Ακούσατε, όσοι και όσαις την σκωληκόβρωτον
σάρκα σας καλωπίζετε υπερηφανευόμενοι
και φρίξατε!
Ένας ασκητής παρεκάλεσε τον Θεόν να του φανερώση πολλά μυστήρια, και βγαίνοντας από το κελλίον του να υπάγη εις μίαν χώραν, εις τον δρόμον όπου επήγαινεν σμίγει με έναν άγγελον, μα δεν τον εγνώρισεν ο ασκητής, ενόμισε πως ήτο άνθρωπος.
Εις τον δρόμον απαντούν ένα άλογο ψώφιο, έπιασεν ο ασκητής την μύτην του, ο άγγελος τίποτε. Πηγαίνουν παρέκει απαντούν ένα βώδι ψώφιο, όπου εβρώμα. Πάλιν ο ασκητής πιάνει την μύτην του. Ο άγγελος τίποτε. Πηγαίνουν παρέκει απαντούν ένα σκύλον ψώφιον. Πιάνει ο ασκητής την μύτην, ο άγγελος τίποτε.
Κοντά όπου ήθελον να φθάσουν εις την χώραν, ευρίσκουν μίαν κόρην πολύ ωραίαν, με στολίδια και φορέματα πολύτιμα.
Τότε ο άγγελος έπιασε την μύτην του! Βλέποντας ο ασκητής του λέγει. Τι είσαι συ; Άγγελος, άνθρωπος ή διάβολος; Απαντήσαμε το ψώφιο άλογο όπου εβρωμούσε, δεν έπιασες τη μύτη σου, ομοίως και το βώδι και τον σκύλον και δεν είδα να πιάσης την μύτη σου, και τώρα που απαντήσαμε τέτοιαν ωραίαν κόρην έπιασες τη μύτη σου;
Τότε φανερώνεται ο άγγελος και του λέγει. Πως κανένα πράγμα δεν βρωμά του Θεού περισσότερον ωσάν την υπερηφάνειαν, και λέγοντας τον λόγον έγεινεν άφαντος ο άγγελος.
Ευθύς εγύρισεν ο ασκητής οπίσω εις το κελλίον του και έκλαιε δια τας αμαρτίας του, παρακαλών τον Θεόν να φυλάττη από τας παγίδας του διαβόλου και να μη τον ρίψη εις την υπερηφάνειαν και κολασθή.
Σημ. Ας τ' ακούσουν οι υπερηφανευόμενοι και πονηρευόμενοι (ωσάν και εμένα) οίτινε εξολοθρευθήσονται. Και δη κακόμοιρες σεις όσαι γυναίκες στολίζεσθε σκανδαλωδώς ή φτιασιδώνεσθε δαιμονιωδώς καλωπιζόμεναι δια να μη δήτε πρόσωπον Θεού ποσώς αν δεν μετανοήσετε θερμώς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου