μεγαρίδος Ματθαῖος
+ ῾Ο Βρεσθένης Λάζαρος
+ ῾Ο ᾿Αργολίδος Παχώμιος
+ ῾Ο Φθιώτιδος Θεοδόσιος
+ ῾Ο Σερβίων καί Κοζάνης Τῖτος
Ο ΑΡΧΙΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ
+ ῾Ιερομόναχος Κήρυκος Κοντογιάννης
ΣΧΟΛΙΑ
Κήρυξ Γνησίων Ορθοδόξων
Θεωρω
πολυ σημαντικην την υπ αριθμ. 6/13-7-1983 απόφασιν της Ιερας Συνοδου,
οχι διοτι ημουν ο συντακτης καί εισηγητης αυτης, αλλα κυριως διοτι η
υπογραφη της τοτε πλειοψηφιας της Ιερας Συνοδου υπό τας συνθηκας που
υπεγραφη ητο μια μεγαλη Ομολογια Πϊστεως
καί μια ακόμη επιβεβαιωσις οτι η Ιερα Συνοδος συνεχιζει την πρό του
1971 ομολογιακην καί εκκλησιολογικην πορειαν της, οπως δηλαδη την
παρελαβεν υπό του Αγιου Πατρος Ματθαιου. Καί τουτο διοτι από το 1971 καί
μεχρι του 1983 πολλα αντιφατικα καί βλασφημα ελεγοντο καί εγραφοντο καί
διεδιδοντο που εκλόνιζον το ποίμνιον καί εδιδαν τροφην εις τους
επιβουλους της Γνησιας Ορθοδοξιας τους εκ δεξιων καί εξ αριστερων, ητοι
τους ουνιτας παλαιοημερολογιτας καί νεοημερολογιτας οικουμενιστας. Θα
ακολουθησουν σχολια. Οποιος θελει μπορει να σχολιαση, αλλα εις πλαίσια
ευπρεπειας, Να διευκρινισω οτι ητο η πρωτη επίσημος Συνοδικη απόφασις
μετα το 1971, με την οποίαν ηρχισε να επαναφερεται η κλονισθεισα πιστις
των Ορθοδοξων. Καί επίσης να διευκρινισω οτι η απόφασις αυτη δεν
υπεγραφη υπό του τοτε Κιτιου Επιφανιου, ο οποιος αν καί συμμετειχε την
συγκεκριμενην συνεδριασιν, εδηλωσε οτι συμφωνει με το περιεχομενον, αλλα
δεν θα την υπογραψει διοτι περιεχεται ο χαρακτηριρισμος "ακαινοτομητος
εκκλησια" καί θα ευρεθη εις συγκρουσιν με τον π. Ευθυμιο, οποιος μας
κατηγορουσε ως αιρετικους δια το "ακαινοτομητος". Επίσης δεν την
υπεγραψε καί ο τοτε Πειραιως καί Νησων Νικολαόυ, (δεν ενθυμουμαι με
ποίαν δικαιολογιαν), αλλά μαλλον διοτι τοτε ειχεν υπέρ αυτου το
Απαλλακτικον Βουλευμα (54/76) του Πλημμελειοδικειου Πειραιως καί
εφοβειτο να μην αποκαλυφθη η προδοσια του 1971 καί μετεπειτα του 1974.
Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024
ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ
+ Ο ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΚΗΡΥΚΟΣ
ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Δ/ΝΣΙΣ: ΕΠΙΣΚΟΠΕΙΟΝ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ
ΚΟΡΩΠΙ Τ.Κ.19400 Τ.Θ. 54 ΤΗΛ. 210.6020176, 210.2466057
Α.Π. 15 ‘Εν τῶ Ἐπισκοπειω Ἁγίας Αἰκατερίνης – Τιμίου Σταυροῦ τῆ 16/29. 3.2006
Ὑπ’ ὄψιν θεολόγου Ἐλευθερίου Γκουτζἰδη
ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ
Μελετώντας κάποια κείμενα περί ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος, εὗρον καί ἀντέγραψα δύο πολύ σημαντικά, τό ἕν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καί τό ἕτερον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τά ὁποῖα παραθέτω καί ἐν πρωτοτύπῳ καί ἐν μεταφράσει, διά νά χρησιμοποιηθοῦν, ὅπου δεῖ:
Περί Ἐκκλησιαστικῆς Εἰρήνης
«Τῆς ἐκκλησιαστικῆς εἰρήνης οὐδέν ὑψηλότερον! δι’ ἥν νόμος καί προφῆται, δι’ ἥν Θεός ἄνθρωπος γέγονε, τοῦτο δέ τό μέγα καί ἀνεξιχνίαστον ὄντως μυστήριον΄ ἥν ἦλθε Χριστός εὐαγγελίσασθαι, ἥν αὐτός Χριστός τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς πρό τοῦ πάθους καί μετά τήν ἐκ τοῦ πάθους ἀνάστασιν ἐδωρήσατο΄ ἥν καί εἰς οὐρανούς ἀνιών μετά τῆς σαρκός αὐτοῦ, ὅθεν κατεληλύθει ἄσαρκος, ὡς κλῆρον τοῖς ‘Αποστόλοις καί δι’ αὐτῶν τῆ Ἐκκλησία κατέλιπεν. Εἰρήνη δέ ἐστίν ἡ ἐν τῶ ἀγαθῶ συμφωνία΄ τό γάρ κακῶς συμφωνοῦν, στασιάζειν μᾶλλον ἤ εἰρηνεύειν λεχθήσεται»
Καί ἐν μεταφράσει:
«Τῆς ἐκκλησιαστικῆς εἰρήνης τίποτα ὑψηλότερο! Γι’ αὐτήν ὁ νόμος καί οἱ προφῆτες, γι’ αὐτήν ὁ Θεός ἄνθρωπος ἔγινε, αὐτό λοιπόν τό μέγα καί ἀνεξιχνίαστο πράγματι μυστήριο. Αὐτήν ἦλθε ὁ Χριστός νά εὐαγγελισθῆ. Αὐτήν ὁ Χριστός στούς μαθητές του πρό τοῦ πάθους Του καί μετά τήν Ἀνάστασή Του ἐδώρησε. Αὐτήν καί ὅταν ἀνέβηκε στούς οὐρανούς μέ τή σάρκα του, ἀπ’ ὅπου κατέβει ἄσαρκος, κληρονομιά στούς ἀποστόλους καί δι’ αὐτῶν στήν Ἐκκλησία του κατέλιπε. Εἰρήνη δέ εἶναι ἡ συμφωνία στό ἀγαθό. Γιατί τό νά συμφωνεῖ κανείς στό κακό, μᾶλλον διχοστασία παρά εἰρήνη θά ὀνομασθῆ».
(Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, PG 95, 65)
Περί τῆς ἁμαρτίας τοῦ σχίσματος.
«Οὐδέν οὕτως Ἐκκλησίαν δυνήσεται διαιρεῖν, ὡς φιλαρχία΄ οὐδέν οὕτω παροξύνει τόν Θεόν η, ὡς τό τήν Ἐκκλησίαν διαιρεθῆναι... ‘Ανήρ δέ τις ἅγιος εἶπε τι δοκοῦν εἶναι τολμηρόν, πλήν ἀλλ’ ὅμως ἐφθέγξατο. Τί δή τοῦτο ἐστίν; Οὐδέ μαρτυρίου αἷμα ταύτην δύνασθαι ἐξαλείφειν τήν ἁμαρτίαν ἔφησεν. Ταῦτα μοι εἰρήσθω πρός τούς ἀδιαφόρως διδόντας ἑαυτούς τοῖς σχίζουσιν τήν ‘Εκκλησίαν. Εἰ μέν γάρ καί δόγματος ἔχουσιν ἐναντία, καί διά τοῦτο οὐ προσῆκεν ἐκείνοις ἀναμίγνυσθαι΄ εἰ δέ τά αὐτά φρονοῦσι πολλῶ μᾶλλον. Τί δήποτε; Ὅτι φιλαρχίας ἐστίν ἡ νόσος... Διά τοῦτο λέγω καί διαμαρτύρομαι, ὅτι τό εἰς αἵρεσιν ἐμπεσεῖν τό τήν ‘Εκκλησίαν σχῖσαι οὐκ ἔλαττον ἐστι κακόν»
Καί ἐν μεταφράσει:
«Τίποτε δέν θά μπορέσει νά διαρεῖ ἔστι τήν Ἐκκλησία, ὅπως ἡ φιλάρχία. Τίποτε δέν παροξύνει ἔτσι τόν Θεό, ὅπως τό νά διαιρεθεῖ ἡ Ἐκκλησία... Κάποιος δέ ἅγιος ἄνδρας εἶπε κάτι, τό ὁποῖο φαίνεται ὅτι εἶναι τολμηρό, πλήν ὅμως τό εἶπε. Τί λοιπόν εἶναι αὐτό; Εἶπε ὅτι αὐτήν τήν ἁμαρτία δέν μπορεῖ νά τήν ἐξαλείψει οὔτε αἷμα μαρτυρίου. Αὐτά μου ἄς λεχθοῦνσ’ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι παραδίδουν τούς ἑαυτούς τους ἀπερισκέπτως σ’ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι σχίζουν τήν Ἐκκλησία. Γιατί ἐάν μέν ἔχουνκαί δόγματα ἀντίθετα, καί γι’ αὐτό τό λόγο δέν θά ἔπρεπε νά ἀναμιγνύονται μέ ἐκείνους΄ ἐάν δέ πρεσβεύουν τά ἴδια, πολύ περισσότερο. Γιατί λοιπόν; Γιατί τῆς φιλαρχίας εἶναι ἡ ἀρρώστεια.... Γιά τοῦτο λέγω καί διαμαρτύρομαι, ὅτι ἀπό τό νά περιπέσεικανείς στήν αἵρεση, τό νά σχίσει τήν ‘Εκκλησία, δέν εἶναι μικρότερο κακό»
(Ἁγίου ‘Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου , PG 62, 85-87)
Εὐχόμενος ἐν Κυρίῳ
+ Ο ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΚΟΣ
Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2024
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΜΑΡΚΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΕΦΕΣΟΥ ΤΟΝ ΕΥΓΕΝΙΚΟ
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
σε ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ
Αρχιμ. Κύριλλου
(Κεφαλόπουλου)
Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, αρχιεπίσκοπος Εφέσου, δεν είναι μία συνηθισμένη μορφή αγίου. Αποτελεί μία πολύπλευρη και δυναμική εκκλησιαστική προσωπικότητα, μία εμβληματική μορφή της Ορθοδοξίας. Με την στάση του στην σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας το 1438-39 ανεδείχθη πρωταγωνιστής αυτής και απετέλεσε ”σημείον αντιλεγόμενον”. Στο πρόσωπό του διατυπώθηκαν οι πιο αντιφατικές κρίσεις. Η ορθόδοξος Ανατολή και η Παπική Δύση τον θαύμασαν για τον δυναμισμό και την μαχητικότητα, αλλά και τον επέκριναν σκληρά για φανατισμό και στενότητα αντιλήψεων (κυρίως οι δυτικοί).
”Ζυμωμένος όμως με το πνεύμα και την σκέψιν των θεοκηρύκων Πατέρων και ενσαρκωτής του Ορθοδόξου θρησκευτικού αισθητηρίου του λαού, ούτε επτοήθη ούτε παρεσύρθη από την δίνην των γεγονότων. Είχεν εννοήσει εγκαίρως το πνευματικόν ψεύδος, επάνω εις το οποίον οι άλλοι, με την κοντόφθαλμον πολιτικήν των, προσεπάθησαν να στηρίξουν την σωτηρίαν της αυτοκρατορίας. Είχεν αισθανθεί το κλίμα και είχεν εισδύσει εις το βάθος του πραγματικού περιεχομένου της ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας. Και οξύνους καθώς ήτο, διέβλεψεν ότι ο Πάπας δεν ήθελεν την ένωσιν των Εκκλησιών. Ο Πάπας, μαζί με τους ηγεμόνας της Δύεως, έπαιζε μάλλον με το απερίγραπτον δράμα της νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως, την υποταγήν της οποίας ουδέποτε έπαυσαν να λαχταρούν και να επιδιώκουν.
Ο Άγιος Εφέσου, πεπεισμένος δι’ όλα αυτά, όπως επίσης και διά την κρυστάλλινην αλήθειαν, την οποίαν υπεστήριζεν, επέτυχε να αρθή εις το ύψος των περιστάσεων και να αναπετάση την σημαίαν του Σταυρού. Έθεσεν ευθύς εξ αρχής υπεράνω του πολιτικού συμφέροντος την διαφύλαξιν της Ορθοδόξου πίστεως και των Αποστολικών της παραδόσεων. Ύψωσε το πνευματέμφορον ανάστημά του και εστάθη αμετακίνητος εις την έπαλξιν. Έγινεν έτσι ο αδιαπέραστος θυρεός εμπρός εις την πύλην, την οποίαν επέμενε να περάση η Δύσις, δια να πατήση τον ιερόν χώρον της μαρτυρικής και ασκητικής Ορθοδοξίας.
Επειδή η πτώσις της Κωνσταντινουπόλεως υπερβαίνει τα στενά όρια του χρόνου και του τόπου και είναι γεγονός με παγκόσμιον αντίκτυπον, διά τούτο και η ταπεινή και γενναία μορφή του αγίου Μάρκου, επισκόπου Εφέσου, εφ’ όσον συνεδέθη με το συνταρακτικόν εκείνο δράμα του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, αποκτά αξίαν οικουμενικην… αυτό ακριβώς θα αποτελή πάντοτε και την δικαίωσιν των θεοφιλών αγώνων του επισκόπου Εφέσου αγίου Μάρκου του Ευγενικού, του οποίου τας θερμάς προς τον Κύριον πρεσβείαις πρέπει να εξαιτούμεθα εκ βάθους ψυχής πάντοτε μεν, ιδιαιτέρως σήμερον” (Νικ. Βασιλειάδη, Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ένωσις των Εκκλησιών, εκδ. ΣΩΤΗΡ, Αθήναι 2007, σελ. 3-5).
Ο Άγιος Μάρκος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στην συνοικία του Γαλατά το 1392, σε μία περίοδο παρακμής και συρρικνώσεως της αυτοκρατορίας, από γονείς ευσεβείς και επιφανείς, ευγενικής καταγωγής, εξ ου και το προσωνύμιο Ευγενικός. Ο πατέρας του Γεώργιος ήταν Διάκονος της μεγάλης Εκκλησίας, και η μητέρα του ονομαζόταν Μαρία. Ο άγιος έλαβε το βαπτιστικό όνομα Μανουήλ, και είχε ένα άλλον αδελφόν, τον Ιωάννην.
Και τα δύο αδέλφια με την φροντίδα των γονέων τους έλαβαν σπουδαία μόρφωση θύραθεν φιλοσοφική και χριστιανική μαθητεύοντες σε σπουδαίους διδασκάλους και φιλοσόφους της Πόλεως. Ο νεαρός Μανουήλ αγάπησε τον μοναστικό βίο και εισήλθε ως δόκιμος μοναχός στην Μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων. Σε ηλικία 25 ετών εκάρη μοναχός λαβών το όνομα Μάρκος. Χειροτονήθηκε διάκονος και ιερέας, ενώ για την μεγάλη του μόρφωση τοποθετήθηκε διευθυντής στο Πατριαρχικό φροντιστήριο. Ο ιερομόναχος Μάρκος ετιμάτο για την αρετή και την μόρφωσή του, και είχε καλή φήμη στους εκκλησιαστικούς κύκλους. Έτσι, ήταν πολύ φυσικό να τον επιλέξουν να συμμετάσχει στην βυζαντινή αποστολή που θα μετέβαινε στην Δύση, στην Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Ιδιαιτέρως επέμενε ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Παλαιολόγος, που εκτιμούσε την μόρφωσή του και ήθελε να τον συμπεριλάβει στην συνοδεία του, αφού προηγουμένως θέλησε να τον αναβαθμίσει εκκλησιαστικά και να τον περιβάλλει με το κύρος του μητροπολίτου. Η Σύνοδος του Πατριαρχείου τον εξέλεξε μητροπολίτην Εφέσου, λίγο πριν αναχωρήσουν για την Ιταλία. Τον μητροπολίτην πλέον Εφέσου Μάρκο τον Ευγενικό επέλεξαν και τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων να τα αντιπροσωπεύσει στον διάλογο με τους Λατίνους.
Η βυζαντινή αποστολή στην Φερράρα επρόκειτο να συζητήσει πολύ σοβαρά και δύσκολα ζητήματα, τις θεολογικές διαφορές που είχαν οδηγήσει στο Σχίσμα Δύσεως και Ανατολής λόγω των δογματικών παρεκκλίσεων και των πολιτικών απαιτήσεων των εκάστοτε Ρωμαίων Παπών για πρωτοκαθεδρία εκκλησιαστική και κοσμική (Πρωτείο). Ο αυτοκράτωρ επείγετο να έλθει σε συνεννόηση με την Δύση και τον Πάπα πιεζόμενος από την στρατιωτική απειλή των Οθωμανών και την εμφανή αδυναμία και παρακμή της συρρικνούμενης αυτοκρατορίας, και επιθυμούσε διακαώς την επίτευξη της ενώσεως των δύο Εκκλησιών, ελπίζοντας ότι μετά την Ένωση ο Πάπας και οι δυτικοί ηγεμόνες θα έσπευδαν να βοηθήσουν την Κωνσταντινούπολη στρατιωτικά και αποτελεσματικά για να αποκρουσθεί η οθωμανική απειλή. Ο αυτοκράτωρ θέλησε σε αυτές τις κρίσιμες συζητήσεις η ορθόδοξος ανατολή να εκπροσωπηθεί με τους καλύτερους άνδρες της στο ανώτερο επίπεδο αξιωματούχων του κράτους και της εκκλησίας, μεταξύ αυτών ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ, ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πλήθων Γεμιστός, οι μητροπολίτες Νικαίας Βησσαρίων και Εφέσου Μάρκος, αμφότεροι άνδρες ευρείας μορφώσεως χριστιανικής και φιλοσοφικής.
Τα θεολογικά ζητήματα που χώριζαν τις δύο Εκκλησίες Δύσεως και Ανατολής ήσαν πολύπλοκα και εχρονολογούντο από αιώνων, όπως η απαίτηση του Πάπα για το Πρωτείο μέσα στην Εκκλησία και υπεράνω αυτοκρατόρων και ηγεμόνων, η αίρεση του Φιλιόκβε ( περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος με την αυθαίρετη προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως από τους Λατίνους της φράσεως ”και εκ του Υιού”), το Καθαρτήριο Πυρ και άλλα λειτουργικά ζητήματα, όπως η χρήση αζύμων στην Θεία Κοινωνία, η μετουσίωση και ο καθαγιασμός των Τιμίων Δώρων, οι ημέρες της νηστείας κ.ά. Όλες αυτές οι δογματικές και λειτουργικές προσθήκες μονομερώς από την Λατινική Εκκλησία, η υπεροψία και η αλαζονεία των δυτικών όπως και η από αιώνων αμοιβαία καχυποψία που την συντηρούσαν οι επεκτατικές βλέψεις των Παπών στην Ανατολή, το Σχίσμα του 1054 με τους εκατέρωθεν αφορισμούς, οι βιαιοπραγίες των Σταυροφόρων κατά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1204, δυσχέραιναν επιπλέον τον επιχειρούμενο διάλογο στην Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας.
Ωστόσο, υπήρχε μία συγκρατημένη αισιοδοξία και από τις δύο πλευρές όσο και η μεγάλη επιθυμία του αυτοκράτορος Ιωάννου Παλαιολόγου, που θα πίεζε για λόγους πολιτικούς για την Ένωση, η άδολη επιθυμία εκ μέρους των Ορθοδόξων να παύσει επιτέλους το Σχίσμα των Εκκλησιών και να ενωθεί η διηρημένη Εκκλησία του Χριστού (Πατριάρχης Ιωσήφ, Βησσαρίων, Γ. Σχολάριος, Μάρκος ο Ευγενικός) και η πίεση του Πάπα Ευγενίου για λόγους εκκλησιαστικού και κοσμικού γοήτρου να επαναφέρει ”τους αιρετικούς Γραικούς” στην Καθολική Εκκλησία, ήσαν παράγοντες που πίεζαν τα πράγματα προς την επίτευξη της Ενώσεως. Δυστυχώς, οι συζητήσεις στην Φερράρα-Φλωρεντία έδειξαν πως οι προθέσεις των Δυτικών δεν ήσαν απολύτως ειλικρινείς και έντιμες για ένα γνήσιο και ισότιμο θεολογικό διάλογο, και έτσι χάθηκε η ευκαιρία να επιτευχθεί μία σταθερή Ένωση και όχι αυτή η εκβιαστική και υπό πιεστικές ιστορικές συνθήκες ψευδοένωση που άλλωστε δεν είχε τις προϋποθέσεις να διαρκέσει.
Υπό αυτές τις συνθήκες όδευαν οι ορθόδοξοι στην Σύνοδο της Φερράρας. Έχοντας περιγράψει τις συνθήκες αυτές μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την στάση και τις θέσεις του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού κατά την διάρκεια της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας.. όσο και τα κατόπιν αυτής, αφού υπεγράφη η Ένωση και υπέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.
Εξ αρχής διεφάνη η υπεροπτική και αλαζονική συμπεριφορά του Πάπα Ευγενίου προς τους ορθοδόξους. Απαίτησε ο αυτοκράτωρ, ο Πατριάρχης και οι λοιποί ορθόδοξοι αντιπρόσωποι να γονατίσουν μπροστά του, να του φιλήσουν το πόδι, να καθίσουν σε χαμηλότερους θρόνους (απαιτήσεις που δεν τις δέχθηκαν οι ορθόδοξοι ως υποτιμητικές και προσβλητικές. Άλλωστε, οι συζητήσεις τραβούσαν εις μάκρος, οι Λατίνοι ήθελαν να κουράσουν τους ορθοδόξους ελπίζοντες ότι οι στερήσεις στην καθημερινή τους τροφοδοσία και στις συνθήκες διαμονής, η νοσταλγία της επιστροφής στην πατρίδα μετά από πολύμηνη παραμονή σε ιταλικό έδαφος, οι πιέσεις, οι εκβιασμοί και οι χρηματικές υποσχέσεις του Πάπα θα έφερναν το επιθυμητό αποτέλεσμα, να κάμψουν το φρόνημα των ορθοδόξων και να τους αναγκάσουν έστω και απρόθυμα να υπογράψουν την Ένωση με τους όρους των Λατίνων.
Σε όλες αυτές τις πιέσεις στάθηκε ασυμβίβαστος υπερασπιστής της αληθείας της Πίστεως, υπέρμαχος και στύλος της Ορθοδοξίας ο Άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός. Ας παρακολουθήσουμε την στάση που κράτησε ο Άγιος Μάρκος στην διάρκεια της Συνόδου. Να διευκρινίσουμε εξ αρχής ότι ο Άγιος Μάρκος συμμετείχε στις συζητήσεις με διάθεση ειλικρινούς διαλόγου και γνήσιας επιθυμίας να γίνει η Ένωση σύμφωνα με την ακαινοτόμητη Ευαγγελική Αλήθεια και την Αποστολική Παράδοση της ενωμένης Εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας. Οι προθέσεις του Αγίου Μάρκου ήσαν υπέρ του διαλόγου και της συμφιλιώσεως( ”καταλλαγής”) επί τη βάσει της εν Χριστώ αγάπης και της αληθούς πίστεως. Αδίκως λοιπόν τον κατηγόρησαν οι Λατίνοι και οι φιλενωτικοί για πεισματική και αδιάλλακτη, σχεδόν φανατική στάση. Η αγνότητα και η ειλικρίνεια του Αγίου Μάρκου φαίνεται από το υπόμνημα που υπέβαλε στον Πάπα και δεικνύει τον πόθο του για Ένωση, και αρχίζει ως εξής: ”σήμερον της παγκοσμίου χαράς τα προοίμια, σήμερον αι νοηταί ακτίνες του της ειρήνης ηλίου τη οικουμένη πάση προανατέλλουσι, σήμερον τα του Δεσποτικού σώματος μέλη, πολλοίς πρότερον διεσπαρμένα τε και διερρηγμένα, προς την ένωσιν αλλήλων επείγεται. Ου γαρ ανέχεται η κεφαλή πάντων ο Θεός εφεστάναι διηρημένω τω σώματι, ουδέ τον της αγάπης δεσμόν εξ ημών ανηρήσθαι παντάπασιν η αγάπη βούλεται” (και συνεχίζει θρηνώντας για το σχίσμα) ”μέχρι τίνος οι του αυτού Χριστού και της αυτής πίστεως βάλλομεν αλλήλους και κατατέμνομεν; Μέχρι τίνος οι της αυτής Τριάδος προσκυνηταί δάκνομεν αλλήλους και κατεσθίομεν, έως αν υπ’ αλλήλων αναλωθώμεν και υπό των έξωθεν εχθρών εις το μηκέτι είναι χωρήσωμεν; Μη γένοιτο τούτο, Χριστέ Βασιλεύ, μηδέ νικήση την σην αγαθότητα των ημετέρων αμαρτιών η πληθύς” (Συροπούλου, Απομνημονεύματα V, 3).
Κατά την διάρκεια των συζητήσεων οι Λατίνοι επεκαλούντο χειρόγραφα των ανατολικών ορθοδόξων πατέρων για να στηρίξουν θεολογικώς τις κακοδοξίες τους, όμως τα παραθέματά τους ήσαν αλλοιωμένα. Ο Άγιος Μάρκος, βαθύς γνώστης της θεολογίας και των έργων των αγίων Πατέρων αντελήφθη την αλλοίωση των πρωτοτύπων κειμένων, και για να θέσει τον διάλογο σε ορθές βάσεις στα πλαίσια των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων που κατεδίκαζαν καινοτομίες και αυθαίρετες προσθήκες στα της πίστεως, επέμενε να αναγνωσθούν εις επήκοον όλων οι όροι και οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Φυσικά, οι Λατίνοι αντέδρασαν διότι έτσι θα απεκαλύπτετο η πλαστογραφία και απεχώρησαν. Όμως οι ορθόδοξοι αντιπρόσωποι εθαύμασαν την στάση του Αγίου Μάρκου: ”εάν έβλεπες αυτό το οποίον ο άγιος και έντιμος Μάρκος, μητροπολίτης Εφέσου, είπεν εις τον Πάπαν και εις όλους τους Λατίνους, θα εγελούσες και θα έκλαιγες. Όπως βλέπεις, ο άγιος Μάρκος Εφέσου είναι όμοιος με τους προηγουμένους Πατέρας, τον άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον, τον Μ. Βασίλειον και Γρηγόριον τον Θεολόγον. Βλέπεις επίσης και μόνος σου ότι τώρα οι Λατίνοι δεν τολμούν πλέον να αντιλέξουν εις τον άγιον Μάρκον. Ο Πάπας έφυγε με τους λογίους του, επήραν μαζί τους και όλα τα βιβλία των”.
Την ίδια στάση κράτησε ο Άγιος Μάρκος σε όλες τις συνεδριάσεις. Επέμενε οι θεολογικές διαφορές που χώριζαν Δυτική και Ανατολική Εκκλησία και επρόκειτο να συζητηθούν, Παπικό Πρωτείο, Φιλιόκβε, Καθαρτήριο Πυρ, να συζητηθούν στην βάση των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, ώστε με την ανάγνωση των Πρακτικών και των όρων να καταφανεί η αληθινή και ακαινοτόμητος πίστη. ”Πρώτον μεν εστίν αναγκαιοτάτη η ειρήνη, ήν κατέλιπεν ημίν ο δεσπότης ημών ο Χριστός, και η αγάπη. Δεύτερον, ότι παρέβλεψεν η Ρωμαϊκή Εκκλησία την αγάπην και διελύθη η ειρήνη. Τρίτον, ότι ανακαλουμένη νυν η Ρωμαϊκή Εκκλησία την καταλειφθείσαν αγάπην, εσπούδασεν ίν’ έλθωμεν ενταύθα και εξετάσωμεν τας μεταξύ ημών διαφοράς. Τέταρτον, ότι αδύνατον εστιν ανακαλέσασθαι την ειρήνην, εάν μη λυθή το σχίσματος αίτιον, και πέμπτον, ίνα και οι όροι των Οικουμενικών Συνόδων αναγνωσθώσιν, ως αν φανώμεν και ημείς σύμφωνοι τοις εν εκείνοις Πατράσι και η παρούσα σύνοδος εκείναις ακόλουθος” ( Συρόπουλος, Απομνημονεύματα, VI, κεφ. 27). Έτσι, ο Άγιος Μάρκος έθετε τα σωστά θεμέλια του θεολογικού διαλόγου, την αγάπη και την ειρήνη που θα αναιρέσουν το σχίσμα, εφ’ όσον οι αποφάσεις που θα ληφθούν να είναι σύμφωνες με το πνεύμα και την διδασκαλία των Αγίων και Οικουμενικών Πατέρων.
Ωστόσο, παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες και την καλήν διάθεση του Αγίου Μάρκου, όλες οι πλευρές πίεζαν να υπογραφεί η Ένωση πάση θυσία, έστω και κατ’ οικονομίαν και συμβιβαστικώς χωρίς να προϋπάρξει επίλυση των θεολογικών διαφορών. Ο Πάπας, οι Λατίνοι, οι φιλενωτικοί Βησσαρίων και Ισίδωρος Κιέβου βιάζονταν για την Ένωση όπως-όπως. Ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Παλαιοόγος κάλεσε τον Άγιο Μάρκο και τον πίεσε να δεχθεί την Ένωση, διότι αυτός ήταν το κύριο εμπόδιο για την άνευ όρων ψευδοένωση. Ο άγιος Μάρκος είπε τότε τον παροιμιώδη λόγον : ”ου ποιήσω τούτο ποτέ, καν ει τι και γένηται (=ό,τι και να γίνει)… τας των Δυτικών διδασκάλων φωνάς ούτε αναγνωρίζω ούτε παραδέχομαι, τεκμαιρόμενος ότι διεφθαρμέναι εισίν. Ου συγχωρεί (=δεν επιτρέπεται) συγκατάβασις εις τα της ορθοδόξου πίστεως”.
Οι αποφάσεις είχαν ληφθεί και οι εξελίξεις είχαν δρομολογηθεί. Ο Άγιος Μάρκος παρακολουθούσε τις εξελίξεις ”σιωπών και αλγών (=πονώντας) επί τοις γινομένοις”. Ακόμη και ο Πάπας τον εκάλεσε ενώπιόν του προσπαθώντας με πιέσεις και απειλές να τον πείσει πως αν δεν υπογράψει θα υποστεί τις συνέπειες. Για να τον υποτιμήσει περισσότερον δεν του προσέφερεν ούτε κάθισμα. Ο Άγιος Μάρκος έλαβε μόνος του κάθισμα προφασιζόμενος πόνους στα πόδια και κάθισε από μόνος του χωρίς την άδεια του Πάπα. Ήταν φανερό από την αγέρωχη και θαρραλέα στάση του ορθοδόξου ιεράρχου πως δεν θα υπέκυπτε στις παπικές πιέσεις και απειλές.
Τελικώς, η Ένωση υπεγράφη. Μόνον ο Πλήθων Γεμιστός και ο Άγιος Μάρκος δεν υπέγραψαν τον ενωτικό Όρο. Όταν έμαθε ο Πάπας Ευγένιος ότι ο Μάρκος Εφέσου δεν υπέγραψεν, είπε το παροιμιώδες: ”Μάρκος ουχ υπέγραψεν, ουδέν εποιήσαμεν!”. Έγινε πανηγυρική θεία λειτουργία, εμνημονεύθη ο Πάπας και ανεγνώσθη το κείμενο της Ενώσεως λατινιστί και ελληνιστί (από τον Βησσαρίωνα). Η ελληνική αντιπροσωπεία ανεχώρησε. Ο ίδιος ο αυτοκράτωρ εγγυήθηκε την ζωή του Αγίου Μάρκου, που παρ’ όλα αυτά τον εκτιμούσε βαθύτατα, και τον επιβίβασε στην αυτοκρατορική γαλέρα. Οι ορθόδοξοι, στον δρόμο της επιστροφής, έκαναν στάση στην Βενετία, όπου ελειτούργησαν στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας 17 Σεπτεμβρίου 1439, χωρίς παρουσία Λατίνων κληρικών και χωρίς να μνημονευθεί ο Πάπας. Ήταν φανερό πως οι ορθόδοξοι κατά βάθος δεν είχαν αποδεχθεί την Ένωση, έστω και αν κάτω από αφόρητες πιέσεις την υπέγραψαν.
