Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑΤΑ» ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ ΚΑΙ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ Ἐκδίδεται ὑπό τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἀγίου Δημητρίου Ἀχαρνῶν τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἰς τά πλαίσια τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολῆς. ΑΡΙΘΜ. ΦΥΛΛΟΥ 616 ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2009 ΠΡΟΣΕΥΧΗ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος - Εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεόν Ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Κάλαμος Ἀττικῆς ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, Δέσποτα, Κύριε οὐρανοῦ καὶ γῆς ποὺ μὲ προώρισες πρὸ καταβολῆς κόσμου νὰ ἔλθω ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη. Σ᾿ εὐχαριστῶ γιατί, πρὶν φθάσει ἡ μέρα καὶ ἡ ὥρα, ποὺ πρόσταξες νὰ γεννηθῶ, ἐσὺ ὁ μόνος ἀθάνατος, ὁ μόνος παντοδύναμος, ὁ μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, κατέβηκες ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἁγίου κατοικητηρίου σου, χωρὶς νὰ ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους, σαρκώθηκες καὶ γεννήθηκες ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο Μαρία. Ἔτσι μὲ ἀνέπλασες, μὲ ζωοποίησες, μ᾿ ἐλευθέρωσες ἀπὸ τὴν προπατορικὴ πτώση καὶ μοῦ προετοίμασες τὴν ἄνοδο στοὺς οὐρανούς. Ἔπειτα σὰν γεννήθηκα καὶ μεγάλωσα λίγο, μὲ ἀνακαίνισες μὲ τὸ ἅγιο τῆς ἀναπλάσεως βάπτισμα, μὲ στόλισες μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μοῦ χάρισες φύλακα Ἄγγελο φωτεινὸ καὶ μὲ διαφύλαξες ἄτρωτο ἀπὸ τὰ ἔργα καὶ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ, μέχρι ποὺ ἐνηλικώθηκα. Ἔκρινες ὅμως δίκαιο νὰ σῳζόμαστε ὄχι μὲ τὴν βία ἀλλὰ μὲ τὴν δική μας προαίρεση, γιατὶ θέλησες νὰ τιμηθῶ κι᾿ ἐγὼ μὲ τὸ αὐτεξούσιο καὶ νὰ σοῦ φανερώνω αὐτοπροαίρετη τὴν ἀγάπη μου μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν σου. Ἀλλὰ ἐγὼ ὁ ἀχάριστος καὶ καταφρονητής, ἐπειδὴ λογίστηκα τὴν τιμὴ τῆς αὐτεξουσιότητος σὰν τὸ ἄλογο ποὺ λύθηκε ἀπὸ τὰ δεσμά, ἀποσκίρτησα ἀπὸ τὴν πατρική σου ἐξουσία καὶ ρίχτηκα στὸ γκρεμό. Κι ἐνῷ κοιτόμουν καὶ κυλιόμουν ἐκεῖ ὁ ἀναίσθητος καὶ συντριβόμουν ὅλο καὶ περισσότερο, δὲν μὲ ἀποστράφηκες καὶ δὲν μ᾿ ἄφησες νὰ κείτομαι καὶ νὰ μολύνομαι ἀπὸ τὸ βόρβορο. Μὲ σπλαχνίστηκες, ἔστειλες καὶ μ᾿ ἔβγαλες ἀπὸ κεῖ, μὲ τίμησες λαμπρότερα καὶ μὲ λύτρωσες μὲ τὰ ἄρρητα κρίματά σου ἀπὸ βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες, ποὺ ἤθελαν νὰ μὲ χρησιμοποιήσουν σὰν εὐτελὲς σκεῦος στὴν ὑπηρεσία τῶν θελημάτων τους. Δῶρα χρυσὰ καὶ ἀργυρά, ἂν καὶ ἤμουν φιλάργυρος, δὲν μ᾿ ἄφησες νὰ δεχθῶ. Τὶς δόξες καὶ τὶς τιμὲς τοῦ κόσμου, ποὺ μοῦ πρόσφεραν γιὰ νὰ προδώσω τὸν ἁγιασμό σου, μ᾿ ἀξίωσες νὰ τὶς καταφρονήσω. Ὅμως ὅλες αὐτὲς τὶς εὐεργεσίες --σοῦ ἐξομολογοῦμαι, Κύριε καὶ Θεὲ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς-- περιφρονώντας τες πάλι, βυθίστηκα ὁ ἄθλιος σε λασπερὸ λάκκο αἰσχρῶν ἐννοιῶν καὶ πράξεων. Κι ὅταν ἐκεῖ κατρακύλισα, αἰχμαλωτίστηκα ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ στὸ σκοτάδι εἶναι κρυμμένοι. Ἀπὸ κεῖ οὔτε ἐγὼ μόνος, ἀλλ᾿ οὔτε ὁ κόσμος ὁλόκληρος, ἂν μαζευόταν, μποροῦσε νὰ μὲ βγάλει καὶ νὰ μὲ γλυτώσει ἀπὸ τὰ χέρια τους. Ἤμουν λοιπὸν φυλακισμένος ἐλεεινὰ κεῖ κάτω. Μ᾿ ἔσερναν ἄθλια ἐδῶ καὶ κεῖ, μὲ σύμπνιγαν καὶ μὲ περιγελοῦσαν. Ἀλλὰ σύ, ὁ εὔσπλαχνος καὶ φιλάνθρωπος Δεσπότης, δὲν μ᾿ ἐγκατέλειψες, δὲν μνησικάκησες, δὲν ἀποστράφηκες τὴν ἀγνώμονα γνώμη μου καὶ δὲν μ᾿ ἄφησες γιὰ πολὺ νὰ τυραννιέμαι ἐκούσια ἀπὸ τοὺς νοητοὺς λῃστές. Ἐγὼ αἰχμάλωτος σ᾿ αὐτοὺς χαιρόμουν ἀπὸ τὴν πολλή μου ἀναισθησία. Ἐσὺ ὅμως Κύριε δὲν ὑπέφερες νὰ μὲ βλέπεις περίγελο τῶν δαιμόνων, ἀλλὰ μὲ σπλαγχνίστηκες καὶ μ᾿ ἐλέησες. Καὶ δὲν ἔστειλες σὲ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἄθλιο οὔτε Ἄγγελο οὔτε ἄνθρωπο. Ἔσκυψες ἐσὺ ὁ ἴδιος, κινούμενος ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῆς ἀγαθότητός σου, στὸ βαθύτατο λάκκο τοῦ βορβόρου ποὺ ἤμουν βυθισμένος. Ἅπλωσες τὸ ἄχραντό σου χέρι, χωρὶς ἐγὼ νὰ σὲ βλέπω -ἄλλωστε πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ δῶ ἔτσι ποὺ ἤμουν βουτηγμένος καὶ πνιγμένος στὸ βόρβορο; μ᾿ ἅρπαξες ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ μὲ τράβηξες ἀπὸ ἐκεῖ μὲ βία. Ἐγὼ ἔνιωθα τὸν πόνο καὶ τὴν ὁρμητικὴ κίνηση πρὸς τὰ πάνω, ἀγνοοῦσα ὅμως ὁλότελα ποιὸς μὲ τραβάει καὶ μ᾿ ἀνεβάζει. ΟΤΑΝ μὲ ἀνέσυρες καὶ μ᾿ ἔστησες στὴ γῆ, μ᾿ ἐμπιστεύθηκες στὸν δοῦλο καὶ μαθητή σου. Ἤμουν ὅλος ρυπαρός, μὲ τὰ μάτια, τὰ αὐτιὰ καὶ τὸ στόμα φραγμένα ἀπὸ τὸν βόρβορο, γι᾿ αὐτὸ οὔτε τώρα σ᾿ ἔβλεπα, ποιὸς εἶσαι. Ἔνιωθα μόνο ὅτι εἶσαι ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, ἀφοῦ μὲ λύτρωσες ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν βαθύτατο λάκκο καὶ τὸν βόρβορο. Μοῦ εἶπες: «Κράτησε καλά, προσκολλήσου καὶ ἀκολούθησε τὸν ἄνθρωπο τοῦτον. Αὐτὸς θὰ σὲ πλύνει καὶ θὰ σὲ καθαρίσει». Μοῦ χάρισες ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη σ᾿ αὐτὸν καὶ χάθηκες χωρὶς νὰ ξέρω ποὺ πῆγες. Κατὰ τὴν προσταγή σου λοιπόν, Πανάγιε Δέσποτα, ἀκολούθησα σταθερὰ αὐτὸν ποὺ μοῦ ὑπέδειξες. Μὲ ὁδηγοῦσε στὶς βρύσες καὶ τὶς πηγὲς μὲ πολὺ κόπο, γιατὶ ἤμουν τυφλός. Τὸν κρατοῦσα γερὰ μὲ τὸ χέρι τῆς πίστεως ποὺ μοῦ ἔδωσες, ἀναγκαζόμενος ν᾿ ἀκολουθῶ πίσω του. Ἐκεῖνος, ποὺ ἔβλεπε καλά, ὑπερπηδοῦσε ὅλες τὶς πέτρες, τοὺς λάκκους καὶ τὶς παγίδες, ἐνῷ ἐγὼ σκόνταφτα κι᾿ ἔπεφτα ὑποφέροντας πολλοὺς πόνους, κακώσεις καὶ θλίψεις. Ἐκεῖνος σὲ κάθε πηγὴ καὶ βρύση νιβόταν καὶ λουζόταν, ἐνῷ ἐγὼ ποὺ δὲν ἔβλεπα, τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς τὶς προσπερνοῦσα. Ἂν δὲν μ᾿ ἔπιανε ἀπὸ τὸ χέρι νὰ μὲ στήσει δίπλα στὴν πηγή, δὲν θὰ μποροῦσα ποτὲ νὰ βρῶ τὴν βρύση μὲ τὸ νερό. Μὰ κι ὅταν μὲ καθοδηγοῦσε καὶ πολλὲς φορὲς μ᾿ ἄφηνε γιὰ νὰ νιφτῶ, μαζί με τὸ καθαρὸ νερὸ ἔπαιρνα στὶς παλάμες μου λάσπη καὶ βόρβορο, ποὺ ὑπῆρχαν κοντὰ στὴν πηγή, μολύνοντας ἔτσι τὸ πρόσωπό μου. Συχνά, ψηλαφώντας νὰ βρῶ τὴν πηγή, συμπαρέσυρα τὰ χώματα καὶ ἀνατάραζα τὸν βόρβορο, καὶ ὁλότελα τυφλός, μολύνοντας τὸ πρόσωπο μὲ τὸν βόρβορο, νόμιζα πὼς πλένομαι μὲ καθαρὸ νερό. Πῶς πάλι νὰ περιγράψω τὸν κόπο καὶ τὴν βία ποῦ μου προξενοῦσαν ὅλα αὐτά; Κι ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλὰ καὶ ὅσοι καθημερινὰ ἀντιδροῦσαν καὶ μὲ συμβούλευαν τάχα λέγοντας: «Τί ματαιοπονεῖς σὰν ἀνόητος καὶ ἀκολουθεῖς αὐτὸν τὸν ἐμπαίκτη καὶ πλάνο, προσδοκώντας ματαίως καὶ ἀνώφελα ν᾿ ἀναβλέψεις; Τώρα πιὰ εἶναι ἀδύνατο! Τί τὸν ἀκολουθεῖς σκοντάφτοντας καὶ ματώνοντας τὰ πόδια σου; Γιατί δὲν ἀκολουθεῖς καλύτερα ἀνθρώπους ἐλεήμονες, ποὺ παρακαλοῦν νὰ σὲ ἀναπαύσουν καὶ νὰ σὲ θρέψουν καὶ νὰ σὲ περιποιηθοῦν; Ἀποκλείεται πιὰ νὰ θεραπευθεῖς ἀπὸ τὴν ψυχικὴ λέπρα καὶ νὰ δεῖς τὸ φῶς σου. Ποῦ βρέθηκε τώρα θαυματουργὸς αὐτὸς ὁ ἐμπαίκτης νὰ σοῦ τάζει πράγματα ἀκατόρθωτά σε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς παρούσης γενεᾶς; Ἀλλοίμονο! Θὰ χάσεις καὶ αὐτὴ τὴν θεραπεία ποὺ σοῦ προσφέρουν οἱ φιλόχριστοι καὶ φιλάδελφοι καὶ συμπονετικοὶ ἄνθρωποι καὶ τὶς κακουχίες καὶ θλίψεις θὰ ὑπομείνεις γιὰ μάταιες ἐλπίδες καὶ ὅσα σου ὑπόσχεται ὁ ἀπατεῶνας αὐτὸς καὶ πλάνος, ἀναμφίβολα, δὲν πρόκειται νὰ τὰ ἀποκτήσεις. Τί μπορεῖ νὰ κάνει αὐτός; Δὲν τὸ συλλογίζεσαι καὶ μόνος σου, χωρὶς νὰ σοῦ τὸ ποῦμε ἐμεῖς; Τί φαντάζεσαι; Ἐμεῖς ὅλοι δὲν βλέπομε; Ἢ εἴμαστε τυφλοί, ὅπως σου λέει αὐτὸς ὁ πλανεμένος; Ὅλοι μας βλέπομε καλὰ καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη ὅραση ἀνώτερη ἀπὸ τὴ δική μας. μὴν ἀπατᾶσαι». Ἀλλὰ σὺ ὁ ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος μ᾿ ἔσωσες ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς πραγματικὰ ἀπατεῶνες καὶ πλάνους με τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα ποὺ μοῦ χάρισες, ἐνισχύοντάς με νὰ ὑπομείνω κι ὅσα προανέφερα κι ἄλλα πολλά. ΕΤΣΙ, καρτερικὰ καὶ σταθερὰ ὑπομένοντας ὅλα αὐτὰ κάθε μέρα ψηλαφητὰ μὲ θολὸ νερὸ κατὰ δύναμη πλενόμουν καὶ λουζόμουν, ὅπως μ᾿ ἐδίδασκε ὁ Ἀπόστολος ἐκεῖνος καὶ μαθητής σου. Ὥσπου κάποτε ποὺ κατευθυνόμουν τρέχοντας πρὸς τὴν πηγή, μοῦ φανερώθηκες στὸν δρόμο πάλι ἐσὺ ὁ ἴδιος, ἐσὺ ποὺ πρὸ καιροῦ ἀπὸ τὸν βόρβορο μὲ εἶχες ἀνασύρει. Καὶ τότε γιὰ πρώτη φορᾷ μὲ τὴν ἄχραντη αἴγλη τοῦ προσώπου σου ἄστραψες στὰ ἀσθενικά μου μάτια, ὥστε τὸ λίγο φῶς ποὺ νόμιζα πῶς ἔχω, τὸ ἔχασα κι αὐτό, κι ἔτσι δὲν μπόρεσα νὰ σὲ ἀναγνωρίσω. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ δῶ ἢ νὰ σὲ γνωρίσω ποιὸς ἤσουν, ἀφοῦ οὔτε τὴν αἴγλη τοῦ προσώπου σου δὲν μπόρεσα ν᾿ ἀτενίσω, οὔτε νὰ γνωρίσω καὶ νὰ κατανοήσω; Ἀπὸ τότε λοιπὸν δὲν ἀπαξίωνες ὁ ἀνυπερήφανος νὰ κατεβαίνεις συχνότερα πρὸς ἐμένα, καθὼς βρισκόμουν σ᾿ αὐτὴν τὴν πηγήν. Ἀλλὰ ἐρχόσουν καὶ κρατώντας μου τὸ κεφάλι, τὸ βύθιζες στὰ νερὰ καὶ μ᾿ ἔκανες νὰ βλέπω καθαρώτερα τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου. Εὐθὺς ὅμως χανόσουν, χωρὶς νὰ μ᾿ ἀφήνεις νὰ καταλάβω ποιὸς ἤσουν ἐσὺ ποὺ τὰ ἔκανες αὐτὰ ἢ ἀπὸ ποὺ ᾖρθες καὶ ποὺ πηγαίνεις. Ἀλλὰ οὔτε καὶ τώρα ἀκόμη μου δίνεις νὰ τὸ καταλάβω. Ἔτσι, ἐρχόμενος καὶ φεύγοντας γιὰ ἀρκετὸ χρόνο, λίγο-λίγο μοῦ φανερωνόσουν ὅλο καὶ καλύτερα, μ᾿ ἔλουζες στὰ νερὰ καὶ μοῦ χάριζες νὰ βλέπω περισσότερο καὶ καθαρώτερο φῶς. Ἀφοῦ τὸ ἔκανες αὐτὸ γιὰ πολὺ χρόνο, μὲ ἀξίωσες κάποτε νὰ δῶ ἕνα φοβερὸ μυστήριο: Καθὼς ἐρχόσουν καὶ μ᾿ ἔπλενες μὲ τὰ νερά, ὅπως μοῦ φαινόταν, καὶ μ᾿ ἔλουζες καὶ μὲ βύθιζες πολλὲς φορὲς μέσα σ᾿ αὐτά, εἶδα τὶς ἀστραπὲς ποὺ μὲ περιέλαμπαν καὶ τὶς ἀκτῖνες τοῦ προσώπου σου ποὺ ἀναμίχθηκαν μὲ τὰ νερά, καὶ βλέποντας νὰ λούζομαι μὲ φωτόμορφο νερὸ ἔμεινα ἐκστατικός. Δὲν ἤξερα ὅμως ἀπὸ ποὺ ἐρχόταν οὔτε ποιὸς μοῦ τὸ πρόσφερε. Μόνο χαιρόμουν νὰ λούζομαι αὐξάνοντας στὴν πίστη, πετώντας μὲ τὰ φτερὰ τῆς ἐλπίδος καὶ ἀνεβαίνοντας μέχρι τὸν οὐρανό. Κι ἐκείνους τοὺς πλάνους, ποὺ μοῦ ψιθύριζαν τὰ λόγια της ἀπάτης καὶ τοῦ ψεύδους, τοὺς μισοῦσα πολὺ καὶ τοὺς λυπόμουν γιὰ τὴν πλάνη τους καὶ δὲν συναναστρεφόμουν οὔτε συνομιλοῦσα καθόλου μ᾿ αὐτούς, ἀλλὰ ἀπέφευγα ἀκόμα καὶ νὰ τοὺς βλέπω, γιὰ νὰ μὴ βλαφθῶ. Τὸν συνεργὸ καὶ βοηθό μου ὅμως, δηλαδὴ τὸν ἅγιο μαθητὴν καὶ ἀπόστολό σου, τὸν τιμοῦσα καὶ τὸν σεβόμουν, ὅπως ἐσένα, τὸν πλάστη μου. Τὸν ἀγαποῦσα ὁλόψυχα, ἔπεφτα στὰ πόδια του νύχτα καὶ μέρα καὶ τὸν παρακαλοῦσα «ὅ,τι μπορεῖς βοήθησέ με», μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι κοντά σου ὅσα θέλει τὰ μπορεῖ. Ἔτσι περνοῦσα μὲ τὴν χάρη σου γιὰ ἀρκετὸ καιρό, ὅταν εἶδα πάλι ἕνα φοβερὸ μυστήριο: Μὲ πῆρες καὶ μὲ ἀνέβασες μαζί σου στοὺς οὐρανοὺς (δὲν ξέρω ἂν ἤμουν μὲ τὸ σῶμα ἢ χωρὶς τὸ σῶμα, ἐσὺ μόνο ξέρεις, ποὺ τὸ ἔκανες). Ἔμεινα ἀρκετὴ ὥρα μαζί σου. Θαύμασα τὸ μεγαλεῖο τῆς δόξης -ἀγνοῶ ὅμως ποιὰ καὶ τίνος ἦταν αὐτὴ ἡ δόξα- θαμπώθηκα ἀπὸ τὸ ὕψος κι ἔμεινα ἐκστατικός. Ἀλλὰ καὶ πάλι μ᾿ ἄφησες μόνον στὴν γῆ, ὅπου στεκόμουν πρωτύτερα καὶ βρέθηκα νὰ θρηνῶ καὶ νὰ ὀδύρομαι γιὰ τὴν ἀναξιότητά μου. Μὰ σὲ λίγο, ἐνῷ ἤμουν στὴ γῆ, ἄνοιξαν πάνω ψηλὰ οἱ οὐρανοὶ καὶ μ᾿ ἀξίωσες νὰ μοῦ ἀποκαλύψεις τὸ πρόσωπό σου σὰν ἥλιο ἀσχημάτιστο. Ἀλλ᾿ οὔτε τότε μ᾿ ἄφησες νὰ καταλάβω ποιὸς ἤσουν (γιατί πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ γνωρίσω, ἀφοῦ δὲν μοῦ μίλησες; ) Κρύφτηκες ἀμέσως κι ἐγὼ τριγυρνοῦσα ἀναζητώντας σε, ἂν καὶ δὲν σὲ γνώριζα, καὶ ποθοῦσα νὰ δῶ τὴν μορφή σου καὶ νὰ γνωρίσω καλὰ ποιὸς ἤσουν. Γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τὸν πολὺ πόθο καὶ τῆς ἀγάπης σου τὴν φλόγα ἔκλαιγα ἀσταμάτητα, μὴ γνωρίζοντας ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ μ᾿ ἔφερες ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη, μὲ λύτρωσες ἀπὸ τὸν βόρβορο κι᾿ ἔγινες γιὰ χάρη μου ὅλα ὅσα προεῖπα. Ἔτσι λοιπόν, πολλὲς φορὲς μοῦ φανερώθηκες καὶ πολλὲς φορὲς πάλι χωρὶς νὰ μιλήσεις, μοῦ κρύφθηκες καὶ δὲν σ᾿ ἔβλεπα καθόλου. Ἔβλεπα τὶς ἀστραπὲς καὶ τὴν αἴγλη τοῦ προσώπου σου νὰ μὲ περικυκλώνουν συνεχῶς, ὅπως κάποτε μέσα στὰ νερά, ἀλλ᾿ ἀδυνατοῦσα ὁλότελα νὰ τὶς συγκρατήσω. Θυμόμουν πόσο ψηλὰ σὲ εἶδα κάποτε. Καὶ νομίζοντας ὁ ἀνόητος ὅτι εἶσαι ἄλλος, ζητοῦσα μὲ δάκρυα πάλι νὰ σὲ δῶ. Καταπίεζα λοιπὸν τὸν ἑαυτό μου μὲ πολὺ λύπη καὶ θλίψη καὶ στενοχώρια καὶ λησμόνησα ὁλότελα ὅλο τὸν κόσμο καὶ τὰ ἐγκόσμια, μὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου, μὴ βάζοντας στὸ νοῦ μου ὅτι ὑπάρχει τίποτε ὁρατὸ ἢ σκιὰ ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο. Τότε ἦταν ποὺ ἐσὺ ὁ ἴδιος, ὁ ἀόρατος, ὁ ἀψηλάφητος καὶ ἄπιαστος μοῦ φανερώθηκες. Ἔνιωσα νὰ μοῦ καθάρεις τὸν νοῦ, νὰ μοῦ πλαταίνεις τὸ ὀπτικὸ τῆς ψυχῆς καὶ νὰ μ᾿ ἀξιώνεις νὰ βλέπω ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τὴν δόξα σου. Ἔβλεπα πῶς καὶ σὺ ὁ ἴδιος ὅλο καὶ περισσότερο μεγαλώνεις καὶ λάμποντας πλαταίνεις πιὸ πολύ. Αἰσθανόμουν σιγὰ-σιγὰ νὰ ἔρχεσαι καὶ νὰ μὲ πλησιάζεις, καθὼς ὑποχωροῦσε τὸ σκοτάδι, ὅπως μᾶς συμβαίνει πολλὲς φορὲς καὶ μὲ τὰ αἰσθητά: ὅταν π.χ. ἡ σελήνη φέγγει στὸν οὐρανὸ καὶ τὰ σύννεφα μοιάζουν νὰ περπατοῦν, τότε μας φαίνεται πὼς ἡ σελήνη τρέχει πολὺ γρήγορα, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα δὲν αὐξάνει καθόλου τὴν συνηθισμένη της ταχύτητα, οὔτε ἀλλάζει τὴν ἀρχική της πορεία. Ἔτσι καὶ σὺ Δέσποτα, φαινόσουν νὰ ἔρχεσαι ὁ ἀκίνητος καὶ νὰ μεγαλώνεις ὁ ἀναλλοίωτος καὶ νὰ παίρνεις μορφὴ ὁ ἀσχημάτιστος. Ὅταν ἕνας τυφλὸς ἀρχίζει σταδιακὰ νὰ βρίσκει τὸ φῶς του καὶ νὰ διακρίνει τὴν μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ περιγράφει λίγο-λίγο πῶς εἶναι, δὲν μεταποιεῖται οὔτε μεταβάλλεται ἡ ἴδια ἡ μορφή. Ἀλλὰ ὅσο καθαρίζεται ἡ ὀπτικὴ δύναμη τῶν ὀφθαλμῶν του, τόσο βλέπει τὴν μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου ὅπως εἶναι, γιατὶ ὁλόκληρη τυπώνεται στὴν ὀπτικὴ αἴσθηση καὶ μέσῳ αὐτῆς εἰσχωρεῖ, ἀποτυπώνεται καὶ χαράζεται σὰν σὲ πίνακα στὴ νοερὴ καὶ μνημονευτικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς. Ἔτσι ἀκριβῶς καὶ σὺ μοῦ φανερώθηκες, ἀφοῦ τέλεια καθάρισες τὸ νοῦ μου μὲ τὸ λαμπρὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Βλέποντας πιὰ ὁ νοῦς μου διαυγέστερα καὶ καθαρώτερα, νόμιζα ὅτι ἀπὸ κάπου βγαίνεις καὶ φαίνεσαι λαμπρότερος. Μοῦ ἀποκάλυψες τότε χαρακτῆρα ἀσχημάτιστης μορφῆς καὶ μ᾿ ἔβγαλες ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο (μπορῶ νὰ πῶ καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα, γιατὶ δὲν μοῦ ἔδωσες νὰ τὸ κατανοήσω ἀκριβῶς). Ἄστραψες λοιπὸν καὶ μοῦ φάνηκε πὼς φανερώθηκες ὅλος σε ὄλον ἐμένα, ποὺ ἔβλεπα πιὰ καλά. Σοῦ εἶπα. -Ὢ Δέσποτα, ποιὸς νὰ εἶσαι; Τότε μ᾿ ἀξίωσες γιὰ πρώτη φορᾷ, τὸν ἄσωτο, ν᾿ ἀκούσω τὴν φωνή σου. Μοῦ μίλησες μὲ πολλὴ προσήνεια καὶ μοῦ εἶπες: -Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός, ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος γιὰ σένα. Μὲ ἀναζήτησες μ᾿ ὅλη σου τὴν ψυχή. γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ εἶσαι ἀδελφὸς καὶ φίλος καὶ συγκληρονόμος μου! Ἔκπληκτος, ἔκθαμβος κι ἔντρομος ἐγώ, λίγο καταλάβαινα καὶ μονολογοῦσα: -Τί θέλει ἄραγε ἡ δόξα αὐτὴ κι λαμπρότητα ἡ μεγάλη; Καὶ πῶς καὶ ἀπὸ ποῦ ἐγὼ ἀξιώθηκα τέτοια ἀγαθά; Κατάπληκτος, μὲ τὴν ψυχὴ φοβισμένη καὶ τὴν δύναμη παραλυμένη ἀναρωτιόμουν: -Ποιὸς εἶμαι ἐγὼ Δέσποτα ἢ τί καλὸ ἔπραξα ὁ ἄθλιος καὶ ταλαίπωρος, γιὰ νὰ μὲ καταστήσεις ἄξιον τέτοιων ἀγαθῶν καὶ συμμέτοχο καὶ συγκληρονόμο τέτοιας δόξης; Κι ἐνῷ σκεφτόμουν ὅτι αὐτὴ ἡ δόξα καὶ χαρὰ ξεπερνάει τὸ νοῦ, ἐσὺ ὁ Δεσπότης συνομιλώντας πάλι μ᾿ ἐμένα σὰν φίλος μὲ φίλο, μοῦ εἶπες μὲ τὸ πνεῦμα ποὺ μιλοῦσε ἐντός μου: -Αὐτὰ σοῦ τὰ δώρησα μόνο γιὰ τὴν πρόθεση, τὴν προαίρεση καὶ τὴν πίστη σου. Κι ἄλλα ἀκόμη θὰ σοῦ δωρήσω. Γιατί τί ἄλλο ἔχεις ἢ εἶχες ποτὲ δικό σου, ἀφοῦ πλάστηκες ἀπὸ μένα γυμνός, ὥστε νὰ τὸ λάβω καὶ νὰ σοῦ δώσω ἀντὶ γιὰ ἐκεῖνο αὐτά; Ἂν βέβαια δὲν ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὴν σάρκα, δὲν θὰ δεῖς τὸ τέλειο οὔτε θὰ μπορέσεις νὰ τὸ ἀπολαύσεις ὁλόκληρο. Ἐγὼ ρώτησα τότε: -Ἀλλὰ τί μεγαλύτερο ἢ λαμπρότερο ἀπ᾿ αὐτὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει; Ἐμένα μοῦ ἀρκεῖ νὰ εἶμαι ἔτσι καὶ μετὰ τὸν θάνατο. Πόσο μικρόψυχος εἶσαι, μοῦ εἶπες, ποὺ ἀρκεῖσαι σ᾿ αὐτά! Αὐτά, συγκρινόμενα μὲ τὰ μέλλοντα, εἶναι τὸ ἴδιο σὰν ἕνα οὐρανὸ ποὺ τὸν ζωγράφισες στὸ χαρτὶ καὶ τὸν κρατᾷς στὰ χέρια σου. Ὅσο αὐτὸς ὑστερεῖ ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ οὐρανό, τόσο ἀσύγκριτα περισσότερο θὰ σοῦ ἀποκαλυφθεῖ ἡ μέλλουσα δόξα ἀπ᾿ αὐτὴν ποὺ βλέπεις τώρα. Λέγοντας αὐτὰ σώπασες καὶ λίγο-λίγο ὁ καλὸς καὶ γλυκὸς δεσπότης κρύφτηκες ἀπὸ τὰ μάτια μου, εἴτε ἐπειδὴ ἐγὼ ἀπομακρύνθηκα ἀπὸ σένα, εἴτε ἐπειδὴ σὺ ἔφυγες ἀπὸ κοντά μου, δὲν ξέρω. Τότε ᾖρθα πάλι στὸν ἑαυτό μου, νομίζοντας ὅτι ἀπὸ κάπου ἐπέστρεψα, καὶ μπῆκα στὸ πρῶτο μου σκήνωμα. Θυμόμουν λοιπὸν τὸ κάλλος τῆς δόξης καὶ τῶν λόγων σου, καθὼς περπατοῦσα, καθόμουν, ἔτρωγα, ἔπινα, προσευχόμουν κι ἔκλαιγα ζώντας μέσα σὲ ἀνέκφραστη χαρὰ ποὺ σὲ γνώρισα, τὸν Ποιητὴ τῶν ἁπάντων. Καὶ πῶς νὰ μὴ χαιρόμουν; ὅμως πάλι λυπόμουν, γιατί ποθοῦσα ἔτσι νὰ σὲ ξαναδῶ. Κάποτε λοιπὸν ποὺ πῆγα νὰ ἀσπασθῶ τὴν εἰκόνα ἐκείνης ποὺ σὲ γέννησε κι᾿ ἔπεσα νὰ τὴν προσκυνήσω, πρὶν σηκωθῶ, μοῦ φανερώθηκες μέσα στὴν ταλαίπωρη καρδιά μου, ποὺ τὴν μετέβαλες σὲ φῶς. Τότε κατάλαβα ὅτι σ᾿ ἔχω μέσα μου συνειδητά. Ἀπὸ τότε λοιπὸν δὲν σὲ ἀγαποῦσα ἀναπολώντας στὴν μνήμη μου ἐσένα καὶ τὰ σχετικὰ μὲ σένα, ἀλλὰ πίστεψα ὅτι ἔχω ἀληθινὰ μέσα μου ἐσένα, τὴν ἐνυπόστατη ἀγάπη, γιατὶ ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη εἶσαι σύ, ὁ Θεός. Σ᾿ αὐτὴ τὴν πίστη φυτεύθηκε ἡ ἐλπίδα, ποτίστηκε μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὰ δάκρυα, λαμπρύνθηκε μὲ τὶς ἐλλάμψεις τοῦ φωτός σου κι ἔτσι ριζώθηκε κι αὐξήθηκε πολύ. Ἔπειτα, σὺ ὁ ἴδιος, ὁ καλὸς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ᾖλθες μὲ τὴν μάχαιρα τῶν πειρασμῶν, δηλαδὴ μὲ τὴν ταπείνωση καὶ κόβοντας τὰ κλωνάρια τῶν λογισμῶν ποὺ εἶχαν ἀνέβει πολὺ ψηλά, μπόλιασες στὴν ἐλπίδα μόνη τὴν ἁγία σου ἀγάπη σὰν σὲ μία ρίζα δένδρου. Βλέποντάς την λοιπὸν μέρα μὲ τὴ μέρα ν᾿ αὐξάνει καὶ νὰ μοῦ μιλάει συνεχῶς, -ἢ μᾶλλον σὺ δι᾿ αὐτῆς νὰ μὲ διδάσκεις καὶ νὰ μὲ περιλάμπεις- ζῶ μὲ τόση χαρά, σὰν νὰ εἶμαι ἤδη πάνω ἀπὸ κάθε πίστη καὶ ἐλπίδα, καθὼς φωνάζει ὁ Παῦλος: «Αὐτὸ ποὺ ἤδη βλέπει κανείς, Ποιὸς λόγος ὑπάρχει νὰ τὸ ἐλπίζει;» Ἂν λοιπὸν ἐγὼ σὲ ἔχω, τί περισσότερο νὰ ἐλπίζω; Μοῦ εἶπες πάλι Δέσποτα: - Ἄκουσέ με. Καθὼς βλέπεις τὸν ἥλιο μέσα στὰ νερά, τὸν ἴδιον ὅμως τότε καθόλου δὲν τὸν βλέπεις, ἀφοῦ εἶσαι σκυμμένος κάτω, ἔτσι νὰ σκέφτεσαι καὶ γι᾿ αὐτὸ ποὺ σοῦ συμβαίνει. Ἀσφάλιζε τὸν ἑαυτό σου καὶ φρόντιζε συνεχῶς νὰ μὲ βλέπεις ἐντός σου καθαρὰ καὶ ζωηρά, ὅπως τὸν ἥλιο στὰ καθαρὰ νερά. Κι᾿ ἔπειτα θ᾿ ἀξιωθεῖς, καθώς σου εἶπα, νὰ μὲ δεῖς ἔτσι μετὰ τὸν θάνατον. Εἶ δὲ μή, ὅλος ὁ κύκλος αὐτῶν τῶν ἔργων καὶ κόπων καὶ λόγων σου δὲν θὰ σὲ ὠφελήσουν καθόλου. Μᾶλλον θὰ σὲ καταδικάσουν περισσότερο καὶ θὰ σοῦ προξενήσουν μεγαλύτερη θλίψη, ἐπειδὴ καθὼς ξέρεις, «οἱ δυνατοὶ θὰ ἐξετασθοῦν δυνατά». Γιατὶ ἡ φτώχεια δὲν εἶναι αἰτία ντροπῆς τόσο γι᾿ αὐτὸν ποὺ γεννήθηκε φτωχὸς οὔτε ἡ λύπη ποὺ προξενεῖ τὸν λυπεῖ αὐτὸν τόσο, ὅσο ἐκεῖνον πού, ἀφοῦ πλούτισε καὶ δοξάσθηκε καὶ ὑψώθηκε κι ἔγινε φίλος μὲ τὸν ἐπίγειο βασιλέα, ἔπειτα ἐξέπεσε ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ καὶ κατάντησε σὲ παντελῆ φτώχεια. Ἂν καὶ οἱ ἀναλογίες δὲν εἶναι ἴδιες ἀνάμεσα στὰ ἐπίγεια καὶ ὁρατὰ καὶ στὰ πνευματικὰ καὶ ἀόρατα. Σ᾿ αὐτοὺς δηλ. ποὺ γιὰ κάποια αἰτία ξέπεσαν ἀπὸ τὴ φιλία καὶ τὴν δουλεία τοῦ ἐπιγείου βασιλέως, ἐπιτρέπεται νὰ εἶναι κύριοι τῶν ὑπαρχόντων τους καὶ νὰ τ᾿ ἀπολαμβάνουν καὶ νὰ ζοῦν. Ἂν ὅμως ἐκπέσει κανεὶς ἀπὸ τὴ δική μου ἀγάπη καὶ φιλία, δὲ μπορεῖ καθόλου νὰ ζήσει -γιατὶ ἡ ζωή του εἶμαι ἐγὼ -ἀλλὰ εὐθὺς γυμνώνεται ἀπ᾿ ὅλα καὶ παραδίνεται αἰχμάλωτος στοὺς δικούς μου καὶ δικούς του ἐχθρούς. Ἐκεῖνοι τὸν παραλαμβάνουν καὶ λόγω τῆς προηγουμένης ἀγάπης εὐνοίας καὶ ἀγάπης ποὺ εἶχε πρὸς ἐμένα, τοῦ ἐπιτίθενται μὲ μεγαλύτερη μανία τιμωρώντας, καταγελώντας καὶ περιπαίζοντάς τον. ΝΑΙ, Πανάγιε Βασιλιᾶ μου, πιστεύω κι᾿ ἐγὼ σὲ σένα τὸν Θεό μου, πὼς πράγματι ἔτσι εἶναι καὶ προσπέφτοντας σὲ θερμοπαρακαλῶ. Φύλαξέ με τὸν ἁμαρτωλὸ κι ἀνάξιο ποὺ ἐλέησες, καὶ τὸ βλαστάρι τῆς ἀγάπης σου ποὺ μπόλιασες στὸ δένδρο τῆς ἐλπίδας μου στήριξέ το μὲ τὴ δύναμή σου, νὰ μὴν τὸ σαλέψουν οἱ ἄνεμοι, νὰ μὴν τὸ συντρίψει ἡ καταιγίδα, νὰ μὴν τὸ σπάσει κανένας ἐχθρός, νὰ μὴν τὸ κάψει ὁ καύσωνας τῆς ἀμελείας, νὰ μὴν ξεραθεῖ ἀπὸ τὴ ῥᾳθυμία καὶ τοὺς μετεωρισμούς, νὰ μὴν ἐξαφανισθεῖ ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴν κενοδοξία. Ξέρεις ἐσὺ ποὺ μοῦ τὸ χάρισες καὶ μοῦ τὸ φύτεψες αὐτό, πὼς ἐξαιτίας του εἶμαι ἀβοήθητος ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο, ἀφοῦ τὸν συνεργὸ καὶ βοηθό μου καὶ δικό σου ἀπόστολο, καθὼς ἐσὺ θέλησες, τὸν χώρισες σωματικὰ ἀπὸ μένα. Ξέρεις ἐσὺ τὴν ἀσθένειά μου, ξέρεις καλὰ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴν μεγάλη ἀδυναμία μου. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, σπλαγχνίσου με πιὸ πολὺ ἀπὸ δῶ καὶ μπρός, πολυεύσπλαγχνε Κύριε. Μ᾿ ὅλη μου τὴν καρδιὰ πέφτω στὰ πόδια σου ἱκετεύοντας ἐσένα, ποὺ μοῦ φανέρωσες τόσες ὡραιότητες. Στερέωσε στὴν ἀγάπη σου τὴν ψυχή μου καὶ δῶσε νὰ ριζώσει βαθιὰ στὴν ψυχή μου ἡ ἀγάπη σου, γιὰ νὰ εἶσαι, σύμφωνα μὲ τὴν ἄχραντη κι᾿ ἅγια κι᾿ ἀψευδῆ σου ἐπαγγελία, ἐσὺ μέσα σε μένα κι ἐγὼ νὰ ὑπάρχω μέσα σὲ σένα. Ἡ ἀγάπη σου θὰ μὲ σκεπάζει κι ἐγὼ θὰ τὴν σκεπάζω καὶ θὰ τὴν φυλάω ἐντός μου, θὰ μὲ βλέπεις Δέσποτα μέσα σ᾿ αὐτὴν κι ἐγὼ θ᾿ ἀξιώνομαι νὰ σὲ βλέπω μέσα ἀπ᾿ αὐτήν, τώρα μὲν σὰν σὲ καθρέπτη καὶ ἀμυδρά, καθὼς εἶπες, ἐνῷ τότε, σ᾿ ὅλη τὴν ἀγάπη ὅλον ἐσένα ποὺ εἶσαι ἀγάπη κι ἔτσι μας ἀξίωσες νὰ σὲ ὀνομάζουμε, γιατὶ σὲ σένα πρέπει κάθε εὐχαριστία, κράτος, τιμὴ καὶ προσκύνηση, στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΔΕΗΘΩΜΕΝ (ΑΠΟ ΤΗΝ "ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΓΟΧ"

"Ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν ..., τοῦ τιμίου πρεσβυτερίου, της εν Χριστῷ διακονίας, παντός του Κλήρου και του λαοῦ, του Κυρίου δεηθώμεν". Εκκλησία δεν είναι μόνο οι επίσκοποι, οι ιερείς και οι διάκονοι, αλλά ο κλήρος και ο λαός μαζί. Η Εκκλησία δεν ανήκει μόνο στους ποιμένες, αλλά συνίσταται στην ενότητα μεταξύ κλήρου και λαού και τη συμμετοχή κληρικών και λαϊκών στην ορθόδοξη λατρεία. Γι' αυτό και η Εκκλησία προσεύχεται και παρακαλεί τον Θεό τόσο για τον κλήρο όσο και τον λαό. Οι ποιμένες που προτρέπουν τον λαό να μην έχει εμπλοκή στα εκκλησιαστικά δρώμενα και που διδάσκουν την τυφλή υπακοή και υποταγή στον κλήρο, κρύβουν ενέργειες που δεν υπηρετούν την Αλήθεια. Ο ποιμένας, που υπηρετεί το δίκαιο και την αλήθεια, επιδιώκει τη διαφάνεια και δεν φοβάται να μιλήσει ανοικτά στο ποίμνιό του και να το ενημερώσει για ό,τι συμβαίνει στην Εκκλησία και πολύ περισσότερο για όσα επηρεάζουν την πορεία της Εκκλησίας, στην οποία ο λαός είναι μέλος. Για οτιδήποτε επηρεάζει τη σωτηρία της ψυχής του, αλλά και για αυτούς που τον αντιπροσωπεύουν, ο χριστιανός πρέπει να έχει άποψη και λόγο. Έχει δικαίωμα να ενημερώνεται και να παίρνει θέση. Δεν μπορεί να μένει αμέτοχος σε οτιδήποτε τον επηρεάζει και τον αφορά άμεσα. Δεν μπορεί να ακολουθεί τυφλά τον κλήρο, χωρίς να εξετάζει το πού τον οδηγεί. Όποιος αγαπά πραγματικά την Εκκλησία (και όχι πρόσωπα) και θέλει πραγματικά να σωθεί, επιβάλλεται να αντιδρά και να διαχωρίζει τη θέση του από τους πνευματικούς ποιμένες, που δεν ορθοτομούν τον λόγον της Αληθείας και καταπατούν τους Νόμους και Κανόνες της Εκκλησίας. Οι άγιοι Απόστολοι, όταν επρόκειτο να χειροτονήσουν τους επτά διακόνους, απευθύνθηκαν στον λαό, από τον οποίο ζήτησαν να επιλέξει τους άνδρες που θεωρούσαν κατάλληλους για τον σκοπό αυτό. Δεν αποφάσισαν αυθαίρετα και δεν έδρασαν επιβλητικά. Ο λαός επέλεξε και οι Απόστολοι χειροτόνησαν.

Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΠΕΣΕ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΗΔΗ ΑΠΟ ΤΟ 1973

ΕΝΗΜΕΡΩΣΙΣ ΕΠΙ ΕΠΙΚΑΙΡΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟΝ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ, ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΥΚΑΣΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΕΙΟΝ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ 19400, ΚΟΡΩΠΙ ΑΤΤΙΚΗΣ, Τ.Θ. 54, ΤΗΛ. 210 6020176, 210. 6021467 ΤΕΥΧΟΣ 51 / ΕΤΟΣ 2006 Εἰσαγωγικόν Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΠΕΣΕ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΗΔΗ ΑΠΟ ΤΟ 1973 ΥΠΟ ΤΟΥ ΤΟΤΕ ΙΕΡΕΩΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΑΚΚΑ Εἰς τήν «ΕΝΗΜΕΡΩΣΙΝ» τ. 51, ἡ ὁποία ἐκυκλοφορήθη τόν Ἰούνιο τοῦ 2006, καί τήν ὁποίαν δημοσιεύομεν καί εἰς τήν ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ τῆς ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ πρός ἐνημέρωσιν τῶν ἀναγνωστῶν, κατεγράφησαν δύο πολύ σημαντικά ντοκουμέντα, τά ὁποῖα ἀφ’ ἐνός ἀποκαλύπτουν τόν κ. Βασίλειο Σακκᾶ, τόν ἀπ’ ἀρχῆς εἰσηγητή τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἰς τό κίνημα τοῦ ὁποίου ἐπαγίδευσε καί τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀνδρέα (καί ἄλλους Ἀρχιερεῖς) ἤδη ἀπό τό 1973, καί ἀφ’ ἐτέρου ἑρμηνεύουν διατί ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας (καί ἄλλοι Ἀρχιερεῖς) ἀπεδείχθησαν καί κατά τήν τελευταίαν δεκαετίαν, τόσον εὐάλωτοι εἰς τό κίνημα αὐτό τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ οἰκουμενισμοῦ, τό ὁποῖον, καί πάλιν κατηύθυνε καί κατευθύνει ἐκ τῶν παρασκηνίων ὁ κ. Βασίλειος Σακκᾶς, συνεπικουρούμενος καί ὑπό τοῦ κ. Ἀθαν. Σακαρέλλου καί λοιπῶν πρακτόρων τοῦ νεοημερολογιτισμοῦ εἰς τόν χῶρον τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου. Ὅσοι λοιπόν θέλουν νά ἐνημερωθοῦν ἀς ἴδουν ἀφ’ ἑνός αὐτά τά ντοκουμέντα τά ὁποῖα καταγράφονται εἰς τήν «ΕΝΗΜΕΡΩΣΙΝ» Νο 51, καί ἀς ἀναζητήσουν καί τό «ἀνώνυμον» τοῦ κ. Βασιλείου Σακκᾶ, τό ὁποῖον ἐκυκλοφόρησε περί τό 1997, (ἐν συνδυασμῶ καί μέ ἄλλα σχετικά ντοκουμέντα), καί τό ὁποῖον εἶναι ἡ ἀπαρχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κρίσεως κατά τήν τελευταίαν δεκαετίαν. Παραθέτομεν τήν ΕΝΗΜΕΡΩΣΙΝ Νο 51, ὅπως αὕτη κατεγράφη τόν Ἰούνιο τοῦ 2006. Η ΕΝ ΕΤΕΙ 1973 ΜΥΣΤΙΚΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΝ ΕΤΕΙ 1973 ΜΕΤΕΒΗ ΕΙΣ ΓΕΝΕΥΗΝ ΤΗΣ ΕΛΒΕΤΙΑΣ ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΕΠΕΥΛΟΓΗΣΕ ΕΓΓΡΑΦΩΣ ΚΑΙ ΙΔΙΟΧΕΙΡΩΣ ΤΟΝ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΝ ΤΟΥ κ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΑΚΚΑ Ὁ Μέγας Φώτιος τά ἐκτός τῆς Μίας, Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς ‘Εκκλησίας συνέδρια ὀνομάζει «Συναγωγάς πονηρευμένων» καί «Συνόδους ἀθετούντων». Ἰδού τί ἀκριβῶς λέγει: «Μία ἐστίν ἡ τοῦ Χριστοῦ Καθολική καί ‘Αποστολική Ἐκκλησία, οὐ πλείους οὐδέ δύο. Συναγωγαί πονηρευομένων εἰσί τά παρά ταύτην συνέδρια καί σύνοδος ἀθετούντων΄ οὕτω φρονοῦμεν οἱ ἀληθινοί χριστιανοί, οὕτω πιστεύομεν, οὕτω κηρύττομεν». (Μεγάλου Φωτίου, Κατά Θεοσπασχιτῶν, ἐπιστολή 284, στίχ. 375, Epistolae et Amphilochia, B. Laoyrdaw et. L. cr. Westerink, σελ. 14, Λειψία 1985. Ἡ παραπομπή εἰς τό βιβλίον: Ἁγιορειτῶν Πατέρων ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ, Ἅγιον Ὄρος 1997, σελ. 115). Αὐτήν ὅμως τήν γνησίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησιολογίαν, τήν ὁποίαν ὁμολογοῦμε καί ἐν τῶ Συμβόλῳ τῆς Πίστεώς μας, ἠθέτησεν πρῶτον τό Πατριαρχεῖον Κων/λεως μέ τήν οἰκουμενιστικήν παναιρετικήν Ἐγκύκλιον τοῦ 1920, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται «πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», ὅπως ἀποκαλεῖ τάς ἁπανταχοῦ αἱρέσεις, ὁ νεοημερολογιτισμός μέ τήν ἐφαρμογήν τῆς Ἐγκυκλίου διά τῆς ἀποδοχῆς τοῦ νέου Παπικοῦ Ἡμερολογίου. Δυστυχῶς σήμερον ἐκτός ἀπό τό Πατριαρχεῖον τῆς Κων/λεως καί τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος καί τάς ἁπανταχοῦ κατ’ ὄνομα Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, τήν ὀρθόδοξον ταύτην διδασκαλίαν, ἀθετοῦν καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐνῶ ἐτάχθησαν φύλακες τῶν ἱερῶν παραδόσεων, ἐνῶ ἀνεδείχθησαν ὁμολογηταί τῆς Πίστεως καί άγωνισταί κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διά λόγους, τούς ὁποίους γνωρίζει μόνον ὁ Κύριος, ἐξέκλιναν τῆς ὀρθῆς Πίστεως καί κατήντησαν «γνήσιοι» ὁπαδοί καί «διαπρύσιοι» κήρυκες τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἔχει γραφεῖ πολλάκις καί εἶναι γνωστόν εἰς ὅσους παρακολουθοῦν τόν ἀγῶνα ὑπέρ τῆς Ἀληθείας καί τόν ζοῦν ἀπό κοντά, ὅτι ὁ κ. Βασίλειος Σακκᾶς, ἀπό τό 1997, ἐνεργῶν προφανῶς κατ’ ἐντολήν ὑπερκειμένων οἰκουμενιστικῶν Κέντρων καί ἐν συνεργασία καί μετά τῶν ἄλλων γνωστῶν πρακτόρων τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ οἰκουμενισμοῦ, οἱ ὁποῖοι ἐνήργησαν ἀπό μέσα, ΕΠΕΧΕΙΡΗΣΕΝ, μέ μίαν ἀνώνυμον ἐπιστολήν του, τήν ὁποίαν εἰς τήν συνέχειαν ἐκυκλοφόρησεν ἐπωνύμως, ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΗ εἰς τούς Ὀρθοδόξως ἐπί τοῦ θέματος τῆς λεγομένης χειροθεσίας φρονοῦντας καί ὁμολογοῦντας Ἀρχιερεῖς, τήν θεωρίαν τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καθ’ ἥν μετά τό 1971, ἤτοι μετά τήν ἕνωσιν μετά τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, τήν Γνησίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἐν Ἑλλάδι, δέν τήν ἐκφράζουν μόνον οἱ λεγόμενοι «Ματθαιϊκοί», ἀλλά καί οἱ λεγόμενοι «Φλωρινικοί». Διά τοῦτο εἰς τήν ἐν λόγῳ ἀνώνυμον ἐπιστολήν του, ἐπικαλούμενος τήν λεγομένην χειροθεσίαν τοῦ 1971 καί τήν ἕνωσιν μέ τούς Ρώσους τῆς Διασπορᾶς, θέτει τό ἐρώτημα: «Ποία διαφορά ὑπάρχει σήμερον μεταξύ τῶν Ματθαιϊκῶν καί τῶν Φλωρινικῶν εἰς τό θέμα τῶν χειροτονιῶν;». Ἡ ἀνώνυμος αὕτη ἐπιστολή τοῦ κ. Βασιλείου Σακκᾶ, ἐκυκλοφόρησεν εἰς τά πλαίσια τῶν σημερινῶν στόχων τοῦ νεοημερολογιτικοῦ καί παλαιοημερολογιτικοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἤτοι τῆς ἑπιδιωκομένης ἑνώσεως ὅλων Παλαιοημερολογιτῶν βάσει τῆς δῆθεν «κοινῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς ἀπό τούς Ρώσους τῆς Διασπορᾶς» καί «πέραν ἀπό Ἐκκλησιολογίες καί Ἀποστολικές Διαδοχές», καί τῆς ὑπαγωγῆς των ὡς δεκατριμεριτῶν εἰς τόν Νεοημερολογιτισμόν, ἔστω καί μέ τήν ἔννοιαν τῆς «συνυπάρξεως» κατά τά οἰκουμενιστικά πρότυπα τῆς Παναιρετικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920. Ἡ ἐπιστολή αὕτη ἐν τέλει ἀπετέλει «μοχλόν πιέσεως» πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀνδρέαν, ὥστε νά «ἀναγκασθῆ» νά δηλώση ἐπισήμως καί νά ἐπισημοποιήση τήν προδοσίαν, τήν ὀποίαν ὑπέγραψε μυστικῶς καί ἀνεπισήμως, ἰδία χειρί, ἐν ἔτει 1973, εἰς Γενεύην τῆς Ἑλβετίας. Τί εἶναι αὐτή ἡ προδοσία τοῦ 1973; Εἶναι ἡ ἐκ μέρους τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀνδρέου ἀποδοχή τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ τοῦ κ. Βασιλείου Σακκᾶ. Παρατίθενται τρία πολύ σημαντικά ντοκουμέντα, ἐκ τῶν ὀποίων καταφαίνεται ὅτι εἰς τήν προσπάθειαν νά περάση εἰς τήν Ἐκκλησίαν ὁ παλαιοημερολογιτικός οἰκουμενισμός (ἤτοι ἡ πλήρης ἐξάρτησις ἀπό τούς Ρώσους τῆς Διασπορᾶς καί ἡ συνύπαρξις «Φλωρινικῶν» καί «Ματθαιικῶν» ὡς δύο κλάδων τῆς Μιᾶς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας) ἐπρωτοτάστησεν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας, καί ἄλλοι Ἀρχιερεῖς, προδώσαντες ἐν ἔτει 1973 μυστικῶς τήν Ὁμολογίαν - Ἐκκλησιολογίαν των καί τήν γνησίαν καί ἀνόθευτον Ἀποστολικήν των Διαδοχήν. Ἐξ’ αὐτῶν καταφαίνεται διατί ἀπό τό 1998 ἕως τό 2003 -2005 ἠρνήθη ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας νά ἀντιμετωπίση ὁμολογιακῶς τάς ἐκδηλώσεις τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, (Δηλώσεις Φλωρινικῶν, Σακκᾶ, Ἀπαλλακτικά Βουλεύματα κλπ.), διατί τἀ μυστικά των βλάσφημα περί χειροθεσίας φρονήματα τά ΑΠΕΚΑΛΥΨΑΝ μόλις τό 2003, καί διατί ἔφθασαν μέχρι καί τήν ἱερόσυλον συμπαιγνίαν τῆς παραιτήσεως. Δηλαδή, ἡ προδοσία ἡ ὁποία ἔγινε ἐν κρυπτῶ τό 1973, τά τελευταῖα ἔτη (ἀπό τό 1997 καί ἐν συνεχείᾳ) κηρύσσεται ἐπισήμως, ἤτοι «γυμνῆ τῆ κεφαλῆ». Ἀλλά διά νά κατανοήσωμεν καλύτερον τήν προδοσίαν τοῦ 1973 εἰς τήν Γενεύην τῆς Ἑλβετίας, ἤτοι διά νά ἐννοήσωμεν τί ὑπέγραψεν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας τήν 12.11.1973, μεταβάς εἰς Γενεύην τῆς Ἑλβετίας, παραθέτομεν ἕν ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἀπό 17.7.1973 ἐπιστολήν τοῦ Βασιλείου Σακκᾶ πρός τόν τότε ἱερομόναχον Καλλίνικον Σαραντόπουλον, εἰς τόν ὁποῖον περιγράφει τήν «Ὁμολογίαν» τῆς τότε ὑπ’ αὐτοῦ ἱδρυθείσης «Διεθνοῦς Ἀδελφότητος τῶν ΓΟΧ., Ἡ ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΣΑ ΠΙΣΤΙΣ», ἤτοι περιγράφει τόν παλαιοημερολογιτικόν Οἰκουμενισμόν του, ὑπεραμύνεται αὐτοῦ, καί τόν προπαγανδίζει. Γράφει λοιπόν ὁ κ. Βασίλειος Σακκᾶς: «... ’Εφ’ ὅσον ἡ ἀδελφότης διατείνεται ὅτι ἑδράζεται ἐπί καθαρῶς πνευματικῆς βάσεως ὀφείλει ν’ ἀποδεχθεῖ τάς ἀναγνωρίσεις τοῦ 1969 καί 1971, (σ.σ. ἐννοεῖ τήν ἐν ἔτει 1969 ἀναγνώρισιν ὑπό τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς τῶν Φλωρινικῶν καί τήν ἔτει 1971 «χειροθεσίαν» ἐπί τῶν Ματθαιϊκῶν Ἐπισκόπων Κορινθίας Καλλίστου καί Κιτίου Ἐπιφανίου) ἀπό θέσεως καθαρά Ὁμολογίας πίστεως καί οὐχί ἀπό θέσεως ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως... Ἡ ἡμετέρα ἀδελφότης τυγχάνει προσωρινοῦ χαρακτῆρος πρός ἐξυπηρέτησιν τῶν ἐν Διασπορᾶ ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΩΝ γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἕνεκα τῆς ἐπικρατήσεως συγχύσεως καί χαλεπότητος τῶν καιρῶν, μέχρι συγκλήσεως πανορθοδόξου Συνόδου τῶν Γ.Ο.Χ., ἥτις καί ἤθελεν ἐκδώσει ἰδίαν ἐπίσημον Ὁμολογίαν Πίστεως ... Διά τόν λόγον δέ αὐτόν εἰς τήν ἡμετέραν Ὁμολογίαν Πίστεως ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΩΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΩΝ, ΑΛΛΑ ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΥΘΥΝΩΝ. .... Τό 1969 ὁ ἱερός ἡμῶν Προκαθήμενος διά τῆς δημοσιευθείσης πράξεώς του, ἀνεγνώρισε ἐμπράκτως καί οὐχί ψιλῶ ρήματι καί ἀφορολογήτω μόνον, τήν ὕπαρξιν εἰς τόν χῶρον τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας Καινοῦ Θυσιαστηρίου, Καινῆς Ἐκκλησίας ... Ἄσχετον, λοιπόν, ἐάν τινές ήθέλησαν νά ἀποδώσουν εἰς τήν πρᾶξιν τοῦ 1969 παραταξιακόν χαρακτῆρα (ὅνπερ οὔτε κἄν διενοήθη ποτέ ὁ Μητροπολίτης ἡμῶν Κος Φιλάρετος) ὀφείλει ἡ πράξις αὕτη νά γίνη ἀποδεκτή ἀπό ἀμφοτέρας τάς παρατάξεις, ὡς ΕΜΠΡΑΚΤΟΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ, ὡς καταδίκη τῶν κακοδόξων καινοτόμων καί ἀποβολή τῶν Ἱερωνυμικῶν, τῶν Μεταξακιανιστῶν, τῶν Ἀθηναγοριανῶν καί λοιπῶν κακοδόξων καί αἱρετικῶν. Θά ἦτο βλάβη τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. ἀνά τόν κόσμον, ἐάν ἀποδοθῆ εἰς τήν πρᾶξιν τοῦ 1969 παραταξιακός χαρακτήρ καί παρερμηνεία τῶν ἐνεργειῶν τῆς Ἁγίας ἡμῶν Συνόδου. Ἡ ἐν ἔτει 1971 ἀναγνώρισις ἀποτελεῖ δεύτερον σταθμόν καί ἐπισφράγισιν τῆς πρώτης πράξεως καί ἐμμονήν εἰς τό ἔμπρακτον τῆς Ὁμολογίας. Οὐχί δύο Ἐκκλησίας ἀνεγνώρισεν ὁ ἱερός ἡμῶν Προκαθήμενος, ἀλλά τήν γνησίαν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν ἐπανειλημμένως ἀναγνωρίζει, οὐχί δικέφαλον τέρας τόν Χριστόν βλασφημῶν, ἀλλά μέ δύο μαρτυρίας τήν μίαν καταγγέλλων πραγματικότητα, καί διττῶς ἀποσκορακίζων τούς καινοτόμους τοῦ σώματος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας.... ‘Εξυπακούεται ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά συνυπάρχουν ἀτελευτήτως δύο ἱεραρχίαι εἰς τόν χῶρον τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, αὐτά ὅμως εἶναι ζητήματα ἅτινα ἀναφέρονται εἰς τήν Ἱεραρχίαν καί δέν εἶναι τῆς ἁρμοδιότητος τῆς ἀδελφότητος νά ἀσχοληθῆ. Διό καί εἰς τήν Διασποράν ὅταν μᾶς ἐρωτοῦν νά τούς ἐξηγήσωμεν τήν διαφοράν μεταξύ «Αὐξεντιανῶν» καί «Ματθαιϊκῶν» τούς παροτρύνομεν νά ἡσυχάζουν καί νά σέβωνται τούς ΓΟΧ ἅπαντας, διότι ἄνευ τῶν ἀγώνων τῶν Γ.Ο.Χ. τά πράγματα θά ἦσαν διαφορετικά σήμερον, πλήν τά διοικητικά δέν ἀνήκει εἰς ἡμᾶς νά ἀποφανθῶμεν.... Ἡ ἡμετέρα Ὁμολογία πίστεως προσυπεγράφη ἐκ μέρους Ἀρχιερέων, Ἱερῶν Μονῶν καί Κοινοτήτων, δέν ἔχομεν τό δικαίωμα νά ἐπιφέρωμεν ἀλλοιώσεις ἐπ’ αὐτῶν ἐν συνεχεία μεμονωμένων ὑποδείξεων, πρό τῆς κρίσεως ταύτης ὑπό μείζονος Συνόδου. Ὅθεν λοιπόν παρακαλοῦμεν νά μᾶς ἐνισχύσητε ἠθικῶς διά τῆς εὐλογίας τοῦ Μακαριωτάτου κ.κ. Ἀνδρέου καί νά μᾶς ὑπερασπίσετε κατά τῶν ἀντικειμένων, καί πιεζόντων ἡμᾶς εἰς ἄμβλυνσιν τῆς ὁμολογίας μας... Ἐάν ὁ Μακαριώτατος Κος Κος Ἀνδρέας, ἐπιθυμεῖ, δυνάμεθα ν’ ἀποστείλωμεν ἔγγραφον βεβαίωσιν ἐν ἧ νά δηλοῦμεν ὅτι τήν ἀναγνώρισιν τοῦ 1969 ἀντιλαμβανόμεθα «ὁμολογιακῶς» έν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ καί οὐχί παραταξιακῶς, ἤ ἐν στενῆ ἐννοία κατά τήν ἐκκλησιαστικήν διοίκησιν...». Ἄς ἴδωμεν τώρα αὐτουσίαν καί τήν ἀπό 29.7.1973 ἀπάντησιν - ἐπιστολήν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀνδρέου πρός τόν πρεσβύτερον Βασίλειον Σακκᾶν, διά τῆς ὁποίας ἀναγνωρίζει ἐπισήμως τήν ἀνωτέρω «Ὁμολογίαν Πίστεως» τῆς ἐν Γενεύη «Διεθνοῦς Ἀδελφότητος Η ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΣΑ ΠΙΣΤΙΣ», ὅπως αὕτη περιγράφεται εἰς τό Καταστατικόν αύτῆς καί τῆς ὁποίας δύο βασικαί θέσεις, ἐπαναλαμβάνομεν, εἶναι ἡ μή καταδίκη τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ - Οἱκουμενισμοῦ, μέχρι συγκλήσεως πανορθοδόξου Συνόδου, ἁπλῶς ὁ διαχωρισμός εὐθυνῶν, καί δεύτερον ἡ ἀναγνώρισις καί τῶν Φλωρινικῶν καί τῶν Ματθαιϊκῶν εἰς τόν Ἑλλαδικόν χῶρον, ὡς ἀπόδειξις Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας τῶν Ρώσων. Ἰδού λοιπόν τί γράφει ἀπαντῶν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας πρός τόν τότε Πρεσβύτερον τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας κ. Βασίλειον Σακκᾶν: «Πρός τόν πατέρα Βασίλειον Σακκᾶν «Διεθνής ‘Αδελφότης τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἐν Γενεύη, Ἡ Παραδοθεῖσα Πίστις». ‘Αγαπητέ μοι πάτερ Βασίλειε, εὔχομαι ὁ Κύριός μας καί Θεός νά σᾶς προστατεύη εἰς τήν ἐκτέλεσιν τῶν καθηκόντων τῆς Διεθνοῦς ‘Αδελφότητος τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν «Η Παραδοθεῖσα Πίστις», καί νά σᾶς φυλάττη διά τῆς Χάριτός Του ἀπό πάντα ὁρατόν καί ἀόρατον κίνδυνον, ὥστε νά ἐργάζεσθε ἐπιτυχῶς πρός δόξαν Του καθοδηγοῦντες τάς ψυχάς καί κατηχοῦντες αὐτάς εἰς τήν ἀληθινήν καί ἀκαινοτόμητον πίστιν, μέ ταπείνωσιν, ὑπακοήν, ἀνιδιοτέλειαν, ἀγάπην καί φόβον Θεοῦ. Νά ἔχετε καί τήν ἰδικήν μου εὐλογίαν καί νά σᾶς φωτίζη ὁ Παράκλητος εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν διά πρεσβειῶν τῆς Ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, τοῦ Προστάτου σου Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, τοῦ προστάτου τῆς Ἀδελφότητος Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καί πάντων τῶν Ἁγίων Ἀμήν. Μέ ἀγάπην Χριστοῦ. ΑΝΔΡΕΑΣ ‘Αρχιεπίσκοπος τῶν Γ.Ο.Χ. ‘Αθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος. (τίθεται ὑπογραφή)», καί Δέν ἔφθανεν ὅμως αὐτή ἡ ἐπιστολή – εὐλογία, ἔπρεπε νά μεταβῆ καί εἰς τήν Γενεύην, νά λάβη αὐτοπροσώπως μέρος καί εἰς τἠν Γενικήν Συνέλευσιν τῆς Διεθνοῦς Ἀδελφότητος «Η ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΣΑ ΠΙΣΤΙΣ», νά ἐγκρίνη καί νά ὑπογράψη καί ἰδία χειρί τό Καταστατικόν – Ὁμολογίαν τῆς Διεθνοῦς αὐτῆς οἰκουμενιστικῆς Ἀδελφότητος, νά ἐγκρίνη τήν ἐκλεγεῖσαν Ἐπιτροπήν, καί νά ἀναθέση εἰς τόν Πρεσβύτερον Βασίλειον Σακκᾶν τό ἔργον τῆς προωθήσεως «Διεθνῶς» τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Αὐτό ἀκριβῶς ἀποδεικνύει τό ἀπό 12.11.1973 ἔγγραφον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀνδρέου, τό ὁποῖον ὑπογράφει ἐν Γενεύῃ Ἐλβετίας. Ἰδού τί ὑπογράφει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας μετά τήν συμμετοχήν του εἰς τήν Γενικήν Συνέλευσιν τῆς ἐν λόγῳ «Διεθνοῦς Ἀδελφότητος»: «Γενεύη τῆ Λ Ὀκτωβρίου (12.11.1973). Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ζηνοβίου καί Ζηνοβίας. Πρός τήν Διεθνήν Ἀδελφότητα τῶν Γνησίων ‘Ορθοδόξων Χριστιανῶν «Η ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΣΑ ΠΙΣΤΙΣ» ἐν Γενεύη Ἑλβετίας. Ὁ ὑπογεγραμμένος ἐλέῳ Θεοῦ, ΑΝΔΡΕΑΣ, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ΕΠΕΥΛΟΓΟΥΜΕΝ τήν σημερινήν Γενικήν Συνέλευσιν τῆς Ἀδελφότητος, τό ψηφισθέν Καταστατικόν τῆς διοικήσεως αὐτῆς τήν ἐκλεγεῖσαν Ἐπιτροπήν ἀποτελουμένην ἐκ τῶν α) Τοῦ Κου Φραγκίσκου – Παύλου Μανιέν, ὡς Προέδρου β) Τῆς πρεσβυτέρας Μιχαηλίας Σακκᾶ, ὡς Γραμματέως, γ) Τοῦ Κου Ἰωάννου – Παύλου Ντυμπισιών, ὡς Ταμίου δ) Τῆς Κας Σταυροῦλας Φίστερ, ὡς Διοικητικοῦ Συμβούλου, καθώς καί τῶν α) Ἱερομονάχου ‘Οσίου, ὡς Πνευματικοῦ Συμβούλου β) Πρεσβυτέρου Βασιλείου Σακκᾶ ὡς Συντονιστοῦ καί προσωρινοῦ Ἐπιτηρητοῦ, ὅπως ἅπαντες οἱ προαναφερθέντες ἀκωλύτως, καί μέ φόβον Θεοῦ, ἀσκῶσι τά καθήκοντά των διά τήν πνευματικήν καί ὑλικήν πρόοδον τῆς Ἀδελφότητος. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ‘Αθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος ΑΝΔΡΕΑΣ. Τίθεται ὑπογραφή» Αὐτά τά κείμενα – ντοκουμέντα τά εὕρομεν εἰς τό Ἀρχεῖόν τῆς Μητροπόλεως. . Καί ἐξ’ αὐτῶν τῶν κειμένων διεπιστώσαμεν καί διεβεβαιώθημεν ὅτι ἡ μετά τό 1997 προσπάθεια τοῦ Βασιλείου Σακκᾶ νά ἐπιβάλη τόν Παλαιοημερολογιτικόν Οἰκουμενισμόν εἰς τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέν εἶναι σημερινή. Δέν προέκυψεν τό 1997 ὡς κεραυνός ἐν αἰθρία, ἀλλά ἐξεκίνησεν εὐθύς μετά τό 1971, μέ τήν εὐλογίαν μάλιστα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀνδρέου, καί προηγουμένως τοῦ Κιτίου Ἐπιφανίου, τοῦ Κορινθίας Καλλίστου, καί δέν γνωρίζομεν καί ποίου ἄλλου Ἀρχιερέως. Τοῦτο, ἀγαπητοί ἀδελφοί, εἶναι φοβερόν καί ἀκουόμενον. Τό φοβερόν ἐν προκειμένω εἶναι ὅτι ἡ προσπάθεια αὐτή τοῦ κ. Βασιλείου Σακκᾶ νά ἐπιβάλη τόν παλαιοημερολογιτικόν του Οἰκουμενισμόν, ἔσχεν τήν συγκατάθεσιν καί τήν «εὐλογίαν» καί τήν ὁμόφωνον γνώμην τοῦ ἰδίου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀνδρέου, ὁ ὁποῖος ἀπό τό 1973, ἴσως καί παλαιότερον, τόν ἐπευλόγησεν, τόν ἐστήριξεν, καί τόν ἐτροφοδότησεν, μεταβαίνων μάλιστα πρός τοῦτο καί εἰς Γενεύην, ὅπου ὁ Βασίλειος Σακκᾶς, Πρεσβύτερος τότε τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς ἵδρυσε «Διεθνῆ Ἀδελφότητα τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν», κάτι δηλαδή παράλληλον πρός τό «Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν» τοῦ Νεοημερολογιτικοῦ καί Παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Αὕτη (ἡ «Διεθνής ἀδελφότης»), ἐνῶ παρουσιάζετο ὡς Όρθόδοξος, ἀπό τό ἴδιον τό Καταστατικόν της (τό ὁποῖον ἐπίσης ἔχομεν εἰς χεῖράς μας) καί ἀπό τήν Ὁμολογίαν (τήν ὁποίαν ὑπέγραψαν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καί 4-5 Ἀρχιερεῖς), ἦτο ἕν οἰκουμενιστικόν (παλαιοημερολογιτικόν) κατασκεύασμα, μέ σκοπόν νά προπαγανδίση διεθνῶς τόν Παλαιοημερολογιτικόν Οἰκουμενισμόν. Τό θεωρητικόν καί θεολογικόν ὑπόβαθρον τῆς «Διεθνοῦς αὐτῆς Ἀδελφότητος», ὅπως προκύπτει ἀπό τό Καταστατικόν καί ἀπό τά δημοσιευθέντα κείμενα τοῦ κ. Βασιλείου Σακκᾶ, εἶναι ὁ Παλαιοημερολογιτικός Οἰκουμενισμός. Βασικαί θέσεις τοῦ Καταστατικοῦ - Ὁμολογίας εἶναι: α) Ἡ μή καταδίκη τῆς Νεοημερολογιτικῆς καινοτομίας, ἁπλῶς ἡ διαχώρισις τῶν εὐθυνῶν, μέχρι συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου, καί β) Ἡ κατά τό ἔτος 1969 καί 1971 ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΣ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν τῆς Ἑλλάδος (Φλωρινικῶν καί Ματθαιϊκῶν) δύο κλάδων ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ σώματος, ἤτοι τῆς Μιᾶς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας εἶναι ἐνέργεια Ὁμολογιακή ἐκ μέρους τῶν Ρώσων. Αὐτήν τήν Ὁμολογίαν ἐνέκρινεν, ἐπευλόγησεν καί ὑπέγραψεν ἰδία χειρί ὁ τότε Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος κ. ‘Ανδρέας, μεταβαίνων μάλιστα μυστικά καί εἰς τήν Γενεύην. Ἔτσι ἐνεργοῦν πάντοτε τά ξένα Κέντρα, μυστικά, ἀθόρυβα καί ἀποτελεσματικά ... Ἀναλογίζομαι εἰς πόσα παρόμοια ἔγγραφα ἔχει βάλει τήν ὑπογραφήν του, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας, καί παλαιότερον καί κατά τήν τελευταίαν 8ετίαν, ἐκτός ἀπό αὐτά, τά ὁποῖα ἦλθον εἰς τό φῶς τῆς δημοσιότητος, καί τά ὁποῖα ἀσφαλῶς θά χρησιμοποιήσουν εἰς τήν συνέχειαν οἱ γνωστοί πράκτορες τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ - Οἰκουμενισμοῦ, διά νά τόν παρουσιάσουν ὡς συνειδητόν θιασώτην τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος βεβαίως κατ’ αὐτούς εἶναι ἡ ... «γνησία Ὀρθοδοξία». Εἶναι λυπηρόν, ὅτι ἐνῶ προσεπαθήσαμεν πολλάκις ἐπί σειράν ἐτῶν καί μέχρι τέλους νά βοηθήσωμεν τόν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀνδρέαν, νά ἀντιμετωπίση ὁμολογιακῶς τήν ἀπό τοῦ 1998 νέαν ληστρικήν ἐπίθεσιν τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους κατά τῆς Ἐκκλησίας, οὗτος «οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι», διότι ἦτο ἀπό ἐτῶν ἠχμαλωτισμένος εἰς τήν «Βαβυλώνειον αἰχμαλωσίαν» τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ οἰκουμενισμοῦ τοῦ Βασιλείου Σακκᾶ, ὁ ὁποῖος προεξετάθη καί εἰς τούς Τσακίρογλου καί τόν Κάτσουρα καί δι’ αὐτῶν καί εἰς ἄλλους πολλούς. Εἶναι λυπηρόν, διότι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας ἐπῆρεν μαζί του καί αὐτήν τήν προδοσίαν (τοῦ 1973), τήν ὁποίαν μέχρι σήμερον ἐκράτησε μυστικήν, ἐνῶ ἐπισήμως καί μέ δημόσια ἔγγραφα καί διά λογαριασμόν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἐπί τῶν ἰδίων θεμάτων ἀπήντα μέχρι τό 1997 κατά πάντα ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ καί ΠΕΠΑΡΡΗΣΙΑΣΜΕΝΑ. Εἶναι λυπηρόν ὅτι καί ὁ τότε Πειραιῶς Νικόλαος, ἐπρόδωσεν, τό ἔτος 1974, καί ἐκράτησε μυστικήν τήν προδοσίαν του τῆς 28.10.1974, ἡ ὁποία ὡδήγησεν εἰς τήν «πανηγυρικήν ἀποδοχήν» τοῦ βλασφήμου κατά τῆς Ὁμολογίας - Ἐκκλησιολογίας καί τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς ὑπέρ αὐτοῦ ἐκδοθέντος 54/76 ‘Απαλλακτικοῦ Βουλεύματος. Δέν δυνάμεθα νά μήν μνημονεύσωμεν ἐνταῦθα καί τήν «ΑΠΟΦΑΣΙΝ – ΔΗΛΩΣΙΝ - ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΝ» (τοῦ 1974) τῶν λαϊκῶν μελῶν τῆς Ἐπισκοπικῆς περιφερείας Πειραιῶς, τήν ὁποίαν ἐδημοσιεύσαμεν εἰς τό «Γνώσεσθε τήν ‘Αλήθειαν», τεῦχος 14ον, Μαίου 2006 εἰς τήν ὁποίαν ἀναφέρεται: «Ἀποκηρὐσσομεν ἀπό τοῦδε πάντα Κληρικόν ... ὅστις ἤθελεν ποτέ λιποψυχήσει καί δεχθῆ ἀντικανονικάς καί παρανόμους ἀποφάσεις τῆς Νεοημερολογιτικῆς Ἱεραρχίας, ἔστω καί ἄν εἶναι μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἤ καί αὐτός οὗτος ὁ ‘Αρχιεπίσκοπος ἡμῶν ἤ καί ὀ Σεβ. ‘Επίσκοπος ἡμῶν κ.κ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ, καθώς καί πάντα Κληρικόν, ὅστις ἤθελεν τυχόν ποτέ ἐμφανισθεῖ ὑπό τόν τίτλον τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς δῆθεν Κεφαλή ἡμῶν καί μή συνεχίζων τήν γραμμήν ἥν ἐχάραξεν ὁ ἐν μακαριστοῖς Ἀρχιεπίσκοπος ἡμῶν Κυρός Ματθαῖος, καί πάντα μή ὑπακούοντα εἰς τά κελεύσματα τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου...»; Καί διερωτώμεθα: Μήπως ὁ συντάκτης τοῦ κειμένου ἐγνώρισε κάτι ἀπό τήν ἐν ἔτει 1973 προδοσίαν τοῦ Ἀρχ/που Ἀνδρέου καί τήν ἐν ἔτει 1974 προδοσίαν τοῦ Πειραιῶς Νικολάου; Υ.Γ. Ἀντί Παραρτήματος παραθέτομεν συνημμένως καί ἐν φωτοτυπία: α) Τήν ἐπιστολήν τοῦ τότε Πρεσβυτέρου Βασιλείου Σακκᾶ πρός τόν Ἀρχιμ. Καλλίνικον Σαραντόπουλον, εἰς τήν ὁποίαν σημειωθήτω ἀναγράφει ἰδία χειρί ὁ ‘Αρχιεπίσκοπος τήν ἡμερομηνίαν 17 Ἰουλίου 1973, ὅπερ σημαίνει ὅτι ἐνημερώθη ἐπ’ αὐτῆς καί τήν ἐγνώριζεν, β) Τήν ἀπό 27/7/1973 ἰδιόχειρον ἀπάντησιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου πρός τόν Βασίλειον Σακκᾶν καί γ) Τήν ἀπό Λ΄Ὀκτωβρίου (12.11.1973 ἐν Γενεύη ὑπογραφεῖσαν ἄλλην ἐπιστολήν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Καί «ὁ νοῶν νοείτω», διατί καί μετά τό 1997 ἔπεσεν εἰς τήν πλεκτάνην τοῦ Βασιλείου Σακκᾶ καί τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ του Οἰκουμενισμοῦ.

ΙΕΡΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ

 


ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΙΕΡΟΥ

ΝΑΟΥ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΟΥΜΕΛΑ

ΕΙΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΠΑΡΝΗΘΟΣ

  Η Πανήγυρις της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου τελέσθηκε με ιδιαίτερη λαμπρότητα και χάρη στον ομώνυμο Ιερά Ναό της στις Αχαρνές Αττικής, εις Πρόποδες Πάρνηθος.

 Το απόγευμα της Τρίτης, 14.08.2024(ε.η.), τελέσθηκε ο Μέγας Εσπερινός, χοροστατούντος του οικείου Ιεράρχου Σεβασμ. Μητροπολίτου Μεσογαίας, Λαυρεωτικής και Αχαρνών κ. Κηρύκου, εις το πλευρόν του οποίου συλλειτούργησε ο Ιερεύς π. Ματθαίος Homes, κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Μερκίας και Βρετανικών Νήσων.

  Το πρωΐ της Τετάρτης, 15.08.2024(ε.η.), ψάλθηκε ο εόρτιος Όρθρος και εν συνεχεία τελέσθηκε το Αρχιερατικό Ιερό Συλλείτουργο. Προέστη ο οικείος Μητροπολίτης κ. Κήρυκος και έλαβεν μέρος και ο ως άνω προαναφερόμενος Ιερεύς.

 Θείον Κήρυγμα, εξεφώνησε ο Σεβ/τος Μητροπολίτης Μεσογαίας, Λαυρεωτικής και Αχαρνών κ. Κήρυκος, αναφερθείς εις το πλούσιο Ιστορικό της ημέρας, αλλά και εις τον σωστό αγώνα που πρέπει να κάνει εις πιστός ώστε πραγματικά να δύναται να ονομάζεται Γνήσιος Ορθόδοξος αλλά και Ομολογητής. 

 Αμέσως μετά το ''Είη το όνομα'' ακολούθησε η περιφορά της Ιεράς Εικόνος της Παναγίας Σουμελά καθώς και του Επιταφίου της Γλυκύτατης Μητέρας όλων μας, της Παναγίας,    πέριξ του Ιερού Ναού, εκπέμφθηκε εκτενής δέησις και ειπώθηκε το ''Δι' ευχών'' υπό του Σεβ. κ. Κηρύκου. 

 Ακολούθως έγινε η διανομή του αντιδώρου από τον Σεβ/το κ. Κήρυκο.

 Επρόκειτο για μία Ομολογουμένως πολύ ευλογημένη Πανήγυρη, με Άκρως Ορθόδοξο Χαρακτήρα Αγάπης και ενότητος εν Αληθεία. Για μία ανεκτίμητη θεία δωρεά! 

 Ακολουθεί εκτενές φωτογραφικό ρεπορτάζ από τα διαδραματισθέντα:


<<Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν>>.






Η ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΠΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΣΧΙΣΜΑΤΟΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΝΙΚΟΛΑΙΤΩΝ (2005 - 2023)