Τα νέα για την Ένωση γρήγορα ταξίδευσαν στην Ανατολή. Και όπου περνούσε η ελληνική αντιπροσωπεία επιστρέφουσα εγένετο δεκτή από τους ορθοδόξους με αποδοκιμασίες, ενώ επευφημούσαν τον Μάρκο Εφέσου που δεν υπέγραψε. Προ των ανθενωτικών αντιδράσεων του πιστού λαού, οι αρχιερείς που είχαν υπογράψει δήλωναν μετανοιωμένοι. Έτσι, απαντούσαν ότι ”πεπράκαμεν (= πωλήσαμε) την πίστιν ημών, αντηλλάξαμεν τη ασεβεία την ευσέβειαν (= ανταλλάξαμε με τον ασεβή παπισμό την ορθόδοξο πίστη), προδόντες την καθαράν θυσίαν αζυμίται γεγόναμεν. -και δια τι υπεγράφετε; -φοβούμενοι τους Φράγκους. – η δεξιά αύτη υπέγραψε, κοπήτω, η γλώττα ωμολόγησεν, εκριζούσθω” ( Δούκα, Ιστορία Βυζαντινή, σελ. 216 Α) . Μπορεί ο αυτοκράτωρ να τοποθέτησε στην θέση του θανόντος πατριάρχου Ιωσήφ τον φιλενωτικό Μητροφάνη Κυζίκου, ωστόσο δεν έλαβε περισσότερα μέτρα για την εφαρμογή των όρων της Ενώσεως. Ο λαός αντιδρούσε, στους ναούς που λειτουργούσαν οι ενωτικοί δεν συμμετείχε θεωρώντας τους προδότες και εξωνημένους, ενώ τιμούσε τον Άγιο Μάρκο που ανεδείχθη στύλος και υπέρμαχος της ορθοδοξίας.
Νέοι αγώνες ανέμεναν τον Άγιο Μάρκο. Μετά την επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη, ανέλαβε το βάρος της ανθενωτικής προσπάθειας, μετέβη στην Έφεσο, αλλά κατόπιν εντολής του αυτοκράτορος, παρέμεινε σε περιορισμό στην Λήμνο (1440-1441). Εκεί, συνέταξε την περίφημη Εγκύκλιο ”προς τους απαναταχού της γης και των νήσων ευρισκομένους Ορθοδόξους Χριστιανούς” (P.G. 160, 112-204). Σε αυτήν διαφωτίζει τους ορθοδόξους πιστούς για το ζήτημα της Ενώσεως και πώς να βλέπει τους Λατίνους, ενώ ταυτοχρόνως τονίζει το γεγονός ότι οι ορθόδοξοι κράτησαν την πίστη των πατέρων ανόθευτη. Τους Λατίνους αποκαλεί ”αιρετικούς” διότι πιστεύουν ”άτοπα και δυσσεβή”, ότι στο Σύμβολο της Πίστεως προσέθεσαν ”παράλογον προσθήκην” ( το Φιλιόκβε), και αιτιολογεί τον χαρακτηρισμό των Λατίνων ως αιρετικών ως εξής: ”φασί γαρ οι φιλευσεβείς νόμοι, αιρετικός εστι και τοις κατά των αιρετικών νόμοις υπόκειται ο και μικρόν γουν τι παρεκκλίνων της ορθής πίστεως”. Εφ’ όσον οι Δυτικοί παρεξέκλινον της ορθοδοξίας τότε ”ορθώς απεκόψαμεν τούτους ως αιρετικούς”.
Για την συμπεριφορά των ορθοδόξων ως προς τους φιλενωτικούς και λατινίζοντες, αλλά και προς τους αιρετικούς Λατίνους, ο Άγιος Μάρκος τηρεί σκληρή και αδιάλλακτη στάση: ”φευκτέον αυτούς, ως φεύγει τις από όφεως ή κακείνων πολλώ δήπου χείρονας, τους χριστοκαπήλους και χριστεμπόρους”. Παρατηρούμε λοιπόν ότι μετά την υπογραφή της Ενώσεως ο άγιος Μάρκος σκληραίνει κατά πολύ την θέση του και χρησιμοποιεί βαρείς χαρακτηρισμούς.
Οι αποφάσεις της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας στην συνείδηση του ορθοδόξου πληρώματος εθεωρούντο άκυρες και μη δεσμευτικές. Ήδη ο Γ. Σχολάριος συντάσσει ”Σύντομον Απολογίαν” υπέρ των ανθενωτικών, ο λατινόφρων Πατριάρχης Μητροφάνης χαρακτηρίζεται ως αιρετικός και μητραλοίας της πίστεως, από τους τριάντα τρεις υπογράψαντες την Ένωση, οι περισσότεροι εγγράφως την απεδοκίμασαν και απέσυραν την υπογραφή τους , ενώ στην συνείδηση του πιστού λαού η Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας χαρακτηρίστηκε ως ”ληστρική”. Αλλά και επισήμως η Ορθόδοξος Εκκλησία απεκήρυξε την Φερράρα-Φλωρεντία. Μόλις το έτος 1443 συνήλθε Σύνοδος στα Ιεροσόλυμα με την συμμετοχή των πατριαρχών Ιεροσολύμων, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας και κατεδίκασαν την ψευδοένωση και τα της Συνόδου, αλλά και όλους τους λατινίζοντες. Νέα Σύνοδος συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη με συμμετοχή όλων των ορθοδόξων πατριαρχείων της Ανατολής το 1482, και κατεδίκασε τα συμβάντα στην Φλωρεντία ”τα κακώς και απερισκέπτως εν Φλωρεντία συνοδικώς πραχθέντα και δογματισθέντα ως δόγματα νόθα και της Καθολικής (=Ορθοδόξου) Εκκλησίας αλλότρια”, και η Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας ”αργή και ανενέργητος και ως μηδέ το κατ’ αρχάς όλως συστάσαι”.
Καθώς ο Άγιος Μάρκος με κλονισμένη την υγεία αισθανόταν το επίγειο τέλος της ζωής του να πλησιάζει, επέλεξε τον μαθητή του Γ. Σχολάριο (μετέπειτα πρώτο Πατριάρχη μετά την Άλωση) ως τον καταλληλότερο συνεχιστή του ανθενωτικού αγώνος ”ίνα ή αντ’ εμού πρόμαχος της Εκκλησίας και της υγιούς διδασκαλίας υφηγητής, και των ορθών δογμάτων και της αληθείας υπέρμαχος”.
Ο Άγιος Μάρκος Εφέσου εκοιμήθη σε ηλικία 52 ετών, την 23η Ιουνίου 1444 ή 1445, και ετάφη στην Μονή Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων, στην Κωνσταντινούπολη, όπως μας πληροφορεί ο αδελφός του Ιωάννης. Ο μαθητής του, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος Σχολάριος ώρισε με συνοδική απόφαση του 1456 να εορτάζεται η μνήμη του ως αγίου την 19η Ιανουαρίου και να ψάλλεται η ακολουθία του. Και το έτος 1734 νέα Συνοδική απόφαση επί πατριάρχου Σεραφείμ επαναβεβαιώνει να τιμάται ο Μάρκος Εφέσου ως άγιος: ”η καθ’ ημάς αγία του Χριστού Ανατολική Εκκλησία τον Ιερόν τούτον Μάρκον Εφέσου τον Ευγενικόν και οίδε και τιμά και αποδέχεται άγιον άνδρα και θεοφόρον και όσιον και ζηλωτήν της ευσεβείας διάπυρον, και των καθ’ ημάς ιερών δογμάτων και του ορθού λόγου της ευσεβείας πρόμαχον και προασπιστήν γενναιότατον και των προηγησαμένων εν τοις αρχαίοις χρόνοις ιερών θεολόγων, και κοσμητόρων της Εκκλησίας μιμητήν και εφάμιλλον”.
Κρίσεις και αποτιμήσεις του χαρακτήρος και της προσφοράς του Αγίου Μάρκου.
Πανθομολογούμενη η αρετή, η αγιότης του βίου, η ευρυμάθεια και η συνέπεια στην ορθόδοξο πίστη, ο Άγιος Μάρκος απήλαυε του σεβασμού φίλων και αντιπάλων.
”ο θαυμάσιος ούτος πατήρ και μέγας διδάσκαλος, ο μακαριώτατος κυρ Μάρκος ο Εφέσου, πολύς τω όντι εν τη σοφία και αρετή και τη πείρα των της Εκκλησίας δογμάτων” (Θεόδωρος ο Μηδείας).
”είναι θαυμάσιος άνθρωπος, κεκοσμημένος με πνευματικά χαρίσματα και πλήρης παντοίας θείας σοφίας, ασκήσας βίον όσιο, προτού γίνη αρχιερεύς, και αν και διέπρεψε εις την Σύνοδον, είναι εκτός πάθους, προσηλωμένος μόνον εις τον Θεόν και έχων τον νουν του εις Αυτόν μόνον, απ’ όλα τα βιωτικά και όσα ανάγονται εις την περιποίησιν του σώματος, ευρισκόμενος όλως διόλου μακράν. Και επειδή είναι τέτοιος άνθρωπος, την εξορίαν δεν την φοβείται, την πείναν δεν την τρέμει, την δίψαν δεν την υπολογίζει, δεν φρίττει την μάχαιραν, την φυλακήν δεν δειλιά, τον θάνατον τον θεωρεί ευεργέτην” (Θεόδωρος Αγαλλιανός, μοναχός στην Μονή των Μαγγάνων) [ από το βιβλίο του αρχιμ. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου για τον άγιο Μάρκο, εκδ. Ορθοδόξου Τύπου, σελ. 25-26].
”Θεοειδής την τε ψυχήν και προαίρεσι, μόνος αυτός έργοις τε και λόγοις στύλος ανεδείχθη Ορθοδοξίας εναντίον βασιλέων και τυράννων, γυμνή τη κεφαλή την αλήθειαν ανακηρύττων και την εν αγίω συμβόλω της πίστεως επισφαλώς εισαχθείσαν προσθήκην ουδόχως επιδεχόμενος” (Μανουήλ ο Ρήτωρ, εκ των βιογράφων του Αγίου Μάρκου).
‘Ήταν σωφρονέστερος και από τους ασκητές που κατοικούν στην έρημο, και όταν απέρριψε τα πάντα για τον Χριστόν και έκυψε κάτω από τον ζυγό της μοναχικής υποταγής, δεν διέψευσε τις προς τον Χριστόν υποσχέσεις, ούτε ανεμείχθη στους κοσμικούς θορύβους, παρασυρθείς υπό της προσκαίρου δόξης, αλλά μέχρι της τελευτής του διετήρησε σταθερώς την θέρμην της εις Χριστόν αγάπης,… εν ιερεύσι διέπρεψεν, εν αρχιερεύσι διέλαμψεν, ήθλησεν υπέρ της Εκκλησίας πάνυ καλώς, αδάμαντος στερεώτερος, ώφθη, τετίμηκεν τους ημετέρους προγόνους…ανήρ των εφ’ ημών απάντων άριστος γεγονώς εν λόγοις και βίω… μόνος των εφ’ ημών αρχιερεύς αληθής” ( Γεννάδιος Σχολάριος, στον επικήδειο λόγο για την αρετή και την πίστη του Αγίου Μάρκου).
Αλλά και οι φιλενωτικοί ανεγνώριζαν την αξία του Αγίου. ”εν ελληνικοίς μαθήμασιν και ορίοις των αγίων συνόδων κανών και στάθμη απαρέκβατος” (Δούκας,,, ιστορικός της Αλώσεως), ”όντως σοφώτατος και θεολόγον ακρότατος” (Βησσαρίων). Ακόμη και ο καθολικός ιησουίτης θεολόγος Γιλλ, ιστορικός της Συνόδου της Φλωρεντίας (ό.π. σελ. 462 και 413), με εντιμότητα αναγνωρίζει: ”ο Μάρκος ήτο γεμάτος από το φλογερόν πάθος ενός σταυροφόρου, ήταν ο μόνος ιεράρχης που αρνήθηκε να υπογράψη το διάταγμα στην Φλωρεντία, ο μόνος επομένως συνεπής, μη εκτεθειμένος σε μομφή. Και μαζί με όλα αυτά, απήλαυε σεβασμού για την αγιότητα της ζωής του. Δεν είναι καθόλου άξιον απορίας λοιπόν ότι η επιρροή του στους συμπατριώτες του ήταν τόσο μεγάλη”.
Πηγές-Βιβλιογραφία (ενδεικτική)
-) Νικ. Π. Βασιλειάδης, Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η Ένωσις των Εκκλησιών, εκδ. ΣΩΤΗΡ, Αθήναι 2007.
-) Αρχιμ. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, Βίοι Αγίων, Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, εκδ. Ορθοδόξου Τύπου, Αθήναι 1977.
-) Γιόσεφ Gill, Η Σύνοδος της Φλωρεντίας, εκδ. Καλός Τύπος, Αθήναι 1962.
-) Δούκας, Ιστορία Βυζαντινή, Χρονικόν της Αλώσεως.
-) Ιω. Καρμίρης, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήναι 1960.
-) Θεόφιλος Καναβός, μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, Βίος και Πολιτεία του οσίου και θεοφόρου Πατρός ημών Μάρκου του Ευγενικού, εκδ. Ορθοδόξου Τύπου, Αθήναι 1989.
-) Γρηγόριος Λαρεντζάκης, Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ενότητα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως, εκδ. Επέκταση, Κατερίνη 1999.
-) ΠΡΑΚΤΙΚΑ της αγίας εν Φλωρεντία Συνόδου, Acta Graeca, J. Gill, ed. P.I.O., Roma 1953.
-) Συλβέστρος Συρόπουλος, Απομνημονεύματα (κατά την έκδοση του v. Laurent, Paris, 1971.
Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2024
ΕΥΧΗ ΥΠΕΡ ΕΙΡΗΝΗΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Ευχή υπέρ ειρήνης του Κόσμου.
Δέσποτα Θεέ, Παντοκράτορα , Παντοδύναμε , Σωτήρα Χριστέ , Κύριε του ουρανού και της γης, ο διά την ημετέραν σωτηρίαν εκ Παρθένου τεχθείς και διδάξας τοις ανθρώποις αγάπην και ειρήνην έχειν προς αλλήλους, κατάπεμψον την χάριν Σου την επουράνιον και ελέησον ημάς, κατά το μέγα Σου έλεος, πάσης ανάγκης ρυόμενος.
Παύσον τα φρυάγματα των εθνών, ειρήνευσον ημών την ζωήν, λύτρωσαι ημάς και τον κόσμον Σου από πάσης απειλής εναντίας και δίδαξον τοις ηγέταις των εθνών εν ειρήνη επιλύειν τας διαφοράς αυτών και εν παντί ειρηνεύειν, υπόταξον δε πάντα τα βάρβαρα έθνη τα τους πολέμους θέλοντα.
Εξαπόστειλον περιστεράν, κλάδον ελαίας έχουσαν επί του στόματος, καταλλαγής σύμβολον, τους εν αιγμαλωσία αδελφούς ημών ανάρρυσαι, τους άρχοντας ημών εν ειρήνη και ομονοία διατήρησον, δώρησαι δε ημίν βαθείαν και αναφαίρετον ειρήνην, την πάντα νούν υπερέχουσαν, ίνα ήρεμον και ησύχιον βίον διάγωμεν, Σου δεόμενοι υπέρ ειρήνης του σύμπαντος κόσμου και του ευσεβούς ημών έθνους, την συμμαχίαν έχοντες την Σήν, όπλον ειρήνης, αήττητον τρόπαιον.
Συ γαρ ει ο Βασιλεύς της ειρήνης και Σωτήρ των ψυχών ημών και Σοι την δόξαν αναπέμπομεν, τω Πατρί και τω Υιώ και τω αγίω Πνεύματι, νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν
Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024
Η ΕΝ ΕΤΕΙ 1977 ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΥ ΔΙΑ ΤΟ 1971
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝ ΕΤΕΙ 1977 ΚΑΛΗΝ ΚΑΘ ΗΜΑΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ ΤΟΥ ΤΟΤΕ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΥ ΤΑΜΠΟΥΡΑ (ΝΥΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΛΑΡΙΣΗΣ) ΚΑΤΑΤΕΘΕΙΣΑΝ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΟΤΕ ΣΥΝΕΖΗΤΕΙΤΟ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ 1971 ΗΤΟΙ ΤΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ (ΜΑΛΛΟΝ ΥΠΟΤΑΓΗΣ) ΤΗΣ ΕΞΑΡΧΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΟΧ ΕΛΛΑΔΟΣ 1971 (ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΥ, ΚΙΤΙΟΥ ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΣΥΓΚΕΛΟΥ ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΤΟΜΠΡΟΥ) ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ...
Κήρυξ Γνησίων Ορθοδόξων
9 Οκτωβρίου στις 3:59 μ.μ. ·
Τοιαύτην κρίσιν τῆς ὑποθέσεώς μας ὑπό τῶν Ρώσων ἔκαμε και ὁ Πιλάτος. ‘Εκεῖνος ἐβγῆκεν ἑπτά φορές ἀπό το Πραιτώριον κηρύττων ἀθῶον τον Ἰησοῦν και ὅτι οὐδέν ἄξιον θανάτου εὑρίσκει και ὅμως τον ἐσταύρωσεν, διότι δεν θα ἦτο φίλος τοῦ Καίσαρος. Οὕτω και οἱ Ρῶσοι, ἐνῶ δεν μᾶς θεωροῦν Νοβατιανούς, Δονατιστές, Σχισματικούς, δεν γνωρίζουν τίποτε περί τοῦ Κυκλάδων (διότι ὁ Αὐξέντιος ἔπεισε τους Ρώσους ὅτι ὑπῆρχε ὁ Κυκλάδων διά να ἀντικανονικοποιήση την χειροτονίαν τοῦ Ματθαίου) και ὅμως μᾶς ἐχειροθέτησαν λαβόντες ὑπ’ ὄψιν τον Καίσαρα Αὐξέντιον (ἐγνώριζε και την γλωσσάν των), διότι ἐάν δεν θα μᾶς ἔχειροθέτουν δεν θα ἦσαν φίλοι. Τις οἶδε πόσα δολλάρια ἐθυσιάσθησαν. (Μελανές σελίδες).
Και ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά μᾶς περιέπαιζαν και μᾶς ἐξαπατοῦσαν ὅτι ὅταν εφεύγαμεν (ἡ Ἐξαρχία) ἀπό την ‘Αμερικήν θα μᾶς ἔστελναν πολυσέλιδον Ὁμολογίαν, πείθοντες οὕτω την ‘Εξαρχίαν μας (προδότριαν) και ὁλόκληρον την Ἱεράν Σύνοδον να ψεύδωνται καθ’ ἡμῶν τῶν κατωτέρωνΚληρικῶν, ὅτι θα μᾶς ἔλθη σέ λίγο ἡ Ὁμολογία και ὅταν ἦλθε ἡ Ὁμολογία μᾶς ἔλεγαν εἶναι πολυσέλιδος, εἶναι εἰς τά ‘Αγγλικά, την μεταφράζομεν και την κοινοποιοῦμεν (ἴδε ἀπάντησιν προς Θεοδώρητον Μοναχόν), ὅταν ἐτίθετο το ἐρώτημα πότε θα ἴδωμεν τέλος πάντων το πιστεύω τῶν Ρώσων (ψεματάκια).
Διά να καλύψωμεν ὅθεν τά ψέμματα ἔπρεπε να σταλῆ δευτέρα ἐξαρχία εἰς ‘Αμερικήν, διά να μεταφέρη την μεγάλην και πολυσέλιδον ὁμολογίαν τῶν μεγάλων μας ἀδελφῶν Ρώσων. ‘Επειδή ἡ Ὁμολογία ἦταν μεγάλη και δυσβάστακτος διά τοῦτο ἐλυπήθηκαν να την φορτώσουν εἰς την ‘Εξαρχίαν μας, την ἔστειλαν ὑπηρεσιακῶς και ἦλθε μετά (7) μήνας και εἴδαμεν τι Ὁμολογία: ΛΑΘΟΣ και ΟΧΙ ΣΧΙΣΜΑ το ΝΕΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ!
Ἕνεκεν ταύτης τῆς τακτικῆς ἤγουν να γινώμεθα ἐπιλήσμονες τῶν πράξεών μας, και να προβαίνωμεν εἰς συνεχεῖς και ἀδικαιολογήτους ὑποχωρήσεις ἐπῆλθαν θλιβερά γεγονότα διά την Ἐκκλησίαν: α) ‘Αποσκιρτησις ( ὀκτώ Ἱερέων, πολλῶν Μοναχῶν και Μοναζουσῶν και Λαοῦ, κυρίως Νέων. Β) ‘Αποσκίρτησις Καλλίστου και ἐκδίωξις ἐκ τῆς Μονῆς ‘Αθηκίων τῶν Μοναζουςῶν, με ἀποτέλεσμα αὗται να ἐγκαταβιώσιν ὅπου δεῖ, εἰς κοσμικούς οἴκους κλπ. Γ) Συμβαίνουν ὁσημέραι διενέξεις μεταξύ τῶν πιστῶν με ἀποτέλεσμα ἐφ’ ἑνός ἡμεῖς οἱ Ἱερεῖς να μην δυνάμεθα να ἀντιμετωπίσωμεν την κατάστασιν και ἀφ’ ἑτέρου να ὑποβιβάζεται ἡ πνευματική στάθμη τοῦ Ἱεροῦ ‘Αγῶνος.
Διά τοῦτο ὡς ἐλάχιστος τῶν μελῶν τῆς Γνησίας ‘Ορθοδόξου Ἐκκλησίας ποιῶ ἔκκλησιν εἰς τον Μακαριώτατον και τους λοιπούς ‘Αρχιερεῖς και ὅλον το Σῶμα τῆς ‘Εκκλησίας, ὅπως μη καταληφθῶμεν ὑπό πανικοῦ και ἀπελπισίας διά την ἀπώλειαν ἀδελφῶν μα;ς, ἀλλά θεωροῦντες ἐν προσευχῆ, την κατάστασιν κακοῦ ἐξαλείψεως τοῦ μελανοῦ σημείου και δώσωμεν νέαν πνοην εἰς το ὅλον ἱερόν και ἅγιον ἔργον τοῦ Ἰεροῦ Ἀγῶνος ἡμῶν διά την σωτηρίαν τῶν ἀθανάτων ψυχῶν ἠμῶν.
Κυριώτερα σημεῖα ἀνασχέσεως τοῦ κακοῦ εἶναι: α) Δεν πρέπει να ἀναφερώμεθα εἰς την ἕνωσιν μετά τοῦ Αὐξεντίου, καθόσον ὡς προανέφερα «χάσμα μέγα ἐστήρικται» μεταξύ μας ἐκτός και ἀρθοιῦν τά ἐμπόδια. Β) Να συνταχθῆ ἀνοικτή ἐπιστολή προς τους Ρώσους και διά τοῦ ΤΥΠΟΥ να κατεγγέλλεται το ἀντικανονικόν, το ἀντορθόδοξον τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν, ὡς και ἡ σατανική μέθοδος ἐξαπατήσεως ἡμῶν με τάς ψευδουποσχέσεις των με ἀποτέλεσμα τον κατασκανδαλισμόν χιλιάδων ψυχῶν γ) Να ἔχωμεν μεταξύ μας ὁμόνοιαν και να συνεχίσωμεν τον δύσκολον δρόμον ὅν παρελάβομεν παρά τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὧν φύλαξ και εντολεύς ὑπῆρξεν ὁ πρό ἡμῶν Βρεσθένης Ματθαῖος. Δ) Να μην παρασυρώμεθα ἀπό το σατανικόν ρεῦμα Να μην ἀγοράζωμεν και να μην ὁδηγῶμεν αὐτοκίνητα οἱ Κληρικοί. Εἶναι μεγάλη κατάπτωσις τοῦ ‘Αγῶνος, της θέσεώς μας, και ψυχικός κίνδυνος. Ε) Να μην ἐκτελοῦμεν γάμους και βαπτίσεις οἱ Ἱερομόναχοι παραβαίνοντες καταφώρως Ἱερούς θεσμούς ἁγίων Πατέρων, καθ’ ἥν στιγμήν ὐπάρχουν κοσμικοί ἱερεῖς. Ἡ οἰκονομία να μη γίνεται παρανομία. Ὁ ἀγών δεν προοδεύει. Ὑποτιμῶνται οἱ κοσμικοί και δεν πλησιάζουν να γίνουν κληρικοί. Ζ) Να σταματήσουν τά συνείσακτα μοναστήρια., διότι αἴτιον αποσκιρτήσεως Κληρικῶν μας, ὑπῆρχαν και αὐτά, διότι σωφεράντζες και συνείσακτοι ἦσαν οἱ περισσότεροι. Και η) Να μην ἐπιτρέπεται εἰς Μητροπολιτικούς Ναούς να ψέλνουν οἱ γυναῖκες. Δεινόν. Με αὐτά και πολλά ἄλλα παραχωρεῖ ὁ Θεός δεινά και πτώσεις.
ΣΥΓΓΝΩΜΗ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.
ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗΝ
+ Ο ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΚΗΡΥΚΟΣ.
Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΙΕΡΩΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΑΙΚΩΝ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΗΝ ''ΣΥΝΟΔΟΝ'' ΤΟΥ ΠΡΩΗΝ ΠΑΤΡΩΝ κ. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΤΟΥΡΛΗ!
Όσοι κληρικοί ή λαϊκοί ακολουθούν την <<Σύνοδον>> του Πρώην Πατρών κ. Ευσταθίου Τουρλή, η οποία προήλθε πρώτα από την Σύνοδο του Πρώην Πειραιώς κ. Νικολάου Μεσσιακάρη και έπειτα από την <<Σύνοδο>> του <<Αρχ/που>> κ. Στεφάνου Τσακίρογλου, ας προσέξουν πάρα πολύ το παρακάτω κείμενο:
ΣΧΙΣΑΙ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΛΙΓΩΤΕΡΟΝ ΚΑΚΟΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΙΝ
Λέγει δε ο θείος Χρυσόστομος εις την ΙΑ' ομιλίαν του προς Εφεσίου ότι, ουδέ αίμα μαρτυρίου δεν ημπορεί να εξαλείψη την αμαρτίαν του χωρισμού της Εκκλησίας και της διαιρέσεως, και το να σχίση τις την Εκκλησίαν είναι χειρότερον κακόν από το να πέση τις εις αίρεσιν. Γράφει δε και ο άγιος Διονύσιος Αλεξανδρείας, ο ομολογητής, ότι πρέπει να πάθη τις ό, τι κακόν και αν είναι μόνον να μην σχίση την Εκκλησίαν, και ότι είναι ενδοξότερον το μαρτύριον όπου ήθελεν υπομείνη τις δια να μην σχίση την Εκκλησίαν, παρά το μαρτύριον όποτ ήθελεν υπομείνη δια να μην ειδωλολατρίση, επειδή εις μεν το υπέρ μη ειδωλολατρήσαι μαρτύριον δια την ωφέλειαν της ιδικής του ψυχής μαρτυρεί, εις δε το υπέρ του μή σχίσαι την Εκκλησίαν μαρτύριον, δια την ωφέλειαν και ένωσιν όλης της Εκκλησίας μαρτυρεί.
( Κανών και υποσημ. ΛΑ' Κ' Αποστολικού)
ΣΧΟΛΙΟΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΟΥ:
Ο παραπάνω Κανώνας ταιριάζει γάντι εις τους Πρώην εν Χριστώ Πατέρες και αδελφούς που ακολουθούν την <<Σύνοδο>> του πρώην Πατρών κ. Ευσταθίου, δι' όσα δεινά προξένησαν εκείνοι με την παράνομη παραίτηση του πρώην Κιτίου κ. Παρθενίου, εις την Εκκλησίαν της Κύπρου.
ΚΑΘΑΙΡΕΣΙΣ ΝΙΚΟΛΑΙΤΩΝ (Α.Π. 532/28 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2009)
ΓΝΗΣΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
Α.Π. 532 Ἐν Κορωπίω τῆς 28 Νοεμβρίου 2009
ΑΠΟΦΑΣΙΣ
ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΝΟΔΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΠΙ
ΤΟΥ Α.Π. 498/2/15.1.2009 ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ
ΚΑΤΑ
Τῶν ἀποκεκηρυγμένων καί διαγεγραμμένων ἐκ τῶν Διπτύχων τῆς Ἐκκλησίας (Α.Π. 390/16.5.2005), πρώην Ἐπισκόπων τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος: 1) Νικολάου Μεσσιακάρη, 2) Παχωμίου Ἀργυροπούλου, 3) Γαλακτίωνος Γκαμίλη, 4) Ταρασίου Καραγκούνη, 5) Ἀνδρέου Σύρου, 6) Χρυσοστόμου Σύρου, ὡς καί τῶν ἐξ αὐτῶν προελθόντων. 1) Παντελεήμονος Ντέσκα, καί 2) Ἰγνατίου Δάσσιου.
Τό ΑΝΩΤΑΤΟΝ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ,
συγκροτούμενον ἐκ τῶν μελῶν τῆς Πανορθοδόξου Ἱερᾶς Συνόδου, ἤτοι, τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν,
- Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς ΚΗΡΥΚΟΥ, τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
- Βράντσεα ΓΕΡΟΝΤΙΟΥ, τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας.
- Κένυας ΜΑΤΘΑΙΟΥ, τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς ἀλεξανδρείας.
- Κιέβου ΣΕΡΑΦΕΙΜ, τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας.
- Κιτίου καί πάσης Κύπρου ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ, τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, καί
- Τοῦ Γραμματέως, Πανοσιολ/του Ἱερομονάχου Ἀμφιλοχίου Ταμπουρᾶ,
ΣΥΝΕΛΘΟΝ ΚΑΝΟΝΙΚΩΣ, σήμερον 26ην Νοεμβρίου 2009, ἡμέραν Τετάρτην καί συνεδριάσαν ἐπί τριήμερον, ἕως καί τήν 28ην, ἡμέραν Παρασκευήν, ἐν τῶ ἐπισκοπείω τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς, ΕΚΡΙΝΕΝ ΚΑΙ ΑΠΕΦΑΣΙΣΕΝ κατά τῶν ἀνωτέρω πρώην ἐπισκόπων τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κατά τό μέ Α.Π. 498/2/15.1.2009 Κατηγορητήριον, τό ὁποῖον Κανονικῶς καί Νομοτύπως, ἀπεστάλη αὐτοῖς καί ἐκλήθησαν εἰς ἀπολογίαν.
Οὗτοι κατηγοροῦνται διά χειρίστης σκοπιμότητος, ἀντικανονικάς, Ληστρικάς καί πάντως Πράξεις καί ἀποφάσεις ἐσχάτης βλασφημίας καί ἐκκλησιομαχίας, τάς ὁποίας διέπραξαν, ἤτοι, διά:
Α’ Τήν ἐκ σκοπιμότητος συλλήβδην κατάλυσιν τῆς Κανονικῆς Τάξεως κατά τάς συγκλήσεις καί ἐργασίας τῶν ἐνδημουσῶν καί Ἱερῶν Συνόδων τῆς Ἱεραρχίας ἀπό τό 1999 καί ἑξῆς καθώς καί αὐτοῦ τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Β’ Τήν μέ Α.Π. 3280/28.11.2007 κοινήν ἐγκύκλιόν των ὡς καί τά προηγηθέντα παρόμοια κείμενα: α) Τοῦ κ. Παχωμίου Ἀργυροπούλου «ἐξομολογητική ἐπιστολή» ἀπό 20.8.1974, ὡς καί ἑτέρα ἐπιστολή τοῦ ἰδίου, ἀπό 25-30/7.2004 καί β) Τοῦ κ. Νικολάου Μεσσιακάρη, ἀπολογητικόν ὑπόμνημα πρός τόν Πταισματοδίκην Ἀθηνῶν ἀπό 28.10.1974, ἀποτέλεσμα τοῦ ὁποίου ὑπῆρξεν τό «54/76 ἀπαλλακτικόν Βούλευμα τοῦ Συμβουλίου Πλημμελειοδικῶν Πειραιῶς», δι' ὦν ψευδῶς κηρύσσεται ὡς χειροθεσία ἡ κατά τό 1971 γενομένη δεκτή ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου συγχωρητική εὐχή.