ΠΡΟΣΟΧΗ, ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΔΙΕΚΟΨΑΜΕΝ ΕΝ ΕΤΕΙ 2005 ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΣΧΙΣΜΑΤΟΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΝΙΚΟΛΑΙΤΩΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΕΝ ΕΤΕΙ 2003 ΔΙΕΚΟΨΑΜΕΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΣΧΙΣΜΑΤΟΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΟΧΩΝ ΑΥΤΩΝ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ... + Ο ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΚΗΡΥΚΟΣ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Δ/ΝΣΙΣ: ΕΠΙΣΚΟΠΕΙΟΝ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ ΚΟΡΩΠΙ Τ.Κ.19400 Τ.Θ. 54 ΤΗΛ. 210.6020176, 210.2466057 Ἀριθμ. Πρωτ. ΕΠ/30 Ἐν Κορωπίῳ τῆ Κυριακῆ τῶν Βαίων 2006 ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Α.Π. 1037 ΕΝ ΚΟΡΩΠΙΩ ΙΟΥΛΙΟΣ 2024 ΠΡΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΜΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΨΕΥΔΑΡΧΙΕΠΙΚΟΠΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ‘Αγαπητοί ἐν Χριστῶ ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίω πνευματικά, εἴθε ὁ Χριστός νά παραμένη πάντοτε ἀνα΄μεσά μας, νά μᾶς ... Γράφω ταῦτα ἐν πολλῆ ἀγωνία, διότι «αἱ ἡμέραι (λίαν) πονηραί εἰσί», διό, ὅπως βλέπομεν, καί πολλοί ἐκ τῶν ἐκλεκτῶν, ὄχι ἁπλῶς πλανῶνται ἀλλά καί πολέμιοι τῆς Ἐκκλησίας καί ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ ἀναδεικνύονται!... Εἰς τήν παροῦσαν μου ἐπιστολήν θά ἀναφερθῶ εἰς τό θέμα τοῦ χρέους τῶν ὀρθοδόξων νά διακόπτον κοινωνίαν μετά αἱρετικῶν καί βλασφήμων, ὡς εἶναι ἐν προκειμένω ὁ ψευδαρχιεπίσκοπος Νικόλαος, ἵνα μή κολασθοῦν μαζί των. Θά σᾶς εἴπω ὄχι προσωπικάς μου ἀπόψεις, ἀλλά τήν ἀναμφισβήτητον ὁμόφωνον διδασκαλίαν, ἐντάλματα – γνώμας, τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὅσον ἀφορᾶ τό χρέος τῆς διακοπῆς κοινωνίας τῶν Ὀρθοδόξων (‘Επισκόπων, Ἱερέων, Μοναχῶν καί λαϊκῶν) ἀπό τῶν αἱρετικῶν, ἤ ἀπό τῶν «προσποιουμένων ὁμολογεῖν», ἤ ἀπό τῶν συμφρονούντων καί κοινωνούντων μετ’ αὐτῶν, ἤ ἀπό τῶν ἀρνουμένων νά καταδικάσουν τά αἱρετικά καί βλάσφημα φρονήματα των, ἤ ἀπό τῶν σιγώντων ὅταν μάλιστα προδίδεται ἡ Πίστις. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀπευθυνόμενος πρός τόν Ἡγούμενον Θεόφιλον, ὁ ὁποῖος, προφάσει διατηρήσεως τῆς Μονῆς καί διασώσεως τῶν Μοναχῶν δέν ἔκοπτεν τήν μετά τῶν αἱρετικῶν (Εἰκονομάχων) τῆς ἐποχῆς του κοινωνίαν, γράφει: «Ὦ τῆς πωρώσεως! ὦ τῆς θεομαχίας! Χριστός ἤρνητο ... ἐπίσκοποι περιορίζοντο καί ἡγούμενοι ταυτοπαθοῦντες... μοναχοί καί μονάζουσαι, λαϊκοί καί λαϊζουσαι..., οἱ μέν τυπτόμενοι, οἱ δέ φρουρούμενοι΄ ἄλλοι λιμοκτονούμενοι, ἕτεροι ξεόμενοι, ἄλλοι θαλαττευόμενοι ... ἕτεροι θανατούμενοι... καί σύ, ὦ τρισάθλιε, ἐαλωκώς τῆ ψυχοφθόρω κοινωνίᾳ, καί μένων εἰς τό ὀλετήριον, ἐπ΄ ἅν οὕτως, ἀλλ’ οὐ μοναστήριον, λέγεις εὖ ἔχειν... Ποῖον δέ καί διεσώσω ναόν, τόν ναόν τοῦ Θεοῦ, μιάνας σεαυτόν; Τίνας δέ καί ἀδελφούς ἐφυλάξω, διεφθορότας τῆ ὀλεθρίᾳ σου κοινωνία, κἄν ἐν βρώμασι; σκάνδαλον τοῦ κόσμου, ὑπόδειγμα ἀρνήσεως, προτροπή ἀπωλείας, σάρξ ἀλλ’ οὐ πνεῦμα, σκοτήρ, ἀλλ’ οὐ φωστήρ. Ταῦτα αὐτή ἡ ἀλήθεια βοᾶ πρός τούς οὕτως ἀσεβοῦντας΄ οὕς εἰ μή μετανοήσουσιν ἐπιλέγειν οὕτως ἄθεα, οὐ χριστιανούς ἡγητέον» (P.G. 99, 1337 C). Μέ πιό ἁπλᾶ λόγια τοῦ λέγει: «Σύ ὦ τρισάθλιε, αἰχμαλωτισθείς εἰς τήν ψυχοφθόρον κοινωνἰαν τῆς αἱρέσεως καί διαμένων εἰς τό ὀλετήριον, ὡς πρέπει νά λεχθῆ, καί ὄχι Μοναστήριον, κομπάζεις ὅτι εἶσαι καλά! ... Ποῖον ναόν διετήρησας, ἀφοῦ ἐμίανας τόν ναόν τοῦ Θεοῦ πού εἶσαι σύ ὁ ἴδιος; Ποίους δέ ἀδελφούς διέσωσας, ἀφοῦ κατεστράφησαν διά τῆς ὀλεθρίας σου κοινωνίας μετά τῆς αἱρέσεως;». Δέν νομίζω, Σεβασμιώτατε, νά εἶναι μικρότερος ὁ «ὀλετήρ» τῶν βλασφημιῶν τοῦ «Πειραιῶς» καί τῶν ὁμοφρόνων του κατά τῆς ‘Εκκλησιολογίας καί τῆς ‘Αποστολικῆς των Διαδοχῆς, ἀλλά καί γενικώτερον κατά τῆς ὀρθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας; Ὁ ἴδιος Ἅγιος Πατήρ εἰς ἄλλην περίπτωσιν γράφει: «Καἰ τώρα ἄκουσέ με, τιμιώτατε πάτερ, νά ὁμιλήσω πιό ἐλεύθερα. Δέν τυγχάνει ἐκτός εὐθύνης, τό νά συλληφθῆς ἀπό ἀνθρώπους τοῦ βασιλέως, καί νά παραμείνης παρά ταῦτα ἐλεύθερος....». Ὅπως ἀκριβῶς συνέβη τό 1974, ὅτε ὁ πολύς τότε Πειραιῶς κ. Νικόλαος, ἄν καί ἐμηνύθη ὑπό τοῦ τότε νεοημερολογίτου «Πειραιῶς» Χρυσοστόμου Ταβλαρουδάκη «ἐπί ἀντιποιήσει ἐκκλησιαστικοῦ ἀξιώματος», ὄχι μόνον δέν ἐδιώχθη, ἀλλά καί ἠθωώθη καί ἀνεγνωρίσθη ὡς «Κανονικός παλαιοημερολογίτης Ἐπίσκοπος», διότι ἀπεδέχθη ὅτι τό 1937 ὁ ἀοίδιμος Βρεσθένης προεκάλεσε σχίσμα καί ἵδρυσε μίαν δευτέραν ‘Εκκλησίαν Παλαιοημερολογιτῶν, καί ὅτι τοῦτο, ὅπως καί ἡ ‘Αποστολική του Διαδοχή, «ἐθεραπεύθη» διά τῆς κατά τό 1971 «χειροθεσίας» ὡς ἐπί σχισματικοῦ!... Δέν δύναμαι παρά νά ἐμπτύσω τρίς εἰς τά τοιαῦτα ὑπαγορεύματα τοῦ διαβόλου καί νά τά παραδώσω εἰς τό ἀνάθεμα. Καί προηγουμένως ὁ Ἅγιος λέγει: «Ἐάν ἡ ὁσιότης σου οὐδέν ἔπαθε ἐκ τῶν ἀνωτέρω (τῶν βασάνων δηλαδή εἰς τά ὁποῖα ὑπεβάλοντο οἱ πιστοί), μετά τήν σύλληψιν, συγχώρα με, ἀλλά ἐπλανήθης ἀδελφέ. Καί μή μοῦ δικαιολογεῖσαι ὅτι διατηρεῖς ἀσφαλεῖς τάς ἐκκλησίας καί τάς ἁγιογραφίας τῶν ναῶν, ὡς καί τό μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου. Τά παρόμοια καί ἄλλοι πεπτωκότες φλυαροῦσιν. Τά ἀνωτέρω δέν δύνανται νά διατηρηθοῦν, ἐκτός ἐάν ἐγένετο προδοσία τῆς ὀρθοδόξου ὁμολογίας. Διότι σέ παρακαλῶ ποία ἡ ὠφέλεια, ὅταν ἐμεῖς πού λεγόμεθα καί εἴμεθα ναός τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε καταστραφεῖ (διά τῆς μή ὁμολογίας) μέ τό νά περιποιούμεθα ἀψύχους ναούς... Ἀλλοίμονον, ἄλλοι νά ἀποθνήσκουν, ἄλλοι νά ἐξορίζωνται, ἄλλοι νά μαστιγώνωνται, ἄλλοι νά φυλακίζωνται, ἄλλους νά φιλοξενοῦν τά ὅρη, αἱ ἐρημίαι, οἱ βράχοι καί τά σπήλαια, καί ἐμεῖς διαμένοντες στά σπίτια μας νά νομίζωμεν ὅτι θά παραμείνωμεν ἀβλαβεῖς;... Ταῦτα εἶπον ἀπό ἀγάπην πρός σέ καί ὡς ὐπενθύμισιν, ὅτι οἱ τά τοιαῦτα πράττοντες εἶναι ἄξιοι τιμωρίας» (P.G. 99, 1365). Σεβασμιώτατε, ἀδελφέ, πρόσχωμεν! Ὁ ἴδιος ἅγιος (Θεόδωρος ὁ Στουδίτης), γράφει δι’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς κοινωνοῦν μέ τούς αἱρετικούς: «Ἐχθρούς γάρ τοῦ Θεοῦ, ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλῃ καί πολλῆ τῆ φωνῆ ἀπεφήνατο». (P.G. 99. 1049 Α). Καί ἀλλοῦ λέγει: «Οἱ μέν τέλεον περί τήν πίστιν ἐναυάγησαν΄ οἱ δέ, εἰ καί τοῖς λογισμοῖς ού κατεποντίσθησαν, ὅμως τῆ κοινωνία τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται» (P.G. 99, 1164 Α). Δηλαδή: «Ἄλλοι μέν ἐναυάγησαν περί τήν πίστιν τελείως, ἄλλοι δέ, καίτοι ἐσωτερικῶς δέν ἀσπάσθηκαν τήν κηρυττομένην κακοδοξίαν, συναπωλέσθησαν ὅμως μέ τούς λοιπούς λόγω τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μετ’ αὐτῶν» (P.G. 99, 1164A). Ἄς ἀκούσωμεν, ὅμως, καί τήν σχετικήν διδασκαλίαν τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ: «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι καί πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαί φεύγειν τούς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καί τῆς αὐτῶν κοινωνίας διϊστασθαι» (P.G. 160. 105 C). Καί ἀλλαχοῦ: «Φεύγετε καί ὑμεῖς ἀδελφοί, τήν πρός τούς ἀκοινωνήτους κοινωνίαν καί τό μνημόσυνον τῶν ἀμνημονεύτων. Ἰδού ἐγώ, Μάρκος ὁ ἁμαρτωλός λέγω ὑμῖν, ὅτι ὁ μνημονεύων τοῦ Πάπα ὡς ὀρθοδόξου ἀρχιερέως, ἔνοχος ἔστι πάντα τά τῶν Λατίνων ἐκπληρῶσαι μέχρι καί αὐτῆς τῆς κουρᾶς τῶν γενείων καί ὁ λατινοφρονῶν μετά τῶν Λατίνων κριθήσεται καί ὡς παραβάτης τῆς πίστεως λογισθήσεται» (P.G. 160, 1097 D, 1100 Α). Ὁ ἴδιος Ἅγιος (Μάρκος ὁ Εὐγενικός) εἰς ‘Εγκύκλιόν του, ὤν ἐξόριστος γράφει: «Ἀλλ’ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί ἡ τῆς ἀληθείας δύναμις οὐ δέδεται... οἱ περισσότεροι τῶν ἀδελφῶν θαρροῦντες εἰς τήν ἐξορία μου... ἐκδιώκουν τούς παραβάτας τῆς ὀρθῆς πίστεως ὡς καθάρματα, μήτε συλλειτουργεῖν αὐτοῖς ἀνεχόμενοι, μήτε μνημονεύοντες ὅλως αὐτῶν ὡς χριστιανῶν». Καί μάλιστα οὔτε εἰς τήν κηδείαν του ἤθελε νά παρευρεθοῦν. Ὁ ἴδιος προέτρεπεν τούς ὀρθοδόξους νά ἀποφεύγουν τήν κοινωνίαν μετά τῶν αἱρετικῶν, διότι οὕτω διασφαλίζουν τήν κοινωνίαν των μετά τοῦ Θεοῦ: «Πέπεισμαι γάρ ἀκριβῶς, ὅτι ὅσον ἀποδιϊσταμαι τούτου (τοῦ Πατριάρχου) καί τῶν τοιούτων, ἐγγίζω τῶ Θεῶ καί πᾶσι τοῖς πιστοῖς καί ἁγίοις Πατράσι΄ καί ὥσπερ τούτου χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῆ ἀληθεία καί τοῖς ἁγίοις» (P.G. 160, 536). Εἰς τήν ἰδίαν ‘Εγκύκλιον ἔλεγε: «Φεύγετε καί ὑμεῖς ἀδελφοί, τήν πρός τούς ἀκοινωνήτους κοινωνίαν καί τό μνημόσυνον τῶν ἀμνημονεύτων». Προηγουμένως ὅμως ἄλλοι μεγάλοι Πατέρες τῆς ‘Εκκλησίας, λέγουν καί διά τούς τότε καί δι’ ἡμᾶς σήμερον: Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας γράφει πρός τόν λαόν τῆς Κων/λεως: «’Ασπίλους καί ἀμώμους ἑαυτούς τηρήσατε, μή κοινωνοῦντες τῶ μνημονευθέντι (Νεστορίῳ) μήτε μήν ὡς διδασκάλῳ προσέχοντες... Τοῖς δέ γε τῶν κληρικῶν, εἴτε λαϊκῶν διά τήν ὀρθήν πίστιν κεχωρισμένοις ἤ καθαιρεθεῖσι παρ’ αὐτοῦ, κοινωνοῦμε ἡμεῖς, οὐ τήν ἐκείνου κυροῦντες ἄδικον ψῆφον, ἐπαινοῦντες δέ μᾶλλον τούς πεπονθότας (τούς παθόντας)» (ΜΑΝΣΙ, 4, 1096). Ἐπίσης ὁ Μέγας ‘Αθανάσιος ἐπισημαίνει τόν κίνδυνο νά κολασθοῦν ὅσοι ἀκολουθοῦν ‘Επισκόπους ἤ πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι «κακῶς ἀναστρέφονται καί σκανδαλίζουν τόν λαόν». Ἰδού τί προτείνει εἰς τούς χριστιανούς οἱ ὁποῖοι θέλουν νά μείνουν ὀρθόδοξοι: «’Εάν ὁ ‘Επίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφονται καί σκανδαλίζωσι τόν λαόν, χρή (πρέπει) αὐτούς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἤ μετ’ αὐτῶν ἐμβληθῆναι, ὡς μετά Ἄννα καί Καϊάφα, εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός» (ΒΕΠΕΣ 33, 199). Καί ὁ Μέγας Βασίλειος, ἰδού τί ἐπισημαίνει: «Οἵτινες τήν ὑγιᾶ Ὀρθόδοξον Πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν, κοινωνεῖν δέ τοῖς ἑτερόφροσι, τούς τοιούτους εἰ καί μετά παραγγελίαν οὐκ ἀποστῶσιν, μή μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλά μηδέ ἀδελφούς ὀνομάζειν» (Βλ. Ν. Βασιλειάδη, Μάρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ Ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, Ἔκδοσις «Σωτήρ», ‘Αθῆναι, 1972, σελ. 95). Ἀσφαλῶς δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγη, ὅτι πρός τήν διδασκαλίαν τῶν ἐνδεικτικῶς ἀναφερθέντων Ἁγίων Πατέρων συνάδουν ἀπολύτως καί οἱ Κανόνες τῶν Τοπικῶν καί Οἱκουμενικῶν Συνόδων. Συγκεκριμένως ὁ Β΄ Κανών τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Ἁγίας Συνόδου (341), διαγορεύει: «Μή ἐξεῖναι δέ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις... Εἰ δέ φανείη τις τῶν Ἐπισκόπων ... τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καί τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι ὡς ἄν συγχέοντα τόν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας». (Πηδάλιον, Ἔκδοσις «ΑΣΤΗΡ», Ἀθῆναι 1993, σελ. 176), τό δέ Συνοδικόν τῆς Ἁγίας Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (783): «Τοῖς κοινωνοῦσιν ἐν γνώσει, τοῖς ὑβρίζουσι καί ἀτιμάζουσι τάς σεπτάς εἰκόνας, ἀνάθεμα» (Πρακτικά τῶν Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Τόμος Γ, σελ. 230 καί 325). ‘Αντιλαμβανόμεθα, Σεβ/τε, ὅτι τά ἀνωτέρω δέν ἰσχύουν μόνον διά τούς τότε Εἰκονομάχους, οἱ ὁποῖοι ἠρνοῦντο γενικῶς τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας περί τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων, ἀλλά καί διά τούς νεωτέρους Εἰκονομάχους, τούς πέντε πρώην Μητροπολίτας, οἱ ὁποῖοι ἠρνήθησαν, κατεδίκασαν καί ἀναθεμάτισαν μάλιστα τήν διδασκαλία τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διά συγκεκριμένας ὀρθοδόξους (Βυζαντινάς) Εἰκόνας. Τοῦτο ἰσχύει ἐκ τῶν πραγμάτων πλέον καί διά τήν περί τόν κ. Νικόλαον ψευδοσύνοδον, διότι ἀποδεδειγμένως ἡ «ΟΜΟΛΟΓΙΑ» καί τοῦ ἰδίου προσωπικῶς (τοῦ κ. Νικολάου) καί τῆς περί αὐτόν ψευδοσυνόδου εἶναι ἡ αὐτή μέ τήν «ΒΛΑΣΦΗΜΙΑΝ» τῶν ΠΕΝΤΕ πρώην Μητροπολιτῶν, ἐνῶ προχωροῦν καί εἰς Ἐκκλησιομαχίαν καί βλασφημίαν κατά τῆς Ἀποστολικῆς των Διαδοχῆς. Χαρακτηριστικώτερος ὅλων, ἐν προκειμένω εἶναι ὁ ΙΕ Κανών τῆς ΑΒ Ἁγίας Συνόδου (861), ὁ ὁποῖος διαγορεύει: «Οἱ γάρ δι’ αἵρεσιν τινά παρα τῶν Ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν Πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες .... οἱ τοιοῦτοι ... οὐ μόνον τῆ κανονικῆ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται, πρό Συνοδικῆς διαγνώμης, ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζονται, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι». Κατά τήν ἑρμηνείαν τοῦ ἱεροῦ Νικοδήμου «...Οἱ χωριζόμενοι (ἀπό τῶν αἱρετικῶν), ὄχι μόνον διά τόν χωρισμόν δέν καταδικάζονται, ἀλλά καί τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι, ἐπειδή, ὄχι σχίσμα ἐπροξένησαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν μέ τόν χωρισμόν αὐτόν, ἀλλά μᾶλλον ἠλευθέρωσαν τήν ‘Εκκλησίαν ἀπό τό σχίσμα καί τήν αἵρεσιν τῶν ψευδεπισκόπων αὐτῶν» (Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός, Ἔκδοσις ‘Αστέρος, σελ. 358). Τέλος οἱ ἁγιορεῖται Πατέρες, τό 1272, ἀπευθυνόμενοι πρός τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγον, ὁ ὁποῖος ἤθελε νά τούς ἐπιβάλη τό μνημόσυνον τοῦ λατινοφρονήσαντος Πατριάχρου ‘Ιωάννου Βέκκου γράφουν::«Καί πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή καί οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνἰας τῶν μνημονευσάντων αύτίκα ..., ὅτι μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία, ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων» (V. LAURENT - J. DARROUZES, DOSSIER GREC. DE L’ UNION DE LYON (1273-1277), Παρίσι 1976, σ. 399). Καί τελειώνω μέ τά πολύ χαρακτηριστικά – προφητικά λόγια τοῦ στάρετς ‘Ανατολίου ἀπό τήν Ὄπτινα τῆς Ρωσίας (+1927), ὁ ὁποῖος προλέγει μέ ἐξαιρετική σαφήνειαν περί τῶν συμβαινόντων εἰς τάς ἡμέρας μας: «Θά ἐξαπλωθοῦν παντοῦ αἱρέσεις... Ὀλίγοι θά ἀντιληφθοῦν τήν πανουργία τοῦ ἐχθροῦ.... Οἱ αἱρετικοί θά πάρουν τήν ἐξουσία στά χέρια τους.... Θά τοποθετήσουν παντοῦ δικούς τους ὑπηρέτας Θά μεταχειρίζωνται βίαν... Οἱ μονάζοντες θά καταπιέζωνται καί ὅσοι θά εἶναι συνδεδεμένοι μέ τά ὑλικά θά ὑποταχθοῦν στούς αἱρετικούς... Οἱ δαίμονες διά τῆς αἱρέσεως θά εἰσέρχωνται εἰς τά Μοναστήρια, τά ὁποῖα θά παραμείνουν μόνον τοῖχοι, ἡ χάρις θά ἔχει φύγει ...» (Ὁλόκληρος ἡ μικρή μέν, ἀλλά πολύ μεγάλη σέ νόημα ἐπιστολή τοῦ Στάρετς ‘Ανατολίου τῆς Ὄπτινα ἐδημοσιεύθη εἰς τό «ΓΝΩΣΕΣΘΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑΝ, τεῦχος 7, Ὀκτ. 2005) . Ταῦτα, ὡς πολύ καλῶς ὅλοι γνωρίζομεν, εἶπον ἐν Πνεύματι «Αγίῳ, ὁμοφώνως οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὄχι μόνον διά τούς τότε, ἀλλά καί δι’ ἡμᾶς σήμερον, διό ἐπάναγκες, πάση θυσία, νά διαφυλάξωμεν καί ἡμεῖς ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τήν «ΚΑΛΗΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ», ἤτοι τήν Ἐκκλησιολογίαν τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καί τήν μετ’ αὐτῆς ἀδιασπάστως καί ἀδιαρρήκτως συνηνωμένην ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΔΙΑΔΟΧΗΝ, ἄνευ τῶν ὁποίων δέν νοεῖται ὅτι εὑρισκόμεθα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ὀρθώτατα ταυτίζει τρόπον τινά τήν Ὀρθόδοξον Ὁμολογίαν πρός τήν Καθολικήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν: «Καθολικήν Ἐκκλησίαν, τήν ὀρθήν καί σωτήριον τῆς εἰς αὐτόν πίστεως ὁμολογίαν... ὁ τῶν ὅλων εἶναι Θεός ἀπεφήνατο» (P.G. 90, 132). Ἄς προβληματισθῶμεν, ἐν Χριστῶ ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίω πνευματικά. ‘Ας προβληματισθῶμεν, ἵνα μή εὑρεθῶμεν, ὅ μή γένοιτο, μεταξύ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔστω καί ἄν «δέν ἐναυάγησαν περί τήν πίστιν», «συναπωλέθησαν» ὅμως μετά τῶν ἀρνητῶν, «λόγω τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας» μετ’ αὐτῶν. Καί ἐπιτρέψτε μου, ὡς ἐκ περισσοῦ, νά σᾶς γνωρίσω, ὅτι μέ αὐτόν τόν προβληματισμόν, ἀλλά καί μέ δεδομένον τό γεγονός, καθ΄ ὅ, οἱ περί τόν κ. Νικόλαον πρώην ἐν Χριστῶ Ἀδελφοί καί Πατέρες διά πολλοστήν φοράν ἠρνήθησαν νά ἀνανήψουν καί δέν ἐδέχθησαν νά παρακ αθήσωμεν, Κανονικῶς καί ‘Ορθοδόξως, εἰς κοινήν συνεδρίασιν, ΕΘΕΩΡΗΣΑ ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΩΤΕΡΟΝ ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΩ, ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΜΟΝΟΣ ΑΡΧΙΕΡΕΥΣ, μετά τοῦ ἐμμεἰναντος ἐν τῆ Ὁμολογία πιστοῦ ἱεροῦ Κλήρου καί Λαοῦ ἐν Ἑλλάδι, Ρωσία, Αὐστραλία, Καναδᾶ καί ὅπου γῆς, ἤτοι μετά «μικροῦ ποιμνίου», ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω φιλαδέλφως καί ἐν ὀνόματι τῆς ‘Ορθοδοξίας, ἡ ἐλαχιστότης μου ποιεῖ ἜΚΚΛΗΣΙΝ, ὅπως καί ὅσοι ἐξ ὑμῶν ἀκόμη δέν τό ἐπράξατε, ἀλλά κοινωνε[πιτε μετ’ αὐτῶν, νά διακηρύξετε τήν γνησίαν ὀρθόδοξον Ὁμολογίαν μετά τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, νά καταδικάσετε τάς κατ’ αὐτῶν βλασφημίας τοῦ «Πειραιῶς» Νικολάου καί τῆς ὑπ’ αὐτόν ψευδοσυνόδου καί διακόψητε πᾶσαν κοινωνίαν μετ’ αὐτῶν, ὡς ἐκτός ‘Εκκλησίας ὄντων, διά τάς βλασφημίας των καί ‘Εκκλησιομαχίας, ὥστε νά βαδίσωμεν μέ συνέπειαν τόν Γολγοθᾶν τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἀς εἴμεθα βέβαιοι ὅτι Κύριος ὁ Θεός πολεμήσει ὑπέρ τῆς Ἁγίας Του Ἐκκλησίας, καί ταύτην, δεινῶς σήμερον χειμαζομένην, ἀναδείξη καί πάλιν Νικῶσαν. Ἄλλως δέν δυνάμεθα νά σᾶς παρέχωμεν τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Διατελῶ ἐν ἀγάπη Χριστοῦ καί μετ’ εὐχῶν Ὁ ἐλάχιστος ἐν ‘Επισκόποις + Ο ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΚΗΡΥΚΟΣ

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2024

Η ΣΑΦΕΣΤΕΡΗ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

Η ΣΑΦΕΣΤΕΡΗ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΟΙΜΗΘΗΚΑΝ ΓΙΑ 200 ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΑΝΑΣΤΗΘΗΚΑΝ! «ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΩΝ ΕΝ ΕΦΕΣΩ » « Τὸν ἑπτάριθμον τιμῶ χορὸν Μαρτύρων Δείξαντα ἀνάστασιν νεκρῶν τῷ κόσμω.» «Οι άγιοι επτά Παίδες, Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος, έζησαν κατά την εποχή του αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Οι νέοι αυτοί, μόλις βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία και ύστερα από συνετή σκέψη και εκτίμηση, μοίρασαν τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς και μπήκαν και κρύφτηκαν μέσα σε ένα σπήλαιο. Εκεί, αφού προσευχήθηκαν να λυθούν από τα δεσμά του σώματος και να μην παραδοθούν στον αυτοκράτορα Δέκιο, παρέδωσαν τις ψυχές τους στο Θεό. Ο Αυτοκράτορας δε, όταν επέστρεψε στην Έφεσο, τους αναζήτησε, για να τους αναγκάσει να προσφέρουν θυσίες στα είδωλα. Μόλις όμως έμαθε ότι εκείνοι είχαν πεθάνει στο σπήλαιο, πρόσταξε και έφραξαν με μανδρότοιχο το στόμιο του σπηλαίου αυτού. Έκτοτε λοιπόν πέρασαν εκατόν ενενήντα τέσσερα έτη και φτάνουμε μέχρι το τριακοστό όγδοο έτος της βασιλείας του Θεοδοσίου Β' του Μικρού (408-450 μ.Χ.), ήτοι μέχρι το έτος 446 μ.Χ. Τότε εμφανίστηκε στους κόλπους του Χριστιανισμού μια αίρεση, η οποία δε δεχόταν το δόγμα της αναστάσεως των νεκρών. Η αίρεση αυτή, προκαλούσε μεγάλη αναταραχή και αναστάτωση στην Εκκλησία. Ο δε Αυτοκράτορας, βλέποντας την αναστάτωση αυτή της Εκκλησίας του Θεού, δεν ήξερε τι να κάνει. Όμως δεν απελπίστηκε, αλλά, αφού φόρεσε έναν τρίχινο σάκο και κάθισε κατά γης, θρηνούσε και παρακαλούσε το Θεό να του φανερώσει τον τρόπο διάλυσης της αίρεσης. Ο Κύριος λοιπόν δεν παρέβλεψε τα δάκρυα του Αυτοκράτορα και ικανοποίησε το αίτημά του με τον ακόλουθο τρόπο: Ο κύριος του όρους, στο οποίο βρισκόταν το σπήλαιο των αγίων επτά Παίδων, θέλησε κατά τον καιρό εκείνο να χτίσει μαντρί για το ποίμνιό του. Έτσι λοιπόν, παίρνοντας επί δύο ημέρες πέτρες από τον μανδρότοιχο του σπηλαίου, για να οικοδομήσει το μαντρί του, ανοίχτηκε το στόμιο του σπηλαίου αυτού. ακριβώς, με προσταγή του Θεού, αναστήθηκαν οι άγιοι επτά Παίδες, που είχαν πεθάνει μέσα στο σπήλαιο αυτό, και συνομιλούσαν μεταξύ τους, σαν να είχαν κοιμηθεί την προηγούμενη ημέρα. Τα σώματά τους δε δεν είχαν αλλοιωθεί στο παραμικρό και τα ενδύματά τους δεν είχαν φθαρεί ούτε σαπίσει από την υγρασία του σπηλαίου, αν και είχαν περάσει εκατόν ενενήντα τέσσερα χρόνια. Μετά την ανάστασή τους οι άγιοι επτά Παίδες είχαν έντονο στη μνήμη τους το γεγονός ότι ο Δέκιος ζητούσε να τους τιμωρήσει και περί αυτού ακριβώς συνομιλούσαν μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, ο Μαξιμιλιανός έλεγε προς τους άλλους: «Και αν συλληφθούμε, αδελφοί, ας σταθούμε γενναίοι και να μην προδώσουμε την ευγένεια της πίστης μας. Εσύ δε, αδελφέ Ιάμβλιχε, πήγαινε να αγοράσεις άρτους, πλην όμως περισσότερους. Γιατί χθες το βράδυ έφερες λίγους, και κοιμηθήκαμε σχεδόν πεινασμένοι. Επιπλέον προσπάθησε να μάθεις τι σκέφτεται για εμάς ο Δέκιος». Όταν λοιπόν ο Ιάμβλιχος πήγε στην πόλη, είδε στην πύλη το σημείο του Σταυρού. Το γεγονός αυτό του προκάλεσε έκπληξη και θαυμασμό. Βλέποντας δε το Σταυρό και σε άλλους τόπους, καθώς επίσης και τα κτίρια να διαφέρουν από εκείνα που ήξερε και τους ανθρώπους επίσης κάπως διαφορετικούς, νόμισε ότι βλέπει όραμα ή ότι περιέπεσε σε έκσταση. Πήγε όμως στους αρτοπώλες, πήρε τους απαραίτητους άρτους και, αφού έδωσε τα χρήματα που έπρεπε, έσπευδε να επιστρέψει στο σπήλαιο. Ενώ λοιπόν ετοιμαζόταν να φύγει, είδε τους αρτοπώλες να δείχνουν ο ένας στον άλλο το ασημένιο νόμισμα, να κοιτάζουν προς αυτόν και να λένε ότι αυτός βρήκε κάποιο θησαυρό, αφού το νόμισμα που τους έδωσε για τους άρτους είχε στην επιφάνειά του τυπωμένη την εικόνα του αυτοκράτορα Δεκίου, ο οποίος είχε πεθάνει προ πολλού (πριν από 194 χρόνια). Μετά από το γεγονός αυτό ο Ιάμβλιχος τρόμαξε πολύ και έμεινε άφωνος, νομίζοντας ότι αυτοί τον αναγνώρισαν και θα τον συνελάμβαναν για να τον παραδώσουν στον αυτοκράτορα Δέκιο. Έπεσε λοιπόν στα πόδια τους και τους παρακαλούσε λέγοντας: «Σας παρακαλώ, κύριοί μου, έχετε στα χέρια σας το αργύριό μου, πάρτε πίσω και τους άρτους σας. Μόνο αφήστε με να φύγω». Οι αρτοπώλες τού απάντησαν: «Δείξε μας το θησαυρό που βρήκες και δώσε και σ’ εμάς μερίδιο απ’ αυτόν. Αλλιώς σε παραδίνουμε στο θάνατο». Και συγχρόνως με τα λόγια αυτά του πέρασαν αλυσίδα στο λαιμό και τον έσυραν στη λεωφόρο (στον κεντρικό και μεγάλο δρόμο της πόλης). Εν συνεχεία τον οδήγησαν στον ανθύπατο προς ανάκριση. Εκείνος, μόλις τον είδε, του είπε: «Πες μας, νέε, πώς βρήκες το θησαυρό, πόσος είναι και πού βρίσκεται». Ο Άγιος τού απάντησε: «Εγώ δε βρήκα ποτέ κανένα θησαυρό. Το νόμισμα που έδωσα στους αρτοπώλες το είχα από τους γονείς μου. Δεν ξέρω λοιπόν τι συμβαίνει με μένα τώρα». Ο ανθύπατος τότε τον ρώτησε: «Από ποια πόλη είσαι;». Ο Ιάμβλιχος απάντησε: «Από αυτήν, αν αυτή είναι η Έφεσος». Τότε ο ανθύπατος είπε: «Ποιοι είναι οι γονείς σου; Ας έλθουν εδώ και, αν διαπιστωθεί η αλήθεια, θα σε πιστέψουμε». Ο Άγιος του απάντησε: «Ο δείνα είναι ο πατέρας μου, ο δείνα είναι συγγενής και ο δείνα είναι ο παππούς μου». Ο ανθύπατος, μόλις άκουσε τα ονόματα, είπε στον Ιάμβλιχο: «Τα ονόματα που ανέφερες είναι ξένα και ανυπόστατα και έξω από αυτά που κατά τη συνήθεια χρησιμοποιούνται. Επομένως δεν μπορείς να γίνεις πιστευτός». Τότε ο Άγιος είπε στον ανθύπατο: «Αν, ενώ σου λέω την αλήθεια, δε με πιστεύεις, δεν ξέρω να σου πω πλέον τίποτε άλλο». Ύστερα από αυτά ο ανθύπατος είπε: «Ασεβέστατε, το νόμισμά σου με την επιγραφή του μαρτυρεί ότι τυπώθηκε πριν από διακόσια χρόνια, επί αυτοκράτορα Δεκίου, κι εσύ, όντας νεότερος, προσπαθείς να μας εξαπατήσεις;». Τότε ο Ιάμβλιχος έπεσε στα πόδια του ανθυπάτου και των παρευρεθέντων και τους παρακαλούσε λέγοντας: «Σας παρακαλώ, κύριοί μου, πέστε μου, που είναι ο Δέκιος, ο βασιλιάς, που ήταν στην πόλη αυτή;». Εκείνοι του απάντησαν: «Κατά τους παρόντες χρόνους δεν υπάρχει βασιλιάς Δέκιος. Αυτός βασίλευσε πριν από πολλά χρόνια». Τότε ο Ιάμβλιχος είπε: «Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, κύριοί μου, εκπλαγήκατε. Πλην όμως ακολουθήστε με να πάμε στο σπήλαιο και ίσως από τα σημεία που θα δείτε θα διαπιστωθεί η αλήθεια των λόγων μου. Εγώ πράγματι ξέρω ότι φύγαμε από την πόλη εξ αιτίας του Δεκίου και ότι χθες, ερχόμενος να αγοράσω άρτους, είδα ότι ο Δέκιος εισήλθε στην πόλη αυτή». Αυτά είπε ο άγιος Ιάμβλιχος, ο δε επίσκοπος Εφέσου Μαρίνος, μόλις τα άκουσε, είπε στον ανθύπατο: «Έχω τη γνώμη ότι κάτι θαυμαστό συμβαίνει με την υπόθεση αυτή. Έτσι, ας τον ακολουθήσουμε». Και πράγματι ακολούθησαν τον Άγιο μέχρι το σπήλαιο ο ανθύπατος, ο επίσκοπος Μαρίνος και πολύς λαός. Πρώτος μπήκε στο σπήλαιο ο Ιάμβλιχος. Έπειτα μπήκε ο Επίσκοπος, ο οποίος, μόλις έστρεψε το βλέμμα του προς τα δεξιά μέρη του στομίου, είδε ένα κιβώτιο σφραγισμένο με δυο ασημένιες σφραγίδες. Το κιβώτιο αυτό το είχαν τοποθετήσει εκεί ο Ρουφίνος και ο Θεόδωρος ως χριστιανοί, οι οποίοι είχαν αποσταλεί εκεί από το Δέκιο μαζί με τους άλλους, στους οποίους ο Αυτοκράτορας αυτός είχε δώσει την εντολή να φράξουν με μανδρότοιχο το στόμιο του σπηλαίου. Οι δύο χριστιανοί, Ρουφίνος και Θεόδωρος, έγραψαν και τα Συναξάρια των αγίων επτά Παίδων και σημείωσαν τα ονόματά τους σε μολύβδινες πλάκες. Όταν λοιπόν συνάχτηκαν όλοι οι έγκριτοι άρχοντες μαζί με τον ανθύπατο, άνοιξαν το κιβώτιο και βρήκαν τις μολύβδινες πλάκες, τις οποίες διάβασαν και ένιωσαν όλοι τους απερίγραπτη έκπληξη από το θαυμαστό αυτό γεγονός. Αμέσως δε τότε προχώρησαν στα ενδότερα του σπηλαίου, όπου βρήκαν τους Αγίους και έπεσαν στα πόδια τους. Κατόπιν κάθισαν κατά γης και τους ρωτούσαν. Οι Άγιοι τους διηγήθηκαν τα σχετικά με τους εαυτούς τους και εν συνεχεία τα κακουργήματα του Δεκίου εις βάρος των Χριστιανών. Μόλις εκείνοι άκουσαν όσα οι Άγιοι τούς διηγήθηκαν, εκπλήττονταν και δόξαζαν το Θεό, τον ποιητή των θαυμασίων. Τότε ο ανθύπατος και ο επίσκοπος Μαρίνος με αναφορά τους γνωστοποίησαν τα θαυμαστά αυτά γεγονότα στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο. Εκείνος δοκίμασε απέραντη χαρά για όλα αυτά και έσπευσε αμέσως στην Έφεσο. Στη συνέχεια ανήλθε στο σπήλαιο. Εκεί βρήκε τους αγίους επτά Παίδες και, αφού έπεσε κατά γης, τους έβρεχε τα πόδια με τα δάκρυά του και τα αποσπόγγιζε. Η αγαλλίαση δε και η χαρά του ήταν απερίγραπτη, αφού ο Κύριος δεν παρείδε το αίτημά του και έδειξε σ’ αυτόν οφθαλμοφανώς την ανάσταση των νεκρών. Ενώ δε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος συνομιλούσε με τους Αγίους, καθώς επίσης οι επίσκοποι και άλλοι άρχοντες, οι Άγιοι νύσταξαν λίγο και, έτσι, μπροστά σε όλους εξεδήμησαν προς Κύριον. Τότε ο Αυτοκράτορας, αφού πρόσφερε πολύτιμα άμφια και αρκετό χρυσάφι και ασήμι, πρόσταξε να κατασκευάσουν επτά θήκες προς τιμήν των Αγίων και να τεθούν μέσα σ’ αυτές τα λείψανά τους. Αλλά κατά τη νύχτα που ακολούθησε εμφανίστηκαν σ’ αυτόν οι Άγιοι και του είπαν: «Άφησέ μας, βασιλιά, στο σπήλαιο που έγινε η ανάστασή μας». Έτσι λοιπόν, αφού έγινε μεγάλη σύναξη επισκόπων και αρχόντων, ο Αυτοκράτορας κατέθεσε τα λείψανα των Αγίων στη γη του σπηλαίου, καθώς εκείνοι με οπτασία του ζήτησαν. Εν συνεχεία οργάνωσε και πραγματοποίησε στον τόπο εκείνο λαμπρή και χαρμόσυνη εορτή, φιλοξένησε με πλούσια αγαθά τους φτωχούς της Εφέσου, χαροποίησε όλο το λαό με λαμπρές βασιλικές τιμές και έβγαλε από τις φυλακές τους επισκόπους που είχαν φυλακιστεί, επειδή κήρυτταν το δόγμα της αναστάσεως των νεκρών. Ακολούθως έγινε από όλους κοινή εορτή, κατά την οποία αναπέμφθηκαν λόγοι και ύμνοι ευχαριστίας και δοξολογίας προς τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό.»

Κυριακή 18 Αυγούστου 2024

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΑΠΗΝΟΥΣ ΔΙΩΓΜΟΥ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΩΝ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

Ανηρτηθη at February 04, 2019 ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΓΓΡΑΦΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΑΠΗΝΟΥΣ ΔΙΩΓΜΟΥ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΟΧ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΚΗΡΥΚΟΥ, ΤΟΝ ΟΠΟΙΟΝ ΗΓΕΙΡΕΝ, ΩΣ ΜΗ ΩΦΕΙΛΕΝ, ΤΟ ΥΠΟ ΤΟΝ ΗΓΟΥΜΕΝΟΝ ΣΤΕΦΑΝΟΝ (ΦΕΡΟΜΕΝΟΝ ΣΗΜΕΡΟΝ ΚΑΙ ΩΣ "ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΝ") ΚΑΘΟΔΗΓΟΥΜΕΝΟΝ ΠΑΡΑΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΝ, ΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΩΔΗΓΗΣΑΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΝ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΕΝ ΕΤΕΙ 2003, ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΜΟΝ ΚΑΙ ΣΙΜΩΝΙΑΚΗΝ ΠΑΡΑΙΤΗΣΙΝ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΔΕΙΞΙΝ ΕΙΣ "ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΝ" ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ (ΕΤΙ ΖΩΝΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ) ΚΑΙ ΕΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ 2005 ΤΟ ΟΠΟΙΟΝ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΟΝ Ο ΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΩΣ "ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ" ΣΤΕΦΑΝΟΣ, ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΟΜΕΝ ΟΤΙ ΑΥΤΑ (ΤΑ ΑΙΤΙΑ) ΔΕΝ ΗΣΑΝ ΜΟΝΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗΣ - ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΤΑΞΕΩΣ, ΑΛΛΑ ΗΣΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ ΕΙΔΟΥΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΧΟΥΝ ΣΧΕΣΙΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΑΝ ΕΝ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΕΙ (ΓΝΩΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ) ΚΑΙ ΜΕ ΤΑΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΠΟΙΗΣΕΙΣ (=ΠΩΛΗΣΕΙΣ) ΝΑΩΝ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΚΛΠ. ΠΡΟΣ ΙΔΙΟΝ ΟΦΕΛΟΣ ΚΑΙ "Ο ΝΟΩΝ ΝΟΕΙΤΩ" ...

ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΤΟΥ 2006

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑΣ ΩΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μάλιστα ἡ ἔννοια τῆς φιλανθρωπίας ὡς ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τήν κήρυξαν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής καί ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀναβίωσε ἀπό τόν μυστικό θεολόγο τοῦ 14ου αἰώνα Νικόλαο Καβάσιλα. Ὁ Καβάσιλας ταυτίζει τήν φιλανθρωπία μέ τήν ἀγάπη καί τήν περιγράφει ὡς τό πλέον τέλειο ὁρισμό τῆς σχέσεως τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο. Διότι ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ τό σχέδιό Του γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου πραγματοποιήθηκε μέ τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Σάββατο 17 Αυγούστου 2024

ΤΟ ΥΨΟΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ

Τὸ ὕψος τῶν ἱερῶν Κανόνων, τὸ ὁποῖο παλαιότερες Πανορθόδοξοι Σύνοδοι ἀνήγαγαν στὴν ἰσοτιμία μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, σήμερα βρίσκεται ὑπό, ἔμπρακτη περισσότερο, ἀμφισβήτηση• κι ὅμως, ἡ ὀρθόδοξη συνείδηση καὶ κατ’ ἐξοχὴν ἡ ἱερόσοφη ὁμοφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἠχείων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πάντοτε θωρεῖ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες τοὺς συντεταγμένους ἢ ἐγκεκριμένους ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὡς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἴσης θεοπνευστίας μὲ τοὺς δογματικοὺς Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ λοιπὸν ἀπαρασάλευτου περιεχομένου καὶ κύρους, ὥστε ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης νὰ τονίζει ὅτι εἶναι μόνον κατὰ τὸ ἥμισυ Ὀρθόδοξος ὅποιος δὲν ζεῖ συμφώνως μὲ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες. Ἔτσι, οἱ ἱεροὶ Κανόνες εἶναι τὸ κριτήριο ὀρθότητος καὶ φάρμακο θεραπείας, ὄχι μόνον τοῦ βίου τῶν ἁπλῶν πιστῶν καὶ τοῦ Κλήρου, ἀλλὰ καὶ ὁ γνώμων ἐκκλησιαστικοῦ κύρους ἐνεργειῶν καὶ ἀποφάσεων ἀκόμη καὶ τῶν Συνόδων καὶ τῶν Πατριαρχῶν, συνόλου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2024

ΜΙΑ ΠΑΝΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

ΜΙΑ ΠΑΝΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΓΝΗΣΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ 10, ΑΧΑΡΝΑΙ ΤΗΛ. 210 2466057, Α.Π. 63 Ἐν Ἀχαρναῖς τῆ 10/23 Μαρτίου 2008 Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥΣ & ΛΟΙΠΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΑΣ, ΑΡΩΓΟΥΣ & ΔΙΑΚΟΝΟΥΝΤΑΣ ΕΙΣ ΤΟ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ, ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΝ & ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΟΝ ΕΡΓΟΝ ΤΩΝ ΥΦ’ ΗΜΑΣ ΙΕΡΩΝ ΝΑΩΝ ΜΗΤΡΟΠ. ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΑΧΑΡΝΩΝ, ΠΡΟΣΚΥΝΗΜ. ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΘΗΝΙΩΤΙΣΣΗΣ (ΣΟΥΜΕΛΑ) ΑΧΑΡΝΩΝ, ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΥ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΚΟΡΩΠΙΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΟΧΙΑΚΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΚΑΡΕΑ Ἀγαπητοί ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίω πνευματικά, χαίρετε ἐν Κυρίω. Οἱ Ἐκκλησιαστικοί Ἐπίτροποι, καί λοιποί συνεργάτες, ἀρωγοί καί οἱ διακονοῦντες εἰς τό ἐν γένει ἱεραποστολικόν, κατηχητικόν καί φιλανθρωπικόν ἔργον τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά εἶναι ἐνήμεροι καί ἐπί τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων, ἐπί τῆς πορείας τοῦ Ἀγῶνος, καί νά μήν παύουν νά μεριμνοῦν καί διά τήν πνευματικήν των ἐποικοδομήν, ἔτσι ὥστε τό ἔργον των νά ἀποβαίνει πρός δόξαν Θεοῦ καί πρός σωτηρίαν των, καί οὐχί πρός κατάκρισιν. Ἡ παράκλησίς μου, πρός ὑμᾶς τούς ἐκλεκτούς καί ἀγαπητούς ἐκκλησιαστικούς Ἐπιτρόπους καί λοιπούς συνεργάτας, ἀρωγούς, καί διακονοῦντας εἰς τό ἱεραποστολικόν, κατηχητικόν καί φιλανθρωπικόν ἔργον τοῦ ὑφ’ ἡμᾶς Μητροπολιτικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Δημητρίου, τοῦ προσκυνηματικοῦ Παναγίας Ἀθηνιωτίσσης, τοῦ Ἐπισκοπικοῦ Ἁγίας Αἰκατερίνης καί τοῦ Μετοχιακοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, καί ἄν θέλετε ἡ πατρική ἐντολή μου, εἶναι νά μελετᾶτε. Πρωτίστως βέβαια νά προσεύχεσθε, κατά τό «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε», ἀλλά καί νά μελετᾶτε καί νά ἐνημερώνεσθε κατά τό «γνώσεσθε τήν ἀλήθεια καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώση ὑμᾶς». Αὐτό ζητῶ ἀπό σᾶς τά πνευματικά ἐν Κυρίω τέκνα, διότι αὐτό σημαίνει καί συμμετοχήν εἰς τόν Ἀγῶνα, σημαίνει ὑπακοήν εἰς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀντιλαμβάνομαι, ὅμως, τό παράπονόν σας. Ὅτι ἡ ζωή ἔχει γίνει τόσον δύσκολη, ὥστε νά μήν ἔχετε χρόνο νά μελετήσετε. Ναί εἶναι γεγονός, ὅτι ἡ ζωή ἔχει γίνει πολύ δύσκολη. Ἀλλά, πρέπει νά ἀναλογισθοῦμε ὅτι ἔχομεν εἰς τήν διάθεσίν μας νά ἐργαζώμεθα διά τά βιοτικά, ἕξι ὁλοκλήρους ἡμέρας. Ἔχομεν ὅμως καί τήν εὐλογημένην Κυριακήν, ἡ ὁποία εἶναι ἡμέρα τοῦ Κυρίου, δηλαδή πρέπει νά τήν ἀφιερώνουμε εἰς τόν Κύριο. Τοῦτο σημαίνει νά ἐκκλησιαζώμεθα ἀνελλιπῶς πρός ἁγιασμόν μας, νά προσευχώμεθα περισσότερον πρός ἐνίσχυσίν μας, νά μελετῶμεν τόν λόγον τοῦ Θεοῦ πρός οἰκοδομήν μας καί νά ἐνημερωνώμεθα ἐπί τῶν ὁμολογιακῶν - ἐκκλησιολογικῶν θεμάτων, διά νά τοποθετούμεθα ὀρθοδόξως, ὥστε νά μή εὑρεθῶμεν, εἴτε ἐξ’ ἀγνοίας, εἴτε ἐξ’ ἀμελείας, ἔξω τοῦ Νυμφῶνος, δηλαδή ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, καί κολασθῶμεν. Σήμερα, λοιπόν, Κυριακήν Β΄ Νηστειῶν, παρακαλῶ ὅλους ἐσᾶς, οἱ ὁποῖοι θά λάβετε εἰς τάς χεῖράς σας τήν «ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΠΝΟΗΝ» τοῦ Ἰανουαρίου – Φεβρουαρίου 2008, καί ἄλλα ἀγωνιστικά ἔντυπα, νά μή τά περιφρονήσετε. Εἰς αὐτά θά εὕρετε πολύ σημαντικά καί ἐνδιαφέροντα ἱεραποστολικοῦ, κατηχητικοῦ, ἀγωνιστιστικοῦ καί ὁμολογιακοῦ χαρακτῆρος θέματα, ἀπό τά ὁποῖα θά ὠφεληθεῖτε πνευματικῶς καί θά ἐνισχυθῆτε εἰς τόν ὁμολογιακόν ἀγῶνα. Ἀφιερώσατε, σᾶς παρακαλῶ, ὀλίγον χρόνον νά τά μελετήσετε, καί ἄν ἔχετε ἀπορίας ἐρωτᾶτε καί θά σᾶς δοθοῦν ἀπαντήσεις καί θά λυθοῦν αἱ ἀπορίαι σας. Καί νά μή ξεχνᾶτε, ὅτι ο ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, ὁ ὁποῖος τιμᾶται ἰδιαιτέρως ἀπό τήν Μητρόπολίν μας, εἶναι σαφής καί διαχρονικός. Ὄχι μόνον «ταῦτα μελέτα», ἀλλά καί «ἐν τούτοις ἴσθι», (καί νά μελετᾶτε καί νά παραμένουμε σ’ αὐτά πού μαθαίνουμε) καί νά εἴμεθα βέβαιοι ὅτι ὁ Θεός θά μᾶς ἀνταποδώση ἑκατονταπλάσια. Ἀλλά καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὁ μέγας πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας, τόν ὁποῖον ἐπίσης ἔχομεν πολιοῦχον μας, μᾶς συνιστᾶ νά εἴμεθα μέ τήν ἀλήθειαν, διότι ἐάν εἴμεθα μέ τήν ἀλήθεια, εἴμεθα μέ τήν Ἐκκλησία, εἴμεθα μέ τόν Χριστό. Μετ’ εὐχῶν καί τῆς ἐν Κυρίῳ ἀγάπης Ο Ἐλάχιστος ἐν Ἐπισκόποις +Ὁ Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Κήρυκος ΥΓ. Το παρον εδημοσιευθη το 2008 και επαναδημοσιευεται σημερον 29 Ιουλίου 2024.

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2024

Ο ΠΑΡΑ ΤΩΝ ΟΜΟΦΥΛΩΝ ΠΟΛΕΜΟΣ

ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ «ΧΑΛΕΠΩΤΕΡΟΝ ΚΡΙΝΩ ΤΟΝ ΠΑΡΑ ΤΩΝ ΟΜΟΦΥΛΩΝ ΠΟΛΕΜΟΝ» (Μέγας Βασίλειος) Ὑπό τοῦ Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Κηρύκου Εἰσαγωγικόν σημείωμα: Εἰς τήν τελευταίαν ὑπ’ ἀριθμ. 421/25.12.2006 ἐπιστολήν μας πρός τήν ψευδοσύνοδον τοῦ Νικολάου, ἐσημειώσαμεν ὅτι: «Μέχρι καί προπηλακισμούς καί βαρβάρους τρομοκρατικάς χειρονομίας βίας πρός φυσικήν ἐξόντωσιν τοῦ Ἱερομ. π. ‘Αμφιλοχίου, ἐπειδή ἐμμένει εἰς τήν Ὁμολογίαν καί τήν ‘Αλήθειαν, ἐπεχειρήθη ἀπό τούς Ἱερομ. ‘Ιγνάτιο, Ἱεροδ. Βαρθολομαῖο καί Μον. Ἀγαθάγγελλο (πρώην πνευματικά του τέκνα), καί μάλιστα ὑπό τάς εὐλογίας τοῦ «Ἀργολίδος» Παχωμίου, ὅστις ἀπέδειξεν ποῖος πράγματι εἶναι, καί ὁποίας δυνατότητας ἔχει νά κινῆται εἰς τό πονηρόν. Ἐνδιατρίψας δέ ὀλίγον ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ θέματος ἐνεθυμήθην τά λόγια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «ΧΑΛΕΠΩΤΕΡΟΝ ΚΡΙΝΩ ΤΟΝ ΠΑΡΑ ΤΩΝ ΟΜΟΦΥΛΩΝ ΠΟΛΕΜΟΝ» καί ἔγραψα τό παρακάτω κείμενον διά τήν σειράν τῶν «Ἀντιαιρετικῶν θεμάτων»: Οἱ αἱρετικοί πάντοτε ἐπολέμουν τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Πάντοτε ἐδίωκον τούς Ὀρθοδόξους καί τούς ὑπερασπιστάς τῆς ἀληθείας. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐδοκίμασε αὐτόν τόν διωγμόν κυρίως ἐκ μέρους τῶν εἰδωλολατρῶν, (βλέπε Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης), ὅπως καί τόν διωγμόν ἐκ μέρους τῶν ψευδαδέλφων, καί πολλάκις ὡμίλει διά τήν πικρίαν τήν ὁποίαν ἐδοκίμαζεν, κυρίως διά τόν δεύτερον, ἐκ μέρους τῶν ψευδαδέλφων. Εἰς τήν 243, 2 ἐπιστολήν του (Ε.Π. 32, 904), ἀναφέρει χαρακτηριστικά, ὅτι ὁ διωγμός ἐκ μέρους τῶν ψευδαδέλφων, τόν ὁποῖον μάλιστα ὀνομάζει πόλεμον ὁμοφύλων, εἶναι βαρύτερος ὅλων: «Διωγμός κατείληφεν ἡμᾶς, ἀδελφοί τιμιώτατοι, καί διωγμῶν ὁ βαρύτατος». Καί ἐξηγεῖ γράφων εἰς τήν ὑπ’ ἀριθμ. 82, 1. (Ε.Π. 32, 460) ἄλλην ἐπιστολήν του πρός τόν Ἀλεξανδρείας Ἀθανάσιο: «Λέλυται πᾶσα Ἐκκλησία, ὡς οὐδέ ἡ σή φρόνησις ἀγνοεῖ. Καί ὁρᾶς πάντως τά ἑκασταχοῦ, οἷον ἀφ’ ὑψηλῆς τινος σκοπιᾶς τῆς τοῦ νοῦ θεωρίας, ὅπως, καθάπερ ἐν πελάγει πολλῶν ὁμοῦ συμπλεόντων, ὑπό τῆς βίας τοῦ κλύδωνος πάντες ἀλλήλοις προσρήγνυνται καί γίνεται τό ναυάγιον, πῆ μέν ἐκ τῆς ἔξωθεν αἰτίας βιαίως κινούσης τήν θάλατταν, πῆ δέ ἐκ τῆς τῶν ἐμπλεκόντων ταραχῆς ἀντιβαινόντων ἀλλήλοις καί διωθουμένων». Εἰς ἑτέραν ἐπιστολήν του ὑπ’ ἀριθμ. 257, 1 (Ε.Π. 32, 945) πρός Μοναχούς βασανιζομένους ὑπό τῶν Ἀρειανῶν ἔγραφε ὅτι ἦταν λιγότερο ἐπικίνδυνοι οἱ ἀνοιχτά δεδηλωμένοι Ἀρειανοί παρά μερικοί ψεῦτες ἀδελφοί, οἱ ὁποῖοι δροῦσαν ἀνάμεσα στό ποίμνιο: «Χαλεπώτερον γάρ κρίνω ἐγώ τόν παρά τῶν ὁμοφύλων πόλεμον, διότι τούς μέν προκεκηρυγμένους ἐχθρούς καί φυλάξασθαι ράδιον, τοῖς δέ ἀναμεμιγμένοις ἡμῖν ἀνάγκη ἐκδότους εἶναι πρός πᾶσαν βλάβην, ὅ καί ὑμεῖς πεπόνθατε». Τονίζει μάλιστα ὅτι οἱ αἱρετικοί δέν ἐδίσταζαν νά χρησιμοποιοῦν καί τά πιό αἰσχρά μέσα διά νά φτάσουν στούς στόχους των, ἔφταναν ἀκόμη μέχρι καί νά θανατώνουν ὀρθοδόξους Κληρικούς, πού δέν ὑπέκυπταν μπροστά τους. Στήν ἐπιστολή του 248 πρός τόν Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου ἀναφέρει γιά κάποιον Ἀσκλήπιον, ὁ ὁποῖος χτυπήθηκε ἀπό τούς ‘Αρειανούς τόσο δυνατά, ὥστε νά πεθάνει ἀπό τίς πληγές, διότι ἀρνήθηκε τήν κοινωνία τους: «’Ασκλήπιός τις, διά τό μή ἑλέσθαι τήν πρός τόν Δωήκ κοινωνίαν, τυπτόμενος παρ’ αὐτῶν ταῖς πληγαῖς ἐναπέθανεν, μᾶλλον δέ διά τῶν πληγῶν εἰς τήν ζωήν μετετέθη». Ὁ Μ. Βασίλειος συνέδεε τούς χριστιανούς πού μαρτύρησαν μπροστά στούς αἱρετικούς μέ ἐκείνους πού μαρτύρησαν ἐπί τῶν διωγμῶν τῶν είδωλολατρῶν καί τούς θεωροῦσε αύθεντικούς μάρτυρας, λυπόνταν μάλιστα ὅτι τά θύματα τῶν Ἀρειανῶν δέν τιμῶνται ὡς μάρτυρες, καί πίστευε ὅτι γι’ αὐτό θά ἀπολαύσουν μεγαλύτερη δόξα στούς οὐρανούς. Ἔγραφε στήν ὑπ’ ἀριθμ. 243, 2 Ε.Π. 32, 904 ἐπιστολήν του: «Καί τό βαρύτατον, ὅτι οὔτε οἱ μέν κακούμενοι, ἐν πληροφορίᾳ μαρτυρίου τά πάθη δέχονται, οὔτε οἱ λαοί ἐν μαρτύρων τάξει τούς ἀθλητάς θεραπεύουσι, διά τό χριστιανόν ὄνομα τοῖς διώκουσι περικεῖσθαι». Ἐπίσης εἰς τήν ὑπ’ ἀριθμ. 257, 1 ἐπιστολήν του (Ε.Π. 32, 945) γράφει: «Οἱ δέ νῦν ἀναφανέντες διῶκται μισοῦσι μέν ἡμᾶς οὐδέν ἦττον ἤ ἐκεῖνοι, εἰς δέ τήν τῶν πολλῶν ἀπάτην τό τοῦ Χριστοῦ προβάλλονται ὄνομα, ἵνα μηδέ τήν ἐκ τῆς ὁμολογίας παραμυθίαν ἔχωσιν οἱ διωκόμενοι, τῶν πολλῶν καί ἀκεραιοτέρων ἀδικεῖσθαι μέν ἡμᾶς ὁμολογούντων, εἰς μαρτύριον δέ ἡμῖν τόν ὑπέρ τῆς ἀληθείας θάνατον μή λογιζομένων. Διόπερ ἐγώ πέπεισμαι μείζονα ἡμῖν ἤ τοῖς τότε μαρτυροῦσι παρά τοῦ δικαίου κριτοῦ μισθόν ἀποκεῖσθαι..., ὥστε είκός πολλυπλασίονα ἀποκεῖσθαι ἐν τῶ μέλλοντι αἰῶνι τῶν ὑπέρ τῆς εὐσεβείας πόνων τήν ἀντιμισθίαν». Τοῦτο τό τελευταῖον ὁμοιάζει μέ ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἔλεγε ὁ ἄγιος Ἱεράρχης Ματθαῖος ‘Αρχιεπίσκοπος ‘Αθηνῶν, ὅτι δηλαδή οἱ σημερινοί ὀρθόδοξοι ἐάν κρατήσουν καθαρήν τήν Ὁμολογίαν των θά τιμῶνται ὡς οἱ παλαιοί μάρτυρες. ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ @ ΓΟΕΕ 2007