* * *
Γ’ Τήν α) μέ Α.Π. 3282/28.11.2007 «ἀπόφασιν» τῶν Κατηγορουμένων περί «καθαιρέσεως» τοῦ Μητροπολίτου Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Κηρύκου τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καί β) τήν μέ Α.Π. 3298/7.8.2009 ἑτέραν «ἀπόφασίν» των κατά τοῦ ἰδίου Μητροπολίτου καί τοῦ θεολόγου Ἐλευθερίου Γκουτζίδη, περί «ἀπογυμνώσεως ἀπό πάσης Ἱερατικῆς χάριτος καί Μοναχικῆς ἰδιότητος» τοῦ πρώτου, ἀμφοτέρων δέ περί «Μεγάλου ἀφορισμοῦ καί στερήσεως τῆς Χριστιανικῆς ἰδιότητος καί ἔξω τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ.»!
* * *
Δ’ Τήν μέ Α.Π. 13/26.3.2006 πρᾶξιν τοῦ κ. Παχωμίου Ἀργυροπούλου περί «ἀργίας» κατά τοῦ Πανοσ/του Ἱερομονάχου Ἀμφιλοχίου Ταμπουρᾶ, καί μέ Α.Π. 3285/22.4.2008 ἑτέραν ἀπόφασιν τοῦ ἰδίου περί «καθαιρέσεως», κατά τοῦ ἰδίου Ἱερομονάχου.
* * *
Ε’ Τήν μέ Α.Π. 3166/14/27.2.2002 «Συνοδικήν ἀπόφασιν» περί «ἀκοινωνησίας» (μικροῦ ἀφορισμοῦ) κατά τοῦ ἐλλογιμωτάτου θεολόγου Ἐλευθερίου Γκουτζίδη ὡς καί τήν ἀπό τό ἔτος 1997 ἐκδηλωθεῖσαν συκοφαντικήν σκευωρίαν κατ' αὐτοῦ μέ αἰτίαν καί ἀφορμήν τήν διατύπωσιν «...Δέν θά ὁμιλήσω σήμερον διά τήν πρώτην, ἄναρχον, αἰωνίαν καί ἀόρατον Ἐκκλησίαν, διότι αὕτη εἶναι ἡ τελεία Κοινωνία τοῦ Πατρός καί τοῦ ΥἹοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.Εἶναι ἡ πλήρης καί τελεία κοινωνία καί ἀδιαίρετος ἑνότης τῶν τριῶν Θείων Προσώπων, τοῦ ΕΝΟΣ Θεοῦ. Θά ὁμιλήσω ὅμως διά τήν ἀποκεκαλυμμένην ἐπί τῆς γῆς Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ὅμως ὡς ὑπάρχουσα, ἐν τῆ προαιωνία βουλή τοῦ ἀνάρχου Θεοῦ καί πρό τῆς Ἱδρύσεώς Της, εἶναι καί αὕτη προαιωνία...».
* * *
ΣΤ’ Τά αἱρετικά φρονήματα τοῦ πρ. Πειραιῶς Νικολάου, τά ὁποῖα ἐν πολλοῖς εἶναι τά αὐτά μέ τά τῶν «πέντε» σχισματοαιρετικῶν, καί αἱ συναφεῖς παραχαράξεις Ἱερῶν κειμένων, τά Ἱστορικά ψεύδη καί αἱ ἀναλήθειαι, ἅτινα κατηγγέλθησαν πολλάκις, ἀλλ' οὐδέποτε ἀντιμετωπίσθησαν. («Ο.Π.» 2004, σελ. 124-154 καί 212-214).
* * *
Ζ’ Τήν ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Κιτίου Παρθενίου καί τοῦ πιστοῦ Κλήρου καί Λαοῦ τῆς πρεσβυγενοῦς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου καταγγελίαν, ἐπί παρανόμω, ἀντικαταστατικῆ καί ἀντικανονικῆ παρεμβάσει εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Κύπρου, πρόκλησιν σχίσματος καί ἔκθεσμον καί ἀντικανονικήν ἐπισκοπικήν χειροτονίαν, ἐν μέσω ξυλοδαρμῶν καί αἱμάτων, καί ὑπό παρουσίαν καί ἐπέμβασιν ἀστυνομικῶν δυνάμεων, μεμαρτυρημένως ἀναξίου προσώπου, ἤτοι τοῦ φερομένου κατ' ἀρχάς ὡς «Τριμυθοῦντος» καί κατόπιν ὡς «Κιτίου» κ. Σεβαστιανοῦ Σταύρου.
* * *
Η’ Τήν κατάλυσιν τοῦ Καταστατικοῦ Νόμου τοῦ «ΙΕΡΟΥ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΚΛΗΡΙΚΩΝ...» τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ἀρ. Ἐγκριτ. Ἀποφάσεως Πρωτοδικείου Ἀθηνῶν 680/1982 καί 3427/1985, κατά τό μέρος, τό ὁποῖον ὁ «ΙΕΡΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ» ἀποτελεῖ θεματοφύλακα «ἐπί τῶ τέλει τῆς θριαμβεύσεως τῶν ἀρχῶν τῆς ἀκαινοτομήτου Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἧς αἱ ἀρχαί ἀνόθευτοι διαφυλάσσονται ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς προεδρευομένης σήμερον ὑπό τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀνδρέου Κανονικοῦ Διαδόχου τοῦ ἀοιδίμου ἀρχιεπισκόπου Ματθαίου τοῦ Α’», Ἄρθρον 2 παράγρ. γ, καί «Πᾶν μέλος τό ὁποῖον ἤθελεν παρεκκλίνει ἀπό τῆς Ἐκκλησιολογίας τῆς ἀκαινοτομήτου Ἐκκλησίας Γ.Ο.Χ., θέτει ἑαυτό ἐκτός τοῦ Συνδέσμου καί ἀποβάλλεται καί τυπικῶς δι' ἀποφάσεως τοῦ Δ.Σ.», Ἄρθρον 8 παράγρ. γ.
* * *
ΕΠΙ ΤΗΣ Α’ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΗΤΟΙ, ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ
ΤΑΞΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΚΑΙ ΙΕΡΩΤΑΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΟΛΟΥ
Ἐπί τῶν ὑπό κατηγορίαν τελούντων, τό ἀνώτατον Συνοδικόν Δικαστήριον ἀρχικῶς ἔλαβεν ὑπ' ὄψιν τό γεγονός ὅτι, ἡ καθ' οἱονδήποτε τρόπον κατάλυσις τῆς ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΤΑΞΕΩΣ καί παραβίασις τοῦ Ἱερωτάτου θεσμοῦ τῆς ΣΥΝΟΔΟΥ, ἀποτελοῦν αἵρεσιν, ἐνῶ ἐν προκειμένω τό γεγονός ἐξυπηρέτησεν καί δεινάς ἀντορθοδόξους σκοπιμότητας μή γνησίως καί ὀρθοδόξως, ἀλλά καί ἐκκλησιομαχικῶς πολιτευομένων. Μετά μεγίστης δέ προσοχῆς ἐξήτασεν τό ὅλον θέμα καί μελετήσαν τά σχετικά παραστατικά, διεπίστωσεν ὅτι σχεδόν ἅπασαι αἱ ἐνδημοῦσαι Σύνοδοι ὡς καί αἱ Ἱ.Σ. τῆς Ἱεραρχίας ἀπό τό 1999 ἕως καί τοῦ σχίσματος τοῦ 2005, βρίθουν ἀντικανονικοτήτων καί χειρίστων μεθοδεύσεων, ἐν αἷς καί τό θλιβερόν γεγονός τῆς ἀπό 5.2.2003 ἱεροσύλου συναλλαγῆς - Συμπαιγνίας περί παραιτήσεως τοῦ Ἀρχ/που Ἀνδρέου ἀπό τόν Ἀρχ/πικόν θρόνον (καί μεταθέσεώς του ὡς προέδρου Πατρῶν) ὑπέρ τοῦ κ. Νικολάου, ἤδη κατηγγελμένου ἐπί αἱρέσεσι καί ἀρνήσει τῆς τε Ἐκκλησιολογίας τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΤΟΥ ΔΙΑΔΟΧΗΣ, μέσω τοῦ 54/76 ἀπαλλακτικοῦ Βουλεύματος. Τήν οὕτως εἰπεῖν «βράβευσίν» του, διά τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ ἀξιώματος καί τήν ἐν συνεχεία προσπάθειαν τοῦ ἰδίου περί ἀποδείξεως ὡς Κανονικῆς τῆς παραιτήσεως διά τῆς ἀπό 25.4.2003 εἰσηγήσεώς του ἐνώπιον τῆς Ἱ.Σ. τῆς Ἱεραρχίας, ἥτις, γέμουσα ψευδῶν καί ἀπάτης, σκοπεῖ εἰς τήν παραπλάνησιν τῶν Ἁπλῶν Χριστιανῶν. Ἐπισημαίνεται ἐν προκειμένω ὅτι παραιτούμενος ὁ Ἀρχ/πος Ἀνδρέας ἀλλά καί μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του, ἐνῶ εἶχεν σώας τάς φρένας καί δέν ἐτέλει ὑφ' οἱονδήποτε κύλυμα τῆς ἀρχιερωσύνης του, προσδιώρισεν ὡς διάδοχόν του τόν ἔχοντα τά πρεσβεῖα τῆς ἀρχιερωσύνης κ. Νικόλαον, τοῦ ὁποίου προτείνει συμπαικτικῶς καί Ἱεροσύλως τήν ἀνοικτήν ἐκλογήν, ἐνῶ κατωνομάζει ρητῶς τάς πρώτας ἐνεργείας του, ἤτοι, α) Νά προβῆ εἰς χειροτονίας ἐπισκόπων, β) Νά ἐκδιώξη τόν «ἐν ἀνταρσία τελοῦντα» ἐπίσκοπον Κήρυκον ἀπό τήν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἀχαρνῶν καί γ) Νά προβῆ εἰς τέλεσιν Ἁγίου Μύρου εἰς τήν ὁποίαν θά λάβη μέρος καί ὁ ἵδιος.
Τό Α.Σ.Δ. ἐπεσήμανεν, ὅτι αὕτη ἡ πρωτοφανής διά τά χρονικά τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Ἱερόσυλος παραίτησις, ἐντάσσεται εἰς τά πλαίσια τῆς παγίας προσπαθείας πρός ἐξόντωσιν τῶν ἀντιδρώντων εἰς τήν ἐνεργουμένην προδοσίαν κατά τῆς Ὁμολογίας - Ἐκκλησιολογίας καί τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς καί πρός ἑδραίωσιν τοῦ Παλαιοημερολογιτισμοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἐπίσης ἔλαβεν σοβαρῶς ὑπ' ὄψιν ὅτι, καθ' ὅλα τά ἐπακολουθήσαντα μετά τό 1998 ἔτη, ὑπεβλήθησαν ἐκ μέρους τοῦ Σεβ/του Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Κηρύκου, τοῦ Μακαριστοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης καί Τυρνάβου Παναρέτου, καί τοῦ πιστοῦ Λαοῦ, προφορικαί καί γραπταί καταγγελίαι, ἀλλ' ἐγένοντο καί ΕΚΚΛΗΣΕΙΣ ὑπ' ἀμφοτέρων τῶν ὡς ἄνω Μητροπολιτῶν, καθώς καί τοῦ Ἱερομονάχου π. ἀμφιλοχίου καί τοῦ θεολόγου Ἐλευθερίου Γκουτζίδη, πρός Κανονικήν σύγκλησιν καί λειτουργίαν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, Κανονικῶς προσδιοριζομένην ἡμερησίαν Διάταξιν, τήρησιν Πρακτικῶν κ.λπ. ἐνδεικτικῶς ἐλήφθησαν ὑπ' ὄψιν τά ἀπό πάσης ἀπόψεως Ἱστορικά κείμενα: α) «ΟΞΥΝΕΤΑΙ Η ΚΡΙΣΙΣ ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΟΣ» τοῦ Μητροπολίτου Κηρύκου («Ο.Π.» Ἰαν. - Φεβρ. 2003 σελ. 6-22). β) «ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ - ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΚΛΗΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΥ ΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ Ι. Μ. ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΥΡΝΑΒΟΥ ΕΠΙ ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 2003 («Ο.Π.» Μάρτιος 2003, σελ. 71). γ) ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ τοῦ Μητροπολίτου Μεσογαίας Κήρυκου Α.Π. 331/31.5.2003 («Ο.Π.» Μάϊος 2003 σελ. 147-159). δ) ἐνστάσεις καί Καταγγελίαι ἐπί τῆς παραιτήσεως τοῦ Μ. Ἀρχ/που Ἀνδρέου («Ο.Π.» Μάιος 2003 σελ. 163-182). ε) Ἔνστασις - Διαμαρτυρία τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης καί Τυρνάβου Παναρέτου («Ο.Π.» Ἰούνιος 2003 σελ. 225-227). στ) Μητροπολίτου Κηρύκου δημοσιευμένα σχετικά κείμενα. («Ο.Π.» ἰούλιος 2003 σελ. 243-253). ζ) Τό ὑπ' Α.Π. 67/26.5.2003 τοῦ Μητροπολίτου Παναρέτου («Ο.Π.» Ἰούλιος 2003 σελ. 253-255). η) Τό ἀπό 30.5.2003 ἔγγραφον τοῦ Μητροπολίτου Βερροίας Ταρασίου («Ο.Π.» Ἰούλιος 2003 σελ. 256). θ) Ἡ ἀλήθεια ἐξ ἐπόψεως Ἱστορικῆς τοῦ θεολόγου Ἐλ. Γκουτζίδη («Ο.Π.» Ἰούλιος 2003 σελ. 272). ι) ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ τοῦ Μητροπολίτου Κηρύκου («Ο.Π.» Μάιος 2004 σελ. 184-186). ια) «Ἀπόψεις - Προτάσεις - Θέματα» Μητροπολίτου Παναρέτου («Ο.Π.» Μάιος 2004 σελ. 204-205). ιβ) Ὑπόμνημα - Ἀπάντησις τοῦ Ἱερ/χου π. Ἀμφιλοχίου Ταμπουρᾶ («Ο.Π.» Αὔγουστος 2004 σελ. 361-368). ιγ) Ἔκκλητος προσφυγή Ἱερ/χου π. Ἀμφιλοχίου Ταμπουρᾶ («Ο.Π.» Ἰανουάριος 2005 σελ. 20-21 καί 77/80.1.2005) καί ιδ) ὑπ' Α.Π. 401/26.10.2005 ΑΝΟΙΚΤΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΙΣ Μητροπολίτου Κηρύκου. («Ο.Π.» Δεκέμβριος 2005 σελ. 403-412).
Ἐπί τοῦ θέματος, καθ' ὅ κατέλυσαν ἐν τῶ συνόλω της τήν Κανονικήν τάξιν, ἐνήργησαν δέ καί ἐναντίον αὐτῆς, κατέλυσαν δέ καί τόν Ἱερόν θεσμόν τῆς Συνόδου, μετελθόντες Αὐτόν ὡς ἠτιμωμένον ὄργανον τῶν σχεδίων των, τό ἀνώτατον Συνοδικόν Δικαστήριον συσκεψάμενον ἀποφαίνεται ὅτι «οὐ μικρόν τό ἀδίκημα τῆς διασαλεύσεως τῆς τε Κανονικῆς Τάξεως καί τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου», σημειοῖ δέ ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Πηδαλίου τά κάτωθι: «Ὅτι παρά πάντων πρέπει νά φυλάττωνται οἱ θεῖοι Κανόνες ἀπαρασάλευτοι. Οἱ γάρ μή φυλάττοντες, εἰς φρικτά ἐπιτίμια καθυποβάλλονται». «Ταῦτα περί Κανόνων διετάχθω ὑμῖν παρ' ἡμῶν, ὦ ἐπίσκοποι. ὑμεῖς δέ ἐμμένοντες
αὐτοῖς σωθήσεσθε καί εἰρήνην ἔξετε, ἀπειθοῦντες δέ κολασθήσεσθε καί πόλεμον μετ' ἀλλήλων ἀΐδιον ἔξετε,...», «...μηδενί ἐξεῖναι τούς προδηλωθέντας παραχαράττειν Κανόνας ἤ ἀθετεῖν». «Εἰ δέ τις ἀλῶ Κανόνα τινά τῶν εἰρημένων καινοτομῶν ἤ ἀνατρέπειν ἐπιχειρῶν, ὑπεύθυνος ἔσται κατά τόν τοῦτον Κανόνα, ὡς αὐτός διαγορεύει τήν ἐπιτιμίαν δεχόμενος...», «τούς τῶν ἑπτά Συνόδων Κανόνες θέλει κρατεῖν καί τά δόγματα αὐτῶν ὡς τάς θείας Γραφάς», «ὡρίσθη παρά τῶν Ἁγίων Πατέρων χρῆναι καί μετά θάνατον ἀναθεματίζεσθαι, τούς εἵτε εἰς πίστιν, εἴτε εἰς Κανόνας ἀμαρτάνοντας...», «Τοῖς ἐν καταφρονήσει τιθεμένους τούς Ἱερούς καί θείους Κανόνας τῶν Ἱερῶν Πατέρων ἡμῶν, οἵ καί τήν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν ὑπερείδουσι, καί ὅλην τήν χριστιανικήν πολιτείαν κοσμοῦντες, πρός θείαν ὁδηγοῦσιν εὐλάβειαν, ἀνάθεμα». (Πηδάλιον, «περί τῶν Ἱερῶν Καόνων» σελ. ιη-κα’), καί «...εἰ μέν γάρ ἐναντίον τοῖς κανόσιν ἐπίσκοπος ἐνέγκη ψῆφον, τιμωρηθήσεται, ἤγουν καθαιρεθήσεται... οὐ γάρ συγγνωστέος ἔσεται λέγων μή εἰδέναι τούς Κανόνας, οὕς ἀναγκάζεται διά γλώσσης ἔχειν σχεδόν ἀεί».
Περαιτέρω ἔλαβεν ὑπ' ὄψιν τούς ὅρους καί προϋποθέσεις τῆς ἀληθοῦς καί Ὀρθοδόξου Συνόδου, ὡς ἐν τῶ ἐγγράφω Α.Π. 209/19.6.2001, ἐσημειώθησαν ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Κηρύκου πρός τήν τότε συνεδριάσασαν Ἱεράν Σύνοδον, ἤτοι:
«α) Πρέπει ὅλοι οἱ συμμετέχοντες εἰς τήν Σύνοδον ἐπίσκοποι νά ὑγιαίνουν ἐν τῆ Πίστει: «Οὐ γάρ οἷόν τε συνόδω συναριθμηθῆναι τούς περί τήν πίστιν ἀσεβοῦντας» (Μ. Ἀθανασίου, ΒΕΠΕ, 31, 260). Δέν δύνανται ἑπομένως εἰς μίαν Σύνοδον νά εἶναι συμπάρεδροι οἱ «παρά ἀξιοπίστων ἀνθρώπων» κατηγορηθέντες «ἐπί κακοδοξία» καί μάλιστα καταφανῆ.
β) Εἰς μίαν ὀρθόδοξον Σύνοδον ὁποιαδήποτε ἄποψις, διαφωνία, ἔνστασις ἐπί Κανονικοῦ ἤ Δογματικοῦ θέματος, κ.λπ., δέν νοεῖται νά περιφρονῆται καί νά παραγκωνίζεται καί οὕτω νά ἀποσιωπᾶται τό θέμα, νά φιμώνεται τό Συνοδικόν μέλος μέ συμπεριφοράν ἐξουσιαστικήν καί ἀλαζονικήν, κ.λπ. Δηλαδή εἰς μίαν Ὀρθόδοξον Σύνοδον πρῶτον Ἱεραρχοῦνται τά θέματα καί κατόπιν ἀντιμετωπίζονται καί τακτοποιοῦνται ταῦτα ἐλεύθερα καί πέραν σκοπιμοτήτων ἤ παρεμβολῶν τρίτων. Οἱ μετέχοντες δέον νά ἔχουν εἰλικρινῆ διάθεσιν νά συζητήσουν καί νά ἀποφασίσουν ὄχι κατά τό ἴδιον θέλημα ἤ καί ἀλλοτρίων, ἀλλά κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό φαινόμενον τῆς καταλύσεως τοῦ ὅρου αὐτοῦ συναντῶμεν πληθωρικῶς καί εἰς τάς ἡμέρας μας, καί αὐτό εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἀλλοτριώνει ἐπισκόπους, ἀλλά καί ὁλοκλήρους Συνόδους ἀπό τό ὀρθόδοξον Συνοδικόν σύστημα.
γ) Ἐν Συνόδω εἶναι ἐλεύθερος ὁ Ὀρθόδοξος λόγος εἰς ὅλα τά μέλη, δέν περιφρονεῖται κανείς, οὔτε μέ τήν πρόφασιν ἐλλείψεως χρόνου ἤ δι' ἄλλον τινά λόγον, ἀλλά συζητῶνται καί ἐξετάζονται ἐλεύθερα τά θέματα καί ἀναζητεῖται τό δίκαιον, τό ἀληθές καί οὕτω καταλήγει ἡ Σύνοδος εἰς τό «ἔδοξε τῶ Ἁγίω Πνεύματι καί ἡμῖν» (Πράξ. ΙΕ, 7 καί 28). Λειτουργεῖ ἡ Ἱερά Σύνοδός μας κατ' αὐτά τά πρότυπα, ἤ ἠλλοιώθη εἰς τάς ἡμέρας μας ἡ λειτουργία τοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ καί ὡς ἐκ τούτου προκύπτει ἔντονος ἡ κρίσις Συνοδικότητος;
δ) Εἶναι ἀδιανόητον νά ἔρχωνται εἰς τήν Σύνοδον ἔξωθι προειλημμέναι ὑπό τρίτων ἀποφάσεις, διότι τό προαποφασίζειν ἐξωσυνοδικῶς καί δή παρά ἐξωσυνοδικῶν, καί ἔν τισιν καί ἐξωεκκλησιαστικῶν προσώπων, ἀποτελεῖ οὐσιαστικήν κατάλυσιν τῆς Συνόδου καί ἀναιδῆ ἐμπαιγμόν τοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ τῆς ὀρθοδοξίας, βλάπτει τό ἔργον τῆς Ἐκκλησίας καί ἐν τέλει ἀποτελεῖ τήν ἐσχάτην βλασφημίαν κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
ε) Αἱ Συνοδικαί ἀποφάσεις καί σήμερον δέον νά διέπωνται, καί νά ἕπωνται καί νά συμφωνοῦν πρός τάς ἀποφάσεις καί τά θέσμια ὅλων τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί λοιπῶν ὀρθοδόξων Συνόδων, διά τῶν ὁποίων ἐνήργησεν ἡ μία Χάρις τοῦ ἑνός Ἁγίου Πνεύματος. Μόνον οὕτω διαφυλάσσεται ἡ Ἀποστολικότης καί ἡ Πατερικότης, ἡμεῖς δέ παραμένομεν Ὀρθόδοξοι καί γνήσιοι Αὐτῆς ἐπίσκοποι. Οὕτω μόνον δυνάμεθα νά λέγωμεν μετά τῶν Πατέρων τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ Πίστις τῶν Ἀποστόλων, πάντες οὕτω πιστεύομεν. Οἱ Ὀρθόδοξοι οὕτω πιστεύουσιν».
στ) Διά νά κριθῆ τελικῶς μία Σύνοδος, ὡς ὄντως Ὀρθόδοξος, εἶναι ἀναγκαῖον αἱ ἀποφάσεις της νά γίνουν ἀποδεκταί καί ὑπό τῆς καθ' ὅλου Ἐκκλησίας. Δηλαδή ὑπό πάντων τῶν Ὀρθοδόξων Ἱεραρχῶν, τῶν λοιπῶν Κληρικῶν, τῶν Μοναχῶν καί τῶν λαϊκῶν. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής λέγει: «Τάς γενομένας Συνόδους ἡ εὐσεβής πίστις κυροῖ καί πάλιν, ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης κρίνει τάς Συνόδους». (Πηδάλιο, σελ. 118).
Ἐξαιρέτως ὅμως ἔλαβεν ὑπ' ὄψιν τάς σχετικάς Πατερικάς ρήσεις καί τούς Ἱερούς Κανόνας:
α) Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει, ὅτι καί τρία μόνον ἄτομα νά κρατήσουν ἀκεραίαν τήν ὀρθήν Πίστιν, αὐτά μόνον ἀποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ (P.G. 55, 158 καί 160, 203). Καί ὁ ἅγιος Νικηφόρος ὁ ὁμολογητής προσθέτει: «Εἰ δέ καί πάνυ ὀλίγοι ἐν τῆ εὐσεβεία καί ὀρθοδοξία διαμείνωσιν, ο'ῦτοι εἰσίν Ἐκκλησία καί τό κῦρος καί ἡ προστασία τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν ἐν αὐτοῖς κεῖται, κἄν αὐτοῖς ὑπέρ τῆς εὐσεβείας κακοπαθῆσαι δεήσοι».
β) Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης περί ἀντικανονικῶν Συνόδων λέγει: «...Συνόδους συνεκρότησαν μεγάλας καί παμπληθεῖς καί Ἐκκλησίαν Θεοῦ ἑαυτούς 'ωνομάκασι, καί ὑπέρ Κανόνων ἐφρόντισαν τῶ δοκεῖν κατά Κανόνων τό ἀληθές κινούμενοι (φρόντισαν νά φαίνωνται πώς ἐργάζονται ὑπέρ τῶν Κανόνων ἐνῶ στήν πραγματικότητα ἐστρέφοντο κατά τῶν Κανόνων). Τί δή θαυμαστόν, εἰ καί πέντε καί δέκα ἐπίσκοποι, συναχθέντες τόν ὑπό τῶν Κανόνων καθηρημένον κατά τάς δύο αἰτίας ἠθώωσαν, λύσαντες τοῦ Ἱερουργεῖν; Συνόδους τοίνυν, δέσποτα, οὐ τό Ἁπλῶς συνάγεσθαι Ἱεράρχας τε καί Ἱερεῖς, κἄν πολλοί 'ῶσιν (κρείσσων γάρ εἷς ποιῶν τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ἤ μύριοι παραβαίνοντες), ἀλλά τό ἐν ὀνόματι Κυρίου, ἐν τῆ εἰρήνη καί φυλακῆ τῶν Κανόνων. Καί τό δεσμεῖν καί λύειν οὐχ ὡς ἔτυχεν, ἀλλ' ὡς δοκεῖ τῆ ἀληθεία, καί τῶ κανόνι, καί τῶν γνώμονι τῆς ἀκριβείας. Εἰ δείξωσιν οἱ συνελθόντες τοῦτο πεποιηκότες καί ἡμεῖς σύν αὐτοῖς. Εἰ οὐ δεικνύουσι, ἐκβαλέτωσαν τόν ἀνάξιον, ἵνα μή τις εἰς κατηγόρημα αὐτοῖς καί τοῖς μετέπειτα γενεαῖς παραδοθήσεται... καί ἐξουσία τοῖς Ἱεράρχαις ἐν οὐδενί δέδοται ἐπί πάση παραβάσει κανόνος, ἤ μόνον στοιχεῖν τά δεδογμένα καί ἔπεσθαι τοῖς προλαβοῦσιν». (P.G. 99, 1049).
γ) Ὡσαύτως ἔλαβεν ὑπ' ὄψιν τόν Α’ Κανόνα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ὅστις κανονίζει ὅτι ἡ Κανονική εὐταξία ἀποτελεῖ τήν βάσιν τῆς ἑνότητος καί ἀγάπης: «Ἕκαστα τῶν καθ' ἡμᾶς πραγμάτων, ὅταν εὐθύ φέρηται κανονικῆς εὐταξίας, οὐδένα μέν ἡμῖν ἐντίκτει θόρυβον, ἀπαλλάττει δέ καί τῆς παρά τινων δυσφημίας, μᾶλλον δέ καί τάς παρά τῶν εὖ φρονούντων εὐφημίας ἡμῖν προξενεῖ. Τίς γάρ οὐκ ἄν ἀποδέξαιτο ψῆφον ἀπροσκλινῆ, `ήπερ ἄν γένοιτο παρά τινων; ἤ πῶς τό κρίνειν ὀρθῶς καί ἐννόμως οὐκ ἀνεπίπληκτον ἔσται, μᾶλλον δέ παντός ἐπαίνου μεστόν;...».
δ) Τόν ΙΗ’ τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Τό τῆς συνωμοσίας, ἤ φατρίας, ἔγκλημα καί παρά τῶν ἔξω νόμων πάντη κεκώλυται, πολλῶ δή μᾶλλον ἐν τῆ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία τοῦτο γίνεσθαι ἀπαγορεύειν προσήκει. Εἵ τινες τοίνυν κληρικοί, ἤ μονάζοντες, εὑρεθεῖεν συνομνύμενοι, ἤ φατριάζοντες, ἤ κατασκευάς τυρεύοντες ἐπισκόποις, ἤ συγκληρικοῖς, ἐκπιπτέτωσαν πάντη τοῦ οἰκείου βαθμοῦ». (Πηδάλιον τῆς Νοητῆς Σιών, σελ. 200).
ε) Τόν ΙΕ’ τῆς Πρωτοδευτέρας Ἁγίας Συνόδου: «Οἱ γάρ δι' αἵρεσίν τινα, παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρό τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου τήν αἵρεσιν δηλονότι δημοσία κηρύττοντος καί γυμνῆ τῆ κεφαλῆ ἐπ' Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῆ κανονικῆ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς της πρός τόν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι». (ΙΕ’ Κανών Πρωτοδευτέρας Συνόδου).
στ) Ἐπί πᾶσι τούτοις λαμβάνεται ὑπ' ὄψιν ἡ στάσις καί οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ὅστις ἠρνήθη κάθε ἐκκλησιαστικήν «κοινωνίαν», ὄχι μόνον μέ ὅσους ἐδέχθησαν τήν «ψευδένωσιν», ἀλλά καί μέ ὅσους ἐκοινώνουν μέ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἐδέχθησαν τήν «ψευδοένωσιν»! Συγκεκριμένα ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός ἠρνήθη νά ἔλθη εἰς οἱανδήποτε ἐπαφήν μέ τόν νέον Πατριάρχην, τόν Λατινόφρονα Μητροφάνην, καί τούς ὁμόφρονάς του ἐπισκόπους. Δικαιολογῶν τήν στάσιν του γράφει: «...Οὔτε βούλομαι, οὔτε δέχομαι τήν αὐτοῦ, ἡ τήν μετ' αὐτοῦ κοινωνίαν, τό παράπαν οὐδαμῶς... ὥσπερ οὔτε γεγονυῖαν ἕνωσιν καί τά δόγματα Λατινικά, ἅπερ ἐδέξατο αὐτός καί οἱ μετ' αὐτοῦ... Πέπεισμαι γάρ ἀκριβῶς, ὅτι ὅσον ἀποδιίσταμαι τούτου καί τῶν τοιούτων, ἐγγίζω τῶ Θεῶ καί πᾶσι τοῖς πιστοῖς καί Ἁγίοις Πατράσι. Καί ὥσπερ τούτων χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῆ ἀληθεία καί τοῖς Ἁγίοις Πατράσι τοῖς θεολόγοις τῆς Ἐκκλησίας...» (P.G. 160, 536 CD).
ζ) Τέλος καί τούς λόγους τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου, ὅστις καθορίζει μέ ἄριστον τρόπον τήν στάσιν τῶν ὀρθοδόξων, ἔναντι τῶν ἐπισκόπων. Γράφει εἰς μίαν ἐπιστολήν του πρός τούς μοναχούς: «Τούς ἐπισκόπους ὑμῶν ἐπιτηρεῖτε ἵνα ὦσιν Ὀρθόδοξοι, καί μή διδάσκουσι δόγματα ἐναντίον τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, μηδέ τοῖς αἱρετικοῖς, ἤ τοῖς ἀπεσχισμένοις συλλειτουργῶσι. Τά δέ ἄλλα, ἤ τῆς ἀγνοίας αὐτῶν εἰσί καί τῆς τοῦ καιροῦ κακίας καί εἰσί συγγνωστοί, ἤ τῆς προαιρέσεως αὐτῶν καί αὐτοί μόνοι ἀπολογήσονται τῶ Θεῶ» (Πατριάρχου Νεκταρίου, Ἐπιτομή Ἱεροκοσμικῆς Ἱστορίας, ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Σινᾶ, Ἀθῆναι 1980, σελ. 231).
η) Τόν Θ’ Κανόνα τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ὅστις λέγει μεταξύ ἄλλων: «Τό γάρ ἐκ μέρους εὐσεβεῖν καί ἐκ μέρους κοινοῦσθαι βέβηλον». (Πηδάλιον 738 ε). Ἐν προκειμένω τό Α.Σ.Δ. ἐπισημαίνει ὅτι τάς αὐτάς βεβηλότητας ἐσημείωνεν ἡ ἀπόφασις τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς ἡ ὁποία ὑπῆρξεν ἄκρως ἀντιφατική, ἀφοῦ ἀφ' ἑνός ἀναγνωρίζει τάς χειροτονίας τοῦ 1948 καί ἀφ' ἑτέρου ἐπικαλεῖται τόν Η’ Κανόνα τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀφορᾶ χειροθεσίαν ἐπί σχισματικῶν. Τοιαύτην καί πλέον φοβεράν βεβηλότητα παρουσιάζουν καί αἱ «ἀποφάσεις» τοῦ κ. Νικολάου καί τοῦ Συνεδρίου του, ἀφοῦ δι' αὐτῶν, ἀφ' ἑνός μέν λέγουν ὅτι διαφυλάττουν τήν ὁμολογίαν καί ἔχουν τήν Γνησίαν ἀποστολικήν Διαδοχήν ἐκ τῶν χειροτονιῶν τοῦ ἐπισκόπου Ματθαίου, ἀφ' ἑτέρου δέ ὅτι ἐδέχθησαν ὅλοι χειροθεσίαν ἐπί σχισματικῶν καί «μᾶς περιρρέει ἡ ἀνομία τῆς χειροθεσίας».
θ) Τόν ΞΒ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τόν διαγορεύοντα: «Εἴ τις Κληρικός διά φόβον ἀθρώπινον... ἀρνήσηται τό ὄνομα τοῦ Κληρικοῦ καθαιρείσθω. Μετανοήσας δέ ὡς λαϊκός δεχθήτω». Εἰς τήν ὑποσημείωσιν τοῦ Κανόνος τούτου ἀναγράφεται καί τό τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «ἀρνήσεως οὐδέν χεῖρον Ἁμάρτημα». Βάσει αὐτοῦ τοῦ Κανόνος καθηρέθη ὁ ποτέ Κορινθίας Κάλλιστος, καθ' ὅσον ἐν ἔτει 1976-1977 ἠρνήθη τήν προτέραν ὁμολογίαν του, ὅτι τήν 17ην Σεπτεμβρίου 1971 ἐδέχθη μίαν Ἁπλῆν συγχωρητικήν εὐχήν καί ὑπαναχωρήσας ἐκήρυξε «γυμνῆ τῆ κεφαλῆ» ὅτι ἐδέχθη «χειροθεσίαν ὡς πρώην σχισματικός», ὅπερ σημαίνει ὅτι ἠρνήθη τήν ἀρχιερωσύνην του. Εἰς τόν ἵδιον Κανόνα ὑπόκεινται καί ὅσοι ἐκ τῶν ὑστέρων κηρύττουν ὅτι τό 1971 ἐδέχθησαν χειροθεσίαν κατά τόν Η’ Κανόνα τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (βλ. ἀπόφασιν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, Ἀπαλλακτικόν Βούλευμα 54/76 Πλημμελειοδικείου Πειραιῶς, τό ὁποῖον ἀπεδέχθη πανηγυρικῶς ὁ τότε Πειραιῶς Νικόλαος, ἐπιστολάς πρώην Ἀργολίδος Παχωμίου καί τήν ὑπ' ἀριθμ. 3280/28.11.2007 κοινήν ἐγκύκλιον τῶν «Νικολαϊτῶν», κείμενα καθ' ἅ «ὅλοι ἔχομεν τήν χειροθεσίαν παρά χειροθετηθέντων ὡς πρώην σχισματικῶν»). Εἰς τό ἐπιτίμιον αὐτοῦ τοῦ Κανόνος ὑπόκειται καί ὅστις Ὀρθόδοξος Κληρικός κανονικῶς χειροτονημένος δεχθῆ δευτέραν χειροτονίαν εἵτε παρ' ὀρθοδόξων, ὁπότε καθαιρεῖται καί αὐτός καί ὁ χειροτονήσας, εἵτε παρά κακοδόξων, ὁπότε οὗτος καθαιρεῖται καί ἀφορίζεται.
Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, ἐνδεικτικῶς μόνον σημειωθέντων, τό Α.Σ.Δ. τρανῶς διαπιστώνει ὅτι ἡ ὁμάς τῶν Νικολαϊτῶν ὄχι μόνον δέν ἐφύλαξεν ἀπαρασαλεύτως τούς Ἱερούς Κανόνας, ἀλλ' οὐδένα ἔλαβεν ὑπ' ὄψιν, διότι διά τῆς Κανονικῆς ὁδοῦ δέν θά εὐωδοῦτο, ἀλλά καί θά ἀπεκλείετο ἡ ἐσχάτη ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ των κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ἐκκλησιομαχία των, καί ἐν τέλει ἡ σωρεία τῶν ληστρικῶν καί βαρβάρων ἀποφάσεών των κατά τῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων, Κληρικῶν καί Λαϊκῶν. Διά τόν λόγον αὐτόν, τό Α.Σ.Δ. ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ ὅτι αὗται οὐδέν πραγματικόν ἀποτέλεσμα παραγαγοῦσαι εἰσίν ἄκυροι καθ' ὦν ἐξεδόθησαν, ἐπί τῶν κεφαλῶν ὅμως αὐτῶν ἐπεσώρευσαν ἅπαντα τά ἐπιτίμια τοῦ συνόλου τῶν θείων καί Ἱερῶν Κανόνων.
ΕΠΙ ΤΗΣ Β’ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΗΤΟΙ, ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΕ Α.Π. 3280 ἀπό
28.11.2007 «ΕΓΚΥΚΛΙΟΥ» ΤΩΝ, ΤΩΝ ΑΠΟ 1974 ΚΑΙ 2004 «ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ»
ΤΟΥ ΠΡ. ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ ΠΑΧΩΜΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ «54/76 ΑΠΑΛΛΑΚΤΙΚΟΥ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ»
ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΠΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Ἐπί τοῦ δευτέρου τούτου θέματος σύσσωμον τό ΑΝΩΤΑΤΟΝ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ ἐγκύψαν ἐπί τῶν ἀνωτέρω κειμένων, εὐχερῶς διεπίστωσεν ὅτι οἱ δύο οὗτοι ἀρχιερεῖς, (Παχώμιος καί Νικόλαος), ἤδη ἀπό τό 1974 καί 1976 κατέστησαν ἑαυτούς αὐτόχρημα βλασφήμους καί ἐσχάτους ἐκκλησιομάχους. Αὐτήν τήν ὄντως φρικτήν προκύπτουσαν βλασφημίαν καί τήν ἐσχάτην προδοσίαν των, στηρίζουν ἐπί τοῦ ΨΕΥΔΟΥΣ περί «χειροθεσίας» των, τήν ὁποίαν, κατά τά κείμενά των, δῆθεν ἐδέχθη ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐν ἑλλάδι τήν 15/28ην ὀκτωβρίου 1971, ὅπερ ἀποτελεῖ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΣΚΟΠΙΜΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΟΣΥΛΟΝ ΚΑΚΟΗΘΕΣ ΨΕΥΔΟΣ! Τό ψεῦδος των τοῦτο συντρίβεται ὑπό τῆς Ἱστορικῆς καί ἐξ ἀντικειμένου ΑΛΗΘΕΙΑΣ, καθ' ἥν ἡ Ἱερά Σύνοδος, τήν ἐπιστρέψασαν (3.10.1971) ἐξ ἀμερικῆς Ἱεραποστολικῶς μεταβάσαν ἐκεῖ ἐξαρχίαν, ἐδέχθη κατόπιν τῶν σαφῶν καί ρητῶν Δηλώσεων Αὐτῆς, καθ' ἅς ἡ Ἱεραποστολή ἐστέφθη ὑπό πλήρους ἐπιτυχίας, ἤτοι: Ἡ Ρωσική Σύνοδος κατ' ἀρχάς ἀπεδέχθη καί ὡμολόγησεν τήν ἐκκλησιολογίαν τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κατόπιν δέ τούτου ἐκηρύχθη καί ἡ Ἕνωσις τῶν δύο ἐκκλησιῶν, Ἑλλάδος καί Ρωσικῆς Διασπορᾶς, καί τότε, ἐν τῆ ἰδία Συνόδω (15/28.9.1971), ἐτέθη καί τό θέμα τῶν ἐπισκοπικῶν χειροτονιῶν τοῦ 1935 καί ἰδιαιτέρως τοῦ 1948. Ἐπ' αὐτῶν ἡ Ρωσική Σύνοδος ἀπεφάνθη ὅτι ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ τάς χειροτονίας τοῦ 1935, ἐξαιρέτως δέ τήν ἀπό Σεπτεμβρίου 1948, ὑπό μόνου τοῦ ἀοιδίμου Βρεσθένης Ματθαίου τελεσθεῖσαν πρώτην χειροτονίαν, (τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος εἰς ἐπίσκοπον Τριμυθοῦντος τῆς Κύπρου), τονίζουσα ὅτι ὁ μακαριστός Βρεσθένης Ματθαῖος, χειροτονήσας μόνος του, δέν ἡμάρτησεν κατά τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἐνήργησεν κατ' ἀπόλυτον ἐκκλησιαστικήν ἀπαίτησιν καί δεοντολογίαν, καί ὄχι πρός δημιουργίαν φατρίας ἤ σχίσματος!
Ἐπί τούτοις καί ἡ ἰδία ἐξαρχία, ἄμα τῆ ἐπιστροφῆ της, ΔΙΕΨΕΥΣΕΝ τήν περιρρέουσαν φήμην περί «χειροθεσίας» τῶν δύο «ἐπισκόπων» μας ἐν Ἀμερικῆ καί διευκρίνισεν ὅτι ὡς τοιαύτην οἱ ἀνεύθυνοι ἐξέλαβον καί ἐπροπαγάνδισαν τήν συγχωρητικήν εὐχήν, δεδομένου ὅτι καί ἐπί ἀναγνώσεως συγχωρητικῆς εὐχῆς εἰς ἐξομολογούμενον, ἀλλά καί εἰς κάθε ἄλλην περίπτωσιν γίνεται ἐπίθεσις χειρῶν.
Τό Α.Σ.Δ. ἡρεύνησεν τάς πηγάς καί διεπίστωσεν τήν ἀπόλυτον καί ἀδιάκοπον συνείδησιν καί συνέπειαν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, καθ' ὅλα τά ἀπό τό 1971 ἔτη μέχρι καί τό 2004 καί 2008, ἐξαιρέτως δέ τό γεγονός ὅτι κατά τό 1976, ἡ Ἱερά Σύνοδος, τόν κατά τό ἔτος ἐκεῖνο ὑπαναχωρήσαντα ἐκ τῶν ὡς ἄνω δηλώσεων Κορινθίας Κάλλιστον, ΟΜΟΦΩΝΩΣ ΚΑΘΗΡΕΣΕΝ μέ τήν ὑπ' Α.Π. 1353/28.10. 1977 ἀπόφασίν της, («Κ.Γ.Ο.» Τόμος 22ος Τεῦχος 10ον Ὀκτώβριος 1977), ΩΣ ΒΛΑΣΦΗΜΟΝ, ΕΚΚΛΗΣΙΟΜΑΧΟΝ, ΚΑΙ ΑΡΝΗΤΗΝ ΤΗΣ ΑΡΧΙΕΡΩΣΥΝΗΣ ΤΟΥ. Καί μόνον ἐκ τοῦ ἀνωτέρω γεγονότος, ἐγείρεται πελώριον τό σκληρόν ἐρώτημα, ΠΩΣ οἱ δύο οὗτοι ἐπίσκοποι, Νικόλαος καί Παχώμιος, συμμετεῖχον εἰς τό ἐν λόγω ἀνώτατον Συνοδικόν Δικαστήριον, ΕΚΡΙΝΑΝ ΚΑΙ ΕΔΙΚΑΣΑΝ καί ἐν τέλει ὑπέγραψαν ὁμοφώνως τήν ὡς ἄνω κατά τοῦ Καλλίστου Καθαιρετικήν ἀπόφασιν, ὅταν οὗτοι πρό τοῦ 1977 εἶχον διακηρύξει ΕΓΓΡΑΦΩΣ, (πλήν ἐκράτουν τά κείμενα εἰς τήν ἀφάνειαν), ὄχι μόνον ἐκεῖνο, τό ὁποῖον ὑπαναχωρήσας ἐδήλωσεν ὁ Κάλλιστος, δηλαδή, ὅτι αὐτός εἰς τήν ἀμερικήν δέν ἐδέχθη συγχωρητικήν εὐχήν, ὅπως ἀρχικῶς ἐδήλωσεν, ἀλλά «χειροθεσίαν κατά τόν Η’ Κανόνα τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου», ἀλλά ΨΕΥΔΟΜΕΝΟΙ ΔΙΕΚΗΡΥΞΑΝ ΟΤΙ ΚΑΙ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ΕΛΑΒΕΝ ΧΩΡΑΝ Η ΙΔΙΑ «ΧΕΙΡΟΘΕΣΙΑ»(!), ΤΗΝ ΔΕ 29.11.2007 ΤΟ ἄκρως Ἱερόσυλον ΨΕΥΔΟΣ ΤΩΝ ΤΟ ΔΙΕΚΗΡΥΞΑΝ ΚΑΙ «ΣΥΝΟΔΙΚΩΣ»!!!
Εἰς τό σημεῖον αὐτό τό Δικαστήριον ἐπισημαίνει καί ὑπογραμμίζει τήν ἀσυνέπειαν καί τάς εὐθύνας τῶν ἀνωτέρω δύο ἐπίορκων ἐπισκόπων, διότι ὁ μέν Κάλλιστος ὑπαναχωρήσας τό 1976, δέν εἶπεν ὅτι ἐνηργήθη τι περί «χειροθεσίας» ἐν Ἑλλάδι, ἀλλ' ὅτι αὐτός προσωπικῶς τήν 17ην Σεπτεμβρίου 1971 ἐδέχθη χειροθεσίαν καί ὄχι συγχωρητικήν εὐχήν. Ἀντιθέτως οἱ Νικόλαος καί Παχώμιος διακηρύσσουν, ὁ μέν ἀπό τό 1976, ὁ δέ ἀπό τό 1974 καί ἐπαναλαμβάνει τό 2004, ὅτι τόσον ἐν Ἀμερικῆ οἱ δύο ἐπίσκοποί μας, ὅσον καί ἐν ἑλλάδι οἱ λοιποί ἀρχιερεῖς, ἐδέχθησαν χειροθεσίαν κατά τόν Η’ Κανόνα! Ἐδῶ εὑρίσκεται ἡ ἀπαρχή τῆς ἐπιχειρηθείσης προδοσίας των, ἀλλά προκύπτει καί τό ΨΕΥΔΟΣ καί τό ΗΘΟΣ των, διότι ΠΩΣ τό 1977 καθήρεσαν τόν Κάλλιστον, ἐνῶ ἡ αἰτία τῆς καθαιρέσεώς του προηγεῖται εἰς αὐτούς τούς δύο καί δή εἰς πολύ μεγαλυτέρας καί φρικτάς διαστάσεις; Αὐτό μαρτυρεῖ ἀπολύτως ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟΥΣ ρασοφόρους, ἐν ταυτῶ δέ καταδεικνύει τό ἀδίστακτον, σκόπιμον, ὑστερόβουλον ἀλλά καί ἄκρως Ἱερόσυλον καί ἐκκλησιομάχον ΨΕΥΔΟΣ των.
Ἐπίσης τό Α.Σ.Δ., ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΕΙ ὅτι αἱ συνέπειαι αὐτοῦ τοῦ ΨΕΥΔΟΥΣ ἐπεκτείνονται ἐφ' ὅλων τῶν ἐπισκόπων καί λοιπῶν Κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχοντες κοινωνίαν μετά τῶν ὡς ἄνω δύο «ἐπισκόπων», καθίστανται μέτοχοι καί κοινωνοί τοῦ ἰδίου Ἱεροσύλου ψεύδους καί δή διά τόν σκοπόν, ὁ ὁποῖος ἐπενοήθη καί διετυπώθη ὑπό τῶν δύο ἐπισκόπων τό 1974 καί 1976, καί πάλιν τό 2004, ἐνῶ τήν 28ην Νοεμβρίου 2007 τό ἴδιον ψεῦδος ΩΜΟΛΟΓΗΘΗ ΚΑΙ ΔΙΕΚΗΡΥΧΘΗ ΚΑΙ «ΣΥΝΟΔΙΚΩΣ», κατά τόν πλέον ἀπατηλόν καί πλάνον τρόπον!
Εἰς τό σημεῖον αὐτό καί πάλιν, ἰδιαιτέρως ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΕΤΑΙ ὅτι, προκειμένου νά ἐπιβληθῆ τό ἐν λόγω ψεῦδος, προηγήθη ἡ «συλλήβδην ΚΑΤΑΛΥΣΙΣ ΤΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΤΑΞΕΩΣ, ἀλλά καί ἡ ΚΑΤΑΛΥΣΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΟΙΗΣΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝΟΔΙΚΟΥ ΘΕΣΜΟΥ. Οὕτο προέκυψεν καί ἡ μακρά σειρά τῶν ληστρικῶν καί σκοπίμων πράξεών των, αἱ ὁποῖαι ἐμπίπτουν καί εἰς τό κοινόν Ποινικόν Δίκαιον, τό ὁποῖον ὅμως οὐδείς διανοεῖται νά θέση ὑπεράνω τοῦ Θείου Δικαίου, ἤγουν τῆς Κανονικῆς Τάξεως, τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί τῶν Συνοδικῶν Δικαστηρίων.
Ἐπίσης ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΕΤΑΙ ὅτι ἡ ὅλη κατ' αὐτῶν τῶν πράξεών των, δικαστική δεοντολογία τοῦ Α.Σ.Δ. δέν εἶναι ἡ ἐκδίκησις καί τιμωρία τῶν ὑπό τάς ὡς ἄνω κατηγορίας τελούντων, ἀλλά ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ Η ΑΛΗΘΕΙΑ, Η ΠΕΡΙΦΡΟΥΡΗΣΙΣ τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καί πρό πάντων ἡ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ τῶν ἐπισκόπων καί Πρεσβυτέρων τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Σκοπός τοῦ Δικαστηρίου μας εἶναι ἡ διαφώτισις καί αὐτῶν τῶν ἰδίων, ἀλλά καί παντός παρασυρθέντος, ἵνα ἔλθουν εἰς ἐπίγνωσιν, μετανοήσουν καί ἀποπτύοντες τήν προδοσίαν ἐπιστρέψουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν.
Ἐπί τούτοις, τό Α.Σ.Δ. καθιστᾶ σαφές ὅτι τά κατά τῆς Ἐκκλησίας ἀδικήματα τῶν δύο ἐπισκόπων, ἀλλά καί ὅλων τῶν κοινωνούντων αὐτοῖς, δέν περιορίζονται μόνον εἰς τά ἀνωτέρω, ἀφοῦ διά τῶν συγκεκριμένων κειμένων των, δέχονται καί ὁμολογοῦν ὅτι:
α) Ὁ ἀοίδιμος Βρεσθένης Ματθαῖος ἀποκηρύξας τό 1937 τόν βλάσφημον κατά τῆς Ὁμολογίας - Ἐκκλησιολογίας τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομον, «ἀπεκόπη - ἀπεσχίσθη ἐκ τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Συνόδου τοῦ πρ. Φλωρίνης καί ἵδρυσεν μίαν ἄλλην δευτέραν σχισματικήν Ἐκκλησίαν Παλαιοημερολογιτῶν»! (54/76 Βούλευμα).
β) Δέχονται ἐπίσης καί κηρύσσουν ὅτι ἀπό τό 1937 καί μέχρι τό 1971 ἦσαν σχισματικοί, ἄμοιροι πάσης χάριτος, καί ὡς ἐκ τούτου ψευδοχριστιανοί, ψευδοϊερεῖς καί ψευδεπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι μόλις τό 1971, μετά τήν ἐκ τῶν ὑστέρων ψευδῶς προβαλλομένην «χειροθεσίαν» των ὡς ἐπί σχισματικῶν, κατά τόν Η’ Κανόνα τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, κατεστάθησαν «Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί κανονικοί Κληρικοί καί ἐπίσκοποι»! Δηλαδή, τόσον οἱ δύο πρῶτοι, Νικόλαος καί Παχώμιος, ὅσον καί οἱ λοιποί τῆς ὁμάδος των, ἀποτελοῦν πρωτοφανές φαινόμενον ἀσυστόλου ψεύδους, βλασφημίας καί ἐκκλησιομαχίας!
Ὡσαύτως τό Α.Σ.Δ. λαμβάνει σοβαρῶς ὑπ' ὄψιν του, ὅτι καί ἡ ἀπό τό 1974 ἀρξαμένη Ποινική Δίωξις κατά τοῦ Πειραιῶς Νικολάου, ἦτο ἀποκλειστικῶς ἐνέργεια τοῦ τότε Νεοημερολογίτου Μητροπολίτου Πειραιῶς Χρυσοστόμου Ταβλαδωράκη καί τῶν τότε ἀρχιμανδριτῶν Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη, Ἀλεξίου Βρυώνη καί Μελετίου Καλαμαρᾶ, οἱ ὁποῖοι μέ τήν προσφυγήν των εἰς τά Ποινικά Δικαστήρια κατά τοῦ τότε ἐπισκόπου Νικολάου Μεσσιακάρη «ὡς ἀντιποιουμένου ἐκκλησιαστικόν λειτούργημα», ΔΕΝ ΕΠΕΔΙΩΚΟΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΔΙΚΗΝ ΤΟΥ, ἀλλ' ἀντιθέτως ΤΗΝ ΑΘΩΩΣΙΝ ΤΟΥ, ὑπό τόν ὅρον καί προϋπόθεσιν ὅτι οὗτος ἀπολογούμενος καί ἐπιζητῶν τήν παῦσιν τῆς Ποινικῆς διώξεώς του, θά ἐπεκαλεῖτο τήν «ΧΕΙΡΟΘΕΣΙΑΝ», τήν ὁποίαν ἀναφέρει ἡ 16-11/15/28.9.1971 Συνοδική πράξις τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς. Τοῦτο δέ διότι ἡ δήλωσίς του αὕτη θά ἤνοιγεν τήν ὁδόν πρός λύσιν τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ, ἀφοῦ ὁμολογουμένη καί κηρυσσομένη, μέσω μιᾶς τοιαύτης Δικαστικῆς ἀποφάσεως, ἡ ἔστω ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟΣ ΧΕΙΡΟΘΕΣΙΑ, θά διέκοπτεν τήν ἐκ τῶν Ἱστορικῶν χειροτονιῶν τοῦ 1935 καί 1948 ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΔΙΑΔΟΧΗΝ, κατόπιν δέ τούτου θά συνετρίβετο καί ἡ ἀπό τό 1924 ΟΜΟΛΟΓΙΑ - ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας! Αὐτό «ἐπέτυχον» οἱ ἀνωτέρω Μηνυτής καί Μάρτυρες, δηλαδή νά ἀθωώση τό Πολυμελές Πλημμελειοδικεῖον Πειραιῶς τό κ. Νικόλαον, ἀφοῦ κατέθεσεν καί ὡμολόγησεν ἐγγράφως καί προφορικῶς ὅσα ἀναφέρει ἡ μηδέποτε γενομένη δεκτή οὔτε ἐφηρμοσθεῖσα ἔν τινι σημείω ἀπόφασις τῆς Ρωσικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἐνῶ ἀναγνωρίζει τάς ἐν λόγω χειροτονίας, ἐν ταὐτῶ ἀντιφάσκουσα ἀναφέρει ρητῶς καί τήν περί χειροθεσίας, κατά τόν Η\ Κανόνα, ἀπόφασίν της!
Τό Ἀνώτατον Συνοδικόν Δικαστήριόν μας ἰδιαιτέρως λαμβάνει ὑπ' ὄψιν ὅτι, τόσον οἱ συγκεκριμένοι ΕΠΙΟΡΚΟΙ ἐπίσκοποι, ὅσον καί ΟΙ ΦΛΩΡΙΝΙΚΟΙ καί ὁ ΝΕΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΣΜΟΣ, καίτοι ἐπί περισσότερον ἀπό τρεῖς δεκαετίας ἀπετύγχανον τά σχέδιά των, ὅπως μεταποιήσουν καί ἐπιβάλουν ἐκ τῶν ὑστέρων τήν συγχωρητικήν εὐχήν ὡς χειροθεσίαν, ὡστόσον ποτέ δέν παρητήθησαν! Τουναντίον, διά νά φθάσουν εἰς τήν «ἐπιτυχίαν» αὐτοῦ τοῦ σχεδίου των, μετῆλθον τάς συκοφαντίας καί ἐσκευώρησαν καθ' ὅλων ἐκείνων τῶν ἐκκλησιαστικῶν Προσώπων, ἐφ' ὦν προσέκρουον καί ἐματαιοῦντο τά σχέδιά των. Οὕτω κατανοοῦνται πλήρως αἱ ἀπό τό 1998 πάσης φύσεως σκόπιμοι συκοφαντίαι καί διώξεις, κατά τοῦ παλαιμάχου Πανοσιολογιωτάτου Ἱερομονάχου π. Ἀμφιλοχίου, τοῦ Ὀρθοδόξου θεολόγου Ἐλευθερίου Γκουτζίδη, καί τοῦ ὁμολογητοῦ Σεβ. Μητροπολίτου κ. Κηρύκου! Οὗτοι, χάριτι Χριστοῦ, ἦσαν καί παραμένουν τά Πρόσωπα, τά ὁποῖα, ὅπως οἱ ἵδιοι οἱ Νικολαΐται ρητῶς πλέον προσμαρτυροῦν καί διαβεβαιοῦν, ἠμπόδιζον καί ἔκλεινον τόν δρόμον νά ἔλθη «ὁ καιρός» τῆς προδοσίας των, τόν ὁποῖον ἐν τέλει ἤνοιξαν οἱ ἴδιοι τήν 28ην Νοεμβρίου 2007, ὅτε ἐξέδωκαν τήν μέ Α.Π. 3280 δολίαν, ψευδῆ, ἀπατηλήν καί πάντως ἄκρως ΒΛΑΣΦΗΜΟΝ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΟΜΑΧΟΝ «Ἐγκύκλιόν» των.
Τό ΑΝΩΤΑΤΟΝ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ ἐγκύψαν ἐπί τῆς ἐν λόγω ἐγκυκλίου τῶν Νικολαϊτῶν (Α.Π. 3280/28.11.2007) καί λαβόν ὑπ' ὄψιν ὅσα ἐν τῶ εἰδικῶ φακέλλω κατετέθησαν καί προηγουμένως ἀνελύθησαν, θεωρεῖ τήν ἐν λόγω Πράξιν - Ἐγκύκλιον, ὡς τήν πλέον εὐτελῆ καί ἀχρείαν ἐκδήλωσιν τῆς ἐσχάτης βλασφημίας καί ἐκκλησιομαχίας των, καί ἐπισημαίνει, ὅτι:
- Τά μέλη αὐτῆς τῆς ΨΕΥΔΟΣΥΝΟΔΟΥ, τήν ὁποίαν ἀπήρτισαν οἱ ἤδη πρό πολλοῦ «πεπτωκότες πρώην Ἄγγελοι τῆς Ἐκκλησίας», (οὕτω χαρακτηρίζει ἐν τῆ θεία ἀποκαλύψει ὁ ἐπιστήθιος Μαθητής, Ἀπόστολος καί Θεολόγος Ἰωάννης, τούς ἐκπεσόντας ἐπισκόπους τῶν ἐκκλησιῶν τῆς ἀσίας), ἤγουν οἱ Νικόλαος, Παχώμιος καί οἱ λοιποί, ἀδιστάκτως καί πάντως ἐκ χειρίστης σκοπιμότητος, ΥΠΟΚΡΙΝΟΝΤΑΙ τούς δῆθεν ἀκραιφνεῖς Ὀρθοδόξους καί κηρύσσουν ὅλως ΨΕΥΔΩΣ, ΔΟΛΙΩΣ καί ΥΠΟΚΡΙΤΙΚΩΣ, ὅτι δῆθεν κρατοῦν τήν ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ - ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΝ καί τήν ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΔΙΑΔΟΧΗΝ, ἤτοι κέκτηνται τήν ἀρχιερωσύνην (χειροτονία των) ἐκ τῶν χειροτονιῶν τοῦ 1935 καί 1948, σέβονται δέ καί ἀκολουθοῦν τήν γραμμήν τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου! Ταῦτα ἐπαναλαμβάνουν, οὐχί ἅπαξ ἡ δίς, ἀλλ' ὑπέρ τάς δέκα (10) φοράς, διά νά καλύψουν οὕτω τήν προδοσίαν των, ἀφοῦ παραλλήλως, περισσότερον ἀπό δέκα (10) φοράς, ἐπαναλαμβάνουν καί τό βλάσφημον ψεῦδος ὅτι τό 1971 ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐδέχθη «χειροθεσίαν», ἐνῶ μέ ἰδιαιτέραν προσοχήν ἀποσιωποῦν ἀπολύτως τήν ἀλήθειαν περί «ΣΥΓΧΩΡΗΤΙΚΗΣ ΕΥΧΗΣ»! Πρός τούτοις θέτουν καί «ἀσφαλιστικάς δικλείδας» λέγοντες ὅτι «ἀποκηρύσσουν καί ἀπορρίπτουν (καταδικάζουν) τήν «χειροθεσίαν» ὑπό οἱανδήποτε μορφήν καί ἔννοιαν ἐγένετο αὕτη τό 1971, τόσον εἰς τήν ἀμερικήν, ὅσον καί εἰς τήν Ἑλλάδα»! Αὐτό τό ψεῦδος, ὁ δόλος καί ὑποκρισία, πλημμυρίζει ἀπ' ἀρχῆς μέχρι τέλους τήν ἐκ δεκατεσσάρων μεγάλου μεγέθους σελίδων «Ἐγκύκλιόν» των, διότι εἶναι πέραν πάσης ἀμφισβητήσεως ὅτι ἐν Ἑλλάδι ΟΥΔΕΜΙΑ ΧΕΙΡΟΘΕΣΙΑ ἔλαβεν χώραν. Τό γεγονός ἀναλυτικῶς ἐκτίθεται ἐν τοῖς Πρακτικοῖς τοῦ Δικαστηρίου μας καί ἐν τῶ βιβλίω τοῦ θεολόγου Ἐλευθερίου Γκουτζίδη: «ΑΜΕΣΟΣ ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ...» Ἀθῆναι Μάρτιος 2008 καί ἀλλαχοῦ.
Ἐν τέλει τό ΑΝΩΤΑΤΟΝ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ λαβόν ὑπ' ὄψιν:
α) Τό γεγονός ὅτι διά νά ὁλοκληρώσουν τήν ἐσχάτην βλασφημίαν - ἐκκλησιομαχίαν των, δέν ἔλαβον κἄν ὑπ' ὄψιν τήν Κανονικήν τάξιν, τήν ὁποίαν συλλήβδην κατέλυσαν, ἀλλά καί τόν Συνοδικόν θεσμόν κυριολεκτικῶς ἐσυλαγώγησαν, ἀπό τό 1998 καί μέχρι σήμερον, καί
β) Τάς ἀπό 1974 καί 2004 ἄκρως βλασφήμους καί πλήρεις ψεύδους καί ἀπάτης ἐπιστολάς τοῦ ἐκπεσόντος Παχωμίου ἀργυροπούλου, καθώς καί τό 54/76 ἀπαλλακτικόν Βούλευμα ὑπέρ τοῦ κ. Νικολάου, καί κατ' ἀκρίβειαν τάς βλασφημίας, τάς ὁποίας τοῦτο ἠρύσθη ἐκ τοῦ ἀπό 28.10.1974 ἀπολογητικοῦ ὑπομνήματος τοῦ τότε Πειραιῶς κ. Νικολάου, καθώς καί ἐκ τῆς ἀντιφατικῆς καί ἀκύρου διά τήν Ἐκκλησίαν «ἀποφάσεως» 16-11/15/28.9.1971 τῆς Ρωσικῆς Συνόδου τῆς Διασπορᾶς, ἐξαιρέτως δέ τήν ὑπ' Α.Π. 3280/28.11.2007 ἐγκύκλιον τῆς ἐκκλησιομάχου ὁμάδος των, ὡς βδελύγματα τοῦ αἰωνίου ἀντιδίκου τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του, ΟΜΟΦΩΝΩΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΙΔΕΙ εἰς τό ΑΙΩΝΙΟΝ ΑΝΑΘΕΜΑ, τούς δέ πρωταιτίους κρίνει ὡς ἤδη ΠΕΠΤΩΚΟΤΑΣ ΚΑΙ ΕΞΩ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΟΝΤΑΣ.
* * *
ΕΠΙ ΤΗΣ Γ’ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ
ΗΤΟΙ, ΕΠΙ ΤΩΝ ΙΕΡΟΣΥΛΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΗΡΥΚΟΥ, ΗΤΟΙ: 1) ΤΗΣ ΜΕ Α.Π. 3282/28.11.2007 ΠΡΑΞΕΩΣ - ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙ «ΚΑΘΑΙΡΕΣΕΩΣ» ΚΑΙ 2) ΤΗΣ ΜΕ Α.Π. 3298/7.8.2009 ΕΤΕΡΑΣ «ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ» ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ, ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΓΚΟΥΤΖΙΔΗ ΠΡΑΞΕΩΣ - ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΩΝ, ΠΕΡΙ «ἀπογυμνώσεως ἀπό πάσης Ἱερατικῆς χάριτος καί Μοναχικῆς ἰδιότητος», ἀμφοτέρων δέ περί «Μεγάλου ἀφορισμοῦ καί στερήσεως καί τῆς ἰδιότητος τῶν Χριστιανῶν καί τεθέντας ἔξω τῆς Ἐκκλησίας»!
Τό ΑΝΩΤΑΤΟΝ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ ἐπί τοῦ θέματος τούτου, ἔλαβεν ἰδιαιτέρως ὑπ' ὄψιν τάς ἀπό τό 1998-1999 κ.ἑ., ἐκφάνσεις τοῦ ἐκκλησιομάχου τούτου κινήματος τῶν ΝΙΚΟΛΑ.Ι.ΤΩΝ, ὅπως αὐτό προκύπτει ἐκ τοῦ περιεχομένου τῶν ἑκατέρωθεν ἐκδοθέντων καί δημοσιευθέντων ἐπισήμων ἐγγράφων - ντοκουμέντων καί εἰδικώτερον:
1) Τήν μέ Α.Π. 2891/28.10.1995 ΑΠΟΦΑΣΙΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ, (κατά τῆς μέ Α.Π. 2706/8.10.1993 Ληστρικῆς ἀποφάσεως τῶν πέντε σχισματοαιρετικῶν, διά τῆς ὁποίας εἶχον θέσει εἰς «ἐπ' ἀόριστον ἀργίαν» τόν π. ‘Αμφιλόχιον), μέ τήν ὁποίαν, (ἡ Ἱ.Σ.) ἀπεκατέστησεν ἀπολύτως τόν Πανοσ/τον Ἱερομόναχον π. Ἀμφιλόχιον ὡς Κανονικόν καί ὀρθόδοξον Κληρικόν. («Ο.Π.» Τόμος 11ος/2000 Α.Τ. 107 σελ. 122-123).
2) Τήν σειράν τῶν ἄρθρων τοῦ θεολόγου Ἐλευθερίου Γκουτζίδη, τά ὁποῖα ἔγραψεν εἰς ἀπάντησιν σχετικῆς πλήν ψευδοῦς «ἀνακοινώσεως», διά τοῦ Κ.Γ.Ο. (μηνός Ἰουλίου 2000 κυκλοφορήσαντος τόν Ὀκτώβριον τοῦ 2000), ἐπί τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἱ.Σ. τῆς Ἱ., τῆς 17ης Μαΐου 2000, καί ἰδιαιτέρως τό μέ Α.Π. 158/25.10. 2000 ἔγγραφον τοῦ Μητροπολίτου Κηρύκου, δι' οὗ καταγγέλλει ὡς ψευδές τό ἐν λόγω δημοσίευμα τοῦ «Κήρυκος», τό ὁποῖον καί ἀνεγνώσθη ἐνώπιον τοῦ Δικαστηρίου, ἀπεφασίσθη δέ ὅπως ταῦτα καί ἅπαντα τά συναφῆ ἐκδοθοῦν εἰς τόμους, εἰς τό ἄμεσον μέλλον, ὑπό τόν τίτλον «ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ», ὡς συνέχεια τῶν προηγηθέντων τοιούτων. («Ο.Π.» Τόμος 11ος/2000 Α.Τ. 106 σελ. 87-91, 120-133, 139-146). Ἐπίσης ἐκ τῶν προτέρων ἐλήφθη ὑπ' ὄψιν τό σχετικόν ἄρθρον τοῦ ἰδίου Μητροπολίτου, ὑπό τόν τίτλον «Ἕνα ἀπαράδεκτον δημοσίευμα τό ὁποῖον ἐχαρακτηρίσαμεν ὡς «ΣΑΠΡΟΝ ΚΑΡΠΟΝ»(*).
Ἐξ ὅλων αὐτῶν τό Α.Σ.Δ. εὐχερῶς διεπίστωσεν, ἀφ' ἑνός μέν ὅτι τό ὅλον κίνημα τῶν Νικολαϊτῶν εἶχεν ὡς αἰτίαν καί ἀφορμήν τήν ὑπό τῶν ὀρθοδόξων Διακήρυξιν τῆς ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, γεγονός τό ὁποῖον ἀποκλειστικῶς προεκάλεσεν τάς διώξεις καί σκευωρίας κατά ὀρθοδόξων, ἐν ταὐτῶ δέ προεκάλεσεν καί τήν ὑπό τῶν Νικολαϊτῶν παντελῆ κατάλυσιν τοῦ τε ΣΥΝΟΔΙΚΟΥ ΘΕΣΜΟΥ καί τῆς ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΤΑΞΕΩΣ. Ἰδιαιτέρως τό Δικαστήριόν μας ἐπεσήμανεν τό γεγονός ὅτι, ὁ Μητροπολίτης Κήρυκος ἀείποτε ἐπεδείξατο ἀληθῆ ἀγάπην καί ταπείνωσιν, ὅπως καί ὁ π. Ἀμφιλόχιος ἀλλά καί ὁ θεολόγος Ἐλευθέριος Γκουτζίδης. Αἱ προσκλήσεις καί παρακλήσεις των πρός διόρθωσιν ὅλων τῶν ἐκτροπῶν των, μέσω τῆς Κανονικῆς συγκροτήσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, Ἱεραρχήσεως ὅλων τῶν θεμάτων ΠΙΣΤΕΩΣ καί ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ, ὡς καί πάσης φύσεως αἰτιάσεών των, ἵνα ἐπέλθη ἡ ἀγάπη καί διακηρυχθῆ ἡ Πίστις καί ὁμολογία ἐπί τῆς Ἐκκλησιολογίας καί τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, δυστυχῶς οὐδέν ἔσχον κατά Θεόν ἀποτέλεσμα, ἀλλά καί τούς ἠνώχλουν μεγάλως!
Ἐπίσης ἐλήφθη ὑπ' ὄψιν καί ὑπεγραμμίσθη ὅτι, ἐνῶ ἐφ' ὅλων αὐτῶν δέν ὑπῆρξεν ἡ παραμικρά ἀνταπόκρισις ὑπό τῆς ὁμάδος τῶν Νικολαϊτῶν, οὖτοι δέν ἐδίστασαν καί νά διαστρέψουν τά πάντα, ἀκόμη καί τάς δύο ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΠΙΣΤΕΩΣ, τόσον τοῦ Μητροπολίτου Κηρύκου, ὅσον καί τῆς Μητροπολιτικῆς Συνόδου, ἀλλά καί τάς παρομοίας τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου καί τοῦ Πιστοῦ Πληρώματος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λαρίσης καί Τυρνάβου, ὑπό τήν αἰγίδα καί τάς εὐλογίας τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Παναρέτου, κατά τά ἔτη 2001, 2002 καί 2003! Αὗται τούς ἐκοινοποιήθησαν Κανονικῶς καί ἐζητήθησαν κρίσεις καί ὑποδείξεις, αὐτοί ὅμως τάς ΑΠΕΡΡΙΨΑΝ «ΣΥΝΟΔΙΚΩΣ», διότι εἰς αὐτάς περιείχετο καί ἡ, κατ' αὐτούς, δῆθεν «ἀμάρτυρος», «καινοτομία», «κακοδοξία», καί «ἐκκλησιολογική καί τριαδολογική Παπική - Οἰκουμενιστική αἵρεσις», τοῦ θεολόγου Ἐλ. Γκουτζίδη, τήν ὁποίαν ὅμως ποτέ δέν κατενόησαν, πολλῶ δέ μᾶλλον δέν ἀπέδειξαν τήν κατηγορίαν των, ἐπί τῆς ὁποίας ὅμως ἐστήριξαν τάς σκευωρίας των, καί ἐν προκειμένω ὅλας τάς περί «ἀργιῶν» «καθαιρέσεων», «ἀφορισμῶν» καί λοιπάς ἀκατανοήτους, πλήν μέχρι βαρβαρότητος τολμηρῶν πράξεών των!
ΕΙΔΙΚΩΤΕΡΟΝ ΕΠΙ ΤΗΣ ΥΠ' Α.Π. 3282/28.11.2007 «ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ» των, «Περί καθαιρέσεως» τοῦ Μητροπολίτου Κηρύκου, ὑπό τῶν ἤδη Κανονικῶς καί κατ' ἀπόλυτον ὀρθόδοξον συνέπειαν καί ἐπιταγήν ΑΠΟΚΕΚΗΡΥΓΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΩΝ ἐκ τῶν Διπτύχων τῆς Ἐκκλησίας Νικολαϊτῶν, ὑπό τοῦ ἰδίου τοῦ Μητροπολίτου Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Κηρύκου, («Ο.Π.» Τόμος 2005, σελ. 195-221), ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ:
- Ἡ ἐν λόγω (ὑπ' Α.Π. 3282/2007) «ἀπόφασις» ἐξεδόθη ὑπό ὁμάδος ΠΕΠΤΩΚΟΤΩΝ πρώην ἐπισκόπων, ὡς ἐπιβούλων καί ἐχθρῶν κατά τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Δέν πρόκειται ἐν προκειμένω κἄν περί «Συνοδικῆς ἀποφάσεως,» ἔστω καί ἀντικανονικῶς προελθούσης, (τήν ὁποίαν θά ἔδει τό Δικαστήριόν μας νά ἀντιμετωπίση ἀπό πάσης ἀπόψεως καί πάντως ἀπό Κανονικῆς καί Ὀρθοδόξου), ἀλλά σαφῶς πρόκειται περί μιᾶς «ἀποφάσεως σαθρᾶς συμμορίας», (Τριώδιον Β’ Κυριακή Η’ ὠδή) ὅπως ἐπιτυχῶς χαρακτηρίζονται ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου ὑμνολογίας τά τοιαῦτα «Καϊαφικά συνέδρια». Ἐν προκειμένω τό συγκροτηθέν κατά τήν 28ην Νοεμβρίου 2007 ὑπό ΕΚΠΕΣΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΚΗΡΥΓΜΕΝΩΝ ψευδεπισκόπων «πονηρόν συνέδριον», συνεκροτήθη καί ἐλειτούργησεν ὡς πειθήνιον ὄργανον ὅλων τῶν ξένων κέντρων.
Ἑτέρωθεν τήν «ἀπόφασίν» των, τήν ὁποίαν μή ἔχοντες ἀληθῆ κατηγορίαν, διενοήθησαν νά στηρίξουν ἀποκλειστικῶς καί μόνον ἐπί τῆς ψευδοκατηγορίας των περί δῆθεν «ἀμαρτύρου» κ.λπ., καί τήν ὁποίαν ἐπαναλαμβάνουν - ἀναμασοῦν ὀκτώ φοράς, ἤτοι, εἰς ὅλας τάς παραγράφους τοῦ κατηγορητηρίου των, (παράγρ. α’ ἕως η’), καί διά τόν λόγον αὐτόν προκύπτει, ΑΚΥΡΟΣ διά τόν καθ' οὗ ἐξεδόθη, διά τούς ἰδίους δέ ἀπέβη καί ἐσχάτη βαρυτάτη Ἱεροσυλία, ἡ ὁποία παρήγαγεν βαρύτατον ἀδίκημα τόσον ἀπό Κανονικῆς - ἐκκλησιαστικῆς ὅσον καί Νομικῆς ἀπόψεως, διότι ἐν τέλει πρόκειται περί ἄκρως Ἱεροσύλου «θεάτρου» μέ θέμα τά Ἱερά καί Ὅσια τῆς Ἐκκλησίας!
Εἰς τήν ὑπό στοιχεῖον θ’ κατηγορίαν των, ἐπικαλοῦνται τό γεγονός, καθ' ὅ, ἐνῶ ὁ Μητροπολίτης Κήρυκος δέν ἀνεκάλεσεν καί δέν ἀπεκήρυξεν τήν δῆθεν «ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΝ ΠΕΡΙ ΑΜΑΡΤΥΡΟΥ», ὁ ἵδιος τήν 17ην Ἰουνίου 2005, «ΕΠΕΔΩΚΕΝ πρός τήν Συνεδριάζουσαν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας», τό ὑπ' Α.Π. 390/16.6.2005 ἔγγραφον, διά τοῦ ὁποίου ΔΙΕΚΟΨΕΝ ΠΑΣΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ πνευματικήν καί τούς ΑΠΕΚΗΡΥΞΕΝ ὡς ἀπροκαλύπτως ἐπιβουλευομένους τήν ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΔΙΑΔΟΧΗΝ καί ἐκκλησιομαχοῦντας. Ἐπίσης ἀναφέρουν ρητῶς καί ὅσα σχετικῶς ἐδήλωσεν αὐτοῖς ἐν τοῖς ὑπ' Α.Π. 384/12.2.2005 καί 385/14.5. 2005 προηγουμένοις ἐπισήμοις ἐγγράφοις του, καί ΔΙΕΓΡΑΨΕΝ τά ὀνόματα αὐτῶν ἐκ τῶν Διπτύχων τῆς Ἐκκλησίας. ἐν προκειμένω ὅμως, μέ τό ὑπ' Α.Π. 390/16.6.2005 ἠτιολογημένον καί ἀπολύτως Κανονικόν ΑΠΟΚΗΡΥΚΤΗΡΙΟΝ ἔγγραφόν του, ὁ Μητροπολίτης Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Κήρυκος δέν προεκάλεσεν σχίσμα, πολλῶ δέ μᾶλλον δέν ἐξῆλθεν τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ' ΟΝΤΩΣ ἐξῆλθεν τῆς πονηρᾶς συναγωγῆς των, ὅπως ἀκριβῶς ἐξῆλθον καί οἱ Πατέρες μας τό 1924 ἐκ τῆς συναγωγῆς τοῦ πονηρευομένου Παπικοῦ καί Οἰκουμενιστικοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ, τό 1937 ἐκ τοῦ ὁμοίου πλήν περισσότερον ὑπούλου, Φλωρινικοῦ - Παλαιοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καί τό 1995 ἐκ τῆς σχισματοαιρέσεως τῶν πέντε! Τό Α.Σ.Δ., ἐν προκειμένω πρωτίστως διακρίνει καί καταγγέλλει τόν ἕνα καί διαχρονικόν διώκτην τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τήν ἀρχήν τοῦ παρελθόντος 20οῦ αἰῶνος, καί αὐτός εἶναι ὁ Νεοημερολογιτικός καί Παλαιοημερολογιτικός Οἰκουμενισμός, ὁ ὁποῖος κατά τά τελευταῖα 15 ἔτη ἐνεργεῖ διά τῶν Νικολαϊτῶν! Παρά ταῦτα ἐπισημαίνει καί τό γεγονός ὅτι ἐνῶ ὁ Μητροπολίτης Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ΚΑΝΟΝΙΚΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΗΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΩΣ, μᾶλλον καί ἐπιβεβλημένως προέβη εἰς τήν ἀποκήρυξίν των, ὅμως καί ἐν τῆ ἰδία τῆ ἀποκηρύξει, ἀλλά καί κατόπιν, ὡς ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας, εὐγενῶς τούς παρακαλεῖ νά συμβάλουν «ὅπως μᾶς εὐσπλαχνισθῆ ὁ Κύριος, ὥστε νά μή χρονίση οὗτος ὁ χωρισμός, ἀλλά νά εὐδοκήση ὅπως, δημιουργηθησομένων τῶν Κανονικῶν προϋποθέσεων, ἐπανέλθη ἡ ἐν ἀγάπη καί ἀληθεία ἐν τῆ Γνησία ὀρθοδόξω Ἐκκλησία ἑνότης ὅλων καί καταισχυνθῆ τό βδέλυγμα τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ». («Ο.Π.» Τόμος 2005 σελ. 195-221). Τό Δικαστήριον χαρακτηρίζει ὡς μνημειώδη καί τήν μέ Α.Π. 401/26.10.2005 ΕΚΚΛΗΣΙΝ - ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΝ, τοῦ Μητροπολίτου, (Αὐτόθι, σελ. 403-412), πλήν ὅμως ἡ ἀγάπη καί ἡ εἰλικρίνειά του καί πρό πάντων ἡ καταγραφή τῶν θεμάτων Πίστεως, τά ὁποῖα καί μετά τήν ἀποκήρυξίν των καταγράφει ὡς τάς μοναδικάς αἰτίας τῆς ἀποκηρύξεώς των, ἰδιαιτέρως δέ ἡ ἀντιμετώπισίς των, κατά τήν Κανονικήν Τάξιν καί τήν ὀρθοδοξίαν, ἡ ὁποία θά ἐπαναφέρη τόν σύνδεσμον καί τήν ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἑνότητα ἐν τῆ Ἐκκλησία, τούς προεκάλεσεν καί ὀργήν!
Συνεχίσας ὁ Μητροπολίτης Κήρυκος τήν ἐν τῶ ἰδίω πνεύματι ἀγάπης καί ἀληθείας ἀντιμετώπισίν των, καί μετά τήν μέ Α.Π. 3282/28.1.2007, ἐξ ἀπογνώσεως ψευδοκαθαίρεσίν του ὑπό τῶν Νικολαϊτῶν, καί κατανοῶν ὅτι δι' αὐτῆς τῆς πράξεώς των, ἀποκλειστικῶς πλήν ματαίως ἐστόχευσαν εἰς τήν «διακοπήν» καί ἐξάλειψιν τῆς ΓΝΗΣΙΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ, θέσουν δέ καί «κώλυμα», πρός περαιτέρω μετάδοσιν αὐτῆς, ὑπό τοῦ ἰδίου Μητροπολίτου, (ὡς δῆθεν καθηρημένου), ἤδη ἅμα τῆ εἰσόδω τοῦ σωτηρίου ἔτους 2008, ἡ ἐπίσης διωκομένη καί ἐν ἀφανεία οὖσα τοπική Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας, ἡνώθη ἀπολύτως Κανονικῶς καί ὀρθοδόξως, ἤτοι, ΕΝ ΑΓΑΠΗ, ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΙ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ μετά τῶν Τοπικῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Κύπρου! Τό γεγονός αὐτό καί ἡ χάριτι καί εὐδοκία Χριστοῦ, προκύψασα παρουσία ἀπολύτως ὀρθοδόξων ἐπισκόπων, προεκάλεσεν ΠΑΝΙΚΟΝ, εἰς ὅλα τά κέντρα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἵσως πολύ μεγαλύτερον ἐκείνου, τοῦ κατά τό 1935 καί 1948! Τέλος, ὅλως ἐξαιρέτως τό μέ Α.Π. 498/2.15.2009 Κατηγορητήριον καί ἡ τριττή Κανονική καί Νομότυπος Κλήτευσίς των, τούς ἔφερεν εἰς κατάστασιν ἀπογνώσεως.
Ἐν προκειμένω τό ΑΝΩΤΑΤΟΝ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ ἀναγνῶσαν καί ἅπαντα τά τελευταῖα ἔγγραφα τά δημοσιευθέντα εἰς τήν «Ο.Π.» (Α.Τ. 188 Ἰούλιος - Αὔγουστος 2009 σελ. 291-314), ἤτοι: τό μέ Α.Π. 516/4.8.2009 (π.ἡ.) ἔγγραφον τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς, ἐν τῶ ὁποίω περιέλαβεν καί τήν μέ Α.Π. 3297/31.7.2009 ἐπιστολήν τοῦ πρ. Πειραιῶς Νικολάου, τήν «κατ' ἐντολήν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου» του ὑπογραφομένην ὑπό τοῦ «Γραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Τσαρκατζόγλου», ὡς ἀπάντησιν ἐπί τῆς μέ Α.Π. 512/20.6.2009 Γ’ Κλήσεως πρός ἀπολογίαν καί Δίκην των, κατά τήν 8ην Αὐγούστου (π.ἡ.) ἡμέραν Παρασκευήν, καί τέλος τό μέ Α.Π. 317/6. 8.2009 (π.ἡ.) ἀλλοπρόσαλλον ἔγγραφον τοῦ ψευδαρχιεπισκόπου Νικολάου, ἐξ οὗ προκύπτει ὅτι καταφανῶς ἤλλαξαν τά σχέδιά των πρό τῆς βεβαίας καθαιρέσεώς των καί δεδομένου ὅτι δέν τούς ἐκάλυπτεν ἡ μέ Α.Π. 3282/28.11.2007, ψευδοκαθαίρεσίς των κατά τοῦ Μητροπολίτου Κηρύκου, προέβησαν εἰς τήν ὡς ἄνω ἀναφερθεῖσαν 3298/7.8.2009 «ἀπόφασίν των». Δι' αὐτῆς πλήν ἄλλων, ἀποφασίζουν καί περί τῆς «ἀπογυμνώσεώς του ἐκ τῆς μοναχικῆς του ἰδιότητος...», ὡς καί τόν «παντελῆ ἀφορισμόν, τοῦ μοναχοῦ Κηρύκου Κοντογιάννη, καί τοῦ θεολόγου Ἐλευθερίου Γκουτζίδη...». Ταῦτα δέ διότι, ὡς σημειώνουν εἰς τό διατακτικόν τῆς ἀποφάσεώς των:
1) Ὁ «καθαιρεθείς καί εἰς τήν τάξιν τῶν μοναχῶν τεθείς» μέ τήν 2382/28. 11.2007 ψευδοαπόφασίν των, συνέχισεν νά ἐνεργῆ ὡς ἐπίσκοπος καί τό μεῖζον, ὅπερ τούς ἠνώχλησεν, ἦτο ὅτι πρός τούς ἰδίους ἐπεδείξατο ἀγάπην, ταπείνωσιν ἀλλά καί τούς ἔφερεν πρό ἀδιεξόδου μέ τό αἵτημα περί Κανονικῆς Συνόδου καί σεβασμοῦ εἰς τά θέματα τῆς Πίστεως. (Ἔγγραφα ὑπ' Α.Π. 331/31.8.2003 καί Α.Π. 401/26.10.2005).
2) Ἐπιμένει εἰς τήν «Τριαδολογικήν καί ἐκκλησιολογικήν Καινοτομίαν περί τῆς κοινωνίας καί ἑνότητος τῶν τριῶν θείων Προσώπων ὡς πρώτης ἀνάρχου Ἐκκλησίας», περί τῆς ὁποίας ὅμως, ἐνῶ τούς ἀπεδείχθη ὅτι δέν προσκρούει οὐδαμοῦ ἀλλά καί συνάδει τῆ ὀρθοδόξω ἐκκλησιολογία καί Τριαδολογία, οὗτοι ποτέ δέν ἀπέδειξαν τήν κατηγορίαν των, διότι εἶναι καταφώρως ψευδής καί σκόπιμος.
3) Συνέπραξεν «ἀσεβῶς καί Ἱεροσύλως» μετά τῶν ἐπισκόπων τῆς ἐν Ρουμανία Ἐκκλησίας, «προέβη εἰς χειροτονίας νέων ἐπισκόπων καί συγκαλεῖ καί συνεδριάζει πλέον ὡς Πανορθόδοξος Σύνοδος».
4) Ἐπιδεικνύει «Ἄρνησιν καί ἐσχάτην πτῶσιν ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας, ἀλλά καί βλασφημίαν κατά τῆς ἀποστολικῆς Διαδοχῆς...»(!!!), ὅπερ, κατά τό Α.Σ.Δ., ἀποτελεῖ καθαρά παραφροσύνη βαρυτάτης μορφῆς!
5) «Καλεῖ εἰς «ἀπολογίαν» καί δίκην αὐτούς, οἱ ὁποῖοι «διασφαλίζουν» τήν ἀποστολικήν Διαδοχήν καί συνεχίζουν τήν ἀκαινοτόμητον πίστιν»!!!
6) «Ἀποκρύπτει στοιχεῖα καί γεγονότα, τά ὁποῖα ἀφοροῦν τήν ἐξ ἀρχῆς ἀντιμετώπισιν αὐτοῦ ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου... ἐπίκλησιν προσχηματικῶν λόγων διά τῶν ὁποίων ἐπεχείρησεν νά δικαιολογήση τήν ἐκ μέρους αὐτοῦ ἀντικανονικήν διακοπήν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μετά τῆς Ἱερᾶς Συνόδου...»!!!
7) «Συγκροτεῖ» Συνοδικόν Δικαστήριον καί τούς καλεῖ εἰς ἀπολογίαν καί δίκην, ἐνῶ οἱ ἐπίσκοποι αὐτοί (σ.σ. τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου), δέν εἶναι Κανονικοί καί δέν νομιμοποιοῦνται διότι προέρχονται ὑπό τοῦ «Καθηρημένου» δηλαδή ἀπό τόν Μητροπολίτην Κήρυκον».
8) Ὁ Ἐπίσκοπος Κήρυκος καί ὁ θεολόγος Ἐλευθέριος Γκουτζίδης ἀποσποῦν τούς πιστούς ἐκ τῆς ὁμάδος των, διό αἰσθάνονται «τήν ἀνάγκην διαφυλάξεως καί προστασίας τῶν πιστῶν ἀπό τήν ἀπάτην καί διαβολήν ἐπιβούλων καί πολεμίων τῆς Ἐκκλησίας...»!!!
Ἅπαντα τά ἀνωτέρω ἐνῶ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΥΝ τούς ὄντως ἐν πανικῶ παραλογισμούς των, ἀλλά καί τήν ἀμετανοησίαν των, κρίνονται ὡς παντελῶς ἄσχετα δι' οὕς ἀναφέρονται, ἤτοι, τόν Μητροπολίτην κ. Κήρυκον καί τόν θεολόγον Ἐλευθέριον Γκουτζίδην, ἐνῶ δι' ὅλης τῆς σειρᾶς τῶν ἀδιανοήτων «κατηγοριῶν» των, μαρτυρεῖται τό ἀδιέξοδόν των ἤ ἐνδεχομένως κάποια ὑστεροβουλία, δεδομένου ὅτι τό κείμενόν των μέ Α.Π. 3298/7.8.2009 (π.ἡ.), ἐκοινοποιήθη ἀνυπόγραφον ὑφ' ὅλων τῶν «συνοδικῶν», τό ὑπογράφει δέ μόνον ὡς «Λαρίσης καί Τυρνάβου», ὁ ὑπό Κανονικήν ἀργίαν τελῶν Ἰγνάτιος Δάσσιος(!), γεγονός τό ὁποῖον δέν παραβλέπει τό Δικαστήριόν μας.
Κατόπιν ὅλων αὐτῶν τό ΑΝΩΤΑΤΟΝ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ λαβόν ὑπ' ὄψιν καί τόν ΣΤ’ Κανόνα τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔχοντα οὔτω: «ἐπειδή πολλοί τήν ἐκκλησιαστικήν εὐταξίαν συγχεῖν, καί ἀνατρέπειν βουλόμενοι φιλέχθρως καί συκοφαντικῶς, αἰτίας τινάς κατά τῶν οἰκονομούντων τάς Ἐκκλησίας ὀρθοδόξων ἐπισκόπων συμπλάσσουσιν, οὐδέν ἕτερον, ἤ ἀχρειαίνειν τάς τῶν Ἱερέων ὑπολείψεις, καί ταραχάς τῶν εἰρηνευόντων λαῶν κατασκευάζειν ἐπιχειροῦντες κ.λπ.»., ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ ὅτι δέν ἔχει νά ἀντιμετωπίση ἐξ ἀντικειμένου ὑπαρκτάς Κανονικάς ἤ ἀντικανονικάς ἀποφάσεις, ἀλλά κενάς, δαιμονιώδεις τοιαύτας ὡς αἱ μέ Α.Π. 3282/28.11.2007 πρώτη «ἀπόφασίς» των, ὡς καί ἡ νεωτέρα μέ Α.Π. 3298/7.8.2009, ὅμως ΔΙΑ ΤΥΠΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ἀμφοτέρας, κηρύσσει ἀπολύτως ΑΚΥΡΟΥΣ, ὡς παντελῶς ἐκτός καί πέραν πάσης ἐννοίας Κανονικῆς Τάξεως καί ὀρθοδοξίας, μέ ψευδές καί πλασματικόν Κατηγορητήριον, ἐξαιρέτως δέ ὡς «ἀποφάσεις» Ἱεροσύλου - ἐκκλησιομάχου σκοπιμότητος, τάς ὁποίας ἔλαβον ΑΠΟΚΕΚΗΡΥΓΜΕΝΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΟΜΑΧΟΙ, ΒΛΑΣΦΗΜΟΙ ΚΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ, διό, δι' ὅλους τούς ὡς ἄνω λόγους, ἀμφοτέρας ΜΕΤΑ ΒΔΕΛΥΓΜΙΑΣ ΑΠΟΚΗΡΥΣΣΕΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΙΔΕΙ ΕΙΣ ΤΟ ΑΙΩΝΙΟΝ ΑΝΑΘΕΜΑ.
* * *
ΕΠΙ ΤΗΣ Δ’ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΗΤΟΙ, ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΟΣ ΠΡΑΞΕΩΝ - ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΥΠ' Α.Π. 13/26.3.2006 «ΠΕΡΙ ΑΡΓΙΑΣ» ΚΑΙ 3285/22.4.2008 «ΠΕΡΙ ΚΑΘΑΙΡΕΣΕΩΣ» ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣ/ΤΟΥ ΙΕΡ/ΧΟΥ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΥ ΤΑΜΠΟΥΡΑ
Τό Ἀνώτατον Συνοδικόν Δικαστήριον ἐπί τοῦ θέματος τούτου, λαβόν ὑπ' ὄψιν:
α) Τάς ἀπό 22.9.1998 καί 11/24.12.1998 «αὐστηρῶς προσωπικάς, ἐμπιστευτικάς ἐπιστολάς τοῦ Ἱερομ. ἀμφιλοχίου Ταμπουρᾶ πρός τούς τότε Σεβασμιωτάτους ἀρχιερεῖς, δι' ὦν παρεμβαίνει ὑπέρ τῆς ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ - ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ.
β) Τούς ἀπό 2000 καί 2008, Α’ καί Β’ Τόμους τῶν «ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ», εἰς τούς ὁποίους περιελήφθησαν ἅπαντα τά σχετικά ἔγγραφα ἐπί τοῦ θέματος καί
γ) Τάς μέ Α.Π. 13/26.3.2006 καί Α.Π. 3285/22.4.2008 «ἀποφάσεις» τοῦ πρώην ἀργολίδος Παχωμίου Ἀργυροπούλου, δι' ὦν οὗτος διενοήθη καί ἐπεχείρησεν τάς κατά τοῦ Ἱερομονάχου «ποινάς» περί «ἀργίας» καί «καθαιρέσεως» ἀντιστοίχως, συσκεψάμενον ἐν Ἁγίω Πνεύματι, ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ:
Ὁ Πανοσ/τος Ἱερομόναχος Ἀμφιλόχιος Ταμπουρᾶς, παρεμβάς πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον μέ τάς ἀπό 22.9.1998 καί 11/24.12.1998 ἐπιστολάς του, ἐζήτησεν ὅπως, μετά τήν σχισματοαίρεσιν τῶν πέντε, ἡ ὁποία ἐκλυδώνισεν τήν Ἐκκλησίαν, διακηρυχθῆ Συνοδικῶς ἡ ΟΜΟΛΟΓΙΑ – ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ, ἀλλά καί ἡ ἀδιάκοπος καί γνησία ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ τῶν ἐπισκόπων καί Πρεσβυτέρων τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΠΑΡΕΝΕΒΗ ἀπολύτως Κανονικῶς, ὡς ἔχων αὐτό τό δικαίωμα, ἀλλά καί τό καθῆκον ὡς Ὀρθόδοξος Κληρικός.
Ἡ παρέμβασίς του αὕτη, ἀλλά καί τά ἀκολουθήσαντα ὑπέρ πεντήκοντα σχετικά ἔγγραφα καί ἀπολογητικά κείμενά του, ἐπ' οὐδενί δύνανται νά χαρακτηρισθοῦν ὡς δῆθεν «ἀσεβής παρέμβασις εἰς τά τῆς Συνόδου»!, ἀλλ' ὡς χρέος καί καθῆκον Ὀρθοδόξου Κληρικοῦ. Δυστυχῶς ὅμως ζητήσας ὁ Πανοσιολ/τος Ἱερ/χος τήν Συνοδικήν Διακήρυξιν τῆς Ὁμολογίας κ.λπ., ἔθεσεν εἰς δεινήν δοκιμασίαν τά ἀπό 1996 καί 1997 συνεχιζόμενα σχέδια περί ἑνώσεως μετά τῶν Φλωρινικῶν, [μέ τήν προϋπόθεσιν τῆς δῆθεν «χειροθεσίας»(!)], καθώς καί τό σχέδιον νά ἀθωωθοῦν καί δικαιωθοῦν οἱ πέντε σχισματοαιρετικοί, «τούς ὁποίους θά ἀνελάμβανον οἱ Φλωρινικοί νά ἐπαναφέρουν ὀπίσω καί οὕτω ἐκλείψη τό σχίσμα των»!Αὐτοί οἱ λόγοι, ὅπως προκύπτει ἐκ τῆς πληθύος τῶν ἐγγράφων(*), ἔλαβον τεραστίας διαστάσεις καί διαφωτίζουν πλήρως τό ὅλον κίνημα τῶν Φλωρινικῶν, τῶν ἐγκαθέτων των καί τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ, ὡς ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΕΣΧΑΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. Τοῦτο ἐκορύφωσαν οἱ Νικολαΐται μέ τήν ὑπ' Α.Π. 3280/28.11.2007, ἤδη ὑπό τοῦ ἀνωτάτου Συνοδικοῦ Δικαστηρίου μας ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΘΕΙΣΑΝ «Ἐγκύκλιόν» των. Ἐξαιρέτως δι' αὐτῆς ἀναμφισβητήτως προέκυψαν ὡς οἱ πλέον ἀσεβεῖς, βλάσφημοι, Ἱερόσυλοι, ΨΕΥΤΑΙ καί ΠΛΑΝΟΙ πρωτίστως κατά τῆς Ἐκκλησίας καί κατόπιν καί κατά τοῦ Ἱερομονάχου Ἀμφιλοχίου, τοῦ ὁποίου τό 'ῆθος καί τόν ὁμολογιακόν ζῆλον, ἡ Πανορθόδοξος Ἱερά Σύνοδος καί ὡς ἀνώτατον Συνοδικόν Δικαστήριον, ἐκτιμᾶ καί περιτειχίζει, ἵνα οὗτος, χάριτι Χριστοῦ, διατηρήση μέχρι τέλους αὐτόν τόν ὁμολογιακόν ζῆλον, ἀδιαφορῶν δι' οἱασδήποτε καί εἰς τό μέλλον διώξεις του κ.λπ., εὕρη δέ μιμητάς καί ἄλλους Κληρικούς, Μοναχούς καί Ἁπλοῦς Πιστούς.
Τάς κατά τοῦ ἰδίου Ἱερομονάχου «ἀποφάσεις» τοῦ πρ. «Ἀργολίδος» Παχωμίου μέ Α.Π. 13/26.3.2006 καί Α.Π. 3285/22.4.2008 περί «ἀργίας» καί «καθαιρέσεως» ἀντιστοίχως, καί ταύτας, ΚΗΡΥΣΣΕΙ, ἀπολύτως ΑΚΥΡΟΥΣ ὡς πράξεις χειρίστης σκοπιμότητος ἔξω καί πέραν πάσης Κανονικῆς Τάξεως καί ὀρθοδοξίας καί ὡς ἐκ τούτου ΟΥΔΕΝ ΚΑΝΟΝΙΚΟΝ – ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΝ ΕΡΓΟΝ παραγαγούσας καθ' οὗ ἐξεδόθησαν, σκοπούσας δέ ἵνα «φιμώσουν» τόν Ἱερομόναχον, τόν «ἀφανίσουν» καί εὐθύνουν τήν ὁδόν τῆς προδοσίας, τῆς ὁποίας, κατ' αὐτούς, «τό πλήρωμα τοῦ χρόνου» ἐπῆλθεν τήν 28ην Νοεμβρίου 2007.
Αἱ ὡς ἄνω πράξεις, καίτοι διά τόν καθ' οὗ ἐξεδόθησαν εἰσιν ΑΚΥΡΟΙ, διά τόν ἐκδόσαντα (ἤ ἐκδόσαντας) ὅμως ταύτας, ἀποτελοῦν ἐσχάτην πραγματικήν Ἱεροσυλίαν, ἀφοῦ δι' αὐτῶν ἠσέβησεν κατά τῆς Ἱερωσύνης τοῦ Ἱερομονάχου καί περαιτέρω κατά τῆς ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ - ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ καί τῆς ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ, ἅτινα διακρατεῖ ἡ ἀνά τόν Κόσμον Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.
Ἐπί τούτοις, τό ἀνώτατον Συνοδικόν Δικαστήριον, ἐκ τῶν προτέρων λαμβάνει ὑπ' ὄψιν καί τήν ἀπό Φεβρουαρίου 2005 ἀντικανονικήν καί Ληστρικήν εἰσπήδησιν τοῦ πρώην Ἀργολίδος Παχωμίου, εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Λαρίσης καί Τυρνάβου καί τάς συλλαγωγίας του τόσον κατά τῆς πενταμελοῦς ἐν Ραψάνη Πυργετοῦ Λαρίσης ἀδελφότητος τῶν «Ἁγίων Ἀποστόλων – Τιμίου Σταυροῦ», ὅσον καί τοῦ πληρώματος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λαρίσης καί Τυρνάβου, τό ὁποῖον ἔσχισεν.
Εἰδικώτερον δέ ἐπί τῆς κατηγορίας (μέ ἀριθμόν 5 τοῦ Γ’ μέρους τοῦ Κατηγορητηρίου) τῆς ἀφορώσης εἰς τήν ὡς «κλέπτου καί ληστοῦ» εἰσπήδησιν τοῦ πρ. «Ἀργολίδος» Παχωμίου ἀργυροπούλου, ὑπό τό πρόσχημα τοῦ δῆθεν Τοποτηρητοῦ, εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Λαρίσης, ἤδη ὄντος ΑΠΟΚΕΚΗΡΥΓΜΕΝΟΥ (Α.Π. 390/16.6.2005), τό Συνοδικόν Δικαστήριον λαβόν ὑπ' ὄψιν καί ὅτι:
1) Ὁ ἀπό 2006 διορισμός τοῦ κ. Παχωμίου ὡς «Τοποτηρητοῦ» εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Λαρίσης καί προηγουμένως ἡ παῦσις τοῦ προηγουμένου «Τοποτηρητοῦ», ἤτοι, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀνδρέου, ἔλαβον χώραν ὑπό ἀντικανονικῆς, βλασφήμου καί ἐκκλησιομάχου Συνόδου, ἡ ὁποία τήν 5.2.2003 εἶχεν ἀναγκάσει εἰς ἀντικανονικήν, σκόπιμον καί Ἱερόσυλον παραίτησιν τόν ἔχοντα ὑγιεῖς τάς φρένας ἀρχιεπίσκοπον ἀνδρέαν, καί τοῦτο ἀποκλειστικῶς ἵνα καταλάβη τήν θέσιν αὐτοῦ ὁ ἀπό πάσης ἀπόψεως ἀπαράδεκτος καί πάντως χειροθετημένος κατά τό 54/76 Ἀπαλλακτικόν του Βούλευμα, Νικόλαος. Ὅθεν ὁ κ. Παχώμιος οὐδέποτε ὑπῆρξεν Κανονικός Τοποτηρητής, διό καί ποτέ δέν ἀνεγνωρίσθη ὑπό τοῦ πληρώματος(Κλήρου καί Λαοῦ), τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λαρίσης.
2) Καί ἄν ἀκόμη ἦτο κατά πάντα Κανονικός καί κατά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησιαστικήν τάξιν καί δεοντολογίαν διορισμένος Τοποτηρητής, καί πάλιν δέν θά εἶχεν καμμίαν Ἁρμοδιότητα ἐπί τῆς Μητροπόλεως, ἤτοι νά ἀντιμετωπίζη τοιούτου εἵδους θέματα, πλήν μόνον τρεχούσης φύσεως διοικητικά, ψιλῶ δέ ὀνόματι νά μνημονεύεται τό ὄνομά του εἰς τάς Ἱεροτελεστίας.
3) Παρά ταῦτα ἐπειδή, ὡς ἐκ τῶν γεγονότων προέκυψεν, σκοπίμως ὁρισθείς «Τοποτηρητής» ὁ κ. Παχώμιος, εἶχεν ἀναλάβει τήν ὑποχρέωσιν νά συλλαγωγήση ἐπί τῆς ὑπό τόν π. Ἀμφιλόχιον 5μελοῦς ἀδελφότητος, ἀλλά καί ἐπί τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λαρίσης, δέν ἐδίστασεν νά ὑφαρπάση Ἁρμοδιότητας, τάς ὁποίας ἀκόμη καί Κανονικός Μητροπολίτης καί Σύνοδος δέν ἔχουν! Οὕτω τόν ὑπό ἀργίαν τελοῦντα Ἱερομόναχον Ἰγνάτιον(*), ἀπέσπασεν ἀπό τόν Πνευματικόν καί Γέροντά του, ἤτοι, τόν π. ἀμφιλόχιον, ἠγνόησεν τήν κατ' αὐτοῦ ἀργίαν καί διά νά ἐνισχύση τό προδοτικόν κίνημά των, ἀντικανονικῶς, ἤτοι ἐπί παραβάσει τοῦ ΛΒ’ ἀποστολικοῦ Κανόνος ἔχοντος οὕτω: «Εἵ τις πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος ὑπό ἐπισκόπου γένηται ἐν ἀφορισμῶ, τοῦτον μή ἐξεῖναι παρ' ἑτέρου δεχθῆναι, ἀλλ' ἤ παρά τοῦ ἀφορίσαντος αὐτόν^ εἰ μή ἄν κατά συγκυρίαν τελευτήση ὁ ἀφορίσας αὐτόν ἐπίσκοπος» καί πάντως ἀπολύτως ἀντιδεοντολογικῶς ἀπό πάσης ἀπόψεως, εἰς μηδενικόν χρόνον, τόν κατέστησεν «ΜΕΓΑΛΟΣΧΗΜΟΝ» «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΝ» «ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΝ» καί «ΕΠΙΣΚΟΠΟΝ»!!
Οὕτως ἱεροσυλήσας τήν ἐσχάτην ἰεροσυλίαν κατά τοῦ ἐν ἀργία ὅντος νεαροῦ Ἱερομονάχου, καί προκαλέσας διπλοῦν σχίσμα, ἤτοι, καί εἰς τήν ἀδελφότητα τῶν Ἁγίων ἀποστόλων - Τιμίου Σταυροῦ Ραψάνης Λαρίσης καί εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Λαρίσης καί Τυρνάβου, σκοπός του 'ῆτο νά σβήση ἕναν ἀνατέλλοντα φάρον τῆς ὀρθοδοξίας, καί καταστήση τό Ἱερόν Ἡσυχαστήριον κέντρον βλασφημίας κατά τε τῆς ἀποστολικῆς Διαδοχῆς καί τῆς Ὁμολογίας - Ἐκκλησιολογίας τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Σχετικῶς δέ μέ τόν προελθόντα ἐκ τῶν Νικολαϊτῶν ὡς ἐπίσκοπον «Φαναριοφαρσάλων» καί κατόπιν, διά τοῦ ἐπαράτου μεταθετοῦ, ὡς «Λαρίσης καί Τυρνάβου» Ἰγνάτιον Δάσσιον, τό Α.Σ.Δ. ἔλαβεν ὑπ' ὄψιν:
α) Τήν ἀπό πολύ ἐνωρίς ἔνταξίν του εἰς τό ἐκκλησιομάχον κίνημα τῶν Νικολαϊτῶν καί ἰδιαιτέρως τήν ἀπό 2004 ὅλως ἀήθη πράξιν του νά ὑποκλέψη τήν ὑπογραφήν τοῦ Μακαριστοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης καί Τυρνάβου Παναρέτου, διά τοῦ ὑπ' Α.Π. 72/20.10.2004 ἐγγράφου, διά νά τόν ἐμφανίση ὡς δῆθεν ὑπέρμαχον τῶν θέσεων καί πράξεων τοῦ πρ. Πειραιῶς Νικολάου καί τῶν συμπορευομένων του, γεγονός, τό ὁποῖον ἀποτελεῖ πνευματικήν ἀσέλγειαν ἀφ' ἑνός ἀσθενοῦς καί προβεβηκυίας ἡλικίας ἐπισκόπου († 22.11.2004), τόν ὁποῖον ὅμως ἡ θεία χάρις δέν ἐγκατέλειψεν, διότι κατανοήσας τήν ἀπάτην τοῦ Ἱερομονάχου Ἰγνατίου, ἀνεκάλεσεν τήν ὑπογραφήν του διά τοῦ ἀμέσως ἀκολουθήσαντος ὑπ' Α.Π. 72Α/21.10.2004 ἑτέρου ἐγγράφου του.
β) Τό γεγονός ὅτι Ἱερ/χος Ἰγνάτιος, ὡς ἀρχηγός τῆς ἀνταρσίας εἰς τό Ἱ. Ἡσυχαστήριον Ἁγίων Ἀποστόλων - Τιμίου Σταυροῦ καί καθοδηγητής τῶν δύο συμμοναζόντων του, Ἱεροδιακόνου Βαρθολομαίου καί Μοναχοῦ Ἀγαθαγγέλου, τούς παρέσυρεν μαζί του καί τούς ἔθεσεν ὑπό τόν βλάσφημον καί αἱρετικόν Νικόλαον, προκειμένου νά «βαπτισθοῦν», «ἱερωθοῦν», «ἐπισκοποποιηθοῦν» καί ἐν γένει βραβευθοῦν μέ ὑψηλά ἀξιώματα, ὡς ἀντιμισθίαν των, διά τάς κατά τοῦ Γέροντος καί Πνευματικοῦ των π. Ἀμφιλοχίου ἀνταρσίας, προδοσίας τῆς Πίστεως - Ὁμολογίας καί ἀποστασίας των, καί
γ) Τό γεγονός ὅτι ὁ φερόμενος ὡς «Λαρίσης καί Τυρνάβου» Ἰγνάτιος Δάσσιος, διά δύο ἀλλεπαλλήλων ἀγωγῶν προσέφυγεν εἰς τά ἀστικά Δικαστήρια κατά τοῦ ἐπισκόπου Κηρύκου, τοῦ Ἱερομονάχου π. Ἀμφιλοχίου, τοῦ Διευθυντοῦ τῆς «Ο.Π.» Ἐλευθερίου Γκουτζίδη καί τῶν λοιπῶν μελῶν τῆς τετραμελοῦς Συντακτικῆς ἐπιτροπῆς, ὡς δῆθεν συκοφαντηθείς, διά δέ τήν «ἀποκατάστασιν τῆς τιμῆς καί ὑπολήψεώς του», ἀπήτει χρηματικόν ποσόν 1.500.000 εὐρώ!... Κατόπιν ὅλων αὐτῶν ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟΝ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ μας συσκεφθέν ἐν Ἁγίω Πνεύματι, ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΕΙ τάς ἀνωτέρω ὑπ' Α.Π. 13 καί Α.Π. 3285 «ἀποφάσεις» τοῦ πρώην Ἀργολίδος Παχωμίου Ἀργυροπούλου κατά τοῦ Πανοσ/του Ἱερομονάχου Ἀμφιλοχίου Ταμπουρᾶ, ὡς ἀπολύτως ἀντικανονικάς καί πάντως ἐκ χειρίστης σκοπιμότητος ἐκδοθείσας, ἐνῶ τήν εἰσπήδησίν του εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Λαρίσης ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ ὡς εἰσπήδησιν «Κλέπτου καί Ληστοῦ» κατά τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας.
* * *
ΕΠΙ ΤΗΣ Ε’ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΗΤΟΙ, ΕΠΙ ΤΗΣ ΥΠ' Α.Π.
3166/14/27.2.2002 «ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ» ΠΕΡΙ «ΑΚΟΙΝΩΝΗΣΙΑΣ»
(ΑΦΟΡΙΣΜΟΥ) ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΓΚΟΥΤΖΙΔΗ
Τό Ἀνώτατον Συνοδικόν Δικαστήριον ἔλαβεν ὑπ' ὄψιν τήν ἐν τῶ Κατηγηροτηρίω (Α.Π. 498/2/15.1.2009) ὑπό στοιχεῖον Γ’, μακράν σειράν βαρυτάτων Κατηγοριῶν (1 ἕως καί 7), καί ἐν προκειμένω ἰδιαιτέρως τά ἐν τῆ παραγράφω 2, ἤτοι τήν κατά τοῦ θεολόγου Ἐλευθερίου Γκουτζίδη σκευωρίαν, ἡ ὁποία κατέληξεν εἰς τήν ὑπ' Α.Π. 3166/14/27.2.2002 «Πράξιν ἀκοινωνησίας» κατ' αὐτοῦ, ὡς καί τήν πληθύν τῶν σχετικῶν ἐν τῆ «Ὀρθοδόξω Πνοή» παραπομπῶν, αἵτινες καί ἐτέθησαν εἰς τόν Τόμον τῶν Παραστατικῶν, ὡς ἀφορῶσαι ἀμέσως εἰς τήν ὑπ' Α.Π. 3166/2002 ἱερόσυλον ἀπόφασιν καί πράξιν. Πρωτίστως ὅμως ἔλαβεν ὑπ' ὄψιν του ἐν τῶ συνόλω της, τήν κατά τήν Κυριακήν τῆς ὀρθοδοξίας 1997 ὁμιλίαν τοῦ θεολόγου ἐν τῶ Μητροπολιτικῶ Ναῶ τῆς Ἁγίας Μαρίνης ἐν Θεσσαλονίκη, καθώς καί τήν κηρυσσομένην ἐκκλησιολογίαν, τήν ὁποίαν ἀπό τό 1971 ἀδιαλείπτως προσεπάθησεν νά συστηματοποιήση, διδάξη καί διακηρύξη ὁ θεολόγος, καί διεπίστωσεν τήν συνέπειαν τοῦ ἐλλογιμωτάτου Καθηγητοῦ ἐν τῆ Πίστει καί Ὁμολογία, ὡς Ἁπλοῦ ἐργάτου ἐν τῶ Σώματι Αὐτῆς, καί οὐδέν ἀντορθόδοξον εὗρεν ἐν αὐτῆ.
Εἰδικώτερον ἐπί τῆς προαναφερθείσης ὁμιλίας αὐτοῦ, ἐν ἔτει 1997, τό Ἀνώτατον Συνοδικόν Δικαστήριον, ἐν ταυτῶ δέ καί ὡς Πανορθόδοξος Σύνοδος, διεπίστωσεν τάς ἐν αὐτῆ μεγίστας κηρυσσομένας ἀληθείας, ἀλλά καί τόν μέγιστον, πλήν ἐξ ἀντικειμένου ἐπιβεβλημένον ὀρθόν ἔλεγχον, τόν ὁποῖον ἀσκεῖ ἐν τῆ ὁμιλία του ὁ θεολόγος, ἀποκαλύπτων, περιγράφων καί στιγματίζων τούς ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ ΔΙΩΚΤΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, καί ἐπί τό ἀκριβέστερον, τούς ἐχθρούς καί πολεμίους τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἤτοι, τῆς ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ - ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ καί τῆς ἀνοθεύτου καί ἀδιακόπου ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ.
Τῆς ὅλης ὁμιλίας του ὁ θεολόγος προτάσσει σύντομον εἰσαγωγήν εἰς τήν ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν, ἐν ὦ μέρει, διετύπωσεν καί τήν Τριαδολογικήν καί ἐκκλησιολογικήν θέσιν εἰπών: «Δέν θά ὁμιλήσω σήμερον διά τήν πρώτην, ἄναρχον, αἰωνίαν καί ἀόρατον Ἐκκλησίαν, διότι αὕτη εἶναι ἡ τελεία Κοινωνία τοῦ Πατρός καί τοῦ ΥἹοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἡ πλήρης καί τελεία κοινωνία καί ἰδιαίρετος ἑνότης τῶν τριῶν Θείων Προσώπων, τοῦ ΕΝΟΣ Θεοῦ».
Ἐγκύψαν ἰδιαιτέρως ἐπ' αὐτῆς τῆς διατυπώσεως τοῦ θεολόγου τό ΑΝΩΤΑΤΟΝ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ καί λαβόν ὑπ' ὄψιν τήν ἀκατάσχετον σκόπιμον καί διαστροφικήν συκοφαντίαν, ἀλλά καί τά σχετικά Θεολογικά ὑπομνήματα τοῦ θεολόγου, ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ ὅτι ἡ θεολογική αὕτη θέσις οὐδέν τό μεπτόν περιέχει, ἀσχέτως ἄν φραστικῶς ἡ διατύπωσις θά ἠδύνατο νά εἶναι καί καλυτέρα, ἀλλά ποῖος ἐφαντάζετο ὅτι Φλωρινικοί καί ἐγκάθετοι αὐτῶν, ἀλλά καί ἤδη προδόται ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας, θά ἤγειρον τοιαύτην ΣΚΟΠΙΜΟΝ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑΝ, τήν ὁποίαν «ἐστήριξαν» ἐπί διαστροφικῶν καί πλασματικῶν κατηγοριῶν, τήν δέ 14ην/27ην Φεβρουαρίου 2002, θά κατέληγον, ὁ μέν πρώην Πειραιῶς Νικόλαος νά εἰσηγηθῆ ἀπολύτως ΑΙΡΕΤΙΚΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΝ καί ΤΡΙΑΔΟΛΟΓΙΑΝ, διά λογαριασμόν δέ ὅλων τῶν ξένων Κέντρων νά ἀπαιτήση τόν ἄδικον, ἀλλά σκόπιμον «ἀφορισμόν» κατά τοῦ θεολόγου, ἐνῶ οἱ λοιποί νά ἀποδεχθοῦν καί συμπράξουν εἰς τό ἔγκλημα, πρωτίστως κατά τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ΟΥΔΕΝ ΕΠΑΘΕΝ, ὅπως ἐπίσης οὐδέν ἔπαθεν καί ὁ ἐλλογιμώτατος θεολόγος Ἐλευθέριος Γκουτζίδης, ἀφοῦ ἐδιώχθη «ἀφωρίσθη» καί ἐσυκοφαντήθη ψευδῶς «ἕνεκεν ἐκείνου καί τῆς Ἐκκλησίας Του»!...
Περαιτέρω τό ἀνώτατον Συνοδικόν Δικαστήριον, λαβόν ὑπ' ὄψιν του καί τό ΠΟΤΕ, ΠΩΣ καί ὑπό ΠΟΙΩΝ ἐκινήθη ἡ σκευωρία καί τό σκάνδαλον, διεπίστωσεν ὅτι ἐπελέγη ἵνα κινήση τοῦτο ὁ Φλωρινικός «Ἀχαΐας» Καλλίνικος, ὅστις κατ' ἀρχάς ἠρκέσθη νά διαστρέψη τήν διατύπωσιν, εἰπών δημοσίως τό ψεῦδος ὅτι δῆθεν «ὁ θεολόγος εἰς τήν ὁμιλίαν του ἀπεκάλεσεν τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ ὡς Ἄναρχον»! Δέν ἐτόλμησεν, ὁ κ. Καλλίνικος, νά ἀμφισβητήση τό ὀρθόν καί μεμαρτυρημένον τῆς θεολογικῆς - ἐκκλησιολογικῆς διατυπώσεως, ἐνῶ εἰς τήν συνέχειαν συνέπλασεν πλείστας ὅσας ψευδεῖς καί πλασματικάς συκοφαντικάς ψευδοκατηγορίας κατά τοῦ θεολόγου. Τό ἵδιον θέμα τῆς σκευωρίας, μέσω τῶν ἐγκαθέτων των, ἤτοι, τοῦ Μοναχοῦ Μαξίμου, τοῦ Δημητρίου Κάτσουρα καί ἄλλων, προοδευτικῶς τό μετέφερον εἰς τήν Ἱεράν Σύνοδον, τήν ὁποίαν, ὁ ἐν λόγω Κατήγορος, Φλωρινικός «Ἀχαΐας» Καλλίνικος Σαραντόπουλος, δι' ἀλληλοδιαδόχων δημοσιευμάτων του, μονίμως ἐξεβίαζεν «ὅπως λάβη μέτρα κατά τοῦ θεολόγου, ἄλλως καθίσταται καί αὕτη βλάσφημος, κακόδοξος, αἱρετική, ὅπως ὁ θεολόγος της».
Οὔτω πως ἀπό τό 1997 μόλις τόν Φεβρουάριον τοῦ 2002, «ὡρίμασεν» ἡ σκευωρία, ὁπότε συνετάγη ἡ σχετική εἰσήγησις, ἡ ὁποία ἐδόθη εἰς τόν τότε Πειραιῶς Νικόλαον νά τήν εἰσηγηθῆ καί ΑΠΑΙΤΗΣΗ τόν ἀφορισμόν τοῦ Θεολόγου, μέ ἀντάλλαγμα «νά τόν κάνουν ἀρχιεπίσκοπον»! Οὕτως ὅμως ἡ Σύνοδος ἐκείνη, ἡ δεχθεῖσα καί ἐγκρίνασα τήν γέμουσαν ἀπό αἱρετικάς θέσεις Εἰσήγησιν, καί βάσει αὐτῆς τήν 14/27.2.2002, ἀποφασίσασα «ἀκοινωνησίαν» κατά τοῦ θεολόγου, ἀφρόνως ἐπιχειρηματολογοῦσα, ἔστω καί ὑποθετικῶς, ἔγραψεν περί «διηρημένης Ἁγίας Τριάδος» ἤ «διηρημένης Ἐκκλησίας» ἤ ὅτι «εἶναι δυνατόν νά διαιρεθῆ εἰς τό μέλλον» καί ταῦτα ὡς ἐκ τῆς διατυπώσεως τοῦ θεολόγου: «Δέν θά ὁμιλήσω σήμερον διά τήν πρώτην, ἄναρχον, αἰωνίαν καί ἀόρατον Ἐκκλησίαν, διότι αὕτη εἶναι ἡ τελεία Κοινωνία τοῦ Πατρός καί τοῦ ΥἹοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἡ πλήρης καί τελεία κοινωνία καί ἰδιαίρετος ἑνότης τῶν τριῶν Θείων Προσώπων, τοῦ ΕΝΟΣ Θεοῦ». Οὕτω ὅμως ἡ ἰδία «Σύνοδος» κατέστησεν ἑαυτήν ἰδιαιτέρως Αἱρετικήν καί ὡς πρός τό Δόγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, ἀλλά καί τό Τριαδολογικόν Δόγμα – Διδασκαλίαν καί πρό πάντων Ἱερόσυλον ὄργανον τῶν ξένων κέντρων.
Ἐπί τούτοις λαβόν ὑπ' ὄψιν καί ὅλα τά μετά τό 1997 ἤδη προαναφερθέντα σχετικά ἔγγραφα καί ἰδιαιτέρως τοῦ ἀρχιεπισκόπου πρός τόν θεολόγον, ἀλλά καί τήν πληθύν τῶν Δημοσίων ἀπαντήσεων αὐτοῦ, εἰς τά ὁποῖα ὁ θεολόγος διά νά ἀποσοβήση τό σκάνδαλον, πλειστάκις ἐδήλωσεν καί ὅτι «ἑτοίμως ἔχει νά ἀνακαλέση τήν διατύπωσιν ἐφ' ὅσον οἱ κατήγοροί του ἤθελον ἀποδείξει ταύτην ὡς «ἀμάρτυρον», «καινοτομίαν», «κακοδοξίαν» καί ἐν τέλει «Τριαδολογικήν καί ἐκκλησιολογικήν Παπικήν - Οἰκουμενιστικήν αἵρεσιν»(!), γεγονός τό ὁποῖον, ὡς ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς διεπιστώθη, ΟΥΔΕΙΣ ΠΩΠΟΤΕ ΕΤΟΛΜΗΣΕΝ!
Ἐπί πᾶσι τούτοις τό Συνοδικόν Δικαστήριον, ἰδιαιτέρως ἔλαβεν ὑπ' ὄψιν καί τάς ἐν τοῖς θεολογικοῖς ὑπομνήμασι τοῦ θεολόγου ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΑΣ ΚΑΙ ΠΑΤΕΡΙΚΑΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ, καθ' ἅς ἡ ἑνότης καί Κοινωνία τῆς ὑπερουσίου Τριάδος (ἐν τῆ ἀγάπη καί τῆ μία Θεία Οὐσία) εἶναι τό ΠΡΟΤΥΠΟΝ τῆς ἐν τῶ Σώματι τῆς Ἐκκλησίας κατά χάριν Κοινωνίας καί ἑνότητος τῶν ἀπειραρίθμων Προσώπων - Πιστῶν. ἡ ἀπόλυτος ἑνότης καί Κοινωνία τοῦ ὑπερουσίου ἑνός καί Τρισυποστάτου Θεοῦ, ὄντως ἀντανακλᾶ εἰς τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, διό αὕτη, ὡς κοινωνία καί ἑνότης τῶν πιστῶν ἐν τῶ Σώματι τοῦ Χριστοῦ, εἶναι κατ' εἰκόνα ἐκείνης τῆς Ἁγίας Τριάδος, τηρουμένων βεβαίως τῶν ἀναλογιῶν μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου. ἰδιαιτέρως τό Α.Σ.Δ. ἐνέκυψεν ἐπί τῶν ἀναμφισβητήτων σαφῶν ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΜΑΡΤΥΡΙΩΝ (Ἰωάννου ΙΖ’ 20-21), ἀλλά καί τῶν ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ τοιούντων, ὡς τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ: P.G. Τόμος 91ος 664 D, 665 C καί 668 Β-C), Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως, P.G. Τόμος 8ος σελ. 200 καί 1277, Μεγάλου Φωτίου P.G. Τόμος 102ος σελ. 557 D, καθώς καί εἰς πληθύν τῶν μαρτυριῶν Δογματολόγων Καθηγητῶν ὡς τῶν: Ἰωάννου Καρμίρη, Νικολάου Μητσοπούλου, Παύλου Εὐδοκίμωφ, Σπυρίδωνος Μπιλάλη, π. Νικολάου ἰωαννίδη, π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, π. Γεωργίου Καψάνη κ.ἄ. («Ο.Π.» Τόμος 12ος 2001 ἀρ. Τ. 118 μήν Νοέμβριος σελ. 271-279 καί ἀλλαχοῦ) καί ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ:
Ἡ μακροχρόνιος συκοφαντία - σκευωρία, τήν ὁποίαν ἐκίνησαν οἱ Φλωρινικοί καί οἱ ἐγκάθετοί των, τελικῶς δέ τήν ἐπέβαλον καί εἰς τό σῶμα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἐπεχειρήθη διά τόν ἀποκλειστικόν λόγον ὅτι, ἡ καθαρά ὁμολογία ἤτοι, ἡ Ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογία τοῦ θεολόγου Ἐλευθερίου Γκουτζίδη, ἀλλά καί ἡ ὑπ' αὐτοῦ ἀντιμετώπισις τῶν πολεμίων τῆς Ἐκκλησίας, παρεκώλυεν τά κατά τῆς Ἐκκλησίας σχέδια τοῦ ἐν γένει Νεοημερολογιτικοῦ καί Παλαιοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί οὕτω δέν ἠδύναντο νά μεταλλάξουν καί μετατρέψουν τήν συγχωρητικήν εὐχήν, τήν ὁποίαν ὑπό δεδομένας ρητάς προϋποθέσεις καί διά τήν ἀγάπην καί ἑνότητα ἐδέχθη ἡ Ἱερά Σύνοδος τό 1971, εἰς χειροθεσίαν καί οὕτω νά ἐξαλείψουν καί τήν ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΔΙΑΔΟΧΗΝ καί τήν ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ - ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΝ τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὡστόσον τά πάντα καταβοῶσιν ὅτι τά πρόσωπα, τά ὁποῖα ἀπετόλμησαν τήν σκευωρίαν καί τήν ἔφερον εἰς πέρας, ἦσαν καί συνεχίζουν νά εἶναι, ἀπολύτως συνειδητοί καί ἀδίστακτοι ἐπίβουλοι κατά τῆς Ἐκκλησίας, διό πεισμόνως εἰργάσθησαν τό ψεῦδος, καί συνέπλασαν φρικτάς συκοφαντίας. Αὐτῶν ὅλων ὑποχείριοι εὑρέθησαν οἱ Νικολαΐται, οἱ ὁποῖοι ὡς ἀμέτοχοι παιδείας, καί μακράν τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἀνέλαβον τήν ἐκτέλεσιν τῶν καταχθονίων σχεδίων των, ἐπιτυχόντες μόνον νά καταστήσουν ἑαυτούς πραγματικούς ΕΚΚΛΗΣΙΟΜΑΧΟΥΣ καί πάντως χείρονας ὅλων τῶν συγχρόνων διωκτῶν τῆς Ἐκκλησίας!
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟΝ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ ΚΑΙ
ΠΑΡΑΔΙΔΕΙ ΕΙΣ ΤΟ ΑΙΩΝΙΟΝ ΑΝΑΘΕΜΑ:
α) Τό ἀπ' ἀρχῆς (τέλος 1997 καί ἰδιαιτέρως ἀπό 1999) ΚΙΝΗΜΑ - ΣΚΕΥΩΡΙΑΝ πρωτίστως κατά τῆς Ἐκκλησίας, δευτερευόντως δέ κατά τοῦ θεολόγου Ἐλευθερίου Γκουτζίδη, τόν ὁποῖον, ἐνῶ ὑπό τήν βαθυτέραν χριστιανικήν ἄποψιν, ὄχι μόνον δέν ἔβλαψεν τόν θεολόγον, ἀλλά καί τόν ἐτίμησεν μέ τό διακριτικόν τοῦ «δεδιωγμένου ἕνεκεν δικαιοσύνης καί ἀληθείας ἐκείνου», ἤτοι, τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του.
β) Τήν ὑπ' Α.Π. 3166/14/27.2.2002 «Πρᾶξιν ἀκοινωνησίας», ἤτοι, «μικροῦ ἀφορισμοῦ», ὡς Πρᾶξιν ἀπολύτως ἀντικανονικήν, ἀλλά καί ὡς ἔξωθι ἀποφασισθεῖσαν ὑπό τοῦ Φλωρινικοῦ Κέντρου καί τῶν ἐγκαθέτων του παρά τῆ Ἱερᾶ Συνόδω, πρό πάντων δέ ὡς Πρᾶξιν στυγνῆς ΙΕΡΟΣΥΛΟΥ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΟΣ, ἐκκλησιολογικῆς ὑφῆς καί περιεχομένου, τήν ὁποίαν ὁ πρ. Πειραιῶς Νικόλαος Μεσσιακάρης εἰσηγήθη καί ἀπήτησεν κατά τήν «Σύνοδον» ἐκείνην τῆς 14.2.2002, ἐν ἧ ἐγένοντο ἀποδεκταί ὑπ' αὐτῶν καί αἱ περί «διαιρέσεως καί ἑνώσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τῆς Ἐκκλησίας», ἔστω καί ὑποθετικῶς ἀποτολμηθεῖσαι καί διατυπωθεῖσαι δεινότατοι αἱρεσχιλίαι.
Ἐπί τούτοις, τό ΑΝΩΤΑΤΟΝ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ καί ὡς ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΟΔΟΣ, συσκεψαμένη ἐν Ἁγίω Πνεύματι, καλεῖ τούς Κατηγορουμένους ὅπως, διά τό προσωπικόν των πνευματικόν συμφέρον, μετανοήσουν καί, ἀποκλειστικῶς δι' ἑαυτούς, ἀνακαλέσουν τήν ψευδῆ, ἄδικον καί Ἱερόσυλον πρᾶξιν των, ἄλλως ταύτην θέλωσιν εὕρη προηγουμένην αὐτῶν, κατά τήν ὥραν ἐκείνην τῆς κρίσεως, ὅπερ καί ὡς Πανορθόδοξος Ἱερά Σύνοδος καί ὡς ἀνώτατον Συνοδικόν Δικαστήριον ΑΠΕΥΧΟΜΕΘΑ.
* * *
ΕΠΙ ΤΗΣ ΣΤ’ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΗΤΟΙ, ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ
πρ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Τό Ἀνώτατον Συνοδικόν Δικαστήριον συνεχίσαν τάς συνεδριάσεις του μέχρι καί τήν Παρασκευήν 28.11.2009, ἐπελήφθη καί τῶν αἱρετικῶν φρονημάτων τοῦ πρ. Πειραιῶς Νικολάου, τά ὁποῖα οὗτος, «γυμνῆ τῆ κεφαλῆ», ἤτοι, δημοσίως καί ἐγγράφως, μέσω βιβλιδίων καί τῆς ἐφημερίδος του «Πειραϊκή Ἐκκλησιαστική Ἀγγελία», π.χ. Α.Φ. 21 Ἀπρίλιος - Ἰούνιος 1998, ἐκήρυξεν ἐπανειλημμένως.
Εἰδικώτερον ὁ κατηγορούμενος διά νά στηρίξη τά αἱρετικά του φρονήματα, καταφανῶς παραχαράσσει Πατερικά καί Συνοδικά κείμενα καί Ὄρους τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου! ἐν προκειμένω ἐλήφθη ὑπ' ὄψιν τό ἀνωτέρω κείμενόν του ἐν «Π.Ε.Α.» Α.Φ. 21/1998, καί ἰδιαιτέρως ἡ καταγγελία τοῦ θεολόγου Ἐλευθερίου Γκουτζίδη ἐν «Ο.Π.» Τόμος 2004 σελ. 124-142, ὡς καί αἱ λοιπαί ἀκολουθοῦσαι. (Αὐτόθι σελ. 142-154).
Τό Α.Σ.Δ. διέτρεξεν τάς συγκεκριμένας δημοσίας Καταγγελίας, ὡς καί τά σημεῖα ἐκεῖνα ἐκ τῶν ἐντύπων τοῦ κ. Νικολάου, τά ὁποῖα καταγγέλλονται, καί ρητῶς ἀπεφάνθη ὅτι, ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ ΕΚ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΟΥ κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, πᾶν ὅ,τι ἀντιβαίνει εἰς τήν ὀρθόδοξον Παράδοσιν, ἤτοι εἰς τά Πρακτικά τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τήν ὁμόφωνον διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἐξαιρέτως δέ τάς ἐπ' αὐτῶν παραχαράξεις καί παρερμηνείας, τάς ὁποίας συστηματικῶς ἀπετόλμησεν ὡς αἱρετικός βλάσφημος καί ἐκκλησιομάχος ὁ κ. Νικόλαος, καί συνωδᾶ τῆ Ἁγία Ζ’ Οἰκουμενικῆ Συνόδω τά ἀναθεματίζει. ἀντιπροσωπευτικῶς, τό Α.Σ.Δ. μας, παραδίδει τῶ αἰωνίω ΑΝΑΘΕΜΑΤΙ τά αἱρετικά φρονήματα καί παραχαράξεις αὐτοῦ, τάς ὁποίας ἐπεχείρησεν ἐγγράφως εἰς τό βιβλίδιόν του «ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΜΕΝ ΠΑΤΕΡΑ ΥΙΟΝ ΚΑΙ ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ...» (Ἀθῆναι 1993) ἀλλά καί ἐν τῆ ἐφημερίδι «Π.Ε.Α.», ἤτοι:
Τά σημαντικώτερα δογματικά ὀλισθήματα, τά δημοσιευθέντα εἰς τό βιβλίδιόν του: «Προσκυνοῦμεν...» ἐκδόσεως 1993, εἶναι τά ἀκόλουθα:
«1) Ἀναφερόμενος εἰς τούς προφήτας Μωϋσῆν, Μιχαίαν, Ἠσαΐαν, Ἰεζεκιήλ, Ἰερεμίαν, καί Δανιήλ, ὑποστηρίζει ὅτι εἶδον τόν Θεόν Πατέρα, ἐν ἀντιθέσει πρός τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἀποφαίνονται ὅτι ἅπασαι αἱ ὁράσεις καί θεοφάνειαι τῆς Π. Διαθήκης ἔχουν ὡς ἐπίκεντρον τόν Χριστόν: «...καί οὐ φύσιν Θεοῦ εἶδε τις, ἀλλά τόν τύπον καί τήν εἰκόνα τοῦ μέλλοντος ἔσεσθαι... Κατά πίστιν ἀπέθανον οὗτοι πάντες, μή κομισάμενοι τάς ἐπαγγελίας, ἀλλά πόρρωθεν αὐτάς ἰδόντες καί ἀσπασάμενοι» (Ἰωάν. Δαμασκηνοῦ, PG 94, 1345 ΒC).
2) Ἀναφερόμενος εἰς τό πραγματικόν γεγονός τῆς Φιλοξενίας ἐν τῆ Παλαιᾶ Διαθήκη, ὑποστηρίζει ὅτι εἰς τόν Ἀβραάμ ἐφάνησαν ὁ Πατήρ, ὁ ΥἹός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἐνῶ κατά τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, ἐκ τῶν τριῶν ἀγγέλων τῶν φανέντων τῶ Πατριάρχη ἐν τῆ δρυ? τῆ Μαμβρῆ, οἱ μέν δύο ἦσαν κτιστοί ἄγγελοι, ὁ δέ τρίτος ἄκτιστος: «... δύο μέν ἑκατέρωθεν, μέσος δέ ὁ κρείττων, ὑπερέχων τῆ τιμῆ. Εἴη δ' ἄν ὁ δεδηλωμένος ἡμῖν Κύριος αὐτός ὁ ἡμέτερος Σωτήρ ὅν καί οἱ ἀγνῶτες σέβουσιν, τά θεῖα λόγια πιστούμενοι». (P.G. 94, 1369 ΑΒ).
3) Ἀναφερόμενος εἰς τόν Πατριάρχην Ἰακώβ, ἰσχυρίζεται ὅτι οὗτος εἶδε τόν Θεόν Πατέρα καί ἐπάλαισε μετ' αὐτοῦ, ὅπερ ὡσαύτως ἀντιβαίνει πρός τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, διότι καί αὕτη ἡ θεοπτία ἀναφέρεται εἰς τόν Χριστόν. «Καί Ἀδάμ εἶδε Θεόν... καί Ἰακώβ εἶδε, καί ἐπάλαισε μετά τοῦ Θεοῦ... καί Μωϋσῆς... καί ἠσα?ας... καί Δανιήλ... προσεκύνησαν οὖν πάντες οἱ ἰδόντες τῶν τύπον καί τήν εἰκόνα τοῦ μέλλοντος» (Ἰω. Δαμασκηνοῦ PG 94, 1345 ΒC).
4) Ἰσχυρίζεται παραπλανῶν ὅτι ἡ Ἁγία Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδος, εἰς τήν «πρός τήν Ἀλεξανδρέων Ἁγιωτάτην Ἐκκλησίαν» ἐπιστολήν της, δῆθεν μακαρίζει ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δέχονται τάς εἰκονογραφίας τῶν ὁράσεων καί ἀναθεματίζει ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δέν δέχονται αὐτάς. Καί τοῦτο ἀποτελεῖ βάναυσον παραχάραξιν πρός ἐξαγωγήν αἱρετικοῦ συμπεράσματος. ἡ Ἁγία ἑβδόμη Οἰκουμενική Σύνοδος ἀληθῶς, ἀφ' ἑνός μέν μακαρίζει τούς δεχομένους τάς προφητικάς ὁράσεις ὡς τύπους καί εἰκόνας καί σχήματα τῆς ἀληθείας» αί διά τοῦτο εἰκονίζοντας τά ἅγια (ὁλόκληρον τήν ἔνσαρκον οἰκονομίαν), ἀφ' ἑτέρου δέ ἀναθεματίζει τούς αἱρετικῶς φρονοῦντας περί τῶν προφητικῶν ὁράσεων καί ὡς ἐκ τούτου μή δεχομένους «εἰκονίσαι τόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγον», δηλαδή τόν Χριστόν.
5) Εἰς πάμπολλα σημεῖα τοῦ πονηματίου του (σελ. 12, 14, 16, 18, 20 καί 21) ἀναφέρεται εἰς τά Πρακτικά τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί συγκεκριμένως εἰς τήν Ε’ Πράξιν αὐτῆς (εἰς τήν σελίδα 905), παραποιῶν καί παρερμηνεύων αὐτά ἐν τῆ προσπαθεία του νά ἀποδείξη τά ἀναπόδεικτα. Ἁπλῆ ἀνάγνωσις τῆς ὡς ἄνω πράξεως καί ἀντιπαραβολή της πρός τά ἐν τῶ πονηματίω δημοσιευθέντα, καταδεικνύει καί ἀποκαλύπτει καί τήν συγκεκριμένην ἀσεβῆ παραποίησιν τῶν κειμένων τῆς ἐν λόγω Ἁγίας Συνόδου ὑπό τοῦ ἐπισκόπου.
6) Ἰσχυρίζεται, διαστρέφων τήν ἀλήθειαν, ὅτι ἡ Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδος «ἀναθεμάτισε τόν βλάσφημον Πέρσην Ξεναΐαν μαζί μέ τούς ἄλλους Εἰκονομάχους, ἐπειδή ὁ τοιοῦτος ἔλεγε πρός τοῖς ἄλλοις ὅτι εἶναι νηπιώδους γνώσεως τό νά ζωγραφῆται τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καθώς ἐφάνη εἰς τόν Ἰορδάνην εἰς τόν βαπτιζόμενον Χριστόν, ἐν εἰδώλω περιστερᾶς (σελ. 24). Συμφώνως πρός τό ἀληθές περιεχόμενον τῆς ὡς ἄνω Πράξεως, ὁ Ξεναΐας ἐνόθευε τά δόγματα καί ἀνεστάτωνε τάς πόλεις, δέν ἐδέχετο τήν εἰκόνισιν τῶν ἀγγέλων, τῶν ὁποίων τάς εἰκόνας συνέτριβεν, ἐνῶ πρωτίστως, ἠρνεῖτο τό Χριστολογικόν δόγμα, διό καί τάς τοῦ Κυρίου εἰκόνας κατέκρυπτεν καί ἐξηφάνιζεν. Ὡσαύτως κατηγόρει ψευδῶς τήν Ἐκκλησίαν ὅτι ἐδέχετο τά ὑπεράνω τῶν θυσιαστηρίων καί τῶν κολυμβηθρῶν ἐκ χρυσοῦ καί ἀργύρου ὁμοιώματα τῆς Περιστερᾶς ὡς εἰκονίζοντα τήν ὑπόστασιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπερ βλασφημία. Ὅθεν ἀνεθεματίσθη ὡς εἰκονομάχος καί βλάσφημος κατά τῆς Ἐκκλησίας.
7) Ἀναφερόμενος εἰς τήν ἐπιστολήν τοῦ Ἁγίου Πάπα Γρηγορίου πρός τόν εἰκονομάχον Λέοντα Γ’ τόν Ἴσαυρον, ὄχι μόνον παρερμηνεύει τήν σαφεστάτην θέσιν τοῦ Ἁγίου ὅτι τόν Πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οὐχ ἱστοροῦμεν οὐδέ ζωγραφοῦμεν, ἀλλά καί ὑποτιμητικῶς τήν θεωρεῖ ὡς γνώμην ἑνός Πατρός, τόν ὁποῖον ἐμφανίζει ὡς ἀντιφρονοῦντα πρός τήν Ἁγίαν Σύνοδον, μή λαμβάνων ὑπ' ὄψιν ὅτι ἡ ἐν λόγω ἐπιστολή του συνάδουσα ἀπολύτως πρός τήν διδασκαλίαν τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐνεκρίθη καί συμπεριελήφθη εἰς τά Πρακτικά της.
8) Παραχαράσσει καί παρερμηνεύει τόν Ἅγιον Διονύσιον τόν ἀρεοπαγίτην, ἀναφερόμενος εἰς δύο κείμενά του (σελ. 21 καί 22). Ἐνῶ ὁ ἅγιος ὁμιλεῖ διά τόν Ἕνα ὑπερούσιον τῆ φύσει Θεόν, ὁ Σεβ/τος κ. Νικόλαος ὑποστηρίζει ὅτι δῆθεν κατά τόν Ἅγιον, αὐτός εἶναι ὁ Ἄναρχος Πατήρ καί ὅτι πρέπει νά εἰκονογραφῆται ὡς πολιός γέρων, ὅπερ ἀντιβαίνει πρός τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας.
9) Ὁμοίως ἀσεβῶν παραχαράσσει καί παρερμηνεύει τόν Ἅγιον Συμεών Θεσσαλονίκης, ἀποδίδων εἰς τόν Ἅγιον τό ἰδικόν του φρόνημα, ὅτι «ὁ Πατήρ Θεός ζωγραφεῖται ὡς γέρων ἀσπρομάλλης, καθ' ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Παλαιός ἡμερῶν» (σελ. 22-23). Ἡ διδασκαλία ὅμως τοῦ Ἁγίου Συμεών, ὡς αὕτη προκύπτει ἀπό τό γνήσιον κείμενόν του, εἶναι ὅτι ὁ Θεός τόν ὁποῖον εἰς τάς ὁράσεις προεῖδον ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰακώβ, ὁ Μωϋσῆς, ἡ Ἠσαΐας, ὁ Ἰεζεκιήλ καί πολλοί ἄλλοι τῶν Προφητῶν, εἶναι ὁ μέλλων νά ἐνανθρωπήση Χριστός.
10) Ὁμοίως παρερμηνεύει τόν Ἱερόν Δαμασκηνόν ἰσχυριζόμενος ὅτι «ἀποδέχεται καί αὐτός τήν ζωγράφησιν τοῦ ἀνάρχου Πατρός κατά τάς ὁράσεις τῶν Προφητῶν» (σελ. 22), ἐνῶ ὁ Ἅγιος διδάσκει ὅτι αἱ ὁράσεις τῶν Προφητῶν ἔχουν ὡς ἐπίκεντρον τόν μέλλοντα ἔσεσθαι, δηλαδή τόν Χριστόν, (Βλέπετε παράγρ. 1 καί 3, ὡς ἀνωτέρω).
11) Ἐν τέλει πλαστογραφεῖ καί τήν ἱστορικήν πραγματικότητα, φέρων τόν ζωγράφον Διονύσιον τόν ἐκ Φουρνᾶ τῶν ἀγράφων νά ἀποφαίνεται περί εἰκόνων τό ἔτος 1456, ἐνῶ οὗτος τῶ ὄντι ἔγραφεν κατά τά ἔτη 1701-1734, δηλαδή 278 ἔτη ἀργότερον...». («Ο.Π.» Τόμος 2003 σελ. 212-214).
Τό Ἀνώτατον Συνοδικόν Δικαστήριον καί προηγουμένως ὡς Πανορθόδοξος Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει Συνείδησιν ὅτι, ΧΑΡΙΤΙ ΧΡΙΣΤΟΥ, καί μέ τάς ἐν τῆ παρούση πράξει ἀποφάσεις, ὑπερμαχεῖ γενικῶς τῆς Παραδοθείσης ΑΚΑΙΝΟΤΟΜΗΤΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ, εἰδικῶς δέ τῆς ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ - ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ἑπομένη ταῖς ἀπ' ἀρχῆς Ἁγίαις Συνόδοις, ἤγουν τῆ πρώτη ἀποστολικῆ, ταῖς Οἰκουμενικαῖς, Πανορθόδοξοις καί Τοπικαῖς, τάς ὁποίας, ἐν ἑτέροις χρόνοις, συνεκάλεσεν καί συνεκρότησεν τό ΕΝ ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ. Δι' ὅλων δέ αὐτῶν, διεκηρύχθη καί ὡμολογήθη ὁ ΕΙΣ ἐνανθρωπήσας, Διδάξας, Σταυρωθείς καί Ἀναστάς Χριστός, ἡρμηνεύθη καί ἐσυστηματοποιήθη ἡ ὑπ' Αὐτοῦ ἀποκαλυφθεῖσα Μία ἀλήθεια, ὡμολογήθη ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία, ἐβλήθη δέ ἔξω ὁ ἀντίδικος, ὅστις ἀπό τήν φάτνην τῆς Βηθλεέμ ἐπολέμησεν τόν Χριστόν καί μέχρι σήμερον πολεμεῖ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τήν Ἐκκλησίαν του, διά τῶν αἱρετικῶν καί ἰδιαιτέρως διά τῶν πεπτωκότων βλασφήμων καί αἱρετικῶν Νικολαϊτῶν. Αὐτούς τούς πολεμίους ἀντιμετώπισεν καί τό ὑφ' ἡμᾶς ΑΝΩΤΑΤΟΝ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ, προηγουμένως δέ καί ὡς ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ, ἡ ὁποία οὕτω διακονεῖ τήν Μητέρα Ἐκκλησίαν εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
* * *
ΕΠΙ ΤΗΣ Ζ’ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΗΤΟΙ, ΕΠΙ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΙΣΠΗΔΗΣΕΩΣ ΚΑΙ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Σχετικῶς μέ τήν ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Κιτίου Παρθενίου τοῦ πιστοῦ Κλήρου καί Λαοῦ τῆς πρεσβυγενοῦς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου καταγγελίαν, ἐπί παρανόμω, ἀντικαταστατικῆ καί ἀντικανονικῆ παρεμβάσει εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Κύπρου, πρόκλησιν σχίσματος καί ἔκθεσμον καί ἀντικανονικήν ἐπισκοπικήν χειροτονίαν, ἐν μέσω ξυλοδαρμῶν καί αἱμάτων, καί ὑπό παρουσίαν καί ἐπέμβασιν ἀστυνομικῶν δυνάμεων, μεμαρτυρημένως ἀναξίου προσώπου, ἤτοι τοῦ φερομένου κατ' ἀρχάς ὡς «Τριμυθοῦντος» καί κατόπιν ὡς «Κιτίου» κ. Σεβαστιανοῦ Σταύρου, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κιτίου κ. Παρθένιος, εἰσηγήθη ὅπως τά ἀδικήματα τῶν Νικολαϊτῶν κατά προσώπων, ἀλλά καί κατ' Αὐτῆς τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ἐξετασθοῦν εἰς ἄλλην συνεδρίασιν τοῦ Α.Σ.Δ., διότι ἐν προκειμένω δέν προηγήθη ἡ προβλεπομένη Κανονική καί Νομότυπος διαδικασία κλητεύσεως τῶν κατηγορουμένων. Ἅπασαν τήν Κανονικήν καί Νόμιμον διαδικασίαν, θέλει κινήση ὁ ἵδιος ὁ Μητροπολίτης ὥστε νά ἐπιληφθῆ τό Ἀνώτατον Συνοδικόν Δικαστήριον, ὅπερ ἐγένετο ἀποδεκτόν.
* * *
ΕΠΙ ΤΗΣ Η’ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΗΤΟΙ, ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΚΑΘ' ΗΝ
ΚΑΤΕΛΥΣΑΝ ΤΟΝ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΝ ΝΟΜΟΝ ΤΟΥ «ΙΕΡΟΥ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ
ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΤΗΣ ΑΚΑΙΝΟΤΟΜΗΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Γ.Ο.Χ.»
Τό ΑΝΩΤΑΤΟΝ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ ἔλαβεν ὑπ' ὄψιν:
Τό γεγονός ὅτι ἐν ἔτει 1999 τό Διοικητικόν Συμβούλιον τοῦ Ι.Φ.Σ.Κ.Α.Ε., διά πρώτην φοράν, δέν συνεκλήθη ἐπί ἐννέα ὁλοκλήρους μῆνας, (ἐνῶ κατά τό καταστατικόν ὑποχρεωτικῶς πρέπει νά συνεδριάζη κάθ' ἕκαστον μῆνα), διότι οἱ ἐγκάθετοι καί ἐξαιρέτως ὁ Μοναχός Μάξιμος, ἤθελον νά ἀποκρύπτουν τήν πορείαν καί τάς ἀποφάσεις τῶν Ἀστικῶν Δικαστηρίων τῆς περιόδου ἐκείνης, τόσον ἀπό τό Διοικητικόν Συμβούλιον τοῦ Ι.Φ.Σ.Κ.Α.Ε. ὅσον καί ἀπό τήν Ἱεράν Σύνοδον! Σημειωθήτω ὅτι τά θέματα ἀφεώρων καί εἰς ὑλικά πράγματα, ἀλλά πρό πάντων εἰς θέματα Πίστεως σχετικῶς μέ τάς πράξεις καί ἀποφάσεις τῶν πέντε σχισματοαιρετικῶν. Ἐπίσης ἔλαβεν ὑπ' ὄψιν τά παραστατικά τῶν ἐν συνεχεία ἐπακολουθησασῶν συσσωρευμένων συγκλήσεων τοῦ Δ.Σ., (μετά ὁλόκληρον ἐννεάμηνον), καί δή ἐντός ἑνός μηνός, ἤτοι, α) Κατά τήν 30.10.2000. β) Τήν 9.11.2000. γ) Τήν 14.11.2000, καί ἰδιαιτέρως ὅσα ἀποκαλυπτικά ἔλαβον χώραν, κατ' αὐτήν, δ) Τήν 4/17.11.2000, τετάρτην κατά σειράν ἐντός 20 ἡμερῶν, σύγκλησιν τοῦ Δ.Σ. καί ἰδιαιτέρως τήν αὐθημερόν συνταχθεῖσαν ὑπ' Α.Π. 222/4/17.11.2000 «Πρόσκλησιν διά Γενικήν Συνέλευσιν», ὁρισθεῖσαν μόλις μετά τριήμερον, ἤτοι, κατά τήν 7ην/26ην Νοεμβρίου 2000, καί ἐν τῆ ὁποία οὐδέν ἐκ τῶν ἐκκρεμούντων ἄκρως σοβαρῶν θεμάτων ἐσημειοῦτο.
Ἐπίσης ἔλαβεν ὑπ' ὄψιν καί τά μέ Α.Π. 161/5/18.11.2000 καί 169/24.11. 2000 ἔγγραφα τοῦ Μητροπολίτου Κηρύκου ὡς Γενικοῦ Γραμματέως, καθώς καί τό ἐξόχως ἀποκαλυπτικόν ὑπόμνημα μέ Α.Π. 169/Α’/24.11.2000, τό ὁποῖον ὑπογράφεται ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Κηρύκου, τοῦ Ἱερομονάχου Ἀμφιλοχίου Ταμπουρᾶ καί τοῦ θεολόγου Ἐλευθερίου Γκουτζίδη. Τό γεγονός ἐπίσης ὅτι μετά ταῦτα δέν ἐπραγματοποιήθη ἡ Γ.Σ. ὡς προεβλέπετο, κατά δέ τό ἀπό 16/29.12. 2000 συνελθόν Δ.Σ. κατετέθη τό μέ Α.Π. 176/16.29.12.2000 ἔγγαφον ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Κηρύκου, ἐκπροσωποῦντος καί τούς Ἱερομ. Ἀμφιλόχιον καί τόν θεολόγον Ἐλευθέριον Γκουτζίδη, τό ὁποῖον ἰδιαιτέρως ἔλαβεν ὑπ' ὄψιν τό Δικαστήριόν μας, καθώς καί τό γεγονός ὅτι ἐπεχειρήθη ὅπως καλυφθοῦν τά πάντα μέ τάς σκευωρίας κατά τοῦ θεολόγου περί δῆθεν «χειροδικίας» του κατά τοῦ ἀρχιεπισκόπου, καθώς καί περί «ἀνάρχου»!
Τέλος λαβόν ὑπ' ὄψιν καί τήν, ἐπί τῆς ὑπ' Α.Π. 226/26.11.2000, «ἀνακοινώσεως», ὑπογραφομένης ὑπό τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀνδρέου, νέαν ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΝ - ΔΗΛΩΣΙΝ τῶν Μητροπολίτου Κηρύκου, Ἱερ/χου π. Ἀμφιλοχίου καί θεολόγου Ἐλευθερίου Γκουτζίδη, συσκεψάμενον τό Δικαστήριόν μας ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ:
Καταφανῶς τά συγκεκριμένα Πρόσωπα τῆς περιόδου ἐκείνης καί αὐτά τά ὁποῖα σήμερον φέρονται ὡς μέλη καί ὡς Δ.Σ. τοῦ Ι.Φ.Σ.Κ.Α.Ε., ἔδει πρό πολλοῦ νά εἶχον διαγραφεῖ καί ἀπομακρυνθεῖ τοῦ Ι.Φ.Σ.Κ.Α.Ε., διότι πέραν τοῦ ὅτι ἐκ κακῆς προθέσεως καί σκοποῦ κατέλυσαν τήν Κανονικήν Τάξιν καί τόν Συνοδικόν θεσμόν, διά τόν ἵδιον σκοπόν, οὗτοι κατέλυσαν καί τόν Καταστατικόν Νόμον τοῦ Ι.Φ.Σ.Κ.Α.Ε., ἐπί τῶ σκοπῶ ἅμα τῆ ὁλοκληρώσει τῆς προδοσίας των νά διεκδικήσουν, καί κατακρατήσουν ἅπαντα τά ἐκκλησιαστικά ἀκίνητα, στεροῦντες ταῦτα ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, εἰς τούς ὁποίους καί κατά τό ἵδιον τό Καταστατικόν ἀνήκουν.
Ἐν προκειμένω τό ΑΝΩΤΑΤΟΝ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ ὑπογραμμίζει ὅτι οἱ κατηγορούμενοι δέν κατέλυσαν Ἁπλῶς ὡρισμένας ἐκ τῶν ἀρχῶν τῆς ἀκαινοτομήτου Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλ' ἠθέλησαν καί ἐπεχείρησαν νά σβήσουν καί ἐξαλείψουν ταύτην προσβάλλοντες καί διακόπτοντες τήν ἀποστολικήν Διαδοχήν καί δι' αὐτῆς καί τήν ὁμολογίαν ἐκκλησιολογίαν, τήν ὁποίαν ἀναφέρει καί προστατεύει τό Ἄρθρον 8 παράγρ. γ’ τοῦ Καταστατικοῦ.
Ἐπί πᾶσι τούτοις τό ἀνώτατον Συνοδικόν Δικαστήριον ἐπειδή δέν εἶναι Ἁρμόδιον νά προβῆ εἰς τήν διαγραφήν ὅλων αὐτῶν ἐκ τοῦ Ι.Φ.Σ.Κ.Α.Ε., τοῦτο ἀπαραιτήτως δέον νά πράξουν τά ἐναπομείνατα (4) τέσσαρα Ἱδρυτικά μέλη, ἤτοι, ὁ Μητροπολίτης Κήρυκος, ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Θωμᾶς, ὁ Ἱερομόναχος Ἀμφιλόχιος καί ὁ θεολόγος Ἐλευθέριος Γκουτζίδης. Ἐπί τούτω, ἄν χρειασθῆ ἔχουν τήν ἄδειαν καί ἐντολήν τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου νά ζητήσουν καί τήν ἐφαρμογήν τῶν Νόμων, ὅπως προβλέπει ὁ Καταστατικός Νόμος τοῦ Ι.Φ.Σ.Κ.Α.Ε. Τέλος ἅπαντα τά παραστατικά ὡς ἐκ τῆς μεγίστης Ἱστορικῆς καί ὄχι μόνον σημασίας των, τεθῶσιν εἰς τόν τόμον τῶν Πρακτικῶν.
* * *
Ἐν τέλει ἡ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ, ἡ ὁποία συνεδρίασεν ἐπί τριήμερον (26-28.9.2009), ὡς ΑΝΩΤΑΤΟΝ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ, συσκεψαμένη ἐν Ἁγίω Πνεύματι, οὐσιαστικῶς ἀντιμετώπισεν Ἕν καί μόνον Θέμα, ἤτοι, τήν βαρεῖαν διαχρονικήν ΕΚΚΛΗΣΙΟΜΑΧΙΑΝ, πρωτίστως τῶν δύο πρώην Μητροπολιτῶν, Πειραιῶς Νικολάου ἀπό τό 1976, καί Ἀργολίδος Παχωμίου ἀπό τό 1974, ἡ ὁποία ΕΚΚΛΗΣΙΟΜΑΧΙΑ των, ΕΚΟΡΥΦΩΘΗ μέ τήν ὑπ' ἀριθμ. 3280/28.11.2007 φερομένην ὡς «Συνοδικήν ἐγκύκλιόν» των. Ταύτην συνυπογράφουν καί οἱ λοιποί τῆς ἐκκλησιομάχου ὁμάδος, φερόμενοι ὑποκριτικῶς ἤ ἀφελῶς ὡς Ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι: Γαλακτίων Γκαμίλης, Ἀνδρέας Σύρος, Χρυσόστομος Σύρος, Παντελεήμων Ντέσκας, Ἰγνάτιος Δάσσιος, Σεβαστιανός Σταύρου, καί Λάζαρος Ἀθανάσωφ, τοῦ Ταρασίου Καραγκούνη ἐξαιρουμένου.
Ὡσαύτως ἐξ ἀρχῆς διεπίστωσεν ὅτι ἐν τῶ πλαισίω τούτω τῆς ἐκκλησιομαχίας των, εἶναι μεθοδευμέναι καί τοποθετημέναι ἅπασαι αἱ ληστρικαί «ἀποφάσεις» καί «πράξεις» των, κατά τοῦ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΚΗΡΥΚΟΥ, ΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ π. ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΥ, ΤΟΥ ΙΕΡΕΩΣ ΜΙΧΑΗΛ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΓΚΟΥΤΖΙΔΗ. Αὗται ἐν τῶ συνόλω των, ὡς ἀντικανονικαί – ληστρικαί «πράξεις» καί «ἀποφάσεις» χειρίστης σκοπιμότητος, οὐδέν Κανονικόν καί πραγματικόν ἔργον παρήγαγον διά τούς καθ' ὦν ἐξεδόθησαν, ἐνῶ διά τούς ὑπογράψαντας ταύτας αὗται ἀποτελοῦν διαχρονικήν ἐσχάτην βλασφημίαν, Ἱεροσυλίαν, ὕβριν καί ἐκκλησιομαχίαν.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πάντες ἐδιώχθησαν, πλεῖστοι δέ τούτων καθηρέθησαν ὑπό τῶν παρανόμων αἱρετικῶν διά τό ὀρθόδοξον φρόνημά των. Οὕτω, ὁ Μέγας ἀθανάσιος ἐπανειλημμένως καθηρέθη καί ἀνεθεματίσθη καί ἐξωρίσθη ὑπό τῶν αἱρετικῶν ἀρειανῶν (Θ.Η.Ε. τόμ. 8, σελ. 927-929). Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ὁ καί Πρόεδρος τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καθηρέθη ὑπό τοῦ αἱρετικοῦ Νεστορίου καί τῶν μετ' αὐτοῦ. (Πρακτικῶν ἀποστατικοῦ Μ, 1372 ἐπ.). Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καθηρέθη παρά τῆς «ἐπί Δρῦν» συνόδου τῆς διωκτικῆς ἀνομίας (Παλλαδίου P.G. 47, 9-39). Ὁ Μέγας Φώτιος ἀνεθεματίσθη, οἱ δέ ὑπ' αὐτοῦ χειροτονηθέντες «καθηρέθησαν» ὑπό τῆς παπόφρονος ψευδοσυνόδου τοῦ ἔτους 869, τήν ὁποίαν οἱ αἱρετικοί Παπικοί λέγουν «ὀγδόην οἰκουμενικήν»! (Β. Στεφανίδου, ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 359). Ταῦτα, βεβαίως, ἔπραττον καί πράττουν οἱ ἄδικοι καί αἱρετικοί, ὡς λέγει ἡ Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδος, «παρά θεσμούς καί κανόνας καί πᾶσαν ἀκολουθίαν ἐκκλησιαστικήν» (Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου Μ. 4, 1328). Ἡ ἀπάντησις τῆς Ἐκκλησίας εἰς τάς τοιαύτας καθηραίσεις καί λοιπά «ἐπιτίμια» εἶναι ὅτι εἰς οὐδέν λογίζονται ὑπ' Αὐτῆς, ὡς οὐδεμίαν ἐκκλησιαστικήν ἰσχύν ἔχουσαι. Οὕτως, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, καίτοι «καθαιρεθείς», οὐ «καθήρηται», ἔλεγον εἰς τόν Βασιλέα οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει τότε Ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι (Παλλαδίου Ἐλενουπόλεως P.G. 47, 31). Ὁ Ἰννοκέντιος Ρώμης, εἰς ἐπιστολήν του, ἥν ἀπηύθυνεν πρός τόν Θεόφιλον μετά τήν «καθαίρεσιν» ταύτην, ἔλεγεν «ἡμεῖς καί σέ ἶσμεν κοινωνόν καί τόν ἀδελφόν Ἰωάννην». (Ἰννοκεντίου Ρώμης P.G. 47, 12). Ὁ ἵδιος ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος οὐδέποτε ἀνεγνώρισεν τήν «καθαίρεσίν» του, ἀποθανῶν δέ ἐν τῆ ἐξορία ἐτάφη φέρων τά ἀρχιερατικά του ἄμφια. ὡσαύτως ἡ ἀπόφασις, ἤ μᾶλλον ψευδαπόφασις περί τῆς «καθαιρέσεώς» του, χαρακτηρίζεται ὑπό τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ἀλεξανδρείας «χαρτίον ἀσεβές καί παράνομον» (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας Μ. 4, 1308). Ὁ ἵδιος ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ὁ γενόμενος καί Πρόεδρος τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔγραφεν εἰς τούς ἐν Κωνσταντινουπόλει πάσχοντας καί «καθηρημένους» ὑπό τοῦ αἱρετικοῦ Νεστορίου «Τοῖς δέ τῶν κληρικῶν ἤτοι (ἤ) τῶν λαϊκῶν διά τήν ὀρθήν πίστιν κεχωρισμένοις ἤ καθαιρεθεῖσι παρ' αὐτοῦ, κοινωνοῦμεν ἡμεῖς. Οὐ τήν ἐκείνου κυροῦντες ἄδικον ψῆφον». Λέγει δέ ἀκόμη εἰς αὐτούς: «Εἰ ὀνειδίζεσθε ἐν Κυρίω μακάριοι, ὅτι τό τῆς Δυνάμεως καί τό τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα εἰς ὑμᾶς ἀναπέπαυται». (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας Μ. 4, 1096).
Ὁ Μέγας Φώτιος, πάλιν λέγει σχετικῶς: «Ἤν ποτε φευκτόν καί φοβερόν τό ἀνάθεμα, ὅτε κατά τῶν ἐνόχων τῆς ἀσεβείας, ὑπέρ τῶν τῆς εὐσεβείας κηρύκων, ἐφέρετο. ἀφ' οὗ δέ ἡ τολμηρά καί ἀναίσχυντος τῶν ἀλαστόρων ἀπόνοια, παρά πάντα θεσμόν θεῖόν τε καί ἀνθρώπινον, καί παρά πάντα λόγον ἑλληνικόν τε καί βάρβαρον, τό οἰκεῖον ἀνάθεμα κατά τῶν προμάχων τῆς ὀρθοδοξίας ἀναστρέφειν ἐφρυάξατο, καί τήν βαρβαρικήν μανίαν ἐκκλησιαστικήν παρανομίαν ἐφιλονείκησεν ἀπεργάσασθαι, αὐτίκα καί τό φρικτόν ἐκεῖνο τῆς ποινῆς Ἁπάσης πέρας ἔσχατον, εἰς μύθους καί παίγνια μεταπέπτωκε, μᾶλλον δέ, τοῖς εὐσεβέσι καί αἱρετόν παρεσκεύασται. Οὐδέ γάρ οὐδ' ἡ πάντολμος τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας γνώμη, τάς ποινάς, καί μάλιστα τάς ἐκκλησιαστικάς, ποιεῖ φοβεράς, ἀλλά τῶν πασχόντων τό ὑπεύθυνον ὡς τό γε ἀνεύθυνον καί εἰς χλεύην τάς ἐκείνων τιμωρίας τρέπει, καί κατ' ἐκείνων τό δικαίωμα τῆς τιμωρίας ἀναστρέφει, καί τῶ ὑπ' αὐτῶν τιμωρουμένω στεφάνους ἀκηράτους, καί ἀθάνατον δόξαν, ἀντί ποινῆς ἀπεργάζεται. Δι' ὅ καί ἕκαστος τῶν εὐσεβῶν καί Ἁγίων, ὑπ' αὐτῶν ἠλλοτριωμένων Χριστοῦ, μυριάκις αἱρεῖται προπηλακίζεσθαι, καί ἀναθεματίζεσθαι ἤ τοῖς αὐτῶν μισοχρίστοις καί θεοστυγέσιν μετά λαμπράς τῆς εὐφημίας κοινωνῆσαι πονηρεύμασι». (Μ. Φωτίου Ἐπιστολή ΙΖ, Ἰγνατίω Μητροπολίτη Κλαυδιουπόλεως, P.G. 102, 833). Καί «Ὥσπερ τούς τοῦ Δεσπότου μαθητάς τό μισόχριστον τῶν ἰουδαίων συνέδριον ἀποσυναγώγους ποιήσαντες, ἐκείνους μέν μᾶλλον τῶ Διδασκάλω καί Δεσπότη προσωκείωσαν, ἑαυτούς δέ τέλειον καί τῆς Θείας μυσταγωγίας, καί τῶν οὐρανῶν βασιλείας ἠλλοτρίωσαν. Οὕτω καί νῦν οἱ τῶν ἰουδαίων μιμηταί, τούς τῶν ἀποστόλων ζηλωτάς, ἀποσυναγώγους ποιήσαντες, ἡμᾶς μέν τοῖς θεσπεσίοις ἐκείνοις καί αὐτόπταις τοῦ Λόγου, συνήψάν τε μᾶλλον καί συνήνωσαν. Ἡ γάρ κοινωνία τῶν παθῶν ἀκριβεστέραν ποιεῖται τήν ἐν βίω καί πίστει συνάφειαν, ἑαυτούς δέ καί τῆς ἐκείνων διδασκαλίας, καί τῆς ἡμετέρας ὀρθοδοξίας, ἐλεεινῶς τε καί ἀθλίως ἐναπέτεμον, καί τῆς Χριστιανῶν ὅλως καί κλήσεως καί πολιτείας τήν ἑαυτῶν μοῖραν διχάσαντες, εἰς τήν τῶν ἰουδαίων, οὕτως παρεζήλωσαν, καί χριστομαχίαν καί μιαιφονίαν φερόμενοι ἐκπεπτώκασιν». (Μ. Φωτίου ἐπιστολή ΙΗ, Μιχαήλ Μητροπολίτη Μυτιλήνης, P.G. 102, 833).
Κατόπιν τούτων ΟΜΟΦΩΝΩW ἅπαντα τά μέλη τοῦ Συνοδικοῦ Δικαστηρίου κατηγορηματικῶς ΑΠΕΦΑΝΘΗΣΑΝ ὅτι ἅπασαι αἱ κατά τῶν ὡς ἄνω ὀρθοδόξων διώξεις οὐδέν Κανονικόν - Πραγματικόν ἔργον παρήγαγον καθ' ὦν ἐξεδόθησαν ἐνῶ ἐστόχευον εἰς τό νά πλήξουν τήν ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ - ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΝ, μέσω καί διά τῆς προσβολῆς καί διακοπῆς τῆς ἀνοθεύτου ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ τῶν ἐπισκόπων καί Πρεσβυτέρων τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας!
Ἐπίσης τό Α.Σ.Δ. διεβεβαιώθη, ὅτι τό κίνημα τοῦτο τῶν Νικολαϊτῶν, ὀργανικῶς εἶναι ἀπολύτως συνδεδεμένον, μετά τοῦ ἀπό τό 1920, 1923, 1924 καί μέχρι σήμερον Νεοημερολογιτικοῦ - Οἰκουμενιστικοῦ Κινήματος, ὅτι ἀποτελεῖ δέ κακήν συνέχειαν καί ἐξέλιξιν τοῦ ἀπό τό 1937 παρομοίου Φλωρινικοῦ κινήματος, τό ὁποῖον ἐπολέμησεν καί ἐπεβουλεύθη ὅσον οὐδείς, τήν ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΔΙΑΔΟΧΗΝ, ἤτοι τάς κατά τά ἔτη 1935 καί 1948, ἐπισκοπικάς χειροτονίας, τάς ὁποίας ΩΜΟΣΕΝ νά προσβάλη καί διακόψη καθ' οἱονδήποτε τρόπον. Τῶν κινημάτων τούτων διάδοχος κατάστασις καί ἐξέλιξις ὑπῆρξεν τό κίνημα τῶν πέντε σχισματοαιρετικῶν πρ. Μητροπολιτῶν (1991-1995), ὅλων δέ αὐτῶν ἀδιάκοπον συνέχειαν καί ἀποκορύφωσιν ἀπετέλεσεν τό ἀπό 1998 καί ἐπισήμως ἐκδηλωθέν ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΝΙΚΟΛΑ.Ι.ΤΩΝ.
ΟΘΕΝ ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟΝ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ΠΡΑΞΕΩΣ
ΟΜΟΦΩΝΩΣ ΚΑΤΕΔΙΚΑΣΕΝ ΚΑΙ ΠΑΡΕΔΩΚΕΝ ΤΩ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙ:
1) Τήν μέ Α.Π. 3280/28.11.2007 «ἐγκύκλιον» τήν ὑπογεγραμμένην παρά τῶν ἐκπεσόντων καί ἀποκηρυχθέντων καί ἤδη Καθαιρεθέντων ψευδεπισκόπων: Νικολάου, Παχωμίου, Γαλακτίωνος, Ταρασίου (δέν ὑπογράφει), Ἀνδρέου, Χρυσοστόμου, (ὑπογράφει δι' ἀντιπροσώπου), Παντελεήμονος, Ἰγνατίου, Σεβαστιανοῦ, καί Λαζάρου, ἐν ἧ διακηρύσσουν ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΨΕΥΔΩΣ καί ΜΕΤΑ ΠΟΛΛΟΥ ΔΟΛΟΥ ΚΑΙ ΑΠΑΤΗΣ ὅτι ἡ ἐν ἑλλάδι Ἱερά Σύνοδος τήν 15/28 ὀκτωβρίου 1971 «ἐδέχθη χειροθεσίαν» καί ὄχι συγχωρητικήν εὐχήν.
2) Τήν ἀπό 1974 ψευδῆ καί βλάσφημον «ἐξομολογητικήν ἐπιστολήν» ὡς καί τήν ὁμοίαν, ἀπό 2004 τοῦ τέως «Ἀργολίδος» Παχωμίου Ἀργυροπούλου, πρώτου δολίου ἐπιβούλου κατά τε τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς καί Ἐκκλησιολογίας τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
3) Τάς βλασφημίας περί δῆθεν σχίσματος κατά τό 1937 ὑπό τοῦ Βρεσθένης Ματθαίου καί χειροθεσίας τοῦ 1971, τάς σαφῶς διατυπουμένας ἐν τῶ διατακτικῶ τοῦ «54/76 Ἀπαλλακτικοῦ Βουλεύματος τοῦ Συμβουλίου Πλημμελειοδικῶν Πειραιῶς», καί τάς ὁποίας ὁ τέως «Πειραιῶς» Νικόλαος ΩΜΟΛΟΓΗΣΕΝ ἐνώπιόν του καί ΑΠΕΔΕΧΘΗ, προκειμένου νά «ἀναγωρισθῆ» ὡς «κανονικός ἐπίσκοπος» καί ὅτι δέν «ἀντιποιεῖται ἐκκλησιαστικόν λειτούργημα». Καί ταῦτα, ὡς ἐπίσης ΑΚΡΑΙΑΣ ΒΛΑΣΦΗΜΙΑΣ κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἥγουν τῆς ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ καί τῆς ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΟΜΟΦΩΝΩΣ ΑΠΕΡΡΙΨΕ, ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΕΝ ΚΑΙ ΠΑΡΕΔΩΚΕΝ ΤΡΙΣ ΤΩ ΑΙΩΝΙΩ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙ.
4) Τήν κατά τοῦ ἐλλογιμωτάτου θεολόγου Ἐλευθερίου Γκουτζίδη σκευωρίαν (1997-2002) τῶν Φλωρινικῶν «Ἀχαΐας» κ. Καλλινίκου, καί τοῦ συνεργαζομένου αὐτῶ κ. Ἀθ. Σακαρέλλου, ὡς καί τῶν παρά τῆ Ἱερᾶ Συνόδω ἐγκαθέτων αὐτῶν, Μοναχοῦ Μαξίμου Τσακίρογλου καί Δημητρίου Κάτσουρα, περί ΔΗΘΕΝ «ἀμαρτύρου», «καινοτομίας» «κακοδοξίας» καί «ἐκκλησιολογικῆς καί Τριαδολογικῆς αἱρέσεως», καί ἐν τέλει τήν διά τοῦ κ. Νικολάου Εἰσήγησίν των καί τήν μέ Α.Π. 3166/14/27.2.2002 «ἀπόφασίν των περί ἀκοινωνησίας» εἰς τόν Ἐλ. Γκουτζίδη ΑΠΕΡΡΙΨΕΝ, ΕΚΗΡΥΞΕΝ ΑΚΥΡΟΝ καί ΠΑΡΕΔΩΚΕΝ ΤΩ ΑΙΩΝΙΩ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙ.
5) Τάς μέ Α.Π. 13/26.2.2006 καί 3285/22.4.2008, ἀποφάσεις περί «ἀργίας» καί «καθαιρέσεως» τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἱερομονάχου Ἀμφιλοχίου Ταμπουρᾶ, ἐκήρυξεν ΑΚΥΡΟΥΣ, ΑΠΕΡΡΙΨΕΝ, καί ὡσαύτως ΠΑΡΕΔΩΚΕΝ ΤΩ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙ.
6) Τάς μέ Α.Π. 3282/27.11.2007 καί 3298/7.8.2009 «ἀποφάσεις - Πράξεις», περί «καθαιρέσεων, ἀφορισμῶν» κ.λπ. κατά τοῦ Σεβ/του Μητροπολίτου Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Κηρύκου, ΚΗΡΥΣΣΕΙ ΩΣ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΑΚΥΡΟΥΣ, μηδέν Κανονικόν καί πραγματικόν ἔργον παραγαγούσας, ὡς ὁλοκληρωτικῶς ψευδεῖς κατά τό διατακτικόν καί ὡς προελθούσας παρά ἐκπεσόντων καί αὐτοεκβληθέντων τῆς Ἐκκλησίας ψευδεπισκόπων Κανονικῶς δέ καί ἀπολύτως ἠτιολογημένως ΑΠΟΚΕΚΗΡΥΓΜΕΝΩΝ καί ΔΙΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΩΝ ἐκ τῶν Διπτύχων τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ΠΑΡΕΔΩΚΕΝ ΤΩ ΑΙΩΝΙΩ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙ.
7) Τάς κατά τῆς Ἁγίας Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διατυπωθείσας βλασφημίας καί κηρυχθείσας «γυμνῆ τῆς κεφαλῆ» αἱρέσεις, τοῦ Νικολάου, ὡς καί τάς παραχαράξεις καί παρερμηνείας πατερικῶν καί Συνοδικῶν κειμένων, ἐπίσης ΠΑΡΕΔΩΚΕΝ ΤΩ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙ, συμφώνως καί πρός τήν ἐντολήν τῆς ἰδίας τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διαγορευούσης: «Τοῖς μή ὀρθῶς τάς τῶν Ἁγίων Διδασκάλων τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας θείας φωνάς ἐκλαμβανομένοις καί τά σαφῶς καί ἀριδήλως ἐν αὐταῖς διά τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χάριτος εἰρημένας παρερμηνεύειν τε καί περιστρέφειν πειρωμένοις. Ἀνάθεμα Τρίς» (Συνοδικόν τῆς ὀρθοδοξίας).
8) ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΑΙΤΙΟΥΣ ΤΗΣ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΘΕΙΣΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ἤτοι:
α) Εἰς τούς πρώην Μητροπολίτας Πειραιῶς καί Νήσων Νικόλαον Μεσσιακάρην καί β) πρώην Μητροπολίτην ἀργολίδος Παχώμιον Ἀργυρόπουλον, ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ΤΗΝ ΕΣΧΑΤΗΝ ΠΟΙΝΗΝ ΤΗΣ ΚΑΘΑΙΡΕΣΕΩΣ ΕΚ ΤΗΣ ΥΨΗΛΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΑΤΑΣΣΕΙ ΑΥΤΟΥΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΑΞΙΝ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ, ΚΑΙ ΔΗ ΩΣ ΒΛΑΣΦΗΜΟΥΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΣΥΛΟΥΣ ΠΡΟΔΟΤΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
Γ’ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΑΝΑΔΕΙΧΘΕΝΤΑΣ ΕΙΣ ΨΕΥΔΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ, ἤτοι: Τούς φερομένους ὡς 1) «Πειραιῶς καί Νήσων» Παντελεήμονα Ντέσκα καί «Φαρσάλων» ἤ «Λαρίσης καί Τυρνάβου», Ἰγνάτιον Δάσσιον, οἵτινες σύν τοῖς ἄλλοις ἐκωλύοντο καί δέν ἠδύναντο κἄν ὡς Ἱερομόναχοι νά ἱερουργοῦν, ἐνῶ καί οὐδέν προσόν ἐκέκτηντο πρός ἀρχιερατείαν, ὁμοίως ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ΤΗΝ ΙΔΙΑΝ ΕΣΧΑΤΗΝ ΠΟΙΝΗΝ ΤΗΣ ΚΑΘΑΙΡΕΣΕΩΣ καί τούς κατατάσσει ὁμοῦ μετά τῶν πρώτων, εἰς τήν τάξιν τῶν βλασφήμων καί σχισματοαιρετικῶν Μοναχῶν, οἵτινες ἐν ἐπιγνώσει ἱεροσύλησαν κατά τῆς Μητρός Ἐκκλησίας.
Δ’ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΡΩΗΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΑΣ: 1) «Περιστερίου» Γαλακτίωνα Γκαμίλην, καί 2) «Βερροίας καί Ναούσης» Ταράσιον Καραγκούνην, ἐπεφυλάχθη νά ἀποφασίση τελεσιδίκως, προκειμένου ἵνα κληθοῦν καί διασαφηνίσουν τήν θέσιν των ἔναντι τοῦ ἐκκλησιομάχου καί ἀντιχρίστου κινήματος τῶν Νικολαϊτῶν μέ δεδομένα ὅτι:
Ὁ μέν πρῶτος ἐπανειλημμένως διεφώνησεν ἐν ταῖς ληστρικαῖς συνεδριάσεσι τῶν Νικολαϊτῶν καί πρό πάντων ὅτι προτίθεται νά ἔλθη εἰς διάλογον, καίτοι τοῦτο θά ἔδει νά τό εἶχεν πράξει κατά τήν τρίτην προσωπικήν Κλῆσιν του πρός ἀπολογίαν.
Ὁ δέ δεύτερος ἐπανειλημμένως ἔτι περισσότερον διεφώνησεν, διεχώρισεν τάς εὐθύνας του καί δέν ὑπέγραψεν τινάς ἐκ τῶν Ληστρικῶν ἀποφάσεων τοῦ Καϊαφικοῦ Συνεδρίου τοῦ Νικολάου, ἐξαιρέτως δέ τό κατά τῆς Μητρός Ἐκκλησίας βδέλυγμα τῶν Νικολαϊτῶν, ἤγουν τήν μέ Α.Π. 3280/27.11.2007 «ΕΓΚΥΚΛΙΟΝ», δι' ἧς τήν ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου γενομένην ἀποδεικτήν τήν 15/28.10.1971 ΣΥΓΧΩΡΗΤΙΚΗΝ ΕΥΧΗΝ, κατ' ἀπολύτως Σατανικόν τρόπον, ΜΕΤΕΒΑΛΟΝ ΚΑΙ ΜΕΤΕΣΤΟΙΧΕΙΩΣΑΝ ΕΙW ΧΕΙΡΟΘΕΣΙΑΝ ΤΩΝ ὡς ἐπί σχισματικῶν!
Ε’ Ἐπεφυλάχθη νά ἀποφασίση καί περί τῶν πρώην ἐπισκόπων τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας 1) «Διαυλείας» ἤ ὡς «Θηβῶν καί Λεβαδείας» φερομένου Ἀνδρέου Σύρου καί 2) «Φιλίππων» Χρυσοστόμου Σύρου, τοῦ μέν ἐκφράσαντος τήν διάθεσιν πρός συνάντησιν, τοῦ δέ, λόγω ὑγείας καί διαμένοντος ἐν Ἀμερικῆ, εἰς οὐδεμίαν τῶν ληστρικῶν καί ἱεροσύλων συνεδριάσεων τῆς ψευδοσυνόδου τῶν Νικολαϊτῶν μετασχόντος προσωπικῶς.
Ἡ παροῦσα Κοινοποιηθήσεται εἰς ἅπαντας τούς ὡς ἄνω πρώην ἐπισκόπους τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐνῶ οἱ ἐν Δ’ καί Ε’ Παραγράφοις μόλις ἀναφερθέντες, παραλλήλως κληθήσονται καί εἰς προσωπικήν ἤ δι' ἐγγράφου ἐπικοινωνίαν των μετά τῶν Κανονικῶν ἐκπροσώπων τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, λαμβανομένου ὑπ' ὄψιν τοῦ ἰδίου Κατηγορητηρίου, (Α.Π. 498/2/15.1.2009 ὡς καί τῶν ἐν τῆ παρούση ἀποφάσεων καί πάντως ἐντός τακτοῦ χρονικοῦ διαστήματος, ὁρισθησομένου ἐγγράφως.
Ἡ παροῦσα ἀνεγνώσθη καί ἐνεκρίθη ΟΜΟΦΩΝΩΣ τήν Παρασκευήν 28 Νοεμβρίου 2009 (Π.ἡ.), θέλει δέ ἀποσταλῆ εἰς οὕς ἀφορᾶ, ἀφοῦ προηγουμένως καθαρογραφῆ, καί τεθῆ ὑπ' ὄψιν Ἁπάντων τῶν μελῶν τοῦ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΝΟΔΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ, εἰς νέαν συνεδρίαν αὐτοῦ. Πρός τόν σκοπόν τοῦτον τό Δικαστήριον ἐξουσιοδοτεῖ τούς Σεβ/τους Μητροπολίτας: 1) Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Κήρυκον τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί 2) Κιτίου καί πάσης Κύπρου Παρθένιον τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, καθώς καί τόν Γραμματέα τοῦ Α.Σ. Δικαστηρίου π. Ἀμφιλόχιον Ταμπουρᾶν, ὅπως ἐπιμεληθῶσι καί καθαρογράψωσι τό κείμενον τῆς παρούσης ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ.
ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟΝ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ
† Ὁ Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς † Ὁ Βράντσεα ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ
Τ.Σ.Υ. Τ.Υ.
ΚΗΡΥΚΟΣ (Ἐκκλησίας Ρουμανίας)
† Ὁ Κένυας ΜΑΤΘΑΙΟΣ
Τ.Υ.
(Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας)
† Ὁ Κιέβου ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Τ.Υ.
Ὁ Γραμματεύς (Ἐκκλησίας Οὐκρανίας)
† Ἱερομόναχος † Ὁ Κιτίου ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ
Ἀμφιλόχιος Ταμπουρᾶς Τ.Υ.
(Ἐκκλησίας Κύπρου)
* * *
Β’ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΙΣ
ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΝΟΔΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
(Ἐν Μοβιλίτση τῆς ἐπαρχίας Βράντσεα Ρουμανίας,
Παρασκευή Διακαινησίμου 27 Μαρτίου 2010)
ΘΕΜΑ: Κοινοποίησις τῆς ὑπ' ἀριθμ. Πρωτ. 532/28.11.2009 ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΝΟΔΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ πρός ἅπαντας οὕς ἀφορᾶ.
Ἐν τῶ Ἱερῶ Ναῶ Ζωοδόχου Πηγῆς Μοβιλίτσης Βράντσεα Ρουμανίας, σήμερον Παρασκευήν τῆς Διακαινησίμου 27.3.2010, καθ' ἅ προεβλέπετο, συνῆλθον ἐκ νέου ἅπαντα τά μέλη τοῦ ἀνωτάτου Συνοδικοῦ Δικαστηρίου, ἤτοι οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖται: α) Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Κήρυκος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, β) Βράντσεα Γερόντιος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας, γ) Κέννυας Ματθαῖος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας, ἐκπροσωπούμενος ὑπό τοῦ Αἰδ/του π. Μιχαήλ Ἰωάννου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, δ) Κιέβου Σεραφείμ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ἐκπροσωπούμενος ὑπό τοῦ Αἰδ/του π. Νικολάου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας, ε) Κιτίου Παρθένιος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ἐνῶ τόν Γραμματέα του Δικαστηρίου π. Ἀμφιλόχιον, μή δυνηθέντα νά παραστῆ προσωπικῶς, ἀναπληροῖ ὁ Σεβ. Μητροπ. Μεσογαίας Κήρυκος. Κατ' αὐτήν ἀναγνωσθείσης τῆς ὑπ' ἀριθμ. Πρωτ. 532/28.11.2009 καθαρογραφείσης ὁμοφώνου ἀποφάσεως τοῦ Ἀνωτάτου Συνοδικοῦ Δικαστηρίου, ἀπεφάσισεν καί ἀνέθεσεν εἰς τόν Μητροπολίτην Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Κήρυκον καί τόν Ἱερομ. π. Ἀμφιλόχιον Ταμπουρᾶν, ὅπως μεριμνήσουν διά τήν κοινοποίησιν ταύτης πρός ἅπαντας οὕς ἀφορᾶ, καί τήν δημοσίευσίν της εἰς τό ἐπίσημον δημοσιογραφικόν ὄργανον τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τήν «ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΠΝΟΗΝ».
ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟΝ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ
† Ὁ Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς † Ὁ Βράντσεα ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ
ΚΗΡΥΚΟΣ (Ἐκκλησίας Ρουμανίας)
† Ὁ Κένυας ΜΑΤΘΑΙΟΣ
(Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας)
α.α. ὁ Ἱερεύς π. Μιχαήλ
† Ὁ Κιέβου ΣΕΡΑΦΕΙΜ
(Ἐκκλησίας Οὐκρανίας)
α.α. ὁ Ἱερεύς π. Νικόλαος
Ὁ Γραμματεύς
† Ἱερομόναχος
Ἀμφιλόχιος Ταμπουρᾶς
† Ὁ Κιτίου ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ
(Ἐκκλησίας Κύπρου)
Ἁρμόδιος Δικαστικός Ἐπιμελητής ἐπιδότω τήν παροῦσαν εἰς τούς τέως ἐπισκόπους Νικόλαον Μεσσιακάρην, Παχώμιον Ἀργυρόπουλον, Παντελεήμονα Ντέσκαν καί Ἰγνάτιον Δάσσιον καθώς ἐν αὐτῆ ἀναφέρεται.
Ἐντολῆ καί ἐξουσιοδοτήσει
τῆς Πανορθοδόξου Ἱερᾶς Συνόδου
Ἐν Ἀθήναις τῆ 8/21.5.2010
† Ὁ Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς
ΚΗΡΥΚΟΣ
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(*) «Ο.Π.» Τόμος 11ος/2000 σελ. 111-116, 151-159, 171-199, 206-208, 217-225, Τόμος 12ος/2001 Α.Τ. 11 Ἀπρίλιος 2001 σελ. 11-24, 37-39, 41-53, 67-69, 75-97, 107-130, 133-140, 151-157, 166-173, 192-195, 211-216, 219-223, 243-279 (ἔνθα καί τό μέ Α.Π. 223/2.11. 2001 ἔγγραφον τοῦ Μητροπολίτου Κηρύκου, καθώς καί τό θεολογικόν Ὑπόμνημα ἐπί τῆς σκευωρίας «περί Ἀνάρχου» τοῦ θεολόγου Ἐλευθερίου Γκουτζίδη) Τόμος 13ος/2002 Α.Τ. 120 σελ. 3-19, 43-84, 91-127, 139-162, 168-206, 219-250, 267-286, 336-355, 411-439, Τόμος 14ος/2003 σελ. 6-22, 27-38, 51-82, 83-93, 99-139, 147-159, 163-187, 195-217, 222-233, 243-257, 260-274, 291-322, Ὁλόκληρον τό τεῦχος τῆς «Ο.Π.» 140 Σεπτεμβρίου 2003 σελ. 339-400, 387-403, 419-447, 453-479, Τόμος 15ος/2004: σελ. 5-38, 43-75, 84-91, 101-114, 123-154, 163-188 206-214, 219-244, 254-267, 283-296, 303-311, 331-340, 346-350, 387-396, 427-454, 532-539. Τόμος 16ος/2005: σελ. 3-24, 51-59, 80-86, 102-115, 164-187, 195-221, 198-201 ΑΠΟΚΗΡΥΞΙΣ, 259-300, 313-321, 361-393, 403-412, 413-431, Τόμος 17ος/2006: 118-132, 187-201, 253-284, 285-324, 331-368, Τόμος 18ος/2007: 227-256, 307-324, 375-387.
(*) Τά ὁποῖα περιλαμβάνονται εἰς τούς προαναφερθέντας Α΄ καί Β΄ Τόμους ὑπό τόν τίτλον: «ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ».
(*) Τήν ἀργίαν εἶχεν ἐπιβάλει Κανονικῶς, ἠτιολογημένως καί ἀπολύτως ἐπιβεβλημένως, ὁ Γέροντας καί Πνευματικός του π. Ἀμφιλόχιος καί μόνος αὐτός εἶχεν τό δικαίωμα νά τήν ἄρη ἤ νά τόν παραπέμψη εἰς τήν Ἱεράν Σύνοδον!...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)