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2024

Η ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΤΗΣ 15ης ΙΟΥΛΙΟΥ 2024 ΥΠΟΓΡΑΦΕΙΣΗΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗΝ ΙΕΡΑΝ ΜΟΝΗΝ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΚΟΡΩΠΙΟΥ ΥΠΟ ΠΕΝΤΕ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ ΤΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

Η ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ ΤΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ, Η ΟΠΟΙΑ ΥΠΕΓΡΑΦΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗΝ ΙΕΡΑΝ ΜΟΝΗΝ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΚΟΡΩΠΙΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ ΤΗΝ 15ην 1ΟΥΛΙΟΥ 2024 (Ε.Η.) ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΝΗΓΥΡΙΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΗΡΥΚΟΥ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΤΤΗΣ ΠΕΡΙ ΟΡΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΛΕΓΟΜΕΝΩΝ «ΕΥΣΤΑΘΙΑΝΩΝ» ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΠΟΥ ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΕΝ ΑΥΤΗ. Τὴν 15ην Ἰανουαρίου 2024 ἐ.ἑ., ἡμεῖς, οἱ ὑπογράφοντες τὴν παροῦσαν ἐπίσκοποι, ἐξεδώσαμεν τὴν ἀπόφασίν μας μὲ Α.Π. 1028, ἡ ὁποία ἐκοινοποιήθη εἰς ἄπαντας τοὺς ἐνδιαφερομένους καὶ διελάμβανε μεταξὺ ἄλλων τὰ ἀκόλουθα: «Α. Ἀνακαλοῦμεν τὰς ὑπογραφὰς μας ἐκ τῶν κάτωθι ἐγγράφων καὶ ἀπορρίπτομεν: τὸ «ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΝ ΠΡΑΚΤΙΚΟΝ» τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τῆς 24ης Νοεμβρίου 2018• τὸ «ΠΡΑΚΤΙΚΟΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΣ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ ΔΙΑΛΟΓΟΥ» τῆς 10ης Ἰανουαρίου 2019, ὑπογραφὲν εἰς τά Ἐξαμίλια Κορινθίας• καὶ, τὸν «ΤΟΜΟΝ ΕΝΩΣΕΩΣ» τῆς 27ης Ἰανουαρίου 2019, τὸν συγγραφέντα ὑπό τοῦ ἐπ. Εὐσταθίου, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς εἰς αὐτόν συνημμένης «ΚΟΙΝΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΠΙΣΤΕΩΣ» τῆς 26ης Ἰανουαρίου 2019. Β. Περαιτέρω, ἀποδεχόμεθα, συνομολογοῦμεν, συνυπογράφομεν καὶ διατρανοῦμεν ἐπὶ μέρους καὶ καθ’ ὁλοκληρίαν: τήν ἀπό Μαΐου 2004 καὶ ὑπ. Ἀ.Π. 357, ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ τοῦ Μητροπολίτου Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς Κηρύκου• τήν ἀπό 21 Σεπτεμβρίου 2006 ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ τῆς Μητροπολιτικῆς τότε Ἱερᾶς Συνόδου ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς Κηρύκου, ἡ ὁποῖα περιλαμβάνει καὶ τὴν Ὁμολογίαν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ• τὰς κάτωθι καθαιρετικὰς ἀποφάσεις τῶν Συνοδικῶν Δικαστηρίων: α) ὑπ. Ἀ.Π. 532, ἡμ. 28/10/2009, περὶ καθαιρέσεως τοῦ πρώην Μητροπολίτη Πειραιῶς Νικολάου Μεσσιακάρη, ἐπὶ τοῦ ὑπ’ Ἀ.Π. 492/2/15.1.2009 κατηγορητηρίου, β) ἀπόφασιν, ἡμ. 18/02/2011 ἐ.ἑ., περὶ καθαιρέσεως τοῦ Σεβαστιανοῦ Σταύρου, εἰς τὴν ὑπόθεσιν ὑπ᾽ ἀριθμὸν 1, τοῦ Πρωτοβαθμίου Συνοδικοῦ Δικαστηρίου, συγκροτηθέντος εἰς Λεμεσὸν τῆς Κύπρου τὴν 18/02/2011, μεταξὺ Μητροπολίτου Κιτίου Παρθενίου -καταγγέλλοντος- και Σεβαστιανοῦ Σταύρου -κατηγορουμένου, ἐπὶ τοῦ ὑπ’ Ἀ.Π. 575/26.11.2010 κατηγορητηρίου, ὡς ἀείποτε ἰσχυούσας καὶ ὡς πραγματευομένας εἰς βάθος ἅπαντα τὰ σοβαρὰ θέματα πίστεως, ὁμολογίας καὶ ἀποστολικῆς διαδοχῆς, που ὡδήγησαν εἰς τὰ σχίσματα τοῦ 2005 καὶ 2007 ἀντιστοίχως καὶ ὡς διατυπωσασας τὰς ὀρθοδόξους θέσεις καὶ τὴν διαχρονικὴν μας ὁμολογίαν πίστεως, ἡ ὁποῖα ἦτο, εἶναι καὶ θὰ παραμείνῃ ἀναλλοίωτος, καὶ ἡ ὁποῖα ἀντικατοπτρίζει τὸν διαχρονικόν ἀγῶνα καὶ ὁμολογίαν τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ 1924, 1937, 1948, 1997, 2005, 2007 καὶ ἐντεῦθεν. τὴν ἀπὸ 15 Ἰουνίου 2014 καὶ Ἀ.Π. 673 ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΝ - ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ τῆς Ἐνδημούσης Ἱερᾶς Συνόδου τῆς ἀπανταχοῦ Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. […]» Πέραν τῶν ἀνωτέρω, εἰς μίαν προσπάθειαν θεραπείας καὶ ἐπιλύσεως τοῦ τότε καὶ νῦν ὑφισταμένου σχίσματος ἐζητήσαμεν ἐγγράφως καὶ ἐπισήμως τὰ ἐξῆς: «Γ. Καλοῦμεν ἅπαντας τοὺς ἐπισκόπους καὶ κληρικοὺς, πρὸς θεραπείαν τοῦ ὑφισταμένου σχίσματος καὶ πρὸς ἀποφυγὴν παγιώσεως αὐτοῦ: νὰ ἀποδεχθῶσι καὶ συνυπογράψωσι μεθ᾽ ἡμῶν ἅπαντα τὰ ἀνωτέρω που ἀποδεχόμεθα, συνομολογοῦμεν, συνυπογράφομεν καὶ διατρανοῦμεν, ἐπὶ μέρους καὶ καθ’ ὁλοκληρίαν• καὶ δὴ, τὰς καθαιρετικὰς ἀποφάσεις που ἀναφέρονται ὺπὸ Β3, α) καὶ β) ἀνωτέρω. εἰς περίπτωσιν που διαφωνῶσι μὲ οἱονδήποτε ἐκ τῶν ἀνωτέρω ἀποδεχομένων, συνομολογουμένων, συνυπογραφομένων καὶ διατρανουμένων ὑφ᾽ ἡμῶν, ἐπὶ μέρους ἤ καθ᾽ ὁλοκληρίαν, νὰ καταθέσωσιν εἰς ἡμᾶς, γραπτῶς, ἐντὸς προθεσμίας 20 ἡμερῶν ἀπὸ τὴν ἡμερομηνίαν λήψεως ὑπ᾽ αὐτῶν τῆς παροῦσης ἀποφάσεώς μας, τὴν συγκεκριμένην καὶ τεκμηριωμένην διαφωνίαν των καὶ νὰ ὑποβάλωσιν γραπτῶς ἐξειδικευμένας εἰσηγήσεις πρὸς διόρθωσιν τῶν ὅσων θεωροῦσιν ὅτι χρήζουσι διορθώσεως, τὰ ὁποία ἀφοῦ ἐξετασθώσιν, θὰ ληφθῶσιν ἐπ᾽ αὐτῶν αἱ προσήκουσαι ἀποφάσεις καὶ θά ἐνημερωθώσι δεόντως• νὰ δώσωσι γραπτῶς καὶ δημοσίως, τόσον εἰς ἡμᾶς ὅσον καὶ εἰς τὸ εὐσεβὲς ἐκκλησιαστικὸν πλήρωμα, ἰκανοποιητικὰς ἐξηγήσεις διὰ τὸ πῶς, τὸ γιατί, ἐπὶ τῇ βάσει τίνος ἤ τίνων Ἱεροῦ Κανόνος ἤ Ἱερῶν Κανόνων, ἤ ἐπὶ ποίας ἐκκλησιαστικῆς ἤ ἄλλης βάσεως, ἐτέλεσαν τὴν κηδείαν ἐνὸς ἐκτὸς κοινωνίας αἱρετικοῦ «ἐπισκόπου» ἤτοι τοῦ Φιλοθέου Τουρτούνη καὶ ἐπὶ τῇ βάσει τίνος ἤ τίνων Ἱεροῦ Κανόνος ἤ Ἱερῶν Κανόνων, ἤ ἐπὶ ποίας ἐκκλησιαστικῆς ἤ ἄλλης βάσεως τελοῦσιν εἰς αὐτὸν μνημόσυνα• νὰ δηλώσωσι γραπτῶς καί ἐνυπογράφως ὅτι τόσον οἱ ἴδιοι ὅσον καί ὁ ὑφ᾽ αὐτοῖς κλῆρος δὲν ἀναγνωρίζουσιν οὔτε τιμῶσιν ὡς «ἁγίους» οὔτε καὶ ἔχουσιν πρὸς προσκύνησιν εἰκόνες ἤ λείψανα κανενὸς προσώπου ποὺ ἐτελεύτησεν ἐκτὸς Ἐκκλησίας καἰ ἐκτὸς κοινωνίας, εἴτε διὰ προσωπικοὺς εἴτε διὰ ὀποιουσδήποτε ἄλλους λόγους, ὅσον «ἐπαρκείς» καὶ ἐὰν θεωροῦσιν αὐτοὺς, περιλαμβανομένων ὀνομαστικῶς καὶ συγκεκριμένως τῶν Γλυκερίου καὶ Ἰωάννου Μαξίμοβιτς• νὰ ἀνακαλέσωσι πάσας τὰς ληφθεῖσας, εἴτε συλλογικῶς εἴτε μεμονωμένως, ἀποφάσεις ἀπὸ τὴν 6ην Μαΐου 2023 μέχρι τῆς σήμερον ἡμέρας, περιλαμβανομένου καὶ τοῦ παρανόμου «διορισμοῦ» τοῦ ἐπ. Ἄργους Γερασίμου εἰς δῆθεν «ἐπίσκοπον Τριμυθοῦντος»• νὰ ἀποδοκιμάσωσιν ἀπεριφράστως καὶ ἐμπράκτως, ἄνευ οὐδεμίας ὑπεκφυγῆς, τὰς ἐκδήλως παρανόμους καὶ ἀντικανονικὰς ἐνεργεὶας τοῦ ἐπ. Κιτίου Παρθενίου, περιλαμβανομένης καὶ τῆς μονίμου ἐγκαταλείψεως τῆς ἐπισκοπικῆς τοῦ ἕδρας καὶ τῆς αὐτοβούλου ἐγκαταστάσεως καὶ ἐπιβάσεως αὐτοῦ εἰς Ῥουμανίαν καὶ εἰς τὴν ἐκεῖ τοπικὴν Ἐκκλησίαν καὶ παύσωσι νὰ παρέχωσιν εἰς αὐτὸν κάλυψιν καί ἀμνήστευσιν εἰς τὴν σωρεὶαν κανονικῶν παραπτωμάτων αὐτοῦ.» Μὲ τὴν ὡς ἄνω ρηθεῖσαν ἡμετέραν ἀπόφασιν ἐδίδετο, περαιτέρω, περιθώριον 20 ἡμερῶν πρὸς ἀνταπόκρισιν, συμμόρφωσιν καὶ διόρθωσιν τῶν κακῶς κειμένων. Παρὰ ταύτα, ἐντούτοις, οὐδεμίαν οὐσιαστικὴν ἤ σοβαρὴν ἀπάντησιν ἤ ἐξήγησιν ἐλάβομεν, παρὰ μόνον εἰσεπράξαμεν τὴν περιφρόνησιν, τὴν χλεύην καὶ τὴν ἀπαξίωσιν, τὰ ὁποία εἰσπράττομεν μέχρι τῆς σήμερον, ἔξι καὶ πλέον μήνας μετά. Τούτα καταδεικνείασιν ὅτι, εἴτε οἱ παραλήπτες τῆς ὡς ἄνω ἡμετέρας ἀποφάσεως δὲν ἀντελήφθησαν τὴν σοβαρότηταν καὶ κρισιμότηταν αὐτῆς, εἴτε ὅτι ἀντελήφθησαν αὐτὰ ἀλλὰ τὰ ὑποτιμούσι, ὄπερ χεῖρον. Τὸ χείριστον, ὄμως, εἶναι ὅτι οἱ παραλήπται ἐξακολουθοῦσι νὰ φρονοῦσιν τὰ ὅσα κακόδοξα τοὺς κατελογίσθησαν, ὄχι μόνον ἄνευ οὐδεμίας διαθέσεως πρὸς διόρθωσιν, ἀλλὰ μᾶλλον διολισθαίνοντες ἔτι περαιτέρω εἰς ἀντορθοδόξους και ἀντικανονικὰς πράξεις καὶ ἐπιδιώξεις, περιλαμβανομένων τῆς ἐκπεφρασμένης ἐπιθυμίας των νὰ ἀποκαταστήσωσιν τὸν ἤδη καθαιρεθέντα ποτὲ Κορινθίας Κάλλιστον καὶ τῆς ἐπιμονῆς των νὰ ὑποστηρίζωσιν ποικιλοτρόπως καὶ γενναιοδώρως, λόγῳ καὶ ἔργῳ, τὰς σχιστικὰς καὶ ἀποσχιστικὰς ἐνεργείας εἰς τὰς τοπικὰς ἐκκλησίας, Κύπρου, Ρουμανίας, Ἑλλάδος καὶ Βρεταννικῶν Νήσων. Σημειώνομεν διὰ ἄλλην μίαν φορὰν ὅτι, οὐδέποτε ἀφέστημεν ἐκ τῶν θέσεων καὶ ἀποφάσεων που ἐλήφθησαν ἀπὸ τὴν Πανορθόδοξον Σύνοδον πρὸ τῆς «ἐνώσεως» του 2019 καὶ ὅτι προεχωρήσαμεν νὰ δεχθῶμεν εἰς κοινωνίαν τὸν ἤδη κεκμηκότα γέροντα Παχώμιον καὶ τοὺς περὶ αὐτόν, ἐπί τῇ βάσει τῶν διαβεβαιώσεων ποὐ ἐδόθησαν ὅτι τὰ ὅσα θέματα πίστεως καὶ ὁμολογίας ἐθέσαμεν κατὰ τὴν διεξαγωγὴν τοῦ διαλόγου, ἔγιναν ἀποδεκτά. Δυστυχῶς, οἱ γενναιοδώρως καὶ ἐπιεικῶς δεχθέντες ὑπανεχώρησαν, ἀκολουθοῦσιν πλέον μίαν παντελώς ἀντορθόδοξον, ἀντικανονικόν, ἀντεκκλησιαστικόν καὶ, τολμῶμεν εἰπεῖν, ἐκκλησιομάχον πορείαν, μὴ βουλόμενοι συνιέναι. Ἐπαναλαμβάνομεν, λοιπόν, τὰ λεχθέντα εἰς τὴν ὡς ἄνω ἡμετέραν ἐπιστολὴν: «ἡ ἐπισκοπικὴ μας συνείδησις δὲν μας ἐπιτρέπει τὴν συνέχισιν τῆς κοινωνίας μετὰ τῶν μὴ ὀρθοδόξως καὶ ὀρθῶς φρονούντων καἰ δὴ μετὰ τῶν κοινωνούντων τοῖς ἀκοινωνήτοις, ὅπερ παντελῶς ἀπαράδεκτον (βλ. καν. Ι᾽, ΙΑ᾽ Ἁγ. Ἀποστόλων, Β᾽ Ἀντιοχείας κ.ἄ.)». Διό, στοιχοῦντες εἰς τὰ ὅσα ἐγράψαμεν καὶ ἀπεφασίσαμεν εἰς τὴν προηγηθεῖσαν ἡμετέραν ἐπιστολήν καὶ εἰς τὸ τοῦ ἀποστόλου Παύλου «Διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς» (Β᾽ Κορ., 6, 17), ἀποφασίζομεν ὡς ἀκολούθως: Α. Ἐπαναλαμβάνομεν καἰ ἐπιβεβαιοῦμεν ὅλα ὅσα ἐγράψαμεν, ὑπεγράψαμεν καὶ ἀπεφασίσαμεν μὲ τὴν ἀπὸ 15 Ἰανουαρίου 2024 ε.ε., Α.Π.1028 ἡμετέραν ἐπιστολήν. Β. Ἀποκηρύττομεν, ἀκυρώνομεν καὶ καταδικάζομεν τὴν ἔνωσιν ποὺ ἐπετεύχθη τὴν 27η Ἰανουαρίου 2019 καὶ ἐπαναφέρομεν τὸ πρὸ αὐτῆς ἰσχῦον ἐκκλησιαστικὸν καθεστῶς. Γ. Διακόπτομεν κάθε ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν καὶ διαγράφομεν ἐκ τῶν διπτύχων τῆς Ἐκκλησίας τοὺς δεχθέντας εἰς κοινωνίαν τὴν 27ην Ἰανουαρίου 2019. Επονται αι υπογραφαι των τριων παροντων Αρχιερεων Μεσογαιας Κηρυκου, Κενυας Ματθαιου και Μπανκαου Ναθαναηλ, καθως και η διαδικτυακη ομοφωνος γνωμη των Αρχιερεων Κιεβου Σεραφειμ και Μερκιας Σωζομενου. Δια την ακριβειαν Ο Μητροπολιτης Μεσογαιας Λαυρεωτικης καί Αχαρνων Κηρυκος

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2024

ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΛΟΓΟΙ (ΚΑΝΟΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΔΟΓΜΑΤΙΚΟΙ) ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΜΑΣ ΕΠΕΒΑΛΟΝ ΤΗΝ ΟΡΙΣΤΙΚΗΝ ΔΙΑΚΟΠΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΝΙΚΟΛΑΙΤΩΝ ΤΟΥ 2005, ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΛΟΓΟΙ ΜΑΣ ΕΠΕΒΑΛΟΝ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΟΝ ΤΗΝ ΔΙΑΚΟΠΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ "ΝΙΚΟΛΑΙΤΩΝ" ΤΟΥ 2024, ΗΤΟΙ ΤΩΝ "ΕΥΣΤΑΘΙΑΝΩΝ" ΚΑΙ ΤΗΣ ΦΑΤΡΙΑΣ ΑΥΤΟΥ...

ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΛΟΓΟΙ (ΚΑΝΟΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΔΟΓΜΑΤΙΚΟΙ) ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΜΑΣ ΕΠΕΒΑΛΟΝ ΤΗΝ ΟΡΙΣΤΙΚΗΝ ΔΙΑΚΟΠΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΝΙΚΟΛΑΙΤΩΝ ΤΟΥ 2005, ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΛΟΓΟΙ ΜΑΣ ΕΠΕΒΑΛΟΝ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΟΝ ΤΗΝ ΔΙΑΚΟΠΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ "ΝΙΚΟΛΑΙΤΩΝ" ΤΟΥ 2024, ΗΤΟΙ ΤΩΝ "ΕΥΣΤΑΘΙΑΝΩΝ" ΚΑΙ ΤΗΣ ΦΑΤΡΙΑΣ ΑΥΤΟΥ... + Ο ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΚΗΡΥΚΟΣ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Δ/ΝΣΙΣ: ΕΠΙΣΚΟΠΕΙΟΝ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ ΚΟΡΩΠΙ Τ.Κ.19400 Τ.Θ. 54 ΤΗΛ. 210.6020176, 210.2466057 Ἀριθμ. Πρωτ. ΕΠ/30 Ἐν Κορωπίῳ τῆ Κυριακῆ τῶν Βαίων 2006 ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Α.Π. 1037 ΕΝ ΚΟΡΩΠΙΩ 20, ΙΟΥΛΙΟΥ 2024 ΠΡΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΜΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΨΕΥΔΑΡΧΙΕΠΙΚΟΠΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ‘Αγαπητοί ἐν Χριστῶ ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίω πνευματικά, εἴθε ὁ Χριστός νά παραμένη πάντοτε ἀνα΄μεσά μας, νά μᾶς ... Γράφω ταῦτα ἐν πολλῆ ἀγωνία, διότι «αἱ ἡμέραι (λίαν) πονηραί εἰσί», διό, ὅπως βλέπομεν, καί πολλοί ἐκ τῶν ἐκλεκτῶν, ὄχι ἁπλῶς πλανῶνται ἀλλά καί πολέμιοι τῆς Ἐκκλησίας καί ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ ἀναδεικνύονται!... Εἰς τήν παροῦσαν μου ἐπιστολήν θά ἀναφερθῶ εἰς τό θέμα τοῦ χρέους τῶν ὀρθοδόξων νά διακόπτον κοινωνίαν μετά αἱρετικῶν καί βλασφήμων, ὡς εἶναι ἐν προκειμένω ὁ ψευδαρχιεπίσκοπος Νικόλαος, ἵνα μή κολασθοῦν μαζί των. Θά σᾶς εἴπω ὄχι προσωπικάς μου ἀπόψεις, ἀλλά τήν ἀναμφισβήτητον ὁμόφωνον διδασκαλίαν, ἐντάλματα – γνώμας, τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὅσον ἀφορᾶ τό χρέος τῆς διακοπῆς κοινωνίας τῶν Ὀρθοδόξων (‘Επισκόπων, Ἱερέων, Μοναχῶν καί λαϊκῶν) ἀπό τῶν αἱρετικῶν, ἤ ἀπό τῶν «προσποιουμένων ὁμολογεῖν», ἤ ἀπό τῶν συμφρονούντων καί κοινωνούντων μετ’ αὐτῶν, ἤ ἀπό τῶν ἀρνουμένων νά καταδικάσουν τά αἱρετικά καί βλάσφημα φρονήματα των, ἤ ἀπό τῶν σιγώντων ὅταν μάλιστα προδίδεται ἡ Πίστις. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀπευθυνόμενος πρός τόν Ἡγούμενον Θεόφιλον, ὁ ὁποῖος, προφάσει διατηρήσεως τῆς Μονῆς καί διασώσεως τῶν Μοναχῶν δέν ἔκοπτεν τήν μετά τῶν αἱρετικῶν (Εἰκονομάχων) τῆς ἐποχῆς του κοινωνίαν, γράφει: «Ὦ τῆς πωρώσεως! ὦ τῆς θεομαχίας! Χριστός ἤρνητο ... ἐπίσκοποι περιορίζοντο καί ἡγούμενοι ταυτοπαθοῦντες... μοναχοί καί μονάζουσαι, λαϊκοί καί λαϊζουσαι..., οἱ μέν τυπτόμενοι, οἱ δέ φρουρούμενοι΄ ἄλλοι λιμοκτονούμενοι, ἕτεροι ξεόμενοι, ἄλλοι θαλαττευόμενοι ... ἕτεροι θανατούμενοι... καί σύ, ὦ τρισάθλιε, ἐαλωκώς τῆ ψυχοφθόρω κοινωνίᾳ, καί μένων εἰς τό ὀλετήριον, ἐπ΄ ἅν οὕτως, ἀλλ’ οὐ μοναστήριον, λέγεις εὖ ἔχειν... Ποῖον δέ καί διεσώσω ναόν, τόν ναόν τοῦ Θεοῦ, μιάνας σεαυτόν; Τίνας δέ καί ἀδελφούς ἐφυλάξω, διεφθορότας τῆ ὀλεθρίᾳ σου κοινωνία, κἄν ἐν βρώμασι; σκάνδαλον τοῦ κόσμου, ὑπόδειγμα ἀρνήσεως, προτροπή ἀπωλείας, σάρξ ἀλλ’ οὐ πνεῦμα, σκοτήρ, ἀλλ’ οὐ φωστήρ. Ταῦτα αὐτή ἡ ἀλήθεια βοᾶ πρός τούς οὕτως ἀσεβοῦντας΄ οὕς εἰ μή μετανοήσουσιν ἐπιλέγειν οὕτως ἄθεα, οὐ χριστιανούς ἡγητέον» (P.G. 99, 1337 C). Μέ πιό ἁπλᾶ λόγια τοῦ λέγει: «Σύ ὦ τρισάθλιε, αἰχμαλωτισθείς εἰς τήν ψυχοφθόρον κοινωνἰαν τῆς αἱρέσεως καί διαμένων εἰς τό ὀλετήριον, ὡς πρέπει νά λεχθῆ, καί ὄχι Μοναστήριον, κομπάζεις ὅτι εἶσαι καλά! ... Ποῖον ναόν διετήρησας, ἀφοῦ ἐμίανας τόν ναόν τοῦ Θεοῦ πού εἶσαι σύ ὁ ἴδιος; Ποίους δέ ἀδελφούς διέσωσας, ἀφοῦ κατεστράφησαν διά τῆς ὀλεθρίας σου κοινωνίας μετά τῆς αἱρέσεως;». Δέν νομίζω, Σεβασμιώτατε, νά εἶναι μικρότερος ὁ «ὀλετήρ» τῶν βλασφημιῶν τοῦ «Πειραιῶς» καί τῶν ὁμοφρόνων του κατά τῆς ‘Εκκλησιολογίας καί τῆς ‘Αποστολικῆς των Διαδοχῆς, ἀλλά καί γενικώτερον κατά τῆς ὀρθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας; Ὁ ἴδιος Ἅγιος Πατήρ εἰς ἄλλην περίπτωσιν γράφει: «Καἰ τώρα ἄκουσέ με, τιμιώτατε πάτερ, νά ὁμιλήσω πιό ἐλεύθερα. Δέν τυγχάνει ἐκτός εὐθύνης, τό νά συλληφθῆς ἀπό ἀνθρώπους τοῦ βασιλέως, καί νά παραμείνης παρά ταῦτα ἐλεύθερος....». Ὅπως ἀκριβῶς συνέβη τό 1974, ὅτε ὁ πολύς τότε Πειραιῶς κ. Νικόλαος, ἄν καί ἐμηνύθη ὑπό τοῦ τότε νεοημερολογίτου «Πειραιῶς» Χρυσοστόμου Ταβλαρουδάκη «ἐπί ἀντιποιήσει ἐκκλησιαστικοῦ ἀξιώματος», ὄχι μόνον δέν ἐδιώχθη, ἀλλά καί ἠθωώθη καί ἀνεγνωρίσθη ὡς «Κανονικός παλαιοημερολογίτης Ἐπίσκοπος», διότι ἀπεδέχθη ὅτι τό 1937 ὁ ἀοίδιμος Βρεσθένης προεκάλεσε σχίσμα καί ἵδρυσε μίαν δευτέραν ‘Εκκλησίαν Παλαιοημερολογιτῶν, καί ὅτι τοῦτο, ὅπως καί ἡ ‘Αποστολική του Διαδοχή, «ἐθεραπεύθη» διά τῆς κατά τό 1971 «χειροθεσίας» ὡς ἐπί σχισματικοῦ!... Δέν δύναμαι παρά νά ἐμπτύσω τρίς εἰς τά τοιαῦτα ὑπαγορεύματα τοῦ διαβόλου καί νά τά παραδώσω εἰς τό ἀνάθεμα. Καί προηγουμένως ὁ Ἅγιος λέγει: «Ἐάν ἡ ὁσιότης σου οὐδέν ἔπαθε ἐκ τῶν ἀνωτέρω (τῶν βασάνων δηλαδή εἰς τά ὁποῖα ὑπεβάλοντο οἱ πιστοί), μετά τήν σύλληψιν, συγχώρα με, ἀλλά ἐπλανήθης ἀδελφέ. Καί μή μοῦ δικαιολογεῖσαι ὅτι διατηρεῖς ἀσφαλεῖς τάς ἐκκλησίας καί τάς ἁγιογραφίας τῶν ναῶν, ὡς καί τό μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου. Τά παρόμοια καί ἄλλοι πεπτωκότες φλυαροῦσιν. Τά ἀνωτέρω δέν δύνανται νά διατηρηθοῦν, ἐκτός ἐάν ἐγένετο προδοσία τῆς ὀρθοδόξου ὁμολογίας. Διότι σέ παρακαλῶ ποία ἡ ὠφέλεια, ὅταν ἐμεῖς πού λεγόμεθα καί εἴμεθα ναός τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε καταστραφεῖ (διά τῆς μή ὁμολογίας) μέ τό νά περιποιούμεθα ἀψύχους ναούς... Ἀλλοίμονον, ἄλλοι νά ἀποθνήσκουν, ἄλλοι νά ἐξορίζωνται, ἄλλοι νά μαστιγώνωνται, ἄλλοι νά φυλακίζωνται, ἄλλους νά φιλοξενοῦν τά ὅρη, αἱ ἐρημίαι, οἱ βράχοι καί τά σπήλαια, καί ἐμεῖς διαμένοντες στά σπίτια μας νά νομίζωμεν ὅτι θά παραμείνωμεν ἀβλαβεῖς;... Ταῦτα εἶπον ἀπό ἀγάπην πρός σέ καί ὡς ὐπενθύμισιν, ὅτι οἱ τά τοιαῦτα πράττοντες εἶναι ἄξιοι τιμωρίας» (P.G. 99, 1365). Σεβασμιώτατε, ἀδελφέ, πρόσχωμεν! Ὁ ἴδιος ἅγιος (Θεόδωρος ὁ Στουδίτης), γράφει δι’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς κοινωνοῦν μέ τούς αἱρετικούς: «Ἐχθρούς γάρ τοῦ Θεοῦ, ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλῃ καί πολλῆ τῆ φωνῆ ἀπεφήνατο». (P.G. 99. 1049 Α). Καί ἀλλοῦ λέγει: «Οἱ μέν τέλεον περί τήν πίστιν ἐναυάγησαν΄ οἱ δέ, εἰ καί τοῖς λογισμοῖς ού κατεποντίσθησαν, ὅμως τῆ κοινωνία τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται» (P.G. 99, 1164 Α). Δηλαδή: «Ἄλλοι μέν ἐναυάγησαν περί τήν πίστιν τελείως, ἄλλοι δέ, καίτοι ἐσωτερικῶς δέν ἀσπάσθηκαν τήν κηρυττομένην κακοδοξίαν, συναπωλέσθησαν ὅμως μέ τούς λοιπούς λόγω τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μετ’ αὐτῶν» (P.G. 99, 1164A). Ἄς ἀκούσωμεν, ὅμως, καί τήν σχετικήν διδασκαλίαν τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ: «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι καί πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαί φεύγειν τούς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καί τῆς αὐτῶν κοινωνίας διϊστασθαι» (P.G. 160. 105 C). Καί ἀλλαχοῦ: «Φεύγετε καί ὑμεῖς ἀδελφοί, τήν πρός τούς ἀκοινωνήτους κοινωνίαν καί τό μνημόσυνον τῶν ἀμνημονεύτων. Ἰδού ἐγώ, Μάρκος ὁ ἁμαρτωλός λέγω ὑμῖν, ὅτι ὁ μνημονεύων τοῦ Πάπα ὡς ὀρθοδόξου ἀρχιερέως, ἔνοχος ἔστι πάντα τά τῶν Λατίνων ἐκπληρῶσαι μέχρι καί αὐτῆς τῆς κουρᾶς τῶν γενείων καί ὁ λατινοφρονῶν μετά τῶν Λατίνων κριθήσεται καί ὡς παραβάτης τῆς πίστεως λογισθήσεται» (P.G. 160, 1097 D, 1100 Α). Ὁ ἴδιος Ἅγιος (Μάρκος ὁ Εὐγενικός) εἰς ‘Εγκύκλιόν του, ὤν ἐξόριστος γράφει: «Ἀλλ’ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί ἡ τῆς ἀληθείας δύναμις οὐ δέδεται... οἱ περισσότεροι τῶν ἀδελφῶν θαρροῦντες εἰς τήν ἐξορία μου... ἐκδιώκουν τούς παραβάτας τῆς ὀρθῆς πίστεως ὡς καθάρματα, μήτε συλλειτουργεῖν αὐτοῖς ἀνεχόμενοι, μήτε μνημονεύοντες ὅλως αὐτῶν ὡς χριστιανῶν». Καί μάλιστα οὔτε εἰς τήν κηδείαν του ἤθελε νά παρευρεθοῦν. Ὁ ἴδιος προέτρεπεν τούς ὀρθοδόξους νά ἀποφεύγουν τήν κοινωνίαν μετά τῶν αἱρετικῶν, διότι οὕτω διασφαλίζουν τήν κοινωνίαν των μετά τοῦ Θεοῦ: «Πέπεισμαι γάρ ἀκριβῶς, ὅτι ὅσον ἀποδιϊσταμαι τούτου (τοῦ Πατριάρχου) καί τῶν τοιούτων, ἐγγίζω τῶ Θεῶ καί πᾶσι τοῖς πιστοῖς καί ἁγίοις Πατράσι΄ καί ὥσπερ τούτου χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῆ ἀληθεία καί τοῖς ἁγίοις» (P.G. 160, 536). Εἰς τήν ἰδίαν ‘Εγκύκλιον ἔλεγε: «Φεύγετε καί ὑμεῖς ἀδελφοί, τήν πρός τούς ἀκοινωνήτους κοινωνίαν καί τό μνημόσυνον τῶν ἀμνημονεύτων». Προηγουμένως ὅμως ἄλλοι μεγάλοι Πατέρες τῆς ‘Εκκλησίας, λέγουν καί διά τούς τότε καί δι’ ἡμᾶς σήμερον: Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας γράφει πρός τόν λαόν τῆς Κων/λεως: «’Ασπίλους καί ἀμώμους ἑαυτούς τηρήσατε, μή κοινωνοῦντες τῶ μνημονευθέντι (Νεστορίῳ) μήτε μήν ὡς διδασκάλῳ προσέχοντες... Τοῖς δέ γε τῶν κληρικῶν, εἴτε λαϊκῶν διά τήν ὀρθήν πίστιν κεχωρισμένοις ἤ καθαιρεθεῖσι παρ’ αὐτοῦ, κοινωνοῦμε ἡμεῖς, οὐ τήν ἐκείνου κυροῦντες ἄδικον ψῆφον, ἐπαινοῦντες δέ μᾶλλον τούς πεπονθότας (τούς παθόντας)» (ΜΑΝΣΙ, 4, 1096). Ἐπίσης ὁ Μέγας ‘Αθανάσιος ἐπισημαίνει τόν κίνδυνο νά κολασθοῦν ὅσοι ἀκολουθοῦν ‘Επισκόπους ἤ πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι «κακῶς ἀναστρέφονται καί σκανδαλίζουν τόν λαόν». Ἰδού τί προτείνει εἰς τούς χριστιανούς οἱ ὁποῖοι θέλουν νά μείνουν ὀρθόδοξοι: «’Εάν ὁ ‘Επίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφονται καί σκανδαλίζωσι τόν λαόν, χρή (πρέπει) αὐτούς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἤ μετ’ αὐτῶν ἐμβληθῆναι, ὡς μετά Ἄννα καί Καϊάφα, εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός» (ΒΕΠΕΣ 33, 199). Καί ὁ Μέγας Βασίλειος, ἰδού τί ἐπισημαίνει: «Οἵτινες τήν ὑγιᾶ Ὀρθόδοξον Πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν, κοινωνεῖν δέ τοῖς ἑτερόφροσι, τούς τοιούτους εἰ καί μετά παραγγελίαν οὐκ ἀποστῶσιν, μή μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλά μηδέ ἀδελφούς ὀνομάζειν» (Βλ. Ν. Βασιλειάδη, Μάρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ Ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, Ἔκδοσις «Σωτήρ», ‘Αθῆναι, 1972, σελ. 95). Ἀσφαλῶς δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγη, ὅτι πρός τήν διδασκαλίαν τῶν ἐνδεικτικῶς ἀναφερθέντων Ἁγίων Πατέρων συνάδουν ἀπολύτως καί οἱ Κανόνες τῶν Τοπικῶν καί Οἱκουμενικῶν Συνόδων. Συγκεκριμένως ὁ Β΄ Κανών τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Ἁγίας Συνόδου (341), διαγορεύει: «Μή ἐξεῖναι δέ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις... Εἰ δέ φανείη τις τῶν Ἐπισκόπων ... τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καί τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι ὡς ἄν συγχέοντα τόν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας». (Πηδάλιον, Ἔκδοσις «ΑΣΤΗΡ», Ἀθῆναι 1993, σελ. 176), τό δέ Συνοδικόν τῆς Ἁγίας Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (783): «Τοῖς κοινωνοῦσιν ἐν γνώσει, τοῖς ὑβρίζουσι καί ἀτιμάζουσι τάς σεπτάς εἰκόνας, ἀνάθεμα» (Πρακτικά τῶν Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Τόμος Γ, σελ. 230 καί 325). ‘Αντιλαμβανόμεθα, Σεβ/τε, ὅτι τά ἀνωτέρω δέν ἰσχύουν μόνον διά τούς τότε Εἰκονομάχους, οἱ ὁποῖοι ἠρνοῦντο γενικῶς τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας περί τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων, ἀλλά καί διά τούς νεωτέρους Εἰκονομάχους, τούς πέντε πρώην Μητροπολίτας, οἱ ὁποῖοι ἠρνήθησαν, κατεδίκασαν καί ἀναθεμάτισαν μάλιστα τήν διδασκαλία τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διά συγκεκριμένας ὀρθοδόξους (Βυζαντινάς) Εἰκόνας. Τοῦτο ἰσχύει ἐκ τῶν πραγμάτων πλέον καί διά τήν περί τόν κ. Νικόλαον ψευδοσύνοδον, διότι ἀποδεδειγμένως ἡ «ΟΜΟΛΟΓΙΑ» καί τοῦ ἰδίου προσωπικῶς (τοῦ κ. Νικολάου) καί τῆς περί αὐτόν ψευδοσυνόδου εἶναι ἡ αὐτή μέ τήν «ΒΛΑΣΦΗΜΙΑΝ» τῶν ΠΕΝΤΕ πρώην Μητροπολιτῶν, ἐνῶ προχωροῦν καί εἰς Ἐκκλησιομαχίαν καί βλασφημίαν κατά τῆς Ἀποστολικῆς των Διαδοχῆς. Χαρακτηριστικώτερος ὅλων, ἐν προκειμένω εἶναι ὁ ΙΕ Κανών τῆς ΑΒ Ἁγίας Συνόδου (861), ὁ ὁποῖος διαγορεύει: «Οἱ γάρ δι’ αἵρεσιν τινά παρα τῶν Ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν Πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες .... οἱ τοιοῦτοι ... οὐ μόνον τῆ κανονικῆ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται, πρό Συνοδικῆς διαγνώμης, ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζονται, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι». Κατά τήν ἑρμηνείαν τοῦ ἱεροῦ Νικοδήμου «...Οἱ χωριζόμενοι (ἀπό τῶν αἱρετικῶν), ὄχι μόνον διά τόν χωρισμόν δέν καταδικάζονται, ἀλλά καί τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι, ἐπειδή, ὄχι σχίσμα ἐπροξένησαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν μέ τόν χωρισμόν αὐτόν, ἀλλά μᾶλλον ἠλευθέρωσαν τήν ‘Εκκλησίαν ἀπό τό σχίσμα καί τήν αἵρεσιν τῶν ψευδεπισκόπων αὐτῶν» (Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός, Ἔκδοσις ‘Αστέρος, σελ. 358). Τέλος οἱ ἁγιορεῖται Πατέρες, τό 1272, ἀπευθυνόμενοι πρός τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγον, ὁ ὁποῖος ἤθελε νά τούς ἐπιβάλη τό μνημόσυνον τοῦ λατινοφρονήσαντος Πατριάχρου ‘Ιωάννου Βέκκου γράφουν::«Καί πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή καί οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνἰας τῶν μνημονευσάντων αύτίκα ..., ὅτι μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία, ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων» (V. LAURENT - J. DARROUZES, DOSSIER GREC. DE L’ UNION DE LYON (1273-1277), Παρίσι 1976, σ. 399). Καί τελειώνω μέ τά πολύ χαρακτηριστικά – προφητικά λόγια τοῦ στάρετς ‘Ανατολίου ἀπό τήν Ὄπτινα τῆς Ρωσίας (+1927), ὁ ὁποῖος προλέγει μέ ἐξαιρετική σαφήνειαν περί τῶν συμβαινόντων εἰς τάς ἡμέρας μας: «Θά ἐξαπλωθοῦν παντοῦ αἱρέσεις... Ὀλίγοι θά ἀντιληφθοῦν τήν πανουργία τοῦ ἐχθροῦ.... Οἱ αἱρετικοί θά πάρουν τήν ἐξουσία στά χέρια τους.... Θά τοποθετήσουν παντοῦ δικούς τους ὑπηρέτας Θά μεταχειρίζωνται βίαν... Οἱ μονάζοντες θά καταπιέζωνται καί ὅσοι θά εἶναι συνδεδεμένοι μέ τά ὑλικά θά ὑποταχθοῦν στούς αἱρετικούς... Οἱ δαίμονες διά τῆς αἱρέσεως θά εἰσέρχωνται εἰς τά Μοναστήρια, τά ὁποῖα θά παραμείνουν μόνον τοῖχοι, ἡ χάρις θά ἔχει φύγει ...» (Ὁλόκληρος ἡ μικρή μέν, ἀλλά πολύ μεγάλη σέ νόημα ἐπιστολή τοῦ Στάρετς ‘Ανατολίου τῆς Ὄπτινα ἐδημοσιεύθη εἰς τό «ΓΝΩΣΕΣΘΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑΝ, τεῦχος 7, Ὀκτ. 2005) . Ταῦτα, ὡς πολύ καλῶς ὅλοι γνωρίζομεν, εἶπον ἐν Πνεύματι «Αγίῳ, ὁμοφώνως οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὄχι μόνον διά τούς τότε, ἀλλά καί δι’ ἡμᾶς σήμερον, διό ἐπάναγκες, πάση θυσία, νά διαφυλάξωμεν καί ἡμεῖς ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τήν «ΚΑΛΗΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ», ἤτοι τήν Ἐκκλησιολογίαν τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καί τήν μετ’ αὐτῆς ἀδιασπάστως καί ἀδιαρρήκτως συνηνωμένην ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΔΙΑΔΟΧΗΝ, ἄνευ τῶν ὁποίων δέν νοεῖται ὅτι εὑρισκόμεθα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ὀρθώτατα ταυτίζει τρόπον τινά τήν Ὀρθόδοξον Ὁμολογίαν πρός τήν Καθολικήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν: «Καθολικήν Ἐκκλησίαν, τήν ὀρθήν καί σωτήριον τῆς εἰς αὐτόν πίστεως ὁμολογίαν... ὁ τῶν ὅλων εἶναι Θεός ἀπεφήνατο» (P.G. 90, 132). Ἄς προβληματισθῶμεν, ἐν Χριστῶ ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίω πνευματικά. ‘Ας προβληματισθῶμεν, ἵνα μή εὑρεθῶμεν, ὅ μή γένοιτο, μεταξύ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔστω καί ἄν «δέν ἐναυάγησαν περί τήν πίστιν», «συναπωλέθησαν» ὅμως μετά τῶν ἀρνητῶν, «λόγω τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας» μετ’ αὐτῶν. Καί ἐπιτρέψτε μου, ὡς ἐκ περισσοῦ, νά σᾶς γνωρίσω, ὅτι μέ αὐτόν τόν προβληματισμόν, ἀλλά καί μέ δεδομένον τό γεγονός, καθ΄ ὅ, οἱ περί τόν κ. Νικόλαον πρώην ἐν Χριστῶ Ἀδελφοί καί Πατέρες διά πολλοστήν φοράν ἠρνήθησαν νά ἀνανήψουν καί δέν ἐδέχθησαν νά παρακ αθήσωμεν, Κανονικῶς καί ‘Ορθοδόξως, εἰς κοινήν συνεδρίασιν, ΕΘΕΩΡΗΣΑ ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΩΤΕΡΟΝ ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΩ, ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΜΟΝΟΣ ΑΡΧΙΕΡΕΥΣ, μετά τοῦ ἐμμεἰναντος ἐν τῆ Ὁμολογία πιστοῦ ἱεροῦ Κλήρου καί Λαοῦ ἐν Ἑλλάδι, Ρωσία, Αὐστραλία, Καναδᾶ καί ὅπου γῆς, ἤτοι μετά «μικροῦ ποιμνίου», ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω φιλαδέλφως καί ἐν ὀνόματι τῆς ‘Ορθοδοξίας, ἡ ἐλαχιστότης μου ποιεῖ ἜΚΚΛΗΣΙΝ, ὅπως καί ὅσοι ἐξ ὑμῶν ἀκόμη δέν τό ἐπράξατε, ἀλλά κοινωνε[πιτε μετ’ αὐτῶν, νά διακηρύξετε τήν γνησίαν ὀρθόδοξον Ὁμολογίαν μετά τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, νά καταδικάσετε τάς κατ’ αὐτῶν βλασφημίας τοῦ «Πειραιῶς» Νικολάου καί τῆς ὑπ’ αὐτόν ψευδοσυνόδου καί διακόψητε πᾶσαν κοινωνίαν μετ’ αὐτῶν, ὡς ἐκτός ‘Εκκλησίας ὄντων, διά τάς βλασφημίας των καί ‘Εκκλησιομαχίας, ὥστε νά βαδίσωμεν μέ συνέπειαν τόν Γολγοθᾶν τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἀς εἴμεθα βέβαιοι ὅτι Κύριος ὁ Θεός πολεμήσει ὑπέρ τῆς Ἁγίας Του Ἐκκλησίας, καί ταύτην, δεινῶς σήμερον χειμαζομένην, ἀναδείξη καί πάλιν Νικῶσαν. Ἄλλως δέν δυνάμεθα νά σᾶς παρέχωμεν τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Διατελῶ ἐν ἀγάπη Χριστοῦ καί μετ’ εὐχῶν Ὁ ἐλάχιστος ἐν ‘Επισκόποις + Ο ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΚΗΡΥΚΟΣ