Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2025

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΗΡΥΚΟΥ ΔΙΑ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ "ΧΕΙΡΟΘΕΣΙΑΣ" ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ ΕΙΣ ΑΜΕΡΙΚΗΝ

ΕΝΗΜΕΡΩΣΙΣ ΕΠΙ ΕΠΙΚΑΙΡΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟΝ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ, ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΥΚΑΣΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΕΙΟΝ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ 19400, ΚΟΡΩΠΙ ΑΤΤΙΚΗΣ, Τ.Θ. 54, ΤΗΛ. 210 6020176, 210. 6021467 Μετά τήν δημοσίευσιν εἰς τό διαδίκτυον τῆς «περιγραφῆς» τῆς Βοστώνης εις την Ενημερωσιν του 2005 εγραψα τα εξης τα οποια παραυετω δια μίαν καλυτεραν αναλυσιν και κατανοησιν επί του ολου θεματος με τιτλον: ΜΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠ. ΚΗΡΥΚΟΥ ΔΙΑ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ "ΧΕΙΡΟΘΕΣΙΑΣ" ΤΩΝ 2 ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ ΤΟΝ ΣΕΠΤ. ΤΟΥ 1971 Μετά τήν δημοσίαν, μέσω τοῦ διαδικτύου, ἐπίσημον καί ὑπεύθυνον "περιγραφήν" ἀπό «αὐτηκόους καί αὐτόπτας μάρτυρας», καί ἐνημέρωσιν περί τοῦ "τί ἔγινε στίς 17 καί 18 Σεπτεμβρίου 1971 εἰς ᾿Αμερικήν, κατά τήν χειροθεσίαν τῶν δύο Ματθαιϊκῶν ᾿Αρχιερέων", εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νά δηλώσωμεν τά ἑξῆς: Ἡ ἐπίσημος αὕτη περιγραφή ἐγράφη μέ ἕνα προφανῆ σκοπόν, νά «ἀποδείξῃ», ὅτι οἱ δύο ᾿Αρχιερεῖς οἱ λαβόντες "χειροθεσίαν" τήν 17ην καί 18ην Σεπτεμβρίου, οὔτε ῾Ομολογίαν ᾿Ορθόδοξον εἶχον ἐξασφαλίσει ὑπό τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, ὅπως μᾶς εἶπον, ὅταν ἐπέστρεψαν, οὔτε ἁπλῆν συγχωρητικήν εὐχήν ἔλαβον. Αὐτό τό ὁποῖον περιγράφεται εἰς τό πρῶτον μετά τό 1971 ΕΠΙΣΗΜΟΝ καί ΥΠΕΥΘΥΝΟΝ ΚΕΙΜΕΝΟΝ (τονίζομεν τό ἐπίσημον, διότι ἀνεπισήμως καί ἀνευθύνως πολλά ἐλέχθησαν καί ἐγράφησαν μέχρι σήμερον), δέν ἦτο μιά ἁπλῆ συγχωρητική εὐχή, ἀλλά κάτι παραπάνω καί ἀπό ἁπλῆ "χειροθεσία ἐπί σχισματικῶν". Εἶχε ὅλα τά στοιχεῖα αὐτοῦ πού ὀνομάζει ὁ Η Κανών τῆς Α' Οἱκουμενικῆς Συνόδου, "μυστικωτέρα χειροτονία". Αὐτή ἡ "περιγραφή", ὅμως, φέρει εἰς ἀντίφασιν τά μέλη τῆς ᾿Εξαρχίας, διότι ἅμα τῆ ἐπιστροφῆ των εἰς Ἑλλάδα, ἄλλα εἶπον. ‘Εν προκειμένῳ δύο τινά μπορεῖ νά συμβαίνουν. Ἤ ἡ περιγραφή εἶναι ψευδής καί σκόπιμος, καί ὡς τοιαύτη πρέπει νά ἀντιμετωπισθῆ ἀναλόγως, ἤ τά μέλη τῆς ᾿Εξαρχίας ἐψεύσθησαν καί ἐπίσης πρέπει νά ἀντιμετωπισθοῦν ἀναλόγως. Διότι ἡ ᾿Εξαρχία ἐρωτηθεῖσα ἅμα τῆ ἐπιστροφῆ της ἀπήντησε δημοσίως τά ἑξῆς: "ΟΧΙ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΧΕΙΡΟΘΕΣΙΑ. ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΓΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΕΙΝΑΙ ΘΕΟΛΟΓΟΙ. ΔΕΝ ΗΤΟ ΠΟΤΕ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΕΚΑΜΝΑΝ ΤΕΤΟΙΟ ΠΡΑΓΜΑ. ΕΔΕΧΘΗΚΑΝ ΤΗΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΑΝ ΤΙΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΕΣ ΜΑΣ. ΕΤΣΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΤΩΡΑ ΞΑΠΛΩΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΕΡΑΤΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ. ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΥΦ᾿ ΕΝΟΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΣ ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΜΙΑ ΣΥΓΧΩΡΗΤΙΚΗ ΕΥΧΗ ΩΣΤΕ ΟΙ ΦΛΩΡΙΝΙΚΟΙ ΝΑ ΜΗΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΝΕΝΑ ΛΟΓΟ ΝΑ ΠΡΟΦΑΣΙΖΩΝΤΑΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΥΦ᾿ ΕΝΟΣ". Πέραν τούτου, ἡ «περιγραφή», ὅμως, ἔρχεται εἰς ἀντίθεσιν καί μέ τά ὅσα ἀπό τότε μέχρι τό 1998, ἐπισήμως καί δημοσίως καί πεπαρρησιαμένως ΩΜΟΛΟΓΗΣΑΝ ἐν ἐπισήμοις διακηρύξεσιν, τόσον ὁ Μακαριώτατος ᾿Αρχιεπίσκοπος κ. ᾿Ανδρέας, ὅσον καί ἡ ῾Ιερά Σύνοδος, καί ἡ διαμορφωθεῖσα κοινή συνείδησις τῆς ᾿Εκκλησίας (Κλήρου καί Λαοῦ). ῾Η κοινή ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ - ΟΜΟΛΟΓΙΑ τῆς Γνησίας ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας (Κλήρου καί Λαοῦ), ὅπως διεμορφώθη ἀπό τό 1971 ἐπί τοῦ θέματος τῆς λεγομένης "χειροθεσίας" ἦτο αὕτη τήν ὁποίαν ἐξέφρασεν ἐξ᾿ ἀρχῆς ἡ ᾿Εξαρχία. Αὐτήν τήν ῾Ομολογίαν προέβαλον πάντοτε, ἀπό τό 1971 καί μέχρι τό 1998, καί ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος καί ἡ ῾Ιερά Σύνοδος, ὁσάκις οἱ Ρῶσοι τῆς Διασπορᾶς, οἱ Φλωρινικοί καί οἱ Νεοημερολογῖται διέδιδον πότε ἀνευθύνως, πότε μέ ἀπειλή ὅτι ἔχουν στοιχεῖα καί θά τά ἀποκαλύψουν, ἤ ὅτι ἔχουν μαγνητοταινίες, κλπ. ὅτι ἔγινε "χειροθεσία ἐπί σχισματικῶν", ἤ "χειροτονία". Μετά τάς, ὑπ αὐτήν τήν ἔννοιαν, γενομένας "χειροθεσίας" τῶν ἐδῶ ᾿Αρχιερέων, ἐδημοσιεύθη ὑπό τοῦ Φλωριναίου μον. Βίκτωρος εἰς τά "Χαρμόσυνα Μηνύματα" ἡ ᾿Απόφασις τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, ἡ ὁποία ὁμιλεῖ διά χειροθεσίαν κατά τόν Η' Κανόνα τῆς Α Οἰκουμενικῆς Συνόδου. ῾Η ἀπόφασις αὕτη εἶχεν ἀποκρυβῇ ἀπό τούς ᾿Αρχιερεῖς, ἀπ᾿ ὅ,τι γνωρίζομεν. Μάλιστα ὁ κ. ‘Ελευθέριος Γκουτζίδης τήν ἐζήτησεν ἐπιμόνως, ἐκεῖνοι ὅμως ἐδήλωσαν, ὅπως ἀπεδείχθη ἐκ τῶν ὑστέρων ψευδῶς, ὅτι θά ὑπογραφεῖ κατά τήν ἑπομένην συνεδρίασιν, μετά ἕν ἔτος, καί θά μᾶς τήν ἀποστείλουν. ῾Ο Μακαριώτατος, ἔστω καί σήμερον, ὀφείλει νά δηλώση, ἐάν, ἐγνώριζε τήν ᾿Απόφασιν τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, πρίν δημοσιευθῆ ὑπό τῶν Φλωρινικῶν. ῾Υπ᾿ αὐτάς τάς προὑποθέσεις καί ὑπ᾿ αὐτήν τήν ᾿Εκκλησιαστικήν Συνείδησιν καί ῾Ομολογίαν, ἤτοι ὑπό τήν διαβεβαίωσιν ὅλων τῶν ᾿Αρχιερέων, ὅτι δέν πρόκειται κἄν περί χειροθεσίας, ἀλλά περί μιᾶς ἁπλῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς, ἐδέχθην ἐν ἔτει 1982 νά ἱερωθῶ. ᾿Οφείλω νά διευκρινίσω, ὅτι δύο τινά ἦσαν ἐκεῖνα πού μέ "ἀφώπλισαν" τότε, διότι ἐξ’ ὅσων ἠκούοντο ἀπό τήν πλευρά τῶν Φλωρινικῶν ἤμην πολύ ἀρνητικός. Ἡ ἐπιστολή τοῦ Φιλαρέτου, τήν ὁποίαν προσεκόμισε ὁ Σεβ/τος Κιτίου κ. ᾿Επιφάνιος, καί ἡ ὁποία ὁμιλεῖ καθαρά περί συγχωρητικῆς εὐχῆς (οὔτε κἄν περί χειροθεσίας) καί τό γεγονός, ὅτι ὅλοι οἱ ᾿Αρχιερεῖς πού ἐδέχθησαν αὐτήν τήν τυπικήν ἐξωτερικήν πρᾶξιν, κατά τήν ἐν Συνόδῳ δήλωσίν των, δέν εἶχον κἄν λογισμόν ἀμφιβολίας διά τήν χειροτονίαν τους, ἤ ὅτι ἐδέχοντο χειροθεσίαν ἐπί σχισματικῶν. Καί ἐπίσης τό γεγονός ὅτι τό 1997 καθήρεσαν τόν Κορινθίας Κάλλιστο ἐπί ἀρνήσει τῆς Ἀρχιερωσύνης του. ᾿Από αὐτήν τήν ῾Ομολογίαν, οὐδέποτε ἀπ᾿ ὅ,τι γνωρίζομεν, ΕΠΙΣΗΜΩΣ τουλάχιστον παρεξέκλιναν. ᾿Ανεπισήμως καί ἀτομικῶς ἔχομεν τάς σοβαράς παρεκκλίσεις ἀπό τόν Σεβ. Πειραιῶς Νικόλαο, ὁ ὁποῖος προκειμένου νά ἀθωωθῇ κατέθεσε εἰς τό Δικαστήριο τό 1974 τήν ἄκυρον καί οὐδέποτε γενομένην δεκτήν ᾿Απόφασιν τῶν Ρώσων, ἡ ὁποία ὁμιλεῖ διά «χειροθεσίαν ἐπί σχισματικῶν" κατά τόν Η' Κανόνα τῆς Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί τήν περίπτωσιν τοῦ μόλις κοιμηθέντος Κιτίου ᾿Επιφανίου, ὁ ὁποῖος ἔψαχνε νά βρῇ ντοκουμέντα νά δικαιολογήση τήν χειροθεσίαν, ὅπως "νά δοῦμε μήπως ὁ Βαρυκόπουλος ἦτο ὀρθόδοξος καί δικαολογεῖται ἡ χειροθεσία". ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΕΠΙΣΗΜΩΣ τουλάχιστον μέχρι τό 1998 παρεξέκκλιναν ἀπό αὐτήν τήν καλήν ῾Ομολογίαν. Τουναντίον εὐκαίρως ἀκαίρως ἐπανελάμβανον δι᾿ ἐπιστολῶν, ῾Ιεροσυνοδικῶν ἀποφάσεων καί δηλώσεων, ὅτι οὐδέποτε ἐδέχθησαν "χειροθεσίαν ἐπί σχισματικῶν". ᾿Από τό 1998, ὅμως, τά πράγματα ἤλλαξαν. ῾Ο παλαιοημερολογιτικός Οἰκουμενισμός ἠπείγετο νά "ἀναγκάσει" καί τούς Ματθαιϊκούς νά ἀποδεχθοῦν ὅτι ἔγινε «χειροθεσία ἐπί σχισματικῶν» ἤ «χειροτονία», ὅπως ἐδήλωναν οἱ Φλωρινικοί. Καί αὐτό τό ἔλεγον, διά νά περάση ἡ θέσις, ὅτι ὅλοι προέρχονται ἀπό τούς Ρώσους καί δέν διαφέρει ἡ χειροτονία τῶν Ματθαιϊκῶν ἀπό τούς Φλωρινικούς. Καί αὐτό τό ἐδέχοντο, ἄλλοι ἐμμέσως, ἄλλοι διά τῆς σιωπῆς, μέ σκοπό νά ἀναγνωρισθοῦν ἐπισήμως καί ἀπό τούς Φλωρινικούς καί ἀπό τόν Χριστόδουλο. Παράλληλα προωθοῦνται καί τά σενάρια "βιάσθηκε ὁ ἄγιος πατέρας" καί ἄλλα. Καί ἐνῶ ὁ Παλαιοημερολογιτικός Οἱκουμενισμός ἀφέθη ἐλεύθερος νά ἀσυδοτεῖ καί νά μολύνη τάς συνειδήσεις τῶν πιστῶν, οἱ ᾿Αρχιερεῖς, μέ πρωτοστάτην τόν ᾿Αρχιεπίσκοπον ἠρνοῦντο νά ἀπαντήσουν, καί ἐπί ὀκτώ ἔτη ΑΡΝΟΥΝΤΑΙ νά τό πράξουν, ἐνῶ διώκουν ἀπηνῶς ἐκείνους πού κρούουν τόν κώδωνα τοῦ κινδύνου. Μέσα εἰς αὐτά τά πλαίσια, ὁ παλαιοημερολογιτικός Οἰκουμενισμός, καί ἀφοῦ τά ἀνώνυμα τοῦ Βασιλείου Σακκᾶ, δέν ἐγίνοντο πιστευτά ἀπό ὄλους, ἐπεστράτευσεν τήν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς Μεταμορφώσεως Μπροῦκλιν, νά περιγράψουν τί «ἐπακριβῶς» ἔγινε τό 1971, ὥστε νά "παραδεχθοῦμε" ὅλοι ὅτι ἔγινε χειροθεσία ἤ χειροτονία, καί νά ἀναγνωριζώμεθα ἀπό τούς Φλωρινικούς καί ἀπό τόν Χριστόδουλο. Δύο τρία χρόνια πρίν κοιμηθῇ ὁ Σεβ/τος Κιτίου ᾿Επιφάνιος ἐγράφομεν, καί διά τόν Μακαριώτατον καί διά τόν Σεβ/τον Κιτίου, ὡς οἱ μόνοι ἐπιζῶντες ἀπό τούς ζήσαντας τά γεγονότα τοῦ 1971, ὀφείλουν νά δηλώσουν ὑπευθύνως "ἐν ἐπιτραχηλίῳ καί ὠμοφορίῳ" τί ἔγινε τό 1971 καί τί εὐχές ἀνεγνώσθησαν, καί τί φρονοῦν σήμερον καί διατί δέν ἀπαντοῦν σέ ὅσα ἀπειλοῦν οἱ πολέμιοι. Καί τοῦτο, ὅπως ἐγράφομεν τότε, "ἵνα μή ἐλθοῦσα ἑτέρα γενεά μέλλει ἡμᾶς ἀναθεματίζειν ὡς παρά τούς τύπους καί τούς ὅρους τῆς ᾿Εκκλησίας φρονοῦντας", (ἱερός Δαμασκηνός), ἀλλά καμμίαν ἀπάντησιν δέν ἐλάβομεν. ῾Η εὐθύνη ἑπομένως ἐπιρρίπτεται ἀκεραία εἰς τόν Μακαριώτατον, ὁ ὁποῖος ἀρνεῖται πεισμόνως νά εἴπῃ τί γνωρίζει διά τά συμβάντα εἰς ᾿Αμερικήν, ἀλλά καί τί ἔκανε ὁ ἴδιος στήν ῾Ελλάδα. ᾿Ανέγνωσεν ἁπλῆν «συγχωρητικήν εὐχήν», ὅπως δήλωσε ἡ ᾿Εξαρχία ὅτι ἔγινε στήν ᾿Αμερική, ἤ "τάς εύχάς τῆς χειροτονίας", ὅπως «ἀπεκάλυψεν» δημοσίως ὁ Σεβ/τος Γαλακτίων. ᾿Ηρωτήθη παρ᾿ ἐμοῦ πρό 3-4 ἐτῶν ὁ Μακαριώτατος περί αὐτοῦ καί μοῦ εἶπε: "Δέν ἐνθυμοῦμια". ᾿Από τήν ἄλλην ὁμιλεῖ διά ἀνθρώπινα λάθη εἰς τό θέμα τῆς χειροθεσίας. Ποῖα εἶναι αὐτά τά ἀνθρώπινα λάθη, καί διατί δέν ἀπαντᾶ. Καί τί θέσιν εἶχε τό Εὐαγγέλιον εἰς τάς κεφαλάς τῶν ᾿Αρχιερέων, ὅταν ὁ ἴδιος διάβαζε στίς 15 ᾿Οκτ. τίς εὐχές ἐκεῖνες, ἀπό τό Μέγα ῾Ιερατικόν, πράγμα τό ὁποῖον ἐδήλωσε ἐπίσης ἐνώπιόν μου καί ἐνώπιον μαρτύρων ὁ Σεβ/τος Γαλακτίων; Καί πῶς ἀπεδέχθη τήν ᾿Απόφασιν τῶν Ρώσων, ἥ ὁποία ὁμιλεῖ διά τόν Α' Κανόνα τῆς Α' Οἱκουμενικῆς Συνόδου "ἀγαλλομένῳ ποδί καί ἰλέῳ ὄμματι", ὅπως ἀποκαλύπτει ὁ Σεβ/τος Παχώμιος. Καί ἐν προκειμένῳ ποία εἶναι σήμερον ἡ ῾Ομολογία του; Δέχεται τήν ἄποψιν τοῦ Σεβ/του Παχωμίου, ὅτι "ὅλοι ἐμεῖς πού χειροτονηθήκαμε ἀπό αὐτούς, ἔχομεν τήν ᾿Αρχιερωσύνη ἀπό χειροθετημένους;". ᾿Εφ᾿ ὅσον ὁ Μακαριώτατος καί οἱ ἄλλοι ᾿Αρχιερεῖς ἀρνοῦνται νά ἀπαντήσουν ἐπ᾿ αὐτῶν τῶν ἐρωτημάτων, καί ἐφ᾿ ὅσον δέν παίρνουν θέσιν ἐπί τῶν θεμάτων ῾Ομολογίας καί ᾿Αποστολικῆς Διαδοχῆς τά ὁποῖα προέκυψαν ἀπό τό 1998, καί τά ὁποῖα ἔγιναν πιό σοβαρά μετά ἀπό τήν ἱερόσυλον παραίτησίν του καί τήν μοιχεπιβασίαν τοῦ Πειραιῶς Νικολάου εἰς τόν θρόνον του, τά ὁποῖα ἔγιναν καί συνεχίζουν εἰς τά πλαίσια τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἶμαι πλέον ὑποχρεωμένος, μοῦ ἐπιβάλλει ἡ ᾿Αρχιερατική μου συνείδησις, νά δηλώσω τά ἑξῆς: α) ῞Οτι ἐμμένω εἰς τήν "περιτείχισίν" μου ἀπό 2.11.01 μή δεχόμενος τάς ληστρικάς πράξεις των τῶν τελευταίων ἐτῶν. β) Ὅτι θεωρῶ τήν ἀπό 5.2.03 καί τόν Μακαριώτατον καί τόν Σεβ/το Νικόλαο ὡς ἐν παρανομίᾳ τελοῦντας, τήν δέ περί ἀμφοτέρους αὐτούς συνεδριάσεις ὡς φατριαστικάς ληστρικάς καί παρανόμους, ἤτοι "συναγωγήν πονηρευμένων". γ) ᾿Από το 2005 ὅπως διά τοῦ από 16/6/2005 αποκηρυκτικου ἐγγράφου μου ἐδήλωσα παραμένω μακράν καί ἐκτός αὐτῶν καί διαχωρίζω τόν ἑαυτόν μου ἀπό τάς παρανομίας των, ἐνῶ θά συνεχίσω μόνος μου μεθ᾿ ὅσων μείνουν πιστοί εἰς τήν ᾿Εκκλησίαν τόν ἀγῶνα ὑπέρ τῆς ῾Ομολογίας καί τῆς ᾿Αποστολικῆς Διαδοχῆς. δ) Ἐνόσω παραμένουν εἰς αὐτήν τήν κατάστασιν καί ἀρνοῦνται νά ὁμολογήσουν τήν καλήν ῾Ομολογίαν, τούς καταδικάζω, ὡς σχισματικούς καί βλασφήμους καί κατά τῆς ῾Ομολογίας καί κατά τῆς ᾿Αποστολικῆς Διαδοχῆς. ε) Μέχρι νά ἀνανήψουν καί ἐπανέλθουν εἰς τήν εὐθεῖαν ὁδόν οὐδεμίαν ἐπικοινωνίαν δύναμαι νά ἔχω μετ᾿ αὐτῶν, διότι δέν ἐκπροσωποῦν πλέον οὔτε τήν ῾Ιεράν Σύνοδον, οὔτε ἀνήκουν εἰς τήν ᾿Εκκλησίαν αἱ δέ καταδικαστικαί ἐναντίον μου ἀποφάσεις, στεροῦνται πάσης νομιμότητος, ἀφοῦ κινοῦνται πλέον εἰς τόν χῶρον τῆς σχισματοαιρέσεως, καί ἐπιπίπτουν ἐπί τῶν κεφαλῶν των. ε) Μέχρις ὅτου ἀνανήψουν θά διαγράψω τά ὀνόματά των ἀπό τά δίπτυχα τῆς Μητροπόλεως, μή ἔχων καμμίαν πνευματικήν κοινωνίαν μετά τῶν Σεβ/των ᾿Αρχιερέων ᾿Ανδρέου, Νικολάου, Παχωμίου, Γαλακτίωνος, (τούς ὁποίους θά μνημονεύω ὑπέρ φωτίσεως),ἐπιφυλασσόμενος καί διά τούς ὑπολοίπους Ταράσιον, ᾿Ανδρέα, καί Χρυσόστομον, καί ἐν ἀναμονῇ μήπως καί ἀνανήψουν. Θά ἀναφερθῶ εἰς μίαν περίπτωσιν τήν ὁποίαν ἔζησα ἀπό κοντά. ᾿Ενῶ τά μέλη τῆς ᾿Εξαρχίας (Κορινθίας Κάλλιστος, Κιτίου ᾿Επιφάνιος καί Πρωτοσύγκελλος Εὐγένιος Τόμπρος) εὑρίσκοντο εἰς ᾿Αμερικήν ἠκούετο ἐδῶ εἰς τήν ῾Ελλάδα ἀνεπισήμως, ὅτι "οἱ Ρῶσοι τῆς Διασπορᾶς ἔκαμαν χειροθεσίαν εἰς τούς δύο ᾿Αρχιερεῖς". ῾Ο θεολόγος ᾿Ελευθέριος Γκουτζίδης, ὁ ὁποῖος ἦτο ὁ μόνος πού ὡς ἐκ τῆς ἰδιότητός του ἠδύνατο τότε νά ἐκφράση ὑπεύθυνον γνώμην, ἔλεγεν ὅτι "εἶναι ἀδύνατον νά ἔγινε κάτι τέτοιο", διότι "ἐάν οἱ Ρῶσοι τῆς Διασπορᾶς ὀρθοδόξησαν καί ἐδέχθησαν τήν ῾Ομολογίαν, τό μόνον τό ὁποῖον ἠδύναντο νά πράξουν ἦτο νά συλλειτουργήσουν μαζί τους καί νά ἀναγνωρίσουν τόν Βρεσθένης Ματθαῖο ὡς μέγαν ῾Ομολογητήν, διότι καί τήν ῾Ομολογίαν διεφύλαξε καί τήν ᾿Αποστολικήν Διαδοχήν ἀνόθευτον διεφύλαξε". Εἰς τό ἀεροδρόμιον πού περιμέναμε νά ἐπιστρέψουν, ὁ θεολόγος ᾿Ελευθέριος Γκουτζίδης ἐπληροφορήθη παρά τοῦ τότε λαϊκοῦ Κων/νου Σαραντοπούλου (νῦν Φλωρινικοῦ "᾿Αχαΐας" Σαραντοπούλου), ὑποτακτικοῦ τοῦ ᾿Αρχιμ. Καλλιοπίου Γιαννακουλοπούλου, ὅτι "ναί ἐχειροθέτησαν τούς ᾿Αρχιερεῖς. Τό γνωρίζω, διότι πρίν ξεκινήσουν ἀπό ᾿Αμερική ἐπεκοινώνησα τηλεφωνικῶς μέ τόν π. Καλλιόπιο καί μοῦ τό εἶπε". Τότε ὁ ᾿Ελευθέριος ἀπευθυνόμενος εἰς ἐμέ, μοῦ πρότεινε «νά φύγουμε, διότι ἄν ἐδέχθησαν χειροθεσίαν αὐτοί εἶναι καραγκιόζηδες, καί ἐγώ καραγκιόζηδες δέν δύναμαι νά ὑποδεχθῶ". Τόν κράτησε ὅμως ὁ τότε ῾Ιερομόναχος Ματθαῖος Μακρῆς ὁ ὁποῖος (ἀπ᾿ ὅ,τι ἀπεδείχθη γνώριζε πολύ καλά τά πράγματα) λέγοντάς του "κάτσε νά μᾶς ἐξηγήσουν τί ἔγινε". ῞Οταν ἀφίχθη εἰς τό ᾿Αεροδρόμιον ἡ ᾿Εξαρχία ὁ ᾿Ελευθέριος Γκουτζίδης ἠρώτησε "τί ἔκαναν στήν ᾿Αμερική, ἀκούεται ὅτι σᾶς ἔκαναν "χειροθεσία", ὁ μέν π. Εὐγένιος ἀπέφυγε νά ἀπαντήση, καί ἔφυγε ἀμέσως γιά τό σπίτι του, οἱ δέ δύο ᾿Αρχιερεῖς ἐδέχθησαν νά μεταβοῦν ὅλοι στό Μετόχι τοῦ Κορινθίας καί ἐκεῖ νά τούς ἐξηγήσουν. Καί ἡ "ἐξήγησις" πού ἔγινε ἀπό τούς ᾿Αρχιερεῖς καί τόν ᾿Αρχ/τη Καλλιόπιο ἦτο, ὅτι "ΟΧΙ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΧΕΙΡΟΘΕΣΙΑ. ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΓΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΝΑΙ ΘΕΟΛΟΓΟΙ. ΔΕΧΘΗΚΑΝ ΤΗΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΑΝ ΤΙΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΕΣ ΜΑΣ. ΕΤΣΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΤΩΡΑ ΞΑΠΛΩΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΕΡΑΤΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ. ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΥΦ᾿ ΕΝΟΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΣ ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΜΙΑ ΣΥΓΧΩΡΗΤΙΚΗ ΕΥΧΗ ΔΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΑΣΙΝ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΟΣ". Αὐτῆς τῆς δηλώσεως τῶν ᾿Αρχιερέων ἤμην αὐτήκοος μάρτυς. ῏Ησαν δέ τόσον "πειστικοί", ὥστε νά χαρακτηρισθοῦν καί μεγάλοι ἱεραπόστολοι καί ὁμολογηταί. ῾Ο θεολόγος ᾿Ελευθ. Γκουτζίδης, ἔβαλε μετάνοια, ἐζήτησε συγγνώμην, διότι στό ἀεδρόμιο ἐξεφράσθη ἐναντίον των, καί ἐζήτησε νά πληροφορηθῇ ἄν οἱ Ρῶσοι ἔδωσαν γραπτήν τήν ῾Ομολογίαν καί ἄν ὑπάρχῃ κάποια σχετική ἀπόφασις ἤ ἔγγραφον, καί ἔλαβε τήν ἀπάντησιν ὅτι "τήν ἀπεδέχθησαν ὁμοφώνως ἐν Συνόδῳ, ἀλλά τό σχετικόν ἔγγραφον θά συνταχθῇ καί θά ὑπογραφῇ κατά τήν ἑπομένην Σύνοδον ὅλων τῶν ᾿Αρχιερέων, ἡ ὁποία γίνεται μία φορά τό χρόνο». ‘Επειδή, ὅμως ἐπέμενε τονίζοντας, ὅτι τέτοια θέματα δέν μπορεῖ νά ἀντιμετωπίζωνται ἔτσι πρόχειρα, καί ὅτι πρέπει νά ἔχουμε γραπτά ντοκουμέντα, ἐπετιμήθη ὅτι δέν ἔχει ἐμπιστοσύνη στούς ᾿Αρχιερεῖς. Καί ἐζήτησε συγγνώμη. ᾿Επιμένων εἰς τήν ἐρώτησίν του, ἐάν ἔχουν κάποια ἀπόφασιν ἐπετιμήθη, διότι «δέν ἔδειξε ἐμπιστοσύνην στούς δύο ᾿Αρχιερεῖς". Αὐτῆς τῆς "῾Ομολογίας" τῶν μελῶν τῆς ᾿Εξαρχίας ἤμην αὐτήκοος μάρτυς. ῞Οσον ἀφορᾶ δέ τήν ἀπόφασιν τῆς Ρωσικῆς Συνόδου περί τῆς "χειροθεσίας", ὁ ὁποία εἶναι ἀντιφατική καί ἀπαράδεκτος τήν ἀπέκρυψαν, μέχρις ὅτου τήν ἐδημοσίευσεν ὁ Φλωριναῖος Μοναχός Βίκτωρ εἰς τό φυλλάδιόν του: "Χαρμόσυνα Μηνύματα", καί ἀφοῦ ἐγένοντο καί ἐδῶ αἱ "χειροθεσίαι". Τότε ὁ π. Εὐγένιος τήν ἐδημοσίευσεν καί εἰς τόν "Κήρυκα". Αὐτήν τήν ῾Ομολογίαν ἐδήλωναν ἀτομικῶς καί Συνοδικῶς οἱ ᾿Αρχιερεῖς ἀπό τό 1971 μέχρι τό 1998, μέ ἐξαίρεσιν τόν ποτέ Κορινθίας Κάλλιστον, ὁ ὁποῖος μετά τό 1976 καί αὐτή εἶναι ἡ μέχρι τό 1998 "κοινή συνείδησις τῆς ᾿Εκκλησίας". Αὐτό δηλώνεται εἰς ἐπίσημα κείμενα τόσον τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου, ὅσον καί τοῦ Μακαριωτάτου. Μετά τήν ἐδῶ πανηγυρικήν λειτουργίαν τῆς ἑνώσεως, ἐδημοσιεύθη, ὡς εἴπομεν, ἡ ἀπόφασις τῶν Ρώσων, καί διά πρώτην φοράν τήν ἴδωμεν, τουλάχιστον "οἱ παροικοῦντες τήν ῾Ιερουσαλήμ καί μή γνωρίζοντες τά γενόμενα ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις", ἐνῶ μέχρι τότε ἡ ἀπόφασις τῶν Ρώσων ἀπεκρύπτετο. Εἰς αὐτήν ἀναφέρεται ὅτι ἡ χειροθεσία γίνεται κατά τόν Η' Κανόνα τῆς Α' Οἱκουμενικῆς Συνόδου. ῾Ο Μακαριώτατος παρακαλεῖται ἐπ᾿ αὐτοῦ νά μᾶς εἴπῃ "ἐν ἐπιτραχηλίῳ καί ὠμοφορίῳ", ἐάν πρίν τήν πανηγυρικήν Λειτουργίαν τῆς ἑνώσεως ἐγνώριζε τήν ἀπόφασιν ταύτην. Πιστεύομεν, ὅτι ἴσως καί ἡ ἀπόφασις αὕτη νά ἀπεκρύπτετο ἐάν δέν τήν ἐδημοσίευεν εἰς τά "Χαρμόσυνα Μηνύματα" ὁ Φλωριναῖος μοναχός Βίκτωρ, διά νά περάση δύο μηνύματα: Πρῶτον ὅτι ἡ χειροθεσία ἔγινε βάσει γνωματεύσεως τοῦ πρώην Φλωρίνης, καί Δεύτερον, ὅτι πλέον εἴμεθα ἑνωμένοι μετά τῶν Φλωρινικῶν. ῎Ηδη ὅμως ἡ κοινή συνείδησις τῆς ᾿Εκκλησίας Κλήρου καί Λαοῦ εἶχε διαμορφωθεῖ ἀπό τῆς πρώτης στιγμῆς πού ἐπέστρεψαν τά μέλη τῆς ᾿Εξαρχίας. Διότι ἴσως κατά παραχώρησιν Θεοῦ διά νά μή παρασυρθοῦν ἅπαντες εἰς τήν προδοσίαν, τά μέλη τῆς ᾿Εξαρχίας εἶπον ὅτι οἱ Ρῶσοι ὠρθοδόξησαν, χειροθεσία δέν ἐγένετο, κλπ. καί αὐτήν ἡ συνείδησις διεμορφώθη. ῾Η προδοσία πλέον βαρύνει τούς ἰδίους προσωπικά. ῞Οταν ἐδημοσιεύθη καί εἰς τόν Κ.Ε.Ο. ἡ ἀπόφασις τῶν Ρώσων, τότε ἤρχισαν αἱ ἀντιδράσεις. Καί αἱ ἀντιδράσεις ἑστιάζοντο εἰς τό γεγονός ὅτι ἡ ἀπόφασις εἶναι ἀντιφατική. ᾿Εφ᾿ ὅσον ἀνεγνώρισαν ὡς ὀρθόδοξον τόν Βρεσθένης Ματθαῖον καί ὅτι "ἐν τῷ ζήλῳ του διά τήν ᾿Ορθοδοξίαν προέβη εἰς χειροτονίαν μόνος του παραβιάσας τήν ἱεραρχικήν τάξιν", δηλαδή ἐφ᾿ ὅσον ἀνεγνώρισαν ὡς δογματικῶς πλήρεις καί τελείας τάς χειροτονίας, διατί ὁρίζουν "χειροθεσίαν κατά τόν Η' Κανόνα τῆς Α' Οἱκουμενικῆς Συνόδου"; Προσωπικά μέ ἀπασχολοῦσε τό θέμα, καί ἔψαχνα νά ἐνημερωθῶ περί τῆς χειροθεσίας, τί εἶναι, πότε γίνεται κλπ. καί δέν σταματοῦσα ὅταν εὕρισκα εὐκαιρία νά τό συζητῶ, ὅπως καί πολλοί ἄλλοι. ᾿Ενθυμοῦμαι πόσο ἀνησυχοῦσε διά τό τί ἔγινε ὁ κατά σάρκα θεῖός μου ῾Ιερομόναχος Κήρυκος. Τότε ἤρχισα νά προβληματίζωμαι διά τήν στάσιν κάποιων ἄλλων Κληρικῶν, ὄπως τοῦ τότε ῾Ιερομονάχου, κατόπιν ᾿Επισκόπου ᾿Αττικῆς, Ματθαίου, ὁ ὁποῖος ὅταν μέ ἤκουσε εἰς τά Γραφεῖα νά ἐκφράζω τάς ἀνησυχίας μου, μέ ἐπετίμησεν λέγοντάς μου "εὐλογημένε τί εἶναι αὐτά πού λές, τώρα ἔχουμε ψηλά τό κεφάλι, πρίν δέν μᾶς ἔδιναν καμμιά σημασία, τώρα νά ἀκούσης τί λένε ἐκεῖ στά ῾Ιεροσόλυμα οἱ Δεσποτάδες, πόσο μᾶς ὑπολογίζουν"! Λόγῳ τῶν ἀντιδράσεων τότε πολλῶν Κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι μόλις ἐδημοσιεύθη ἡ ἀπόφασις ἀντέδρασαν, καί δέν ἐδέχθησαν νά γίνη εἰς αὐτούς ἡ "χειροθεσία" ἤρχισαν ἔντονα διαβήματα πρός τούς Ρώσους τῆς Διασπορᾶς, οἱ ὁποῖοι ἀπήντησαν πάλιν ἀντιφατικά. ῎Αλλος ἐδήλωσεν ὅτι ἔγινε "χειροτονία" (ὁ Γραμματεύς ᾿Επίσκοπος Μανχάτταν Λαῦρος), ἄλλος ὅτι ἔγινε "ὡς εὐλογίᾳ" (Φιλάρετος), ἄλλος ὅτι τούς δέχθηκαν ὡς ᾿Αρχιερεῖς (Γκράμπε) καί ἄλλοι ἄλλα. Τά περί συγχωρητικῆς εὐχῆς ὁ Φιλάρετος τά ἐδήλωσε πολύ ἀργότερα, ἤτοι μετά τήν διακοπήν σχέσεων. Προσωπικῶς, ὅταν ἀργότερα ἐμελέτησα ὀλίγον τό ᾿Αρχεῖον κράτησα ὡς τήν πλέον ἀνώδυνον ἀπάντησιν αὐτήν πού ἔδωσεν ἡ Σύνοδος τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς εἰς τήν Β' ᾿Εξαρχίαν 1974. ῾Ο Κορινθίας Κάλλιστος, ὁ Πειραιῶς Νικόλαος καί ὁ ᾿Αρχ/της Καλλίνικος Σαραντόπουλος, σήμερον Φλωριναῖος "᾿Αχαΐας" Καλλίνικος, ἐνυπογράφως ἐν ἔτει 1974 ἐδήλωσαν ὅτι οἱ Ρῶσοι τῆς Διασπορᾶς τούς ἐδήλωσαν προφορικῶς, ὅτι "ἡ χειροθεσία ἐγένετο ὅλως τυπικῶς καί ἄνευ οὐσιαστικοῦ λόγου". ῎Εστω καί ἄν ἔγινε προφορικῶς ἡ δήλωσις αὕτη ἐκ μέρους τῶν Ρώσων δέν δυνάμεθα νά τήν ἀμφισβητήσωμεν. Τό 1974 ὁ Μακαριώτατος ᾿Αρχιεπίσκοπος εἰς τό βιβλίον του "᾿Αποκατάστασις τῆς ᾿Αληθείας" ἔγραφεν ἀπευθυνόμενος εἰς τούς ὀκτώ ἀποσκιρτήσαντας, διά τόν λόγον τῆς χειροθεσίας, Κληρικούς, ὅτι "ἡ χειροθεσία ἐγένετο ὡς μία ἐξωτερική τυπική πράξις καί δέν εἶχε καμμίαν σχέσιν μέ τό μυστήριον τῆς χειροτονίας, τό ὁποῖον ἦτο δογματικῶς πλῆρες ἀπό τῆς πρώτης ἀρχῆς τῆς χειροτονίας". Οἱ Κληρικοί αὐτοί, ἐν οἷς καί ὁ ᾿Αρχ/της τότε Καλλιόπιος, ἀπεσκίρττησαν καί προσέφυγον εἰς τούς Φλωρινικούς, διαμαρτυρηθέντες ὅτι οἱ ᾿Αρχιερεῖς μας δέν συνεμορφώθησαν πρός τήν ἀπόφασιν τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, οἱ ὁποῖοι "ἔδωσαν τήν ἐντολήν μετά τήν χειροθεσίαν καί τῶν λοιπῶν ἐν ῾Ελλάδι Κληρικῶν νά κάμουν τό πᾶν νά ἐνωθοῦν μέ τούς Φλωρινικούς". Τό ἴδιον ἔτος (1974) ὁ Σεβ/τος Πειραιῶς Νικόλαος κατέθεσε εἰς τό Δικαστήριον διά νά ἀποδείξῃ ὅτι εἶναι Κανονικός ᾿Αρχιερεύς τήν ἀπόφασιν τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, ἡ ὁποία ὁμιλεῖ διά τόν Η' Κανόνα τῆς Α᾿ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἤτοι διά χειροθεσίαν ὡς ἐπί σχισματικῶν. Βάσει αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως καί βάσει τοῦ Η' Κανόνος τῆς Α' Οἱκουμ. Συνόδου. ἤτοι βάσει τῆς ἐπί σχισματικῶν χειροθεσίας, τό Δικαστήριον ἐξέδωκε "᾿Απαλλακτικόν Βούλευμα" καί ἀπήλλαξε τόν Σεβ. κ. Νικόλαον τῆς Κατηγορίας. Διά τό ᾿Απαλλακτικόν τοῦτο Βούλευμα ὁ Σεβ/τος Πειραιῶς Νικόλαος ἐπί σειράν ἐτῶν ἐπανηγύριζεν, καί δέν τό ἔφερε ποτέ εἰς τήν Σύνοδον νά ἀποφασίσῃ αὕτη περί αὐτοῦ, ὅταν δέ τόν κατηγείλαμεν καί τό ἐφέραμεν εἰς φῶς ἀπέδωσε τήν εὐθύνην εἰς τόν δικαστήν, καί ἐδήλωσε ψευδῶς δύο τινά: α) ῞Οτι δέν κατέθεσε αὐτός τήν ᾿Απόφασιν τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, καί ἐπομένως ἡ εὐθύνη ἀνήκει εἰς τόν Δικαστήν καί ὄχι εἰς τόν ἴδιον καί β) ῞Οτι ποτέ δέν ἀπεδέχθη οὔτε αὐτός, οὔτε ἡ ῾Ιερά Σύνοδος τό περιεχόμενον τοῦ Βουλεύματος. Τό ἔτος 1974 ὁ μακαριστός ἤδη μοναχός π. Κοσμᾶς ἔκοψεν κοινωνίαν μετά τοῦ Μακαριωτάτου διά τό γεγονός ὅτι "πῆγαν στήν ᾿Αμερική στούς κακοδόξους Ρώσους καί μᾶς ἐπρόδωσαν". Αὐτά μοῦ ἔλεγε συνεχῶς, διότι ὡς ἀνάδοχός μου (νουνός) τά συζητούσαμε πάρα πολύ. ῾Ο Μακαριώτατος βέβαια ἀπέδωσε τήν διακοπήν τῆς κοινωνίας του μετ᾿ αὐτοῦ εἰς προσωπικούς λόγους, ὡς ἀντίδρασιν δηλαδή διότι τοῦ ἔδωσε ἐντολή νά μεταβῇ εἰς τό μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως, ὅπου ἡ μετάνοιά του. ῞Οταν ὅμως ἀργότερα εἰς τήν προσπάθειάν του νά μέ ἐμποδίσῃ νά γίνω Κληρικός, διότι "αὐτοί ἐπρόδωσαν τόν ἅγιον Πατέρα" μοί ἐκμυστηρεύθη ὅτι ὁ Μακαριώτατος τοῦ εἶπε ὅτι ὁ "πατέρας εἶναι παράνομος" καί μοῦ ἐξήγησε: "ἔτσι τόν ἀπεκάλεσε". Ρώτησα, τότε, τόν Μακαριώτατο καί ἀπαντῶν μοῦ ἀπέδωσε πάλιν τήν διακοπήν κοινωνίας εἰς προσωπικούς λόγους. ᾿Επείσθην τότε, διότι εἶχον ἀπόλυτον ἐμπιστοσύνην εἰς τούς λόγους του, ἀλλά σήμερον μετά τήν ἐπί πολλά ἔτη ἄρνησίν του νά ἀντιμετωπισθῇ τό παλαιοημερολογιτικόν οἰκουμενιστικό κίνημα κατά τοῦ ἁγίου Πατρός Ματθαίου, ἀρχίζω νά ἀμφιβάλλω ἄν μοῦ μιλοῦσε εἰλικρινῶς. Τό 1975 στρατιώτης ὤν εἰς μίαν ἄδειαν μοῦ ἀνέθεσαν νά συντάξω τήν τελικήν ἀπάντησιν εἰς τούς Ρώσους τῆς Διασπορᾶς περί διακοπῆς τῆς κοινωνίας μετ᾿ αὐτῶν. ῾Η διακοπή τότε ἐφαίνετο ὡς μία διέξοδος ἀπό τήν διαμορφωθεῖσαν κατάστασιν, δεδομένου ὅτι ἤρχοντο πληροφορίαι ὅτι οἱ Ρῶσοι τῆς Διασπορᾶς οὔτε ὁμολογίαν ἔκαναν ποτέ, οὔτε ἀπεδέχθησαν τήν ῾Ομολογίαν, κλπ. Εἰς τό τελικόν χειρόγραφον τό ὁποῖον τούς παρέδωκα, καί ἄν ἐνθυμοῦμαι καλῶς τούς τό εἶπα καί διά ζώσης εἰς μίαν συνεδρίασιν τῶν ᾿Αρχιεπισκόπου ᾿Ανδρέου, ᾿Αττικῆς Ματθαίου καί Πειραιῶς Νικολάου, ὅτι πρέπει μέ αὐτήν τήν ἀπόφασιν νά ἀντιμετωπισθῇ καί τό θέμα τῆς χειροθεσίας καί εἰδικώτερα τῆς ἀποφάσεως τῶν Ρώσων, ἡ ὁποία ὁμιλεῖ διά τόν Η' Κανόνα τῆς Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Συμπλήρωσα μάλιστα εἰς τό κείμενον ἐκεῖ πού ἀναφέρεται εἰς τήν ἀπόφασιν τό ἑξῆς: «Ὅτι προέβησαν (οἱ Ρῶσοι) εἰς τήν ὑπ᾿ ἀριθμ. 15/28 ᾿Απόφασίν των, ἡ ὁποία ὅμως ὡς ἀντικανονική θεωρεῖται ὑφ᾿ ἡμῶν ἄκυρος, διό καί ἡμεῖς οὐδέποτε τήν ἐδέχθημεν". Δυστυχῶς, ὅμως, ὅταν ἐδημσιεύθη εἰς τό περιοδικόν, καί μοῦ τό ἀπέστειλαν εἰς ᾿Αλεξανδρούπολιν, ὅπου ὑπηρέτουν τήν στρατιωτικήν μου θητείαν, διεπίστωσα, ὅτι εἶχον ἀφαιρέσει ἐκεῖνο τό σημεῖον. Καί ὅταν ἀργότερα τούς ἠρώτησα διατί τό ἀφαιρέσατε, μοῦ ἀπήντησαν διά στόματος ᾿Αττικῆς Ματθαίου: "αἴ, εὔλογημένε σωστό εἶναι αὐτό πού ἔγραψες, ἀλλά ξέρεις τώρα ἔχουμε καί δικαστήρια καί βάσει αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως μᾶς ἀναγνωρίζουν. Ὅταν περάσουμε τά δικαστήρια, τότε θά τήν καταδικάσουμε". ῾Η "συνείδησις τῆς ᾿Εκκλησίας" ἐπί τοῦ θέματος τῆς χειροθεσίας ὡς μιᾶς τυπικῆς ἐξωτερικῆς πράξεως ὑπό τύπον συγχωρητικῆς εὐχῆς, ἐπεσφραγίσθη ἐκτός ἀπό τήν καθαιρετικήν ἀπόφασιν κατά τοῦ Κορινθίας Καλλίστου, ὅταν ἀνήρεσε τήν πρώτην του ῾Ομολογίαν, καί ἐδήλωσεν ὅτι ἐδέχθη "χειροθεσίαν ὡς ἐπί σχισματικῶν", ἐνῶ ἐγένετο δεκτός ἀπό τούς Φλωρινικούς ὡς Μητροπολίτης ἀπό τό 1971, καί ἀπό ῾Ιεροσυνοδικάς ἀποφάσεις. Τό 1978, τό 1979, τό 1981 καί τό 1983 ὁσάκις οἱ Φλωρινικοί ἤ οἱ Νεοημερολογῖται ἔγραφον ὅτι τό 1971 ἔγινε "χειροθεσία ἐπί σχισματικῶν", ἄλλοι δέ καί "χειροτονία" ἡ ᾿Εκκλησία ἔδιδε τήν ἰδίαν ἀπάντησιν. Τό 1978, ἤτοι ἕν ἔτος μετά τήν καθαίρεσιν τοῦ Καλλίστου, βλέποντας καί τήν οἰκουμενιστικήν τακτικήν τοῦ Κιτίου ἐκάναμε μήνυσι κατά τῆς ᾿Εξαρχίας τοῦ 1971. ᾿Εδήλωσα δέ ὅτι δέν θά χειροτονηθῶ, ἄν δέν ἀντιμετωπισθῇ τό θέμα ἱεροσυνοδικῶς. Τό 1981 ἐγένετο Μεγάλη Σύνοδος μέ τήν παρουσία καί τοῦ Σεβ/του Κιτίου κ. ᾿Επιφανίου καί πάλιν ἡ ῾Ιερά Σύνοδος ἐπανέλαβε τήν ἰδίαν θέσιν "συνείδησιν" περί τῆς χειροθεσίας. . ῾Ο Σεβασμιώτατος Κιτίου, ὅταν ἐπέστρεψε ὡς μέλος τῆς ᾿Εξαρχίας, ἐδήλωσεν καί αὐτός ὅτι "καμμία χειροθεσία δέν ἔγινε, οἱ Ρῶσοι ὀρθοδόξησαν καί ἡ ᾿Ορθοδοξία πλέον ὁμολογεῖται εἰς ὅλην τήν Οἱκουμένην, ὅσον ἀφορᾶ δέ τό ὑφ᾿ ἑνός ἀντιμετωπίσθη μέ μίαν συγχωρητικήν εὐχήν" εἰς τήν συνέχειαν ὅμως ἄλλαξε καί αὐτός γραμμή καί ἔλεγεν ὅτι "πρέπει νά ἐξετάσουμε μήπως ὑπῆρχε καί ἕτερος ᾿Επίσκοπος τό 1948, ὁπότε μπορεῖ νά δικαιολογηθῆ καί ἡ χειροθεσία τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς". Αὐτά τά ἔγραψε πολλάκις ὁ Σεβ. Κιτίου κ. ᾿Επιφάνιος, ὁ ὁποῖος καί μέ δικά του κείμενα καί διά τοῦ συνεργάτου του καί συμβούλου του Βασιλείου Σακκᾶ ἐδήλωνεν πολλάκις ὅτι πρέπει νά ἐξετάσωμεν μήπως ὑπῆρχε καί ἕτερος ᾿Αρχιερεύς ᾿Ορθόδοξος τό 1948 καί δέν τόν ἐκάλεσε ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος καί πάσχουν αἱ χειροτονίαι τοῦ 1948, ὁπότε καλῶς ἐγένετο ἡ χειροθεσία. Οἱ Φλωρινικοί (Αὐξέντιος) ἐνῶ στήν ἀρχή κατέκριναν τούς Ρώσους τῆς Διασπορᾶς, ὅτι παρεσπόνδησαν πού ἀνεγνώρισαν τήν Κανονικότητα τῶν χειροτονιῶν τοῦ Βρεσθένης Ματθαίου εἰς τήν συνέχεια καί κατ᾿ ἐξακολούθησιν κηρύττουν ὅτι τό 1971 ἐγένετο Κανονική χειροθεσία (ἄλλοι τήν ὀνομάζουν χειροτονία) ἐπί τῶν δύο Ματθαιϊκῶν ᾿Επισκόπων Καλλίστου καί ᾿Επιφανίου, δηλαδή "χειροθεσία ἐπί σχισματικῶν". ᾿Εκ τούτου προέκυψε καί ἡ παρεμπόδισις ἐκ μέρους των τῆς συνεχίσεως τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου καί ἐπί τῶν θεμάτων τοῦ σχίσματος τοῦ 1937 καί τῶν χειροτονιῶν κλπ. διότι κατ᾿ αὐτούς ὅλα αὐτά έτακτοποιήθησαν διά τῆς "ἐπί σχισματικῶν χειροθεσίας". Αὐτήν τήν ἄποψιν τήν ὑπεστήριξαν ἐξ᾿ ἀρχῆς, ἐκτός ἀπό τούς Φλωρινικούς καί μία ὁμάδα τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, ὁ Σακκᾶς καί ἄλλοι (πού φαίνεται εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐκ τῶν παρασκηνίων ἐτοποθέτησαν εἰς τήν ἀπόφασιν τόν Η' Κανόνα τῆς Α᾿ Οἱκουμενικῆς Συνόδου ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ σαφῶς περί χειροθεσίας ἐπί σχισματικῶν). ᾿Εσχάτως δέ ἤτοι ἀπό τό 1998 καί μέχρι σήμερον, αὐτήν τήν ἄποψιν τήν ἐπέβαλον εἰς τούς ᾿Αρχιερεῖς μας, προκειμένου νά ἀναγνωρίζωνται ἀπό τούς Φλωρινικούς καί ἀπό τόν νεοημερολογιτισμόν, τά ξένα Κεντρα. Εἰδικώτερον ἀπό τό 1998 εἶναι ἐμφανής αὐτός ὁ στόχος τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ καί νεοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἤτοι νά γίνη δεκτή ἀπό τούς ἡμετέρους ᾿Αρχιερεῖς, ἔστω ἐκ τῶν ὑστέρων, ἔστω καί διά τῆς σιωπῆς, ὅτι τό 1971 ἔγινε πραγματική χειροθεσία, ὡς ἐπί σχισματικῶν. ῎Ετσι ἐνῶ ὁ Χρυσόστομος Κιούσης διακηρύσσει τοῦτο εὐθέως ἀπό τό 1994, ἤ ἐρωτηματικῶς τό 1997 ὁ Σακκᾶς, παραλλήλως ὁ μον. Μάξιμος προπαγανδίζει ὅτι ὁ ἅγιος Πατέρα βιάσθηκε τό 1937, ἐνῶ τό ἀποκορύφωμα εἶναι στό ὅτι οἱ Φλωρινικοί καί οἱ Νεοημερολογῖτες μᾶς ἀναγνωρίζουν ἀπό τό 1971 βάσει τῆς χειροθεσίας καί ἑπομένως πρέπει νά ὑποταχθοῦμε εἰς τόν Χρυσόστομον Κιούσην καί δι᾿ αὐτοῦ εἰς τόν Χριστόδουλον. Μἀλιστα ἐμφανίζονται τινές οἱ ὁποῖοι ἀπειλοῦν ὅτι ὑπάρχουν στοιχεὶα γιά τό 1971, τά ὁποῖα ὅταν δημοσιευθοῦν θά κάνουν τά ἄνω κάτω.... Πρό 3-4 ἐτῶν ἐγράφη καί ἠρωτήθησαν δημοσίως οἱ δύο ᾿Αρχιερεῖς πού ἔζησαν ἀπό κοντά τά γεγονότα, νά μᾶς ποῦν τί ἀκριβῶς συνέβη καί νά τοποθετηθοῦν καί νά μᾶς ποῦν ἄν παραμένουν στήν ἴδια ῾Ομολογία πού εἶχαν ἀπό τό 1971 διά τό θέμα τῆς χειροθεσίας. Καί ἐνῶ περιμέναμε μιά ἔστω τυπική ἀπάντησι, δεχθήκαμε ἐπιθέσεις. ῾Ο Μακαριώτατος ζήτησε ἐπιτακτικά ἀπό τόν Σεβ/το Πανάρετο νά ἀνακαλέση τάς Διακηρύξεις τῶν ἐτῶν 2002-2003, καί ἀπό ἡμᾶς τήν "ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ", ἐνῶ ὁ Σεβ/τος Κιτίου ἀπεδήμησε χωρίς νά δώση καμμίαν ἀπάντησιν. Αὐτή περίπου εἶναι ἡ διαμορφωθεῖσα κατάστασις. Αὐτή εἶναι μία ἀπό τάς αἰτίας, διά τήν ὁποίαν διεκόψαμεν ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν μετ’ αὐτῶν. Τά καταγράφομεν, πρός ἐνημέρωσιν σας....

ΙΦΣΚΑΕΓΟΧ (Δ.Σ. 16/28/2000)

Πάλιν θέτομεν ὑπ᾿ ὄψιν τοῦ Δ.Σ. τά ἐκκρεμοῦντα θέματα Εἰς τήν συνέχεια πάλιν μᾶς ἐκάλεσε ὁ Μακαριώτατος σέ Διοικητικό Συμβούλιο διά τήν 16/28 Δεκ. 2000, μέ μόνο θέμα τόν προσδιορισμό τῆς ῾Ημερομηνίας τῆς νέας Γνεικῆς Συνελεύσεως, ὅτε καί πάλιν ἐθέσαμεν ὑπ᾿ ὄψιν τοῦ Δ.Σ. τά ἐκκρεμοῦντα θέματα, ἀλλά δέν ἐλήφθη καθόλου ὑπ᾿ ὄψιν τό ἔγγραφόν μας καί δέν ἠθέλησαν ὁ Μακαριώτατος καί τά ἄλλα δύο μέλη νά συζητήσωμε ἐπ᾿ αὐτῶν. ᾿Ενῶ ὑπῆρχαν καί θέματα, χωρίς τήν συζήτησι τῶν ὁποίων δέν θά μπορούσαμε νά ἔλθουμε στήν Γνεική Συνέλευσι. Κατ᾿ αὐτήν τήν συνεδριασιν ἐζήτησα νά συζητηθοῦν καί ὅ,τι προκύπτει ἐν ὄψει τῆς συγκλήσεως τῆς Γενικῆς Συνελεύσεως, (καί σκοπός μου ἦτο νά θέσω πρός ἐξέτασιν τήν ῎Εκθεσιν τῶν Πεπραγμένων καί τόν τόν καταρτισμόν τοῦ Ψηφοδελτίου τῶν ἀρχαιρεσιῶν, ὁ ὁποῖος προβλέπεται κατά τό Καταστατικόν νά γίνεται 10 ἡμερες πρό τῆς Γενικῆς Συνελεύσεως, καί ὁΜακαριώτατος εἶπε: Σήμερα ἔχομεν μόνον θέμα τήν ἀλλαγή ἡμερομηνίας τῆς συγκλήσεως τῆς Γενικῆς Συνελεύσεως", Καί ὅταν εἶπα: "Τί θά γίνουν τά θέματα πού ἐκκρεμοῦν ἀπάντησαν καί οἱ τέσσερις:. ᾿Ιδού τό ἔγγραφον πού καταθέσαμε: Α.Π. 176 ᾿Εν ᾿Αθήναις τῇ 16/29 Δεκεμβρίου 2000 ...῾Υπενθυμίζομεν τά ἐκκρεμοῦντα θέματα, τά ὁποῖα, ὅπως πολλάκις ἔχομεν γράψει, χρήζουν ἀμέσου ἀντιμετωπίσεως, καί μάλιστα πρό τῆς συγκλήσεως τῆς Γενικῆς Συνελεύσεως, καί ἀσφαλῶς πρό τοῦ ἐλέγχου τῆς Οἰκονομικῆς καί Διοικητικῆς Διαχειρίσεως, τό ὁποῖον πρέπει νά κληθῇ νά διενεργήσῃ ἡ ᾿Εξελεγκτική ᾿Επιτροπή. (῾Ορᾶτε ἔγγραφα 161/5/18-11-2000, 162/14-11-2000, 169/24-11-2000 καί τό ἀπό 28-11-2000). α) Νά δοθῇ ἱκανοποιητική ἀπάντησις, διά ποίους λόγους δέν συνεκλήθη τό Δ.Σ. ἐπί ἕνδεκα μῆνες. καί διά ποίους λόγους ἀντεκατεστάθη ὁ ᾿Αντιπρόεδρος Σεβ. ᾿Αργολίδος κ. Παχώμιος μέ τόν παρανόμως ἐκλεχθέντα Σεβ. Διαυλείας κ. ᾿Ανδρέαν. β) Νά δοθῇ ἐντολή εἰς τόν μ, Μάξιμον νά προσκομίσῃ τούς φακέλλους μέ τάς δικογραφίας καί τάς δικαστικάς ἀποφάσεις ὅλων τῶν δικαστηρίων, χωρίς νά προβληθῇ καμμία ἀπό τίς γνωστές κωλυσιεργίες - προφάσεις, διότι ὁ μ. Μάξιμος, καί κατά τήν ίδίαν σας ὁμολογίαν, εἶναι ὁ ἀποκλειστικός ὑπεύθυνος διά τάς δικαστικάς ὑποθέσεις. γ) Νά γίνῃ, ὅ,τι ἀκριβῶς ἀπεφάσισεν ἡ Γενική Συνέλευσις τοῦ ΙΦΣΚΑΕ τῆς 8/21-12-99, καί ἡ ὁποία ὁρίζει νά ἐνημερωθῇ ἐπαρκῶς ἡ ῾Ιερά Σύνοδος καί τό Δ.Σ.ἐπί τῶν δικαστικῶν ἀποφάσεων, προκειμένου νά ἀξιολογηθοῦν αὗται καί ἑρμηνευθοῦν δεόντως. ᾿Επιμένομεν, διότι καθ᾿ ἡμᾶς, αἱ δικαστικαί ἀποφάσεις εἶναι ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτικαί ἐπί πολλῶν σοβαρῶν πραγμάτων πού συντελοῦνται κατά τῆς ᾿Εκκλησίας. δ) Νά ὑπογραφῇ ἡ Πρᾶξις διά τό Πληρεξούσιον πρός τόν ῾Ιερομ. π. ᾿Αμφιλόχιον Ταμπουρᾶν, ὅπως ἀπεφάσισεν κατ᾿ ἐπανάληψιν τό Δ.Σ., καί ἡ ἰδία ἡ Γενική Συνέλευσις, μέ τήν παρατήρησιν ἐνταῦθα, ὅτι ἴσως εἶναι ἀργά πλέον, ὁπότε ἐγείρονται τεράστιαι ἠθικαί καί πραγματικαί νομικαί εὐθῦναι. Τό θέμα τῆς Κατερίνης ἐκρίνετο ὡς ἐπεῖγον ἤδη πρό ἐνός ἔτους!.... δ) ῎Αλλαι ἐντολαί τῆς Γενικῆς Συνελεύσεως πρός τό Δ.Σ., αἱ ὁποῖαι ἤδη ἐπεσημάνθησαν κατά τήν α' συνεδρίαν τῆς 30-10-2000, πρέπει νά δρομολογηθοῦν μέ εὐθύνη τοῦ Δ.Σ. (βλ. σχετικόν Πρακτικόν) ε) Νά γίνῃ ἀπό τόν Ταμία, ὅπως ἐζητήθη, ἐνημέρωσις ἐπί τῶν οἰκονομικῶν τοῦ Συνδέσμου μέχρι καί σήμερον. ζ) Νά παραδώσῃ τήν Οἰκονομικήν Διαχείρισιν τῶν Γραφείων ὁ κ. Δ. Κάτσουρας. η)Νά προσκομισθῇ, ὅπως ἐζητήθη ἀπό τό Δ.Σ. κατά τήν συνεδρίαν τήν 9-11-2000 τό ἐπίσημον ἔγγραφον τῆς λύσεως τῆς συμβάσεως τοῦ κ. Κάτσουρα ὡς ὑπαλλήλου τοῦ ΙΦΣΚΑΕ, καί νά συνταχθῇ σχετική Πρᾶξις τοῦ Δ.Σ. θ) Νά προσκομισθῇ, ἐπίσης, ὅπως ἀπεφασίσθη κατά τήν ἰδίαν συνεδρίαν τοῦ Δ.Σ., ὁ λογαριασμός τῶν χρεῶν πρός τό ΙΚΑ, λόγῳ καθυστερήσεως πληρωμῶν δι᾿ ἔνσημα παλαιοτέρων ἐτῶν, ὅπως καί τῶν μηνῶν ἀπό ᾿Απρίλιον ἐ.ἔ. μέχρι καί τῆς διακοπῆς τῆς Συμβάσεως, καί νά ἐξετασθῇ ἄν ὑπάρχουν εὐθῦναι, διότι δέν ἐγένετο ποτέ σχετική ἀναφορά ἐνημέρωσις εἰς τόν ἐργοδότην τοῦ κ. Κάτσουρα, πού εἶναι τό Δ.Σ. τοῦ ΙΦΣΚΑΕ. η) Θέτομεν θέμα ἀμέσου ἀπαλλαγῆς τοῦ κ. Κάτσουρα ἐκ τῆς θέσεως τοῦ Διευθυντοῦ. Τό Δ.Σ.τοῦ ΙΦΣΚΑΕ, ἀπό τόν ὁποῖον κατά μέγα μέρος, (κατά τό ἄρθρον 16 ` ζ καί ι), χρηματοδοτεῖται ὁ Κ.Γ.Ο, ἔχει λόγον καί δικαιοῦται νά εἰσηγηθῇ εἰς τήν ῾Ιεράν Σύνοδον διά τήν τελικήν ἀπόφασιν. θ) Νά ἀνατεθῇ, χωρίς καμμίαν ἀναβολήν ὁ χειρισμός τῶν δικαστικῶν ὑποθέσεων εἰς τόν Αἰδεσ. π. Εύστάθιον Τουρλῆν, ὡς τόν κατ᾿ ἐξοχήν ἁρμόδιον ὡς Νομικόν, καί ἀποδεδειγμένως ἱκανόν διά τάς δικαστικάς ὑποθέσεις. ι) Νά σταλῇ ἔγγραφον εἰς τήν ᾿Εξελεγκτικήν ᾿Επιτροπήν διά νά διενεργήσῃ τόν ὑπό τοῦ Καταστατικοῦ προβλεπόμενον ἔλεγχον τῆς Οἰκονομικῆς καί Διοικητικῆς Διαχειρίσεως.. Αὐτά εἶναι, καθ᾿ ἡμᾶς, τά ἀμέσου προτεραιότητος κατεπείγοντα θέματα, τά ὁποῖα πρέπει νά ἀντιμετωπισυθοῦν πρό τῆς Γενικῆς Συνελεύσεως. ῾Ως πρός τήν Γενικήν Συνέλευσιν, τήν ὁποίαν ἀποκλειστικά καί μόνον ἀπαιτεῖτε, (διατί ἆραγε); αὕτη ἄνετα δύναται νά πραγματοποιηθῇ ἀμέσως μετά τάς ἑορτάς. Προτείνομεν ἐν προκειμένῳ τήν 6ην Φεβρουαρίου 2001. Τό ἔγγραφον τοῦτο καταθέτω καί ἐξ᾿ ὀνόματος τῶν: ῾Ιερομ. π. ᾿Αμφιλοχίου καί τοῦ θεολόγου κ. ᾿Ελευθερίου Γκουτζίδη μελῶν τοῦ Δ.Σ. ᾿Ελάχιστος ἐν ᾿Επισκόποις + ῾Ο Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Κήρυκος Δυστυχῶς ἤλθαμε σήμερα στήν Γενική Συνέλευσι χωρίς προηγουμένως νά τακτοποιήσουμε αὐτά τά ἐκκρεμοῦντα θέματα, καί ὄχι ἁπλῶς δέν μποροῦμε νά κάνουμε λόγον διά Πεπραγμένα, ἀλλά καί εἴμεθα ὑπόλογοιι σάν Διοικητικό Συμβούλιο, διά παράλειψιν καθήκοντος, διά τό ὁποῖον πρέπει νά ἀποδοθοῦν εὐθῦνες καί νά ἀναζητηθοῦν αἱ αἰτίαι. Εἴμαι δέ ἕτοιμος νά δεχθῶ ὁποιαδήποτε μομφήν, ἀρκεῖ νά ἀποδειχθῇ. Προηγουμένως ὅμως ὀφείλω νά καταγγείλω τήν ὑπ᾿ ἀριθμ. 226 δῆθεν ᾿Ανακοίνωσιν τοῦ Διοικητικοῦ Συμμουλίου. Τοιαύτη ἀπόφασις δέν ἐλήφθη ἀπό τόΔ.Σ. Πέραν αὐτοῦ γράφει ὅτι ἔπρεπε ἐγγράφως καί προφορικῶς νά ἀπευθυνθοῦμε στό Δ.Σ. καί τήν Γ.Σ., ἐνῶ αὐτό κάναμε καί δέν ἐλήφθη ὑπ᾿ ὄψιν. Γράφει ὅτι πρῶτοι ἐμεῖς κοινοιήσαμε, αὐτό εἶναι ἀναληθές. Γράφει ὅτι αἰτία τοῦ ὅλου προβλήματος εἶναι ἡ διατύπωσις περί "᾿Ανάρχου ᾿Εκκλησίας". Τί δουλειά ἔχει ἡ συγκεριμένη διατύπωσις μέ τό Διοικητικό Συμβούλιο. Τέλος παρουσιάζει τά γεγονότα τελείως ψευδῶς.

Η ΣΩΜΑΤΕΙΟΠΟΙΗΣΙΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Επίσκοπος Κηρυκος Εκκλησίας Κατακομβων 4 Νοεμβρίου 2023 · ΣΩΜΑΤΕΙΟΠΟΙΗΣΙΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΩΝ ΓΟΧ. Στην σελίδα 16 της υπό τον τιτλον "Η ΣΩΜΑΤΕΙΟΠΟΙΗΣΙΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΟΧ ΕΛΛΑΔΟΣ ΕΙΝΑΙ ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟΣ Η ΑΙΡΕΣΙΣ;" μελετης αναγραφονται τα εξης: "Τροποποιησις του ετους 1971 - 1972: "Το ετος 1971, διελαληθη, οτι ο π. Ευγενιος Τομπρος, υπεσχεθη μιτραν εις τόν Προεδρον της Σωματειοεκκλησιας του 1961, (εις τον Αρχιμ. Καλλιοπιον) αλλά δεν επραγματοποιησε την υπόσχεσιν του. Αγανακτισμενος ο σπουδαιαρχης, καλεί εκτακτως την Γενικην Συνελευσιν της Σωματοεκκλησιας "ΕΓΟΧ ΕΛΛΑΔΟΣ", την 12ην Δεκεμβριου 1971, καί τροποποιει το Καταστατικόν πρός ιδιον οφελος. Το παραδοξον ειναι οτι ο πολύς εν ακριβολόγοις, Ελευθεριος Γκουτζιδης του Χρηστου, εκπαιδευτικός, Λευκαδος 33 Χαιδαριου, καί ο Σαραντοπουλος Κων/νος του Ευστρατιου, ιδ. Υπάλληλος, Πλάτωνος 10 - ο νυν Καλλίνικος Αχαιας - προσυπέγραψαν τας Τροποποιησεις εις ας οριζετο μεταξυ αλλων, οτι ανωτατον Οργανον του Σωματειου, μεχρι της δημιουργιας Ιερας Συνοδου κανονικως κεχειροτονημενων Ιεραρχων, ειναι η Γενικη Συνελευσις των ενεργων μελων του Σωματειου. Από της δημιουργιας δωδεκαμελους Ιερας Συνοδου Ιεραρχων, αυτοδικαίως μεταβιβαζονται εις Αυτην, απασαι αι αρμοδιοτητες της Γενικης Συνελευσεως

Η ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ-ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ ΑΙΤΙΑ ΑΙΡΕΣΙΟΛΟΓΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΩΝ

Η ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ-ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ ΑΙΤΙΑ ΑΙΡΕΣΙΟΛΟΓΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΩΝ Γ΄ ΕΣΧΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΙΟΣ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Ο κ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΤΣΟΥΡΑΣ Τοῦ Δ/ντοῦ τῆς «Ο.Π.» Ἀπορεῖ καί ἐξίσταται κάθε πιστός, πῶς ἀπό τό 1920, ἐκείνη ἡ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μέ ἐκείνην τήν Οἰκουμενιστικήν της Ἐγκύκλιον ἐβλασφήμησεν καί ἱεροσύλησεν κατά τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀποκαλέσασα τήν πληθύν τῶν Σχισματοαιρέσεων ὡς «Ἐκκλησίας Χριστοῦ»! Ἀπορεῖ καί ἐξίσταται πῶς ἔκτοτε αὐτή, ἡ εἰς τήν κυριολεξίαν Σατανική ἐγκύκλιος, ὄχι μόνον δέν ἀπεκηρύχθη καί δέν κατεδικάσθη, ἀλλά διαχρονικῶς ἀποτελεῖ διά τόν Νεοημερολογιτισμόν τόν «καταστατικόν του χάρτην», ὁ ὁποῖος τήν ὡδήγησεν εἰς τήν ἐπιβολήν τοῦ καταδεδικασμένου Παπικοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ, μέ ἀπόλυτον σκοπόν, ὅπως μετά ἀπό 350 ἔτη (1582-1924), εἰσβάλη ὁ ἀντίχριστος Ἐκκλησιομάχος Οἰκουμενισμός καί εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἀνατολήν μέ ἀπαρχήν καί πρῶτον βῆμα τόν συνεορτασμόν μετά τῆς αἱρεσιοβριθοῦς Δύσεως! Ἀπορεῖ, ἐπαναλαμβάνω, πῶς κατά τήν ἀπό τό 1920, 1923 καί 1924, ἀλλά καί κατά τήν μέχρι σήμερον μακράν περίοδον, ὄχι μόνον δέν ἀπεκηρύχθη καί δέν κατεδικάσθη αὐτή ἡ Σατανική, προδρομική τοῦ ἀντιχρίστου ἐγκύκλιος, ἀλλά ἀπό τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, (εἰς Μητροπολίτην Ἀθηνῶν ἐπί τούτω ἀναδειχθέντος), καί μέχρι σήμερον, δέν ἐτόλμησαν νά τήν ἀντιμετωπίσουν οὔτε Πατριάρχαι, ἐπίσκοποι καί Κληρικοί, ἀλλ' οὔτε καί θεολόγοι Καθηγηταί καί θεολογικαί Σχολαί, ἀλλά σύρονται ὀπίσω αὐτῆς, ὅλως ἀνεπιτρέπτως, καί ὑφίστανται τάς συνεπείας αὐτῆς, ὡς κηρυξάσης τήν μεγίστην τῶν Αἱρέσεων!... Ἀντιθέτως ἐκ τῆς πρώτης ἡμέρας, ὅτε τόν Μάρτιον τοῦ 1924 κατεπειγόντως ἔφθασεν ἐξ Ἁγίου Ὄρους ἡ ἐπιστολή-διακήρυξις τοῦ ἀοιδίμου Ἱερομονάχου Ματθαίου (κατόπιν ἐπισκόπου καί ἀρχιεπισκόπου τῆς ἀπό τό 1924 Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας), διά τῆς ὁποίας ἐκήρυσσεν ὅτι «ἡ ἀποδοχή τοῦ Νέου Παπικοῦ ἡμερολο¬γίου ἀποκόπτει καί ἐκβάλλει τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας τούς ἀποδεχομένους καί ἀκολουθοῦντος τόν Παπικόν Νεοημερολογιτισμόν», ἠγέρθησαν ὅλαι αἱ δυνάμεις τοῦ Ἅδου κατά τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Εἰς αὐτάς τάς δυνάμεις συγκαταλέγονται, ὄχι ἁπλῶς ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος μέ τήν ἱεραρχίαν του, ἀλλά καί ὅλοι οἱ διάδοχοί των μέχρι σήμερον, ἐνῶ ἐπισημαίνεται ὅτι τό κακόν τοῦτο κατειργάσθησαν πολύ χειρότερα, κυρίως οἱ ἐγκάθετοι τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ εἰς τόν χῶρον τῶν Γ.Ο.Χ., μέ πρῶτον τόν πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομον. Οὗτος, ὡς γνωστόν, ἀφοῦ ἐπ' ὀλίγον κατά τόν Μάιον-Ἰούνιον τοῦ 1935 ἀνεδείχθη μετά τῶν ἑτέρων δύο Συνεπισκόπων του, μέγας πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας, μετ' οὐ πολύ (μόλις μετά 4-5 μῆνας) καί ἐνῶ εὑρίσκεται εἰς ἐξορίαν δι' αὐτήν τήν λόγω τε καί ἔργω ὁμολογίαν,μετετράπη εἰς διά βίου ἐχθρόν καί πολέμιον τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἤτοι τῆς Ὁμολογίας-Ἐκκλησιολογίας, καθ' ἥν τό πιστόν λεῖμμα κλήρου καί λαοῦ, τό ὁποῖον τό 1924 ἔμεινεν ἀμετακίνητον εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν, αὐτό ἔκτοτε ἐξέφραζεν καί ἐξεπροσώπει τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ὁ δέ Νεοημερολογιτισμός ἀπετέλεσεν σχισματοαίρεσιν μέ ὅλας τάς συνεπείας. Ὅλως ἰδιαιτέρως οὗτος ἐπολέμησεν καί συνεχίζει καί μετά θάνατον νά πολεμᾶ διά τῶν ὀπαδῶν του τήν ἀδιάκοπον καί γνησίαν Ἀποστολικήν Διαδοχήν, τήν ὁποίαν τόν Μάιον τοῦ 1935, ἐπανέφερεν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον εἰς τήν χειμαζο¬μένην Γνησίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Ἐπολέμησεν τήν Γνησίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν (Ὁμολογίαν-Ἐκκλησιολογίαν καί Ἀποστολικήν Διαδοχήν, ἤτοι τάς ἐπισκοπικάς χειροτονίας), καί μετά τόν θάνατόν του μέ ἐγκαθέτους, ἀλλά καί μέ ἐπιόρκους ἡμετέρους Κληρικούς καί λαϊκούς(!), οἱ ὁποῖοι ἐπεδίωξαν μέ κάθε τρόπον νά προσβάλουν τήν Ὁμολογίαν-Ἐκκλησιολογίαν καί τήν Ἀποστολικήν Διαδοχήν! Τοῦτο εἶχεν ὡς συνέπειαν νά προκληθοῦν καί ἕτερα μεγάλα σχίσματα, ἐπαναλαμβάνω, δι' ἐπιόρκων ΗΜΕΤΕΡΩΝ ἐπισκόπων καί Κληρικῶν. Ἀναφέρομεν τάς μετά τό Φλωρινικόν Σχίσμα, δύο φοβεράς σχισματοαιρέσεις, ἤγουν, τήν ἀπό τό 1995, γνωστήν ὡς σχισματοαίρεσιν τῶν πέντε, καί τήν ἀπό 2005 ἑτέραν γνωστήν σχισματοαίρεσιν τῶν Νικολαϊτῶν! Ταῦτα οὐσία κατηυθύνθησαν καί κατευθύνονται ἀπό ἀντίχριστα κέντρα τοῦ Νεοημερολογιτικοῦ ἀλλά καί τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Εἰς αὐτήν τήν τελευταίαν φέρεται ὅτι ἀνήκει καί ὁ κ. Δ. Κάτσουρας, εἰς τόν ὁποῖον εἶναι ἀφιερωμένη καί αὐτή ἡ συνέχειά μας(1). Ἀναφερόμεθα καί πάλιν χαρακτηριστικῶς εἰς τόν κ. Δ. Κάτσουρα (δέν εἶναι μόνος του...), διότι ἤδη μετά τό σχίσμα τῶν πέντε (1995) κατώρθωσεν, ὑποκρινόμενος δῆθεν τόν ζηλωτήν, καί ἀφοῦ ἐπάτησε γερά, ἀλλά καί τόν ἐκράτησαν γερά οἱ ἐπίορκοι ἀνώτατοι καί Κατώτεροι Κληρικοί μας, ἤρχισεν νά προωθῆ τό ἀπό τό 1950 διατυπωθέν καί κατά τό 1971 ἐπιχειρηθέν σχέδιον τοῦ πρ. Φλωρίνης κατά τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς καί δι' αὐτῆς καί τῆς Ὁμολογίας Ἐκκλησιολογίας! Ἠγήθη εἰς δόλια κινήματα καί πράξεις, ὡς «Διαλόγους» περί ἑνώσεως, διώξεις ζηλωτῶν Κληρικῶν, ἀφορισμούς, καθαιρέσεις, ἐξορίας, καί πρό πάντων ἐπέρασεν αἱρετικάς δοξασίας περί Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἐξόχως συνέβαλεν καί εἰς τήν «παραίτησιν», ὑποβιβασμόν, καί μετάθεσιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀνδρέου, διότι μέ Ἀρχιεπίσκοπον τόν Ἀνδρέα, μέ τήν παρουσίαν αὐτοῦ εἰς τόν Ἀρχιεπισκοπικόν Θρόνον, δέν μετηλλάσσετο καί δέν ἐπεβάλλετο ἡ συγχωρητική εὐχή τοῦ 1971 ὡς χειροθεσία ἐπί σχισματικῶν!!! Ἐν προκειμένω θά ἀναφερθῶμεν εἰς τήν ἀπό ὀκτωβρίου 2012 χειρίστην ἀπό πάσης ἀπόψεως δημοσιευθεῖσαν «μελέτην» τοῦ κ. Κάτσουρα ὑπό τόν τίτλον: «Η ΚΑΚΟΔΟΞΟΣ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΩΣ ΠΡΩΤΗΣ ΑΝΑΡΧΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ» καί «ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ». Ἡ ἐκ μέρους του δημοσίευσις αὐτοῦ τοῦ ἀχαρακτηρίστου κειμένου ἀποτελεῖ ἐξέλιξιν τῆς ἀπό τό 1997 σκευωρίας τῶν Φλωρινικῶν, ἀλλά καί τοῦ ἰδίου καί τοῦ μ. Μαξίμου, κατ' ἀρχάς προσωπικῶς ἐναντίον μας, διότι τότε μέ τήν γνωστήν ὁμιλίαν μας κατά τήν Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας 1997, συνετρίβησαν τά σχέδιά των περί δολίας ἑνώσεως Φλωρινικῶν καί «Ματθαιϊκῶν» = προδοσίας τῆς Ὁμολογίας Ἐκκλησιολογίας καί τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς. Δύσκολον τό ἐγχείρημα τῆς τελευταίας ἀπό Ὀκτωβρίου 2012 σκευωρίας του, διό ἐχρειάσθη 15 ὁλόκληρα ἔτη διά νά τήν διατυπώση καί νά τήν ἀποτολμήση, ἐνῶ καί πάλιν, ὡς θά ἀποδειχθῆ, ἀφ' ἑνός ἀπέβη ἐπί ματαίω, ἀφ' ἑτέρου δέ ὁ ἴδιος περιτράνως προέκυψεν, πλήν πολλῶν ἄλλων, καί ἀδίστακτος αἱρετικός καί ἱερόσυλος ἐπί Δογματικῶν ἀληθειῶν. Εἰς τό σημεῖον αὐτό παρακαλεῖται ὁ ἀγαπητός ἀναγνώστης νά ἀναζητήση τό ὑπ' ἀριθμ. 205/2013 τεῦχος τῆς «Ο.Π.» καί ἀναγνώση ἰδιαιτέρως τάς σελίδας 7 ἕως καί 12 διά νά ἔχη πρό ὀφθαλμῶν του τί ἠνώχλησεν τούς ἀπ' ἀρχῆς σκευωρούς (κ.κ. Καλλίνικον, Μάξιμον, Κάτσουρα κ.λπ.) καί ἀπετόλμησαν νά ἐξωθήσουν τόν κ. Κάτσουρα, ὥστε νά γράψη διά λογαριασμόν ὅλων, ἀσφαλῶς μέ τήν προφανῆ διαβεβαίωσιν ὅτι θά τόν περιφρουρήσουν καί θά τόν κρατήσουν ὄρθιον, ὅσον καί ἄν ὁ ἴδιος ἤδη ΑΥΤΟΣΥΝΕΤΡΙΒΗ ἀποβάς ὁ πιό φθινός σκευωρός ἀλλά καί ἔσχατος καί μέγιστος αἱρεσιάρχης. Ἐν προκειμένω ὁ κ. Κάτσουρας κυριολεκτικῶς ἔπαθεν αὐτά, τά ὁποῖα ἀναφέρει ὁ Προφητάναξ Δαυίδ εἰς τόν Ζ΄ Ψαλμόν στίχου 15-17: «Ἰδού ὠδίνησεν ἀδικίαν καί συνέλαβεν πόνον καί ἔτεκεν ἀνομίαν. Λάκκον ὤρυξεν καί ἐνέσκαψεν αὐτόν, καί ἐμπεσεῖται εἰς βόθρον ὅν εἰργάσατο. ἐπιστρέψει ὁ πόνος αὐτοῦ εἰς κεφαλήν αὐτοῦ, καί ἐπί κορυφήν αὐτοῦ ἡ ἀδικία αὐτοῦ καταβήσεται». Λυπούμεθα διότι ὁ κ. Δημ. Κάτσουρας, τόν ὁποῖον ἰδιαιτέρως ἐξ ἀρχῆς ἡγαπήσαμεν καί προωθήσαμεν, οὗτος καί διά τοῦ ἐν λόγω πονήματός του, «ὠδίνησεν ἀδικίαν, καί ἔτεκεν ἀνομίαν, ὥρυξεν λάκκον καί ἐνέπεσεν εἰς βόθρον, τόν ὁποῖον εἰργάσατο», διότι ὅσα κακά κατειργάσθη ἐναντίον μας ὅλα, δυστυχῶς, ἐπεκάθησαν ἐπί τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, ἐνῶ προηγουμένως ἐπεκάθησαν ἐπί τῶν κεφαλῶν πέντε ΨΕΥΔΕΠΙΣΚΟΠΩΝ τῆς ΨΕΥΔΟΣΥΝΟΔΟΥ του, οἱ ὁποῖοι, ὅπως ρητῶς ἀναφέρει, εἰς τό κείμενόν του: «Ἡ παρουσίαση τοῦ ἀνωτέρω θέματος μᾶς ἐζητήθη ὑπό πέντε ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας μας, χάριν ἐνημερώσεως τῶν πιστῶν καί κάθε ἐνδιαφερομένου»! (σελ. 7 τοῦ πονήματός του). Φρικτόν! Ποῖοι εἶναι αὐτοί οἱ «ἐπίσκοποί» του; Τό εἴπομεν καί τό ἐγράψαμεν πλειστάκις. Ἡ Ἱερά Σύνοδος τόν Ὀκτώβριον τό 1971, ἐδέχθη καί αὐτήν τήν συγχωρητικήν εὐχήν ὑπό τούς ρητούς ὅρους ὅτι αὕτη δέν ἔχει ἀπολύτως καμμίαν σχέσιν πρός τάς χειροτονίας τοῦ 1948, ἐγένετο δέ δεκτή ἀγάπης καί ταπεινώσεως ἕνεκεν, καί προπάντων ὅπως, κατά τάς ρητάς καί ἐν ὠμοφωρίω καί ἐπιτραχηλίω δηλώσεις-ὁμολογίας τῆς ἐξαρχίας μας, ἡ Ρωσική Σύνοδος ὡμολόγησεν τήν καλήν ὁμολογίαν καί ἐπῆλθεν ἕνωσις μετ' αὐτῆς, οὕτω νά γίνη καί μέ τούς Φλωρινικούς καί θεραπευθῆ τό ἀπό τό 1937 μέγα Φλωρινικόν Σχίσμα! Ὡστόσον δέν θά ἐγίνετο ἐπ' οὐδενί δεκτή καί ἡ συγχωρητική εὐχή, ἐάν, ἅμα τῆ ἐπιστροφῆ τῆς ἐξαρχίας, εἶχεν ἀποκαλυφθεῖ καί ἡ πρός καιρόν κρυπτομένη σχετική ψευδοαπόφασις τῆς Ρωσικῆς δῆθεν Συνόδου, οὐσία δέ τῶν Φλωρινικῶν ἐξάμβλωμα. Δυστυχῶς ὅμως τό κείμενον τοῦτο ἐκρύπτετο μέχρι τό τέλος τοῦ Νοεμβρίου 1971! Ὅτε δέ αὐτό τό ἐλεεινόν κείμενον τῶν Φλωρινικῶν ἦλθεν ὑπό τῶν ἰδίων εἰς τό φῶς τῆς δημοσιότητος, ὡς δῆθεν ἀπόφασις τῆς Ρωσικῆς Συνόδου, αὐτομάτως ἀπερρίφθη, μᾶλλον ἤδη ἦτο ἀπεριμμένον θεωρία τε καί πράξει καί ὑπό τῆς ἰδίας τῆς ἐξαρχίας ἐξόχως δέ ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἐνῶ ἀμέσως ἐτέθη ὑπό ἔλεγχον τό ὅλον θέμα (=σκευωρία), καί ἐζητήθησαν ἐξηγήσεις παρά τῆς Ρωσικῆς Συνόδου, μέ σκοπόν νά ὁμολογήση τήν Ὀρθόδοξον ὁμολογίαν καί νά μήν ἀποκηρυχθῆ ὅ,τι συνέβη. Τό ἀποτέλεσμα ὅλης τῆς τετραετοῦς περίπου συστηματικῆς προσπαθείας ἦτο ἡ ἐπίσημος ἀπάντησις τῆς Ρωσικῆς Συνόδου ὅτι δέν ἀπεφάσισεν καί δέν ἐνήργησεν χειροθεσίαν εἰς τούς δύο ἐπισκόπους μας, ἀλλ' ἁπλῆν συγχωρητικήν εὐχήν, ὅσον δέ ἀφεώρα εἰς τήν ἐκ μέρους των αἰτουμένην ὁμολογίαν, ἡ Ἱερά Σύνοδος ἔλαβεν ἐπισήμως τήν ἰδίαν ἀπάντησιν-«ὁμολογίαν» τοῦ πρ. Φλωρίνης ὅτι: «Δέν εἶναι ἁρμοδία νά ἀποφανθῆ», δηλαδή, ἐδήλωνεν ὅτι, «τό 1924 προέκυψεν δυνάμει καί ὄχι ἐνεργεία Σχίσμα»! Ἐνῶ δέ ἐπί μακρόν ἠκολούθησαν ἀπεγνωσμέ¬ναι προσπάθειαι, ἐν τέλει τό 1975 καί ἐπισήμως ἡ Ἱερά Σύνοδος διέκοψεν πᾶσαν ἐκκλησιαστικήν ἐπικοινωνία μετά τῆς ἐν λόγω Συνόδου. Ἀφοῦ ὅλον αὐτό τό ἀπό τό 1950 καί 1971 ΑΚΡΩΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΜΑΧΟΝ κίνημα τῶν Φλωρινικῶν ἀπέτυχεν, μετά 36 ὁλόκληρα ἔτη, ἤτοι 1971-2007, ἡ κατά τόν ὑμνωδόν, «σαθρά συμμορία» ὑπό τούς Νικόλαον καί Παχώμιον, τόν Ὀκτώβριον τοῦ 2007, μέσω τοῦ ψεύδους, τοῦ δόλου καί τῆς ἀπάτης καί πάντως ΑΚΡΩΣ ΙΕΡΟΣΥΛΩΣ, ἀπετόλμησαν καί ἐβλασφήμησαν καί ἱεροσύλησαν κατά τῶν χειροτονιῶν τοῦ 1948 καί ὅλων ὅσων ἠκολούθησαν, μεταστοιχειώσαντες , διά τῆς γνωστῆς «ἐγκυκλίου» των, τήν συγχωρητικήν εὐχήν εἰς χειροθεσίαν ΤΩΝ ὡς ἐπί σχισματικῶν! Ναί, μέ τήν ἐπιρροήν, βοήθειαν καί... τοῦ «θεολογικοῦ των συμβούλου» καί συντάκτου αὐτοῦ τοῦ Σατανικοῦ ἐκτρώματος, δηλαδή, τῆς «Συνοδικῆς Ἐγκυκλίου» τοῦ 2007, τῶν Νικολαϊτῶν, τήν ὁποίαν συνέταξεν καί ἐπέβαλεν ὁ δυστυχής Δημήτριος Κάτσουρας, ἐτόλμησαν καί ἔθεσαν εἰς ἐφαρμογήν τό ἀπό τό 1950 σχέδιον τοῦ πρ. Φλωρίνης περί χειροθεσίας, διά τῆς ὁποίας ἐκεῖνος ἐσκόπει κάποτε νά συντρίψη τήν Ἀποστολικήν Διαδοχήν καί δι' αὐτῆς καί τήν Ὁμολογίαν-Ἐκκλησιολογίαν!... Ναί, ὁ διαχρονικός προδότης, (ὁ πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος), διά τῶν ὀπαδῶν του, ἀλλά καί οὐχί ὀλίγων καί ἡμετέρων ἐπιόρκων καί ἀναξίων ρασοφόρων, ἐνέκριναν καί ὑπέγραψαν ὡς «Συνοδικήν Ἐγκύκλιον» τό κείμενον τοῦ κ. Δημ. Κάτσουρα, εἰς ἐκτέλεσιν τῆς ΣΑΤΑΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗΣ τοῦ πρ. Φλωρίνης, προσδώσαντες εἰς αὐτό Α.Π. 3280/28.11.2007!!! Μάλιστα, αὐτός εἶναι ὁ κ. Δ. Κάτσουρας!... Ποῦ νά τό ἤξευρεν ὁ πρ. Φλωρίνης, ὅταν τό 1950 ἔγραφεν τά περί χειροθεσίας, ὅτι «ματθαιϊκοί δεσποτάδες» μέ ἀρχηγόν τόν κ. Δ. Κάτσουρα θά ἐπεχείρουν τό σχέδιόν του, τό ὁποῖον ὅμως τό «ἐλούσθησαν» ὡς ἄκρως ἀσεβεῖς, ἐπιλήσμονες, ἱερόσυλοι καί Ἐκκλησιομάχοι-Πνευματομάχοι!... Ἐπειδή, ἀγαπητέ ἀναγνῶστα, ἀπό τό 1971 ἀδιακόπως κηρύσσομεν καί γράφομεν πρός πάντας περί τῆς Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας-Ἐκκλησιολογίας καί τῆς γνησίας καί ἀδιακόπου Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς τῶν Ἐπισκόπων τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διά τοῦτο αἱ δυνάμεις τοῦ Ἅδου, ὡς λυσσῶντες λύκοι, ὑπηγόρευσαν εἰς ἐσκοτισμένα πρόσωπα λυσσαλέας ἐπιθέσεις-ΣΚΕΥΩΡΙΑΣ κατά παντός Ὀρθοδόξου καί κατά τῆς ἐλαχιστότητός μας! Αὐτῶν τῶν κατά τῆς ἐλαχιστότητός μου ἐπιθέσεων, καθ' ὅλην τήν μετά τό 1997 περίοδον, ἡγήθησαν τόσον ὡρισμένοι Φλωρινικοί, ὅσον καί ἀρκετοί ἡμέτεροι, ψευδεπίσκοποι ἀποδειχθέντες, ἐνῶ ὁ κ. Δ. Κάτσουρας φέρεται ὡς ὁ κορυφαῖος εἰς αὐτό τό ἔργον, τό ὁποῖον ἀδιακόπως συνεχίζει καί μέ τό ἀπό Ὀκτωβρίου 2012 ἐκδοθέν ἐπώνυμον φυλλάδιόν του ὑπό τόν τίτλον: «Η ΚΑΚΟΔΟΞΟΣ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΩΣ ΠΡΩΤΗΣ ΑΝΑΡΧΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ» ΚΑΙ «ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ»!!! Λυπούμεθα, ἀλλά δέν ἐπιτρέπεται νά μείνουν ἀνεξέλεγκτα ὅσα αἱρετικά καί διαστροφικά ἐπενόησεν πρός συκοφαντίαν καί δή ἐπί Δογματικῶν-Θεολογικῶν θεμάτων ΠΙΣΤΕΩΣ καί δι' αὐτοῦ τοῦ πονήματός του, ἐνῶ δηλοῦμεν ὅτι ἐπί τοῦ παρόντος δέν ἔχομεν τήν πολυτέλειαν νά ἀπαντήσωμεν ἐφ' ὅλων καί διότι ἤδη ἐν πολλοῖς ἀπηντήθησαν, θά ἀπαντήσωμεν ὅμως ἐπί τῶν ὡς ἄνω δύο κραυγαλέων ΨΕΥΔΟΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ, ὄχι θεολογοῦντες ὑποκειμενικά, ἀλλά προ-βάλλοντες τήν ἁγιογραφικήν, Πατερικήν καί τῶν Ἁγ. Συνόδων διδασκαλίαν. Πρίν ὅμως στοιχειωδῶς κατελεγχθῆ τό πόνημα τοῦ κ. Δ. Κάτσουρα, ἡ ἐλαχιστότης μου θά προσπαθήση, καίτοι ἀνεπαρκής, νά παρουσιάση λιτά καί ἁπλᾶ, τό τε ΤΡΙΑΔΟΛΟΓΙΚΟΝ, ἀλλά καί τό ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΟΝ Δόγμα, διά νά βοηθηθοῦν οἱ εὐλαβεῖς ἀναγνῶσται καί ἰδιαιτέρως ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἀνέγνωσαν τό πληθωρικῶς κυκλοφορήσαν πόνημα τοῦ κ. Δ. Κάτσουρα, ὥστε νά δυνηθοῦν νά κρίνουν καί νά τοποθετηθοῦν Ὀρθοδόξως. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΙΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ Ὅτι ἐν τῆ ὁμοουσίω Ἁγία Τριάδι, εἰς τόν Ἕνα καί Ὁμοούσιον Τριαδικόν Θεόν, ὑφίσταται ΚΟΙΝΩΝΙΑ τῶν Θείων Προσώπων! Τοῦτο προκύπτει ἐκ τοῦ ἰδίου τοῦ ΔΟΓΜΑΤΟΣ. Ὁ Εἷς Θεός, ὁ ΩΝ, εἶναι ΜΟΝΑΣ καί ΤΡΙΑΣ! Τήν Παναγία Τριάδα, τόν Πατέρα, τόν Υἱόν καί τό Ἅγ. Πνεῦμα, χαρακτηρίζει ἡ ἑνότης καί κοινωνία, τήν ὁποίαν εἶναι ἀδιανόητον νά ἀμφισβητήση τις, ἐφ' ὅσον αὕτη προκύπτει ἐκ τῆς αὐτῆς Μίας Θείας Φύσεως καί Οὐσίας, παραμενόντων ἀκοινωνήτων μόνον τῶν ἰδιαιτέρων ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων ἑκάστου Προσώπου. Αὐτή εἶναι ἡ πίστις, διδασκαλία καί βίωσις τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία πηγάζει καί πλημμυρίζει ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τούς Πατέρας καί τάς Ἁγίας Οἰκουμενικάς Συνόδους καί διατί νά μήν τό εἴπωμεν καί ἀπό τούς Δογματολόγους Καθηγητάς, οἱ ὁποῖοι τεκμηριώνουν καί συστηματοποιοῦν ἁγιογραφικῶς καί Πατερικῶς τῶν Δογματικήν ἀλήθειαν. Πρώτην καί βασικήν μαρτυρίαν περί τοῦ Τριαδικοῦ Δόγματος, ἀποτελεῖ ὁλόκληρος ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία ὅμως προηγουμένως διδάσκει τό ἀκατάλη¬πτον τοῦ Θεοῦ! Ὁ πιστός δέν δύναται νά γνωρίση οὔτε καί νά προσεγγίση τήν Θείαν Φύσιν! Τοῦτο εἶναι ἀνέφικτον, διό ὅταν οἱ Πατέρες ὁμιλοῦν περί τῆς Θείας Οὐσίας τήν χαρακτηρίζουν ΥΠΕΡΟΥΣΙΟΝ, ὅπερ σημαίνει ὅτι δέν ὑπάρχει λογική διατύπωσις, οὔτε φυσική εἰκόνα πρός παραλληλισμόν, καί πρό πάντων δέν ὑπάρχει δυνατότης κατανοήσεως καί περιγραφῆς τῆς ὑπερουσίου Θεότητος, τῆς ὁποίας ἀδιαιρέτως μετέχουν τά τρία Θεῖα Πρόσωπα-Ὑποστάσεις. Διά τοῦτο τόν Τριαδικόν Θεόν πιστεύομεν, ὁμολογοῦμεν καί κηρύσσομεν ΕΝΑ ΘΕΟΝ. Ὑπό τόν Ἕνα καί Τρισυπόστατον Θεόν, ἐννοοῦμε, πιστεύομεν καί ὁμολογοῦμεν τήν ἀπερινόητον καί ἀκατάληπτον Μίαν καί ἀδιαίρετον Φύσιν, τῆς Τρισυποστάτου Θεότητος. Οὕτω πιστεύοντες καί ὁμολογοῦντες τήν πίστιν μας εἰς ἕνα Θεόν Πατέρα, εἰς ἕνα Θεόν Λόγον καί εἰς ἕνα Θεόν Ἅγιον Πνεῦμα, δέν διανοούμεθα τρεῖς Θεούς, ἀλλ' ΕΝΑ ΘΕΟΝ, διότι ἡ θεία Οὐσία, ἡ Θεότης, εἶναι ἀμέριστος καί ἀδιαίρετος. Ἐν αὐτῆ τῆ μία Θεία Φύσει καί Οὐσία στηρίζεται τό Δόγμα, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ΕΝΑΣ καί Τριαδικός, καί ὄχι «τρεῖς Θεοί»! Ἡ γνῶσις, κατάληψις καί περιγραφή τοῦ ΕΝΟΣ καί Τριαδικοῦ Θεοῦ, τό τονίζομεν καί πάλιν, εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατος εἰς ἡμᾶς, ἀποτελεῖ δέ παραφρο¬σύνην κάθε σχετική προσπάθεια. Ἡ γνῶσις τοῦ δόγματος εἶναι καταληπτή μόνον ὑπό τῆς Θεότητος. Ἡμεῖς, ὅσον καί ἄν θεολογήσωμεν ἀδύνατον νά εἴπωμεν τί εἶναι ὁ Θεός, ἤ πῶς εἶναι Τριάς καί Μονάς, ἀλλά μόνον τί δέν εἶναι ὁ Θεός. Καί εἰς τούς ταπεινούς καί καθαρούς τῆ καρδία, ὁ Θεός δέν ἀποκαλύ¬πτεται κατά τήν Θείαν Οὐσίαν, ἀλλ' ὡς δῶρον χαρίζει τήν ἐπίγνωσιν τοῦ ἀκαταλήπτου, καί τοῦτο ἀποτελεῖ τήν μοναδικήν ἀποκάλυψιν εἰς τόν πιστόν, εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ εἰς τό Θεῖον, τήν Θείαν Φύσιν καί Οὐσίαν. Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί, οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι «ἐγνώρισαν» τόν Θεόν, τό ἐπέτυχον ὡς δῶρον μέσω καί διά τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου, διά τῆς μυστικῆς ἑνώσεως καί κοινωνίας ἐν τῶ Σώματι αὐτοῦ, γενόμενοι μέτοχοι τῶν ἀκτίστων θείων δωρεῶν καί χαρίτων, ἤ, ὅπως ἄλλως λέγομεν, μετέχοντες τῶν ἀκτίστων Θείων ἐνεργειῶν, οὐδέποτε δέ τῆς Θείας Φύσεως καί Οὐσίας! Τῆς ὑπερουσίου φύσεως καί Οὐσίας τοῦ Θεοῦ, μετέχουν καί κοινωνοῦν μόνον τά τρία Θεῖα Πρόσωπα-ὑποστάσεις ἐνῶ εἰς Ἕκαστον εἶναι ὁλόκληρος ἡ Θεότης. ὡς ἐκ τούτου δέν λέγομεν τρεῖς θεούς, ἀλλ' ΕΝΑ Θεόν, μίαν Φύσιν, μίαν Οὐσίαν, μίαν προσκύνησιν τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν νοεῖται, λοιπόν, ποτέ κεχωρισμένον τό ἕν Πρόσωπον-Ὑπόστασις τῶν ἄλλων δύο. Δηλαδή ἐν τῆ ὑποστάσει τοῦ Πατρός ὁμολογοῦμεν τήν συνύπαρξιν (περιχώρησιν) καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἐν τῆ ὑποστάσει τοῦ Υἱοῦ τήν περιχώρησιν καί τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγ. Πνεύματος καί ἐν τῆ ὑποστάσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τήν περιχώρησιν ἑνότητα καί κοινωνίαν τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ. Τοῦτο ὅλον διά καί ἐν τῆ μία Θεία Οὐσία, διό πρῶτος ὁ Κύριος λέγει: «ἐγώ καί ὁ Πατήρ μου ἕν ἐσμέν» «ἐγώ ἐν τῶ Πατρί, καί ὁ Πατήρ ἐν ἐμοί» ἤ «ὁ ἐωρακώς ἐμέ καί τόν Πατέρα ἐώρακεν», ἀλλά καί αἱ λοιπαί πληθωρικαί μαρτυρίαι τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου, ἐνῶ ἐν τῆ πρός τόν Πατέρα προσευχήν Του ἐζήτησεν νά εἶναι ἡνωμένοι οἱ Μαθηταί του καί ὅλοι ὅσοι θά πιστεύσουν καί θά βαπτισθοῦν εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως εἶναι ἡνωμέναι αἱ ὑποστάσεις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ τῶν ἀναλογιῶν, ἐννοεῖται, μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ τηρουμένων.Ὁ Κύριος, λοιπόν, εἰς τήν προσευχήν του, ἐζήτησεν ἡ ἑνότης καί κοινωνία τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἡ ἀλληλοπεριχώρησίς των, νά εἶναι τό πρότυπον διά τήν κατ' εἰκόνα ἕνωσιν τῶν ἄπειρων μελῶν τοῦ ἑνός καί ἀδιαιρέτου Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι τῆς Ἐκκλησίας. Πράγματι ὅταν λέγομεν ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ, Αὕτη δέν ἔχει καμμίαν σχέσιν πρός τήν «Ἐκκλησίαν τοῦ Δήμου», οὔτε ἐννοοῦμεν κλῆσιν πρός ἑνότητα πρώην διεσπασμένων προσώπων, οὔτε ὅτι αὐτή ἡ ἑνότης εῖναι δυνατόν νά διασπαθῆ, οὔτε πολύ περισσότερον ὅτι κάποτε ἦτο διηρημένη καί κατόπιν κλήσεως ἡνώθη. Ἡ Ἐκκλησία σημαίνει τό μέγα Μυστήριον τῆς ἐν τῶ Σώματι τοῦ Χριστοῦ μυστικῆς ἑνότητος καί Κοινωνίας τῶν πιστῶν! Αὕτη ἡ ἑνότης, τῶν ἀναλογιῶν τηρουμένων μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, εἶναι κατ' εἰκόνα καί ὁμοίωσιν τῆς Τριαδικῆς ἑνότητος καί κοινωνίας, διό θέμις εἰπεῖν, ἡ ἑνότης καί κοινωνία τῆς Τριαδικῆς Θεότητος, ἐν τῆ μία Θεία Οὐσία, δύναται νά λογισθῆ καί ἀποκληθῆ καί ὡς πρώτη καί ἄναρχος ὑπερούσιος καί ἀπερίγραπτος Ἐκκλησία! Ναί, αὐτήν τήν ἑνότητα καί κοινωνίαν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἔχει ὡς πρότυπον ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἤ μᾶλλον αὐτό τό πρότυπον τῆς ὑπερουσίου Ἁγίας Τριάδος, ἔθεσεν ὁ Χριστός εἰς τούς Μαθητάς Του καί ὅλους τούς πιστούς, ἤτοι εἰς τό σῶμα τῆς ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ. Μέσα ἀπό τήν βίωσιν τοῦ μεγάλου Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, οἱ πιστοί, ὅπως εἴπομεν, γίνονται μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καί κοινωνοῦν τῶν θείων χαρισμάτων καί ἀναλόγως μετέχουν ὅλων τῶν ἀκτίστων Θείων ἐνεργειῶν, μεθ' ὅ εἶναι δυνατόν νά «κατανοήσουν» καί τό ἀπερινόητον καί ἀκατάληπτον τοῦ ἑνός κατά τήν Θείαν φύσιν, Τριαδικοῦ δέ τοῖς Προσώποις Θεοῦ. Δύναται νά κατανοήσουν ὅτι ὑπάρχει ἀπερινόητος κοινωνία καί ἑνότης (= Ἐκκλησία) προωαινίως ἐν τῆ ὑπερουσίω Ἁγία Τριάδι. Βασική καί πρώτη ἀρχή ἐπί τοῦ ἑνός καί Τριαδικοῦ Θεοῦ, κατά τήν ὁμόφωνον διδασκαλίαν, τῶν ἁγίων Πατέρων, ὅπως ἤδη ἐτονίσθη εἶναι ὅτι τοῦτο τό Δόγμα εἶναι ἔξω καί πέραν πάσης λογικῆς-ἀνθρωπίνης κατανοήσεως καί περιγραφῆς! Τόν Ἕνα καί Τριαδικόν Θεόν, ἐπαναλαμβάνομεν, αὐτήν τήν θείαν Φύσιν καί Οὐσίαν γνωρίζει ἀποκλειστικῶς καί μόνον ὁ Τριαδικός Θεός, ἀποκαλύπτεται δέ εἰς τούς καθαρούς καί ταπεινούς τῆ καρδία, μόνον τό ἀκατάληπτον, ἀπερινόητον καί ἀπερίγραπτον τοῦ Θεοῦ. Οἱ Πατέρες, ἀφοῦ πρῶτον ὁμιλοῦν περί τῆς ἀκαταλήπτου Θείας Οὐσίας, τονίζουν ὅτι αὐτῆς τῆς μίας Θείας Οὐσίας μετέχουν καί τά τρία θεῖα Πρόσωπα, ἀποτελοῦντα ἀδιάσπαστον κοινωνίαν καί ἔχοντα ἐσωτάτην συνάφειαν καί ἑνότητα. Ὁ ἱερός Δαμασκηνός λέγει: «Ἡ μέν οὖν θεότης ἤτοι οὐσία τριαδικῶς ἐξαπλοῦται ἀδιαιρέτως ἐν τρισί γνωριζομένη ὑποστάσεσι, καί αἱ τρεῖς ὑποστάσεις εἰς μίαν οὐσίαν ἤ Θεότητα ἑνοῦνται καί συνάπτονται». (P.G. 95, 250). Ὁ δέ Ἅγ. Συμεών ὁ νέος Θεολόγος εἰς τήν «Βίβλον τῶν θεολογικῶν» (Λόγος Α΄ SC 122 κ.ἄ.) λέγει ὅτι ἡ «οἱαδήποτε σχετική καί περιωρισμένη γνώσις τοῦ Θεοῦ ὑπό τοῦ κτιστοῦ ἀνθρώπου εἶναι καθαρά δώρημα-ἀποκάλυψις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί σκοπεῖ εἰς τό πνευματικόν συμφέρον τῶν πιστῶν, οὐδεμία δέ ἑνότης καί κοινωνία τοῦ κτιστοῦ μετά τοῦ ἀκτίστου εἶναι δυνατή, παρά μόνον ἡ μετοχή ἐπί τῶν θείων ἀκτίστων ἐνεργειῶν, ἐφ' ὅσον συντρέχουν ἡ ταπείνωσις καί ἡ καθαρότης, ὁπότε ἐνεργεῖ ἡ χάρις διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Καί πάλιν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέγει περί τῆς Τριαδικῆς ἑνότητος: «Ἑνοῦνται... οὐχ ὥστε συγχύσθαι, ἀλλά ὥστε ἔχεσθαι ἀλλήλων καί ἐν τῆ ἐν ἀλλήλοις περιχώρησιν ἔχουσιν διά πάσης συναλοιφῆς καί συμφύρσεως» (P.G. 94, 360 Β΄). Καί ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Νύσσης σημειώνει δι' ὅλους τούς πιστούς: «Ἡ... εὐσεβής διάνοια τοῦτον ἔχει τόν τρόπον, οὔτε Πατήρ χωρίς Υἱοῦ ποτέ ἐννοεῖται οὔτε Υἱός δίχα τοῦ ἁγίου Πνεύματος καταλαμβάνεται... συνημμένως ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἀεί μετ' ἀλλήλων ἐν τελεία τῆ Τριάδι γνωρίζονται» (ΒΕΠΕΣ 68, 193-194). Ἐντεῦθεν λέγομεν καί ὁμολογοῦμεν ὅτι δι' αὐτῆς τῆς συγγενοῦς ἑνότητος καί συνυπάρξεως τῆς Ἁγίας Τριάδος, προκύπτει ἡ ἀλήθεια τῆς ἀχωρίστου καί ἀδιαιρέτου κοινωνίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὥστε νά ὁμολογῆται ΕΙΣ Θεός Τριαδικός. Αὐτήν τήν Τριαδικήν ἐσωτάτην ἐν τῆ ὁμοουσιότητι ἑνότητα καί κοινωνίαν, ἀπεκάλεσεν οἱ πατέρες «Ἐκκλησίαν» τῆς Ἁγίας Τριάδος», ἡ ὁποία ὑπό τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου ἐτέθη ὡς τό πρότυπον τῆς ἑνότητος καί κοινωνίας ὅλων τῶν Πιστῶν ἐν τῆ Ἐκκλησία Του, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τούς Μαθητάς τοῦ Κυρίου ἀλλά καί ὅλους ὅσοι θά ἐπίστευον εἰς τό κήρυγμά των καί θά ἐβαπτίζοντο «εἰς τό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»!!! Διά τοῦτο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀποκαλεῖ ὡς Μέγα μυστήριον τήν Ἐκκλησίαν, ἤτοι τό μυστήριον τῆς ἑνότητος καί κοινωνίας ἡμῶν ἐν Χριστῶ καί ἐν τῆ Ἐκκλησία. Ἄς κατανοήση λοιπόν κάθε εὐλαβής καί πιστός Χριστιανός (ἔστω δι' αὐτῶν τῶν ὀλίγων καί «ἀτάκτως εἰρημένων»), ἰδιαιτέρως δέ ὁ κ. Δημ. Κάτσουρας καί οἱ πέντε ἐπίσκοποί του, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἐζήτησαν καί ἔγραψεν τήν «διατριβήν»(!), μέ τίτλον καί οὐσίαν: «Η ΚΑΚΟΔΟΞΟΣ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ «ΩΣ ΠΡΩΤΗΣ ΑΝΑΡΧΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ» καί «ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ» (ἐννοεῖ τῆς Ἁγίας Τριάδος), νά κατανοήση, λέγω, ὅτι ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ «κακοδοξία οὔτε καινοτόμος διδασκαλία» ὁ ὑπό τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῆς ταπεινότητός μου χαρακτηρισμός τῆς ἑνότητος καί κοινωνίας τῆς Ἁγίας Τριάδος ὡς ἀνάρχου Ἐκκλησίας, ἀπερινοήτου καί ἀπεριγράπτου καί ὅτι, αὕτη ἀποτελεῖ τό πρότυπον τῆς μυστικῆς κοινωνίας καί ἑνότητος τῶν πιστῶν, οὐχί ἐν τῆ Θεία Φύσει ἀλλ' ἐν τῆ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἐν τῶ Σώματι τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου-Χριστοῦ. Κακοδοξίαν καί Αἴρεσιν καί ἐσχάτην διαστροφήν ἀποτελεῖ καί ἡ διατύπωσις τοῦ κ. Κάτσουρα ὁ ὁποῖος ἐπιγραμματικῶς ἀποφαίνεται ὅτι «ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΕΝ ΤΗ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΙ»(!!!), καί ἐν γένει ὅλα ὅσα στρεβλά καί αἱρετικά συνέθεσεν εἰς τό ἐν λόγω κείμενόν του, ὅπως καί ὁ περί Ἐκκλησίας ὁρισμός του, εἰς τήν ὑπ' αὐτοῦ συνταχθεῖσαν τό 2002 εἰσήγησιν τοῦ τότε Πειραιῶς Νικολάου κατά τόν ὁποῖον, «ἡ ἔννοια τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία» εἶναι μονή, δηλαδή μία καί μοναδική. Σημαίνει ἕνα καί μόνο πρᾶγμα: Τήν σύναξη διεσκορπισμένων στοιχείων, ὄντων ἤ ἀτόμων σέ ἑνότητα. Σύναξη δέ σημαίνει κίνηση ἡ ὁποία προϋποθέτει καί χρόνον... Τό νά τολμήση κανείς νά ἰσχυρισθῆ ὅτι ἡ Ἁγία Τριάς εἶναι ἐκ φύσεως Ἐκκλησία σημαίνει αὐτομάτως ἀποδοχή τῆς ἰδέας τῆς μεταβάσεως ἀπό κάποια ἀρχική διαίρεση πρός κάποια τελική ἕνωση»!!! Ὁποῖον σκότος ὁποία διαστροφή!... Δυστυχῶς, τό νά δεχθῆ κανείς, ἔστω καί καθ' ὑπόθεσιν, ὅτι ἡ Ἁγ. Τριάς ἦτο ἀρχικῶς διηρημένη καί κατόπιν ἐπέτυχε τήν ἑνότητά της, αὐτό ἀποτελεῖ τήν μεγίστην καί ἐσχάτην βλασφημίαν, ὁποία δέν ἔχει ξανακουσθεῖ ποτέ! Τό σπουδαιότερον ὅμως ἐπιχείρημα τοῦ κ. Κάτσουρα, περί τοῦ ὅτι ἡ Τριάς δέν εἶναι δυνατόν ΠΟΤΕ νά χαρακτηρίζεται ὡς Ἐκκλησία, προέρχεται ἀπό ἀλλοῦ: «Ποιός, λέγει, εἶναι ὁ ἐκκαλῶν τήν Τριάδα εἰς ἑνότητα; Διότι ἄνευ ἐκκλήσεως, δέν ὑφίσταται Ἐκκλησία. Καταντᾶ ἑπομένως φοβερή βλασφημία ἡ ἰδέα ὅτι ἡ ἁγία Τριάς εἶναι Ἐκκλησία, ἀκριβῶς ἐπειδή ὑπονοεῖ ὅτι κάποιος ἄλλος ἀνώτερός Της τήν ἐκάλεσεν εἰς ἑνότητα»!!! Δέν τολμοῦμε νά χαρακτηρίσωμεν καί ταῦτα τά ὁποῖα ἀπετόλμησεν διότι, καθ' ἡμᾶς, εἶναι ἀχαρακτήριστα, εἶναι ἐκ τοῦ Πονηροῦ καί μόνον τῶ ἀναθέματι χωροῦν!... Λυπηρόν, διότι ὁ ἄνθρωπος οὗτος, ἤ ἐσκοτίσθη καί δέν ξέρει τί λέγει καί περί τινων γράφει, ἤ τόν ἀπασχολεῖ μόνον ἡ συκοφαντία, καί μάλιστα αὐτοῦ τοῦ εἴδους, τήν ὁποίαν δέν θά εὑρεθῆ ἄνθρωπος ἄλλος νά μετέλθη! Ὁκ. Δ. Κάτσουρας, καθ' ἡμᾶς, ἐσκεμμένως καί ἐκ προθέσεως, τό μέγα Μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας τό ἐκλαμβάνει ὡς παράλληλον πρός τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Δήμου! Ἐκλαμβάνει καί θεωρεῖ καί ἐμφανίζει τήν Ἐκκλησίαν ὡς φυσικόν-κοσμικόν μέγεθος καί πραγματικότητα καί δέν προσεγγίζει ταύτην κἄν ὡς τό μέγα Μυστήριον, δι' οὗ συντελεῖται ἡ ἐν Χριστῶ μυστική ἑνότης καί κοινωνία τῶν πιστῶν, ἡ ὁποία ἑνότης καί κοινωνία, ἐπαναληπτικῶς διά πολλοστήν φοράν τό τονίζομεν, ἔχει ὡς πρότυπον αὐτήν τήν ἐν τῆ μία Θεία Φύσει τοῦ Θεοῦ ἑνότητα καί κοινωνίαν τῶν τριῶν Θείων Προσώπων! Προσοχή, διαστροφικώτατα ὁ κ. Κάτσουρας, κηρύσσει καί ὅτι δέν κοινωνοῦν τά τρία Θεία Πρόσωπα ἐνῶ προφανῶς ἐννοεῖ ὅτι δέν κοινωνοῦν τά ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΑ ΙΔΙΩΜΑΤΑ τῶν τριῶν Θείων Προσώπων, ὅπερ ἀληθές καί Ὀρθόδοξον. Ὅταν ὅμως λέγη καί γράφη ὅτι «δέν ὑπάρχει κοινωνία Προσώπων εἰς τήν ὁμοούσιον Ἁγία Τριάδα»(!), δέν ξέρει τί λέγει ἤ ξέρει πολύ καλά, ἀλλά προκειμένου νά συκοφαντήση ἐπί τοῦ Πρώτου καί ὑψίστου Δογματικοῦ θέματος, βλασφημεῖ ἐν ἐπιγνώσει, ἀρκεῖ νά δολοφονήση τόν θεολόγον ἐλευθέριον ὡς δῆθεν αἱρετικόν! Ἄν τοῦ ἔχει μείνη ἔστω καί ἡ ἐλαχίστη ἀξιοπρέπεια καί σεβασμός πρός τήν ἀλήθειαν τῆς Ἐκκλησίας, ἄν ἔστω καί ὀλίγον πιστεύη εἰς Ἕνα Θεόν Τριαδικόν, ἄς προσπα¬θήση νά κατανοήση ὅσα ὁ Πονηρός τοῦ ὑπηγόρευσεν διαχρονικῶς καί ἐκεῖνος ἐπανειλημμένως κατέγραψεν ἐπί περίπου 15 ἔτη. Ἔτσι μόνον θά μετανοήση, θά ἀνακαλέση, θά συχαθῆ τήν ὑποκρισία καί τήν διαστροφήν καί κατόπιν ἐν ταπεινώσει, ἀγάπη καί εἰλικρινεία, ἄς προσέλθη εἰς διάλογον πρός τελικήν συντριβήν τοῦ ἔργου τοῦ πονηροῦ καί ἄς πάρη μαζί του καί τούς πέντε ἐπισκόπους του διά λογαριασμόν τῶν ὁποίων ἔγραψεν!... Ἀγαπητέ Δημήτριε, δέν εἶσθε ὑποχρεωμένος νά διεχθῆτε οὔτε τήν Ἐκκλη¬σιολογίαν τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οὔτε τήν ἀδιάκοπον καί ἀνό¬θευτον Ἀποστολικήν Διαδοχήν τῶν ἐπισκόπων Της, ὅμως οὔτε σέ σᾶς οὔτε εἰς τούς ἐπιόρκους ψευδεπισκόπους σας δέν ἀναγνωρίζεται τό παραμικρόν δικαίωμα νά συκοφαντῆτε, νά ἱεροσυλῆτε, καί πρό πάντων φαρισαϊκῶς νά ἐξαπατᾶτε ποιοῦντες ἀπροκαλύπτως τό ἔργον τοῦ Πονηροῦ. Ἐάν, Δημήτριε, θελήσης κάποτε νά ταπεινωθῆς καί μετανοήσης, τότε θά κατανοήσης ὅτι ἡ Τριαδική κοινωνία εἶναι ἡ προαιώνιος, ἄναρχος, ἀπερίγραπτος, Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό πρότυπον τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί τοῦτο, ἀφοῦ κατανοήσης τό τοῦ Ἁγ. Δαμασκηνοῦ ὅστις λέγει: «Ἡ μέν οὖν θεότης, ἤτοι οὐσία, τριαδικῶς ἐξαπλοῦται ἀδιαιρέτως ἐν τρισί γνωριζομένη ὑποστάσεσι καί αἱ τρεῖς ὑποστάσεις εἰς μίαν Οὐσίαν ἤτοι Θεότητα ἑνοῦνται τε καί συνάπτονται... ἡ μέν γάρ Θεότης, τριάς ὑποστάσεων οὖσα, οἰκείως καί προσηκόντως Τριαδικῶς ἁγιάζεται! Ἅγιος ὁ Πατήρ, ἅγιος ὁ Υἱός, ἅγιον τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, Κύριος Σαβαώθ» (P.G. 95, 25 C). Λοιπόν, κ. Κάτσουρα, «εἶναι ΚΑΚΟΔΟΞΟΣ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ὁ χαρακτηρισμός τῆς ἑνότητος καί κοινωνίας τῆς τρισυποστάτου ΜΙΑΣ Θεότητος ὡς «Πρώτης ἀνάρχου ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ», ἤ «Δέν ὑπάρχει κοινωνία εἰς τά Θεῖα Πρόσωπα»; Παρακαλοῦμε νά ἔχωμεν μίαν τοποθέτησίν σας καί δή κοινήν μετά τῶν πέντε Ἐπισκόπων σας καί ἰδιαιτέρως τοῦ ἐπισκόπου σας κ. Εὐσταθίου Τουρλῆ. Πιστεύουμεν ὅτι πλέον ὡρίμασε ἐντός του ἡ διατύπωσις «Ἐκκλησιάσασα ἡ τῆς Τριάδος ἑνότης» καί εἶναι εἰς θέσιν νά μᾶς εἴπη «πῶς τήν ἐννοεῖ...»! ΜΑΡΤΥΡΙΑΙ ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΤΩΝ ΑΓ. ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ Εἰλημμέναι ἐκ τοῦ Γ΄ Τόμου τῶν Πρακτικῶν τῶν Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων (ἔκδοσις Ἁγ. Ὄρους). ...Αὕτη τοιγαροῦν ἐστίν ἡ κατάτασις τῆς εὐαγγελικῆς καί ἀποστολικῆς ἡμῶν πίστεως, ἵνα ὁμολογοῦντες τήν ἁγίαν καί ἀχώριστον Τριάδα, τουτέστι τόν πατέρα, υἱόν καί πνεῦμα ἅγιον, μιᾶς εἶναι θεότητος, μιᾶς φύσεως καί οὐσίας, ἑνός αὐτήν κηρύττομεν καί φυσικοῦ θελήματος, δυνάμεως, ἐνεργείας, δεσποτείας μεγαλειότητος, ἐξουσίας καί δόξης καί εἴτε δήποτε περί τῆς αὐτῆς Ἁγίας Τριάδος οὐσιωδῶς λέγεται, ἑνικῶ ἀριθμῶ ὡς ἀπό μιᾶς φύσεως τριῶν ὁμοουσίων Τριάδα προσώπων καταλαμβανώμεθα, κανονικῶ λόγω τοῦτο διδαχθέντες»... (ἐκ τῶν Πρακτικῶν τῶν Ἁγ. Συνόδων Τόμος Γ΄ Πρᾶξις ΙΑ΄ τῆς Ἁγ. ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου σελ. 32). «...Τριάδα ὁμοούσιον καί ὁμότιμον καί ὁμόθρονον, συμφυᾶ καί συγγενῆ καί ὁμόδοξον, εἰς μίαν συγκεφαλαιουμένην Θεότητα καί εἰς μίαν συναγομένην κοινήν κυριότητα, ἄνευ προσωπικῆς ἀναχύσεως καί ὑποστατικῆς ἐκτός συναιρέσεως. Τριάδα γάρ ἐν μονάδι πιστεύομεν καί μονάδα ἐν τριάδι δοξάζομεν. Τριάδα μέν ταῖς τρισίν ὑποστάσεσι, μονάδα δέ τῶ μοναδικῶ τῆς Θεότητος... καί διά τοῦτο καλῶς τοῖς θεολόγοις τεθέσπισται, μονάδα μέν ἡμᾶς φρονεῖν μιᾶ και ἑνιαία Θεότητι και τῶ ταυτῶ τῆς οὐσιώδους τε καί φυσικῆς κυριότητος. Τριάδα δέ ταῖς ἀσυγχύτοις τρισίν ὑποστάσεσι και τῶν διαφόρων τῆς τρισαρίθμου προσωπικῆς ἑτερότητος...». (Αὐτόθι σελ. 97 καί 98). «...Τριάδα ὁμοούσιον ὑπερούσιον, ἀόρατον, ἀκατάληπτον, ἀχώριστον, ἀναλ¬λοίωτον, ἁπλῆν καί ἀμερῆ καί ἀσύνθετον, ἀδιάστατον, ἀίδιον, ἀσώματον, ἄποιον, ἄποσον, ὁμότιμον, ὁμόδοξον καί ὁμόθεον, ἀναφῆ τε καί ἀψηλάφητον καί ἀσχημά¬τιστον, ἀπειράγαθον, φῶς ἀειλαμπές, Τριλαμπές, ὑπέρφωτον, ἀεί ὡσαύτως καί κατά τά αὐτά ἔχουσαν... Τῶν ἐν Τριάδι θεωρουμένων τό μέν Πατήρ ἄναρχος καί ἀναιτίως ὑπάρχων... τό δέ υἱός καί οὐκ ἄναρχος ἐκ τοῦ πατρός γάρ, ἀρχή γάρ υἱοῦ πατήρ, ὡς αἴτιον: εἰ δέ τήν ἀπό χρόνου λαμβάνης ἀρχήν καί ἄναρχος. Ποιητής γάρ χρόνων οὐχ ὑπό χρόνον γεννητῶς μέν ἀϊδίως καί ἀδιαστάτως ἐκλάμψας τῶ πατρί. ὡς ἀπαύγασμα τῆς δόξης καί τῆς πατρικῆς χαρακτήρ ὑποστάσεως. Τό δέ πνεῦμα. ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός τήν ὕπαρξιν ἔχον, οὐ γεννητῶς μέν ἀλλ' ἐκπορευτῶς, ἀϊδίως Πατρί και υἱῶ συνθεωρούμενον... Εἷς οὖν Θεός ὁ Πατήρ, ἐξ οὗ τά πάντα, καί εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, δι' οὗ τά πάντα, καί ἕν Πνεῦμα Ἅγιον ἐν ὦ τά πάντα... Ἕκαστον γάρ τούτων, τῶν φύσει ἀχωρίστων διά τό συναφές τῆς οὐσίας, ...καί τά τρία ἀλλήλοις συναπτόμενα, εἷς Θεός παρ' ἡμῖν προσκυνεῖται, Τριαδικῶς μέν κατά τήν ὑπόστασιν, μοναδικός δέ κατά τήν οὐσίαν, καί μοναρχία παρ' ἡμῖν τό τιμώμενον οὐ πολυαρχία... καί οὐδέν τό συνημμένον καί συμφυές τοῖς ἐν Τριάδι θεωρουμένης θεότητος διατέμνεται. Ἀλλοτριούσθω γάρ ἡμῶν καί ἀποτεμνέσθω ἡ τοῦ μανιώδους ἀρείου κακοδοξία καί λύσσα. ἀδιαίρετος γάρ ἡ αὐτή Τριάς, δόξη καί ἀϊδιότητι...». (Αὐτόθι σελ. 411). Καί ὁ Μ. Βασίλειος λέγει: «...Τούτου ἕνεκεν ἐν τῆ τῆς οὐσίας κοινότητι ἀσύμβατά φαμεν εἶναι καί ἀκοινώνητα τά ἐπιθεωρούμενα τῆ Τριάδι γνωρίσματα, δι' ὦν ἡ ἰδιότης παρίσταται τῶν ἐν τῆ πίστει παραδεδομένων προσώπων, ἑκάστου τοῖς ἰδίοις γνωρίσμασι διακεκριμένως καταλαμβανομένου. ὥστε διά τῶν εἰρημένων σημείων τό κεχωρισμένον τῶν ὑποστάσεων ἐξευρεθῆναι. κατά δέ τό ἄπειρον, καί ἀκατάληπτον, καί τό ἀκτίστως εἶναι, καί μηδενί τόπω περιειλῆφθαι, καί πᾶσι τοῖς τοιούτοις, μηδεμίαν εἶναι παραλλαγήν ἐν τῆ ζωοποιῶ φύσει, ἐπί Πατρός λέγω καί Υἱοῦ καί Πνεύματος Ἁγίου. ἀλλά τινα συνεχῆ καί ἀδιάσπαστον κοινωνίαν ἐν αὐτοῖς θεωρεῖσθαι. Καί δι' ὦν ἄν τις νοημάτων τό μεγαλεῖον ἑνός τινος τῶν ἐν τῆ ἁγία Τριάδι πιστευομένων κατανοήσειε, διά τῶν αὐτῶν προσελεύσεται ἀπαραλλάκτως, ἐπί Πατρός, καί Υἱοῦ, καί Πνεύματος Ἁγίου τήν δόξαν βλέπων, ἐν οὐδενί διαλείμματι μεταξύ Πατρός καί Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος τῆς διανοίας κενεμβατούσης. Διότι οὐδέν ἐστι τό διά μέσου τούτων παρενειρόμενον, οὔτε πρᾶγμα ὑφεστώς ἄλλο τι παρά τήν θείαν φύσιν, ὦς καταμερίζειν αὐτήν πρός ἑαυτήν διά τῆς τοῦ ἀλλοτρίου παρεμπτώσεως δύνασθαι. οὔτε διαστήματός τινος ἀνυποστάτου κενότης, ἥτις κεχηνέναι ποιεῖ τῆς θείας οὐσίας τήν πρός ἑαυτήν ἁρμονίαν, τῆ παρενθήκη τοῦ κενοῦ τό συνεχές διαστέλλουσα... ...Ὡσαύτως δέ καί ὁ τόν Πατέρα δεξάμενος καί τόν Υἱόν καί τό Πνεῦμα συμπαρεδέξατο τῆ δυνάμει. Οὐ γάρ ἐστιν ἐπινοῆσαι τομήν ἤ διαίρεσιν κατ' οὐδένα τρόπον, ὡς ἤ Υἱόν χωρίς Πατρός νοηθῆναι, ἤ τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ διαζευχθῆναι. ἀλλά τις ἄρρητος καί ἀκατανόητος ἐν τούτοις καταλαμβάνεται καί ἡ κοινωνία καί ἡ διάκρισις, οὔτε τῆς τῶν ὑποστάσεων διαφορᾶς τό τῆς φύσεως συνεχές διασπώσης, οὔτε τῆς κατά τήν οὐσίαν κοινότητος τό ἰδιάζον τῶν γνωρισμάτων ἀναχεούσης... ...ἐπεί οὐν τό μέν τι κοινόν ἐν τῆ Ἁγία Τριάδι, τό δέ ἰδιάζον ὁ λόγος ἐνεθεώρησεν, ὁ μέν τῆς κοινότητος λόγος εἰς τήν οὐσίαν ἀνάγεται, ἡ δέ ὑπόστασις τό ἰδιάζον ἑκάστου σημεῖον ἐστιν...». (P.G. 32 σελ. 325-340). ΜΑΡΤΥΡΙΑΙ ΕΚ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΥΜΝΟΛΟΓΙΑΣ(*) 1) ΕΚ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΗΣ «Ἰσόρροπον τήν δύναμιν ὡς ἔχουσα, Τριάς ἡ ὑπερούσιος, ἐν ταυτότητι βουλήσεως Μονάς, πέφυκας ἁπλῆ καί ἀδιαίρετος...»(2). «Τριάδα τήν σεπτήν, καί ἀμέριστον φύσιν, προσώποις ἐν τρισί, τεμνομένην ἀτμήτως, καί μένουσαν ἀμέριστον,κατ' οὐσίαν Θεότητος...»(3). «Μονάδος ἀρχικῆς ἀσύγχυτα, τρία πρόσωπα ἀνυμνοῦμεν, ὡς εἰδικῶς ἔχοντα καί μεριστῶς τάς ὑποστάσεις, ἀλλ' ἡνωμένα, καί ἀμέριστα, ἔν τε βουλῆ καί δόξη καί Θεότητι»(4). «Ἡ ἀχώριστος Τριάς, ἐν Πατρί Υἱῶ καί ἐν Πνεύματι, ἑνουμένη ὁλικῶς, καί μή συγχεομένη ταῖς ἰδιότησι, Μονάς...»(5). «Πατέρα ἄναρχον πιστοί, Υἱόν συνάναρχον καί Πνεῦμα θεῖον, ἀληθῶς ὑμνολογοῦμεν, ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, καί ἀναλλοιώτως, Τριάδα ἁπλῆν ἁγίαν καί συμφυῆ, βοῶντες σύν τοῖς ἀγγέλοις...»(6). «Προσκυνοῦμέν σε πιστῶς, Θεόν τόν ἕνα ἐν προσώποις τρισί, τήν ἀδιαίρετον, καί ὁμότιμον φύσιν. κράζοντές σοι.Δόξα σοι Μονάς Τριάς Ὁμοούσιε...»(7). 2) ΕΚ ΤΟΥ ΤΡΙΩΔΙΟΥ(8) «Ὁμόθρονε, ἄναρχε, τρισυπόστατε μονάς, ἡ διαιρέσει τήν ἕνωσιν, καί ἔμπαλιν ἔχουσα, τοῖς προσώποις τήν φύσιν...»(9). «Ὁ εἷς ἐν Τριάδι Θεός, δόξα σοι ἀπαύστως. εἰ γάρ καί Θεός ἕκαστον, ἀλλ' εἷς τῆ φύσει πέλει, ὁ Πατήρ ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα, τοῖς τρισσοφαέσιν ἰδιώμασι...»(10). «Ὡς Μονάδα τῆ οὐσία ὑμνῶ σε, ὡς Τριάδα, τοῖς προσώποις σε, σέβω, Πάτερ Υἱέ καί Πνεῦμα τό πανάγιον...»(11). «Ἕνα Θεόν κατ' οὐσίαν σέβομαι, τρεῖς ὑποστάσεις ὑμνῶ, διοριστικῶς ἄλλας, ἀλλ' οὐκ ἀλλοίας. ἐπεί Θεότης μία, ἐν τρισί προσώποις, Πατήρ, Υἱός, καί Θεῖον Πνεῦμα...»(12). «Ξένον ὅτι ἕν, καί τρία ἡ Θεότης. ὅλη ἐν τρισί, προσώποις ἀμερίστως. Πατήρ, Υἱός γάρ καί Πνεῦμα ἅγιόν ἐστι, τά προσκυνούμενα ἐν φύσει μιᾶ...»(13). «Τριάς εἰμι, ἁπλῆ ἀδιαίρετος, διαιρετή προσωπικῶς, καί Μονάς ὑπάρχω, τῆ φύσει ἡνωμένη. ὁ Πατήρ φησι καί Υἱός, καί θεῖον Πνεῦμα»(14). «Πατέρα δοξάσωμεν, Υἱόν ὑπερυψώσωμεν, τό θεῖον Πνεῦμα, πιστῶς προσκυνήσω¬μεν, Τριάδα ἀχώριστον, Μονάδα κατ' οὐσίαν...»(15). «Ἀέριστον τῆ οὐσία, ἀσύγχυτον τοῖς προσώποις θεολογῶ σε, τήν Τριαδικήν μίαν Θεότητα, ὡς ὁμοβασίλειον καί σύνθρονον...»(16). «Τριάς παναγία, Πάτερ ἄναρχε Θεέ, σύναναρχε Υἱέ καί θεῖε Λόγε, Παράκλητε ἀγαθέ, Πνεῦμα ἅγιον Θεοῦ, τό ἕν καί τρισήλιον φάος, ἡ συμφυής οὐσία, εἷς Θεός καί Κύριος, οἴκτειρον τόν Κόσμον»(17). «Τρία ἄναρχα δοξάζω, τρία ἅγια ὑμνῶ, τρία συναΐδια, ἐν οὐσιότητι μιᾶ κηρύττω. εἷς γάρ ἐν Πατρί Υἱῶ καί Πνεύματι, δοξολογεῖται Θεός»(18). «Ὡς Μονάδα, τῆ οὐσία ὑμνῶ σε, ὡς Τριάδα τοῖς προσώποις σε σέβω, Πάτερ Υἱέ, καί Πνεῦμα τό πανάγιον, ἄναρχον τό κράτος, τῆς σῆς Βασιλείας, δοξάζω εἰς αἰῶνας»(19). «Ἄναρχε ἄκτιστε, Τριάς, ἀμέριστε Μονάς, ἡ τρία οὖσα καί ἕν, Πατήρ Υἱός καί Πνεῦμα, εἷς ὁ Θεός...»(20). «Ὦ Μονάς ἁγία, Τριάς ἡ μία Θεότης, καί Τριάς Μονάς ὁ Θεός, τρυσυπόστατε φύσις, ἡ ὁμότιμος καί ἀμέριστος δόξα, ρῦσαι τῶν κινδύνων τάς ψυχάς ἡμῶν»(21). 3) ΕΚ ΤΟΥ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟΥ(22) «Τόν Πατέρα, καί Υἱόν καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον, μίαν φύσιν, καί Θεότητα πίστει δοξάζομεν, μεριστήν ἀμέριστον, ἕνα Θεόν τῆς ἀοράτου, καί ὁρωμένης τε κτίσεως»(23). «Τριάδα τήν σεπτήν καί ἀμέριστον φύσιν, προσώποις ἐν τρισί, τεμνομένην ἀτμήτως, καί μένουσαν ἀμέριστον, κατ' οὐσίαν Θεότητος...»(24). «Σύ τάξεις τάς ἀΰλους καί οὐρανίους, ὑπέστησας, ὡς ἔσοπτρα τοῦ σοῦ κάλλους, Τριάς ἡ ἀδιαίρετος μοναρχία, ὑμνεῖν ἀπαύστως σε ἀλλά καί νῦν ἡμῶν, ἐκ πηλίνου στόματος δέξαι τήν αἴνεσιν»(25). «Μονάδος ἀρχικῆς ἀσύγχυτα, τρία πρόσωπα ἀνυμνοῦμεν, ὡς εἰδικῶς ἔχοντα, καί μεριστῶς τάς ὑποστάσεις. ἀλλ' οὖν ἡνωμένα καί ἀμέριστα, ἔν τε βουλῆ, καί δόξη, καί Θεότητι»(26). «Θείας φύσεως ὁμοουσίου, τό τρισήλιον ὑμνοῦμεν κράτος, καί τρισαγίαις φωναῖς ἐκβοήσωμεν. Ἅγιος εἶ, ὁ Πατήρ ὁ προάναρχος. Ἅγιος εἶ, ὁ Υἱός ὁ συνάναρχος.Πνεῦμα ἅγιον, ὁ εἷς ἀμερής Θεός ἡμῶν, καί πάντων ποιητής, καί φιλάνθρωπος». «Πρό γάρ πάντων ὑπάρχεις, ὁ ὥν Πατήρ, καί συνάναρχον ἔχεις, τόν σόν Υἱόν. Καί ἰσότιμον φέρων, Πνεῦμα ζωῆς, τῆς Τριάδος δεικνύεις, τό ἀμερές». Αὐτά μέ ἀφορμήν τό ἐκδοθέν (Νοέμβριος 2012), ὑπό τοῦ κ. Δ. Κάτσουρα χείριστον φυλλάδιον διά νά κατανοήση ὁ ἀγαπητός ἀναγνώστης τό πολύπλευρον πνευματικόν ἔγκλημά του, κατά τῆς διατυπώσεώς μας καθ' ἥν τήν ἑνότητα καί κοινωνίαν τῆς Τρισυποστάτου Μιᾶς Θεότητος, ἀπεκαλέσαμεν «Πρώτην Ἄναρχον Ἐκκλησίαν» καί ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό ΠΡΟΤΥΠΟΝ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὡσαύτως καί διά νά κατανοήση ὅτι εἶναι δεδομένη ἡ Κοινωνία τῶν Τριῶν Θείων Προσώπων ἐν τῆ Ὁμοουσίω Ἁγία Τριάδι. Ἐπιφυλασσόμεθα νά ἐπανέλθωμεν ἐάν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιαστική δεοντολογία τό ἐπιβάλη. ἐπί τούτοις δέον νά ληφθῆ ὑπ' ὄψιν ὅτι τό ὅλον θέμα ἀποτελεῖ ἐλεεινήν καί ἱερόσυλον σκευωρίαν διά νά μᾶς φημώσουν καί νά μήν γίνεται λόγος περί Ὁμολογίας-Ἐκκλησιολογίας καί Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς! Ἄς κατανοήσουν ὅτι χάριτι Χριστοῦ δέν θά σταματήσωμεν, διό ἄς διακόψουν τήν σατανικήν πολεμικήν των κατά τῆς ἐλαχιστότητός μας.

Σάββατο 16 Αυγούστου 2025

ΠΑΠΙΚΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΦΡΙΚΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΙΡΕΣΙΣ

Παπικό πρωτείο, φρικτή Εκκλησιολογική Αίρεση Αρχική σελίδαΘεματικές κατηγορίεςΑίρεσηΠαπισμόςΠαπικό πρωτείο - Φρικτή Εκκλησιολογική ΑίρεσηΠαπικό πρωτείο, φρικτή Εκκλησιολογική Αίρεση ΝΙΚΟΛΑΟΥ Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ ΠΑΠΙΚΟ ΠΡΩΤΕΙΟ Φρικτή Εκκλησιολογική Αίρεση Εισαγωγή Είναι γνωστό ότι οι Παπικοί εμμένουν με πείσμα στο λεγόμενο «πρωτείο» του Πάπα. Έχουν δε δηλώσει επανειλημμένως, έχουν γράψει και έχουν διακηρύξει ότι: «Ένωσις της χριστιανωσύνης δεν σημαίνει τίποτε άλλο ει μη (παρά μόνο) υποταγήν εις τον Ρώμης (τον Πάπα), μόνον αντιπρόσωπον του Χριστού επί της γης». Και ότι «το πρωτείον και το αλάθητον δεν είναι εκκλησιαστικά διατάγματα, τα οποία η Εκκλησία ειμπορεί να ακυρώση, αλλ' είναι δόγματα, τα οποία ουδείς δύναται να κλονίση»1. Και ακόμη ότι «δεν πρόκειται να θυσιάση τίποτε εκ των αληθειών της (ΣΣ μάλλον πλανών της) η Καθολική (Παπική) Εκκλησία». «Με άλλα λόγια», όπως γράφει ο Καθηγητής της Δογματικής στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Δημήτριος Τσελεγγίδης, σε επιστολή του προς την Ιεράν Κοινότητα του Αγίου Όρους, «ο Πάπας στη Λατινική Δύση - με το δογματικώς κατοχυρωμένο και από τη Β' Βατικανή Σύνοδο "αλάθητο" και το διεκδικούμενο πρωτείο εξουσίας σ' ολόκληρη την Εκκλησία - έχει πάρει αυθαιρέτως τη θέση του Πνεύματος της Αληθείας στην Παγκόσμια Εκκλησία»[2]. Η τοποθέτηση αυτή των Παπικών που επαναλαμβάνεται σταθερά δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το τι ένωση ζητούν, όταν συζητούν με Ορθοδόξους. Επιδιώκουν ένωση με πρότυπο την επάρατο Ουνία. Για το πού στηρίζουν το «πρωτείο», πώς εξε­λίχθηκε και πώς το κατοχύρωσαν έχουν γραφεί πολλά και κατ' εξοχήν αξιόλογα από πλευράς Ορθοδόξου. Αναφέρουμε σαν παράδειγμα τρεις τέτοιες κατεξοχήν κατατοπιστικές, επιστημονικές και σοβαρές μελέτες: α) Νεκταρίου Πενταπόλεως, Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του Σχίσματος... και περί του αδυνάτου ή δυνατού της ενώσεως, β) Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Το Πρωτείον του Επισκόπου Ρώμης (ιστορική και κριτική μελέτη), εκδ. περιοδικού «Εκκλησία», Αθήναι 19642. γ) Παν. Ν. Τρεμπέλα, Περί το Πρωτείον του Επισκόπου Ρώμης, εκδ. «Ο Σωτήρ», Αθήναι 1965. Στη μικρή μελέτη που ακολουθεί αναδημοσιεύουμε πέντε κείμενα που έχουν δημοσιευθεί στο περιοδικό «Ο Σωτήρ» (τόμ. 2001) και απαντούν στην απαράδεκτη θέση ότι δήθεν η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως του 879-880 αναγνώρισε το «πρωτείον εξουσίας» του Πάπα, και επομένως το θέμα έχει από τότε λυθεί!... Εκδίδουμε τα άρθρα αυτά συμπληρωμένα και σε ένα τεύχος εξαφορμής της συζητήσεως που γίνεται σχετικά με το «ρόλο του επισκόπου Ρώμης εν τη κοινωνία όλων των εθνών» όπως αποφάσισε η Μικτή Διεθνής Θεολογική Επιτροπή για το θεολογικό Διάλογο Ορθοδόξων και Παπικών στη συνάντηση της Ραβέννας (8-14 Οκτωβρίου 2007)[3]. Η συζήτηση γίνεται για το πώς πρέπει να εννοήσουμε ή να ερμηνεύσουμε οι Ορθόδοξοι το κραυγαλέα αιρετικό «παπικό πρωτείο», ώστε να επιτευχθεί η ένωση Ορθοδόξων και Παπικών!... Είναι πολύ λυπηρή η στάση ορισμένων Ορθοδόξων, αν κρίνουμε από όσα ακούστηκαν εκ μέρους των κατά την «Επιστημονική Ημερίδα» με θέμα «Ο Θεολογικός Διάλογος μεταξύ της Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας», που οργάνωσε ο Τομέας Δογματικής Θεολογίας (του Τμήματος Θεολογίας) της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. στις 20.5.2009 στην Αίθουσα Τελετών του ανωτέρω Πα­νεπιστημίου[4]. Είναι πολύ λυπηρή και κατεξοχήν ανησυχητική, διότι οι Ορθόδοξοι αυτοί, και μάλιστα Καθηγητές της Θεολογικής, με τη στάση τους δεν σκανδαλίζουν μόνο το Ορθόδοξο πλήρωμα. βλάπτουν και τους ίδιους τους Παπικούς. Έχουν δυστυχώς διαχρονική ισχύ οι λόγοι που έγραψε ο Μ. Βασίλειος στον Επίσκοπο Σαμοσάτων Ευσέβιο περί του Πάπα και των Δυτικών της εποχής του. Έγραψε: Πράγματι όταν οι υπερήφανοι χαρακτήρες κολακεύονται, είναι φυσικό να γίνονται πιο υπεροπτικοί από ό,τι είναι συνήθως. Διότι άλλωστε, αν βεβαίως μας ευσπλαγχνισθεί ο Κύριος, ποιαν άλλη βοήθεια χρειαζόμαστε; Αν όμως συνεχισθεί η οργή του Θεού εναντίον μας, ποια είναι η βοήθειά μας από την «οφρύν» (δηλαδή την υπεροψίαν, αλαζονείαν, υπερηφάνειαν) των Δυτικών;[5] Ας μας διδάξει επί τέλους και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ Β', που πήγε στην ψευδοσύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας (1438-1439) με πολύ θάρρος και πιστεύοντας αφελώς ότι από εκεί οι Ορθόδοξοι θα επέστρεφαν «νικηταί και τροπαιούχοι»! Δεν άργησε όμως να απογοητευθεί εντελώς και να ομολογήσει: Οι Λατίνοι είναι «άνθρωποι φιλόνεικοι, κενόδοξοι και ακατάπειστοι (που δεν πείθονται εντελώς). Ου δυσωπούνται τοις λόγοις των ημετέρων (δεν πείθονται και δεν συγκατανεύουν προς τους λόγους των ιδικών μας), ουδέ πεισθήναι θέλουσι της αληθείας» (ούτε θέλουν να συμφωνήσουν και να πεισθούν για την αλήθεια)[6.]" Επί τέλους ας φοβηθούμε τον Θεό της αληθείας και ας λυπηθούμε το λογικό ποίμνιο του Χριστού, το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Ορθοδοξίας μας. Ας μη το τραυματίζουμε με τις συνεχείς υποχωρήσεις μας στην αίρεση του Παπισμού. Και τη συμβιβαστική ένωση με την κακοδοξία, θεωρώντας τους εαυτούς μας σοφότερους των θεοφόρων Πατέρων και των αγίων της Ορθοδοξίας. Απαράδεκτες θέσεις Οι Παπικοί δεν αφήνουν ανεκμετάλλευτη καμιά ευκαιρία που εξυπηρετεί την φρικτή εκκλησιολογική αίρεση του Παπικού πρωτείου. Έτσι η Ουνιτο-Παπική εφημερίδα της Ελλάδος «Καθολική» της 26ης Ιουνίου 2001 αναδημοσίευσε από την αθηναϊκή εφημερίδα «Το Βήμα» της 29-4-2001 ένα άρθρο πρέσβεως ε.τ., με τον τίτλο: «Το πρωτείο του Πάπα Ρώμης και ο τρόπος της ασκήσεώς του». Σ' αυτό, μεταξύ άλλων, εγράφετο: «Όλο και περισσότεροι επιμένουν ότι δήθεν η Ανατολική Εκκλησία (σ.σ. η Ορθόδοξη) δεν αναγνωρίζει, ούτε αναγνώρισε ποτέ, οποιοδήποτε πρωτείο της Ρώμης, αν εξαιρέσουμε ένα απλό τιμητικό προβάδισμα στην εθιμοτυπική σειρά, θα λέγαμε, των πρεσβυγενών πατριαρχείων. Η θέση αυτή», συνέχιζε ο αρθρογράφος, «είναι τόσο αβάσιμη, ώστε να βλάπτει την αξιοπιστία όσων την υποστηρίζουν και να καθιστά εκ προοιμίου αδύνατον οποιονδήποτε σοβαρό διάλογο με άμεσο σκοπό τη σταδιακή επαναπροσέγγιση των δύο Εκκλησιών (...). Όσοι υποστηρίζουν μία τέτοια θέση καλή τη πίστει, και είναι ασφαλώς πολλοί, παραβλέπουν συν τοις άλλοις ότι η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως των ετών 879-880, δια της οποίας επεσφραγίσθη η πλήρης αποκατάστασις των σχέσεων Παλαιάς και Νέας Ρώμης, υιοθέτησε Κανόνα δια του οποίου όχι μόνον ανεγνωρίσθη, αλλά και κατοχυρώθηκε έναντι μελλοντικών αμφισβητήσεων το πρωτείον της Ρώμης, όπως η ίδια το αντιλαμβανόταν την εποχή εκείνη». Στη συνέχεια ο αρθρογράφος επέμενε στον ανωτέρω Κανόνα, τον Α' Κανόνα της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως των ετών 879-880, για τον οποίο λέγει ότι Ορθόδοξοι ερμηνευταί του, μεταξύ των οποίων και ο αείμνηστος Καθηγητής της Δογματικής Ιωάννης Καρμίρης, έδωκαν «άλλην, εκ διαμέτρου αντίθετη, ερμηνεία στην τελευταία παράγραφο». Την ερμηνεία δε αυτή τη χαρακτήριζε «εξωφρενική»! Είναι προφανές ότι η Ουνιτο - Παπική εφημερίδα έσπευσε να αναδημοσιεύσει το εν λόγω άρθρο, διότι υποστηρίζει τις θέσεις του Βατικανού και συγκεκριμένα το «πρωτείον εξουσίας», που επιμένει ότι έχει ο Πάπας. Οι Ορθόδοξοι, κατά τον Ιωάννη Καρμίρη, υποστήριξαν στη Σύνοδο του 879-880, ότι «απηγορεύθη, επί τη προτάσει των παπικών αντιπροσώπων (...) πάσα καινοτομία των τιμητικών πρεσβείων και προνομίων του πάπα Ρώμης, δηλαδή πάσα μετατροπή του primatus honoris (=τιμητικού πρωτείου) αυτού εις primatus jurisdictionis (=διοικητικόν πρωτείον)»7. Η ερμηνεία αυτή του Κανόνος εκ μέρους του αειμνήστου Καθηγητού Ιωάννου Καρμίρη δεν είναι καθόλου «εξωφρενική», όπως θα αποδείξει η συνέχεια. Πρέπει όμως να απαντήσουμε πρώτα στα γραφόμενα ότι δήθεν είναι «αβάσιμη» η θέση ότι «η Ανατολική Εκκλησία δεν αναγνώρισε ποτέ οποιοδήποτε πρωτείο της Ρώμης», παρά μόνον «απλό τιμητικό προβάδισμα στην εθιμοτυπική σειρά των πρεσβυγενών πατριαρχείων». Η θέση αυτή δεν είναι καθόλου αβάσιμη. Η εκκλησιαστική Ιστορία βεβαιώνει ότι κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων αιώνων δεν έχουμε κανένα γεγονός κατά το οποίο να αναγνωρίσθηκε από την Εκκλησία διοικητικό πρωτείο στον Επίσκοπο Ρώμης. Η Εκκλησία του Χριστού κατά την περίοδο εκείνη δεν διοικείτο «μοναρχικώς» ούτε ελάμβανε διαταγές από τη Ρώμη. Εκκλησιαστικές Σύνοδοι συνέρχονταν εν αγνοία του Επισκόπου Ρώμης. Επίσκοποι εκλέγονταν και δικάζονταν χωρίς καμία ανάμειξη του Επισκόπου Ρώμης. Η τακτική αυτή επιβεβαιώνεται και από τους Αποστολικούς Κανόνες, στους οποίους έχουν αποτυπωθεί οι αρχές της διοικήσεως της Εκκλησίας του Χριστού κατά τους πρώτους αιώνες. Το μέγα και σπουδαιότατο κύρος των Κανόνων αυτών υπέδειξεν ήδη η Αγία Α' Οικουμενική Σύνοδος (325) στους υπ' αριθ. 1, 2, 5, 9, 10 Κανόνες της. Κατά τους Αποστολικούς Κανόνες κάθε τοπική Εκκλησία διοικείτο από τον δικό της Επίσκοπο (βλ. Αποστολικοί Κανόνες 32, 35, 38, 39, 76), απαγορευόταν δε οποιαδήποτε επέμβαση του ενός Επισκόπου στη διοίκηση του άλλου (Αποστολικοί Κανόνες 34, 35). Οι κατά τόπους επισκοπές (παροικίες) αποτελούσαν τις κατά τόπους Εκκλησίες, κάθε μιας των οποίων ηγείτο ως «κεφαλή» ο «πρώτος». Αλλ' ο «πρώτος» δεν έπραττε τίποτε χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των άλλων Επισκόπων όπως επίσης κανείς από τους άλλους δεν ενεργούσε κάτι χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του «πρώτου». «Τους Επισκόπους εκάστου έθνους, ειδέναι χρη τον εν αυτοίς πρώτον, και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν, και μηδέν τι πράττειν περιττόν άνευ της εκείνου γνώμης. μόνα δε πράττειν έκαστον, όσα τη αυτού παροικία επιβάλλει, και ταις υπ' αυτήν χώραις. Αλλά μηδέ εκείνος άνευ της πάντων γνώμης ποιείτω τι. Ούτω γαρ ομόνοια έσται...» (Αποστολικός Κανών 34). Δηλαδή. όλοι οι επίσκοποι της κάθε χώρας πρέπει να γνωρίζουν εκείνον που είναι «πρώτος» ανάμεσά τους, δηλαδή οι επίσκοποι τον Μητροπολίτη. και να τον θεωρούν «ως κεφαλήν» και χωρίς τη γνώμη του να μη κάνουν κανένα περιττό πράγμα, δηλ. ό,τι δεν ανήκει στις ενορίες των επισκοπών τους, αλλά το υπερβαίνει. Καθένας από τους επισκόπους να πράττει χωρίς τη γνώμη του Μητροπολίτου μόνο όσα ανήκουν στα όρια της επισκοπής του και στις περιοχές που βρίσκονται σ' αυτά. Όμως και ο Μητροπολίτης δεν πρέπει να ενεργεί κανένα κοινό πράγμα «μόνος και καθ' εαυτόν» χωρίς τη γνώμη όλων των επισκόπων του. Έτσι θα υπάρχει ομόνοια... Επομένως και ο Επίσκοπος Ρώμης διοικούσε μόνο τη δική του επισκοπή της οποίας προΐστατο και καμίαν άλλην[8]. Αυτό το καθεστώς ίσχυε κατά τους τρεις πρώτους αιώνες της εκκλησιαστικής Ιστορίας. Τί γινόταν στους μετέπειτα αιώνες το γράφουμε στη συνέχεια. Η διαφορά «Πρωτείου Τιμής» και «Πρωτείου Εξουσίας» Η Εκκλησία του Χριστού κατά την διάρκεια των τριών πρώτων αιώνων έλυε τα αναφυόμενα ζητήματα, όπως γράψαμε ανωτέρω, δια των τοπικών συνόδων. Δεν υπάρχει περίπτωση κατά την οποία η Εκκλησία ζήτησε τη λύση κάποιου ζητήματος γενικής εκκλησιαστικής φύσεως μόνον από τον Επίσκοπο της Ρώμης. Από τον τέταρτο όμως αιώνα και εφεξής, λόγω των μεγάλων ζητημάτων που είχαν παρουσιασθεί και που είχαν προκαλέσει οι διάφορες αιρέσεις, τα ζητήματα αυτά συζητούνταν και λύνονταν από τις Οικουμενικές Συνόδους. Στις Συνόδους αυτές οι αντιπρόσωποι του Επισκόπου Ρώμης κατελάμβαναν την πρώτη θέση, όχι διότι αυτός είχε κάποιαν εξουσίαν επί των άλλων Επισκόπων, αλλ' επειδή ο Ρώμης εθεωρείτο «πρώτος» κατά την τιμή μεταξύ των άλλων «πρώτων» Επισκόπων. Εθεωρείτο δε «τιμητικώς» πρώτος, διότι η έδρα του βρισκόταν στη Ρώμη, την πρωτεύουσα του κράτους. «Πρώτοι», κατά τον χρόνο που είχε συγκροτηθεί η αγία Α' Οικουμενική Σύνοδος (325), ήταν οι Επίσκοποι Ρώμης, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας. Αυτοί δε θεωρούνταν ίσοι μεταξύ τους σύμφωνα με τον 6ο Κανόνα της αγίας Α' Οικουμενικής Συνόδου. Όταν οι Οικουμενικές Σύνοδοι έδιδαν στους Επισκόπους το πρωτείο «τιμής» και καθόριζαν την μεταξύ των «πρώτων» τάξη, δέχονταν ως βάση για τον καθορισμό αυτό μόνο την πολιτική σπουδαιότητα των πόλεων στις οποίες ήσαν Επίσκοποι οι πρεσβύτεροι αυτοί ιεράρχες. Γι' αυτό άλλωστε οι Ιεροί Κανόνες επιτάσσουν για τη διατήρηση και την αύξηση της συνοχής ενός κράτους το «συμμεταβάλλεσθαι τοις πολιτικοίς τα εκκλησιαστικά πράγματα». Η αρχή αυτή ίσχυσε σ' όλους τους αιώνες τόσο στην Ανατολή, όσο και στη Δύση. Εξάλλου «πρώτον ιδίωμα όλων των οικουμενικών (Συνόδων) είναι, το να συναθροίζωνται δια προσταγών, ουχί του Πάπα, ή του δεινός Πατριάρχου, αλλά δια προσταγών βασιλικών»9. «Πάπαι» αποκαλούνται οι Επίσκοποι Ρώμης από τον 8ο αιώνα και εξής. Ας σημειωθεί όμως ότι ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας εκαλείτο ήδη «Πάπας» πριν από τον 8ο αιώνα. το δε όνομα «Πατριάρχης» άρχισε να δίδεται στα χρόνια του αυτοκράτορος Θεοδοσίου Β' του Μικρού (408-450). Στις Οικουμενικές Συνόδους προήδρευαν συνήθως οι πρώτοι τη τάξει των Επισκόπων και όχι οι Παπικοί «λεγάτοι» (=απεσταλμένοι, αντιπρόσωποι). Κανένας Επίσκοπος Ρώμης δεν είχε παραστεί αυτοπροσώπως σε οποιαδήποτε Οικουμενική Σύνοδο. Στην επίλυση δε των διαφόρων ζητημάτων, τα οποία συνεζητούντο κατά τις Οικουμενικές Συνόδους, κύρος και επιρροή μπορούσε να έχει - και ουσιαστικώς είχε - μόνον όποιος διακρινόταν για τη σταθερότητα, την ακεραιότητα, την καθαρότητα και δύναμη των Ορθοδόξων πεποιθήσεών του. Αυτός που πρόβαλλε και αποδεικνυόταν ως γνήσιος εκφραστής και εκπρόσωπος της ευαγγελικής αληθείας, έστω και αν δεν ήταν Επίσκοπος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Μέγας Αθανάσιος, ο οποίος έπαιξε βασικότατο και σημαντικότατο ρόλο στην αγία Α' Οικουμενική Συνοδό, αν και ήταν τότε ένας νεαρός αρχιδιάκονος της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας. Εξάλλου η ισχύς και η νομιμότης των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων εξηρτώντο από τον Επίσκοπο Ρώμης, τον Πάπα, τόσο, όσο και από την επικύρωση οιουδήποτε άλλου Πατριάρχου. Οι δε αποφάσεις των Αγίων Συνόδων, στις οποίες δεν είχαν παραστεί ούτε ο Πάπας ούτε οι αντιπρόσωποί του, είχαν απόλυτη και πλήρη ισχύ και χαρακτήρα υποχρεωτικό εκ μέρους όλων των Επισκόπων. Ήσαν υποχρεωτικές και για τον Επίσκοπο Ρώμης. Κατά την περίοδο των οκτώ πρώτων αιώνων, δηλαδή της πριν από το ολέθριο σχίσμα περιόδου, όταν η Εκκλησία του Χριστού ήταν ενωμένη, η ανώτατη εξουσία στην Εκκλησία ανήκε αποκλειστικά στις Οικουμενικές Συνόδους. Αυτές διετύπωναν αυθεντικώς και αλαθήτως την διδασκαλία της Εκκλησίας. αυτές έκριναν τους Επισκόπους, έστω και αν ο Επίσκοπος ήταν Πάπας ή Πατριάρχης. Είναι δε γνωστό ότι η αγία S' Οικουμενική Σύνοδος (680) κατεδίκασε για μονοθελητισμό τους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο, Πύρρο, Παύλο και Πέτρο, τον Πάπα Ρώμης Ονώριο, τον Αλεξανδρείας Κύρο κ.ά. Εάν τώρα οι Οικουμενικές Σύνοδοι έδιδαν «πρωτείον τιμής» στον Πάπα, παράλληλα με τους άλλους Πατριάρχες, αυτό δεν ήταν εξουσία ή ηγεμονία. Διότι το «πρωτείον» μπορεί να υπάρχει μεταξύ ίσων. Ενώ η ηγεμονία ή η εξουσία προϋποθέτει κατωτέρους, υπηκόους, υποταγμένους. Το «πρωτείον» που αναγνωριζόταν στον Πάπα ήταν μόνο προνόμιο τιμής και όχι προνόμιο εξουσίας και ηγεμονίας. Άλλωστε «ίσα πρεσβεία τιμής» με τον Ρώμης απένειμε η αγία Β' Οικουμενική Σύνοδος και στον Επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Οι θεοφόροι Πατέρες της Συνόδου αυτής απεφάσισαν: «Τον μεν τοι Κωνσταντινουπόλεως Επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης Επίσκοπον, δια το είναι αυτήν Νέαν Ρώμην» (Κανών 3). Δηλαδή. ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως να έχει τα προνόμια της τιμής μετά τον Πάπα Ρώμης επειδή και η Κωνσταντινούπολη είναι και ονομάζεται Νέα Ρώμη. Εδώ όμως η πρόθεση «μετά», όπως ορθώς ερμηνεύει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, «δεν δηλοί το του χρόνου ύστερον», όπως ερμηνεύουν ορισμένοι , «αλλ' ούτε υποβιβασμόν και ελλάτωσιν», όπως ερμηνεύουν άλλοι, «αλλά δηλοί ισότητα τιμής και τάξιν, καθ' ην ο μεν εστι (ο μεν είναι) πρώτος, ο δε δεύτερος (...). δεύτερος τη τάξει της τιμής»[10]. Παρόμοια θεσπίζει και η αγία Δ' Οικουμενική Σύνοδος με τον 28ο Κανόνα της, στον οποίο ορίζει, κατά την ερμηνεία του αγίου Νικοδήμου: «Καθώς εις τον θρόνον της πρεσβυτέρας Ρώμης, δια το να ευρίσκετο βασιλεία εις την πόλιν εκείνην, με δίκαιον τρόπον έδωκαν οι Πατέρες προνόμια, το να λέγεται δηλαδή (ο Επίσκοπός της) πρώτος τη τάξει των λοιπών Πατριαρχών, τοιουτοτρόπως» και οι Πατέρες της αγίας Δ' Οικουμενικής Συνόδου «έδωκαν τα ίσα και απαράλλακτα προνόμια της τιμής και εις τον αγιώτατον θρόνον της νέας Ρώμης, της Κωνσταντινουπόλεως δηλαδή». «Πρέπει να απολαμβάνη και αυτή παρομοίως με την Ρώμην και τα ίσα προνόμια (...) με τούτην μόνην την διαφοράν, ότι η μεν πρεσβυτέρα Ρώμη να είναι πρώτη τη τάξει, η δε νέα Ρώμη να είναι Δευτέρα τη τάξει»[11]. Αλλά και η αγία S' Οικουμενική Σύνοδος τα ίδια θέσπισε. Στον 36ο Κανόνα διαλαμβάνει. «Ορίζομεν τον Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, των ίσων απολαύειν πρεσβείων του της πρεσβυτέρας Ρώμης». Δηλαδή οι θεοφόροι Πατέρες της Συνόδου αυτής ορίζουν ώστε ο Κωνσταντινουπόλεως «να απολαμβάνη τα ίσα, και τα αυτά προνόμια με τον Ρώμης (...), δεύτερος μετ' εκείνον υπάρχων κατά μόνην την τάξιν»[12]. Οι Α', Γ', Δ' Οικουμενικές Σύνοδοικαι οι Σύνοδοι Κωνσταντινουπόλεως του 867 και 869 για το «Πρωτείον» του Πάπα Το Μητροπολιτικό σύστημα της αρχαίας Εκκλησίας, το οποίο δεν ήταν καθόλου μοναρχικό, διερμηνεύει άριστα ο 6ος Κανόνας της αγίας Α' Οικουμενικής Συνόδου (325). Γράφει: «Τα αρχαία έθη κρατείτω, τα εν Αιγύπτω και Λιβύη και Πενταπόλει, ώστε τον εν Αλεξανδρεία Επίσκοπον πάντων τούτων έχειν την εξουσίαν, επειδή και τω εν Ρώμη Επισκόπω τούτο (ΣΣ. το έθος, η συνήθεια) σύνηθές εστιν. Ομοίως δε και κατά Αντιόχειαν, και εν ταις άλλαις επαρχίαις τα πρεσβεία σώζεσθαι ταις Εκκλησίαις». Ο Κανόνας αυτός μαρτυρεί ότι οι Επίσκοποι Ρώμης, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας «εθεωρούντο ίσοι προς αλλήλους». Ο Κανόνας λέγει. καθώς έχει την ιδίαν συνήθειαν (έθος) ο Ρώμης με τον Αλεξανδρείας, έτσι έχει και την ιδίαν εξουσίαν με εκείνον. Ακόμη ο ίδιος Κανόνας μαρτυρεί ότι το σύστημα της αρχαίας Εκκλησίας δεν ήταν μοναρχικό. Επίσης διερμηνεύει ότι «οι Επίσκοποι δεν ετάχθησαν υπό ένα μόνον Επίσκοπον, ουδ' αι Εκκλησίαι υπό μίαν Εκκλησίαν. Πάντες οι Επίσκοποι και πάσαι αι Εκκλησίαι ήσαν διοικητικώς ανεξάρτητοι απ' αλλήλων. Αλλά μεταξύ πάντων των Επισκόπων ο Ρώμης ήτο "πρωτόθρονος", ως Επίσκοπος της πρωτευούσης πόλεως του Κράτους. Η θέσις αυτού δεν διέφερε της θέσεως του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ην ούτος (την οποίαν αυτός) κατέχει νυν (τώρα) εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία»[13]. Για την επιμονή των Λατίνων ότι δήθεν η αγία Γ' Οικουμενική Σύνοδος (431) διεκήρυξε το «πρωτείον» εξουσίας του Επισκόπου Ρώμης στην καθόλου Εκκλησία παραπέμπουμε τον αναγνώστη στη θαυμάσια επιστημονική εργασία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, «Η Γ' Οικουμενική Σύνοδος και το πρωτείον του Επισκόπου Ρώμης. Απάντησις εις την εγκύκλιον του Πίου ΙΑ' "Lux Veritatis", εν Αθήναις 1932». Η αλήθεια είναι ότι η αγία Γ' Οικουμενική Σύνοδος όχι μόνο δεν μετέβαλε, αλλά με ιδία διάταξη στήριξε ακόμη περισσότερο την υπάρχουσα τάξη στη διοίκηση της Εκκλησίας. «Απηγόρευσε δε αυστηρώς την παραβίασιν των δικαίων των επί μέρους επισκοπικών θρόνων των Διοικήσεων και των Επαρχιών, των εξ αρχής και άνωθεν, κατά το πάλαι κρατήσαν έθος (=σύμφωνα με τη συνήθεια που επεκράτησε προ πολλού, κατά τον παλαιό καιρό), ανηκόντων αυτοίς» και «απέδειξεν ότι ήτο ξένη προς πάσαν ιδέαν μοναρχικού πρωτείου», δηλαδή «εξουσίας ενός επισκοπικού θρόνου επί των λοιπών»[14]. Ούτε και η αγία Δ' Οικουμενική Σύνοδος (451) αναγνώρισε «πρωτείον» του Επισκόπου Ρώμης. Απέκρουσε δε, όπως και η Γ' Οικουμενική, κάθε ιδέα διοικητικού πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης. «Τρανοτάτην τούτου απόδειξιν αποτελούσι και τα (όσα συνέβησαν) κατά (την συζήτησιν) του πολυκρότου 28ου Κανόνος της Συνόδου αυτής»[15]. Αυτή ήταν η κατάσταση που επικρατούσε στην Εκκλησία κατά τους οκτώ πρώτους αιώνες. Τώρα ερχόμαστε να απαντήσουμε στη θέση ότι στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 879-880 αναγνωρίσθηκε δήθεν και κατοχυρώθηκε το «πρωτείον» εξουσίας του Επισκόπου Ρώμης! Είναι γνωστή η αυθαίρετη επέμβαση του πάπα Νικολάου Α' στο εσωτερικό ζήτημα της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, που δημιουργήθηκε εξαφορμής της παύσεως του πατριάρχου Ιγνατίου και της εκλογής ως Πατριάρχου (άκοντος) του Μ. Φωτίου (858). Ο πάπας Νικόλαος Α' ήταν εκείνος που παρουσίασε τη Ρωμαϊκή Εκκλησία ως Εκκλησία οικουμενική! Θεώρησε λοιπόν κατάλληλη την ευκαιρία να επιβάλει τον εαυτό του και στην Ανατολική Εκκλησία. Αλλ' οι σκανδαλώδεις επεμβάσεις του στα εσωτερικά διοικητικά ζητήματα του Επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως αποκρούστηκαν και καταδικάστηκαν από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 867. Στη Σύνοδο αυτή «κατεδικάσθη και ανεθεματίσθη το μετά τηλικαύτης (=τόσον μεγάλης) αλαζονείας προβληθέν ανήκουστον δια την Εκκλησίαν της Ανατολής πρω­τείον» του Πάπα, δια του οποίου «ανετρέπετο η καθορισθείσα υπό των Οικουμενικών Συνόδων κανονική τάξις και η ανεξαρτησία των Πατριαρχικών θρόνων» και δια του οποίου «επεδίωκεν ο Επίσκοπος Ρώμης όπως καταστή απόλυτος ηγεμών της καθόλου Εκκλησίας»16. Αλλά και στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 869 είχεν υποστηριχθεί, χωρίς καμία αντίρρηση των Παπικών, η ανεξαρτησία, η αυτονομία και η ισότης των πέντε Πατριαρχικών θρόνων. Αποκρού­σθηκε δε κάθε ιδέα περί μοναρχικού πρωτείου ή πρωτείου εξουσίας του θρόνου της Ρώμης. Τοιουτοτρόπως «το Παπικόν πρωτείον υπό την νέαν αυτού έννοιαν», την οποία παρουσίασε με τρόπο αυταρχικό και αντιεκκλησιαστικό ο πάπας Νικόλαος Α', δεν έγινε δεκτό ούτε στη Σύνοδο αυτή17. Το πρωτείον εξουσίας του Πάπα αποκρούσθηκε όμως πανηγυρικώς και στη Σύνοδο του 879-880. Η Σύνοδος αυτή είναι η τελευταία γενική Σύνοδος της ενωμένης αρχαίας Εκκλησίας του Χριστού. Πατέρες δε και εκκλησιαστικοί συγγραφείς την χαρακτήρισαν ως Η' Οικουμενική. Αλλά και η ίδια χαρακτήρισε τον εαυτό της πολλές φορές στα Πρακτικά ως Οικουμενική. Τη Σύνοδο του 879-880 συνεκάλεσε ο Μ. Φώτιος, ο οποίος είχε ήδη ανέλθει στο Πατριαρχικό αξίωμα. Ο ίδιος επίσης προήδρευσε της Συνόδου, συμμετείχαν δε και τρεις αντιπρόσωποι του Πάπα, τρεις αντιπρόσωποι των Πατριαρχών της Ανατολής, 18 Μητροπολίτες, πολλοί Επίσκοποι από τις εκκλησιαστικές διοικήσεις Θράκης, Πόντου, Εφέσου, Ιλλυρίας και κάτω Ιταλίας. συνολικώς 383 Επίσκοποι. Η Σύνοδος αυτή υπήρξε πράγματι επιβλητική. Επεκράτησε σ' αυτήν ομοφωνία, οι εργασίες της διεξήχθησαν ομαλότατα, και στην πέμπτη Συνεδρία της αναγνωρίσθηκαν από όλους τα Πρακτικά της Αγίας Ζ' Οικουμενικής Συνόδου Στη συνέχεια σχολιάζουμε τον πράγματι σπουδαίο πρώτο Κανόνα της Συνόδου αυτής, ο οποίος αφορά άμεσα στο θέμα μας. Η σπουδαία Σύνοδος του 879-880 στην Κωνσταντινούπολη Στη σπουδαιότατη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 879-880 διασαφηνίσθη­κε ότι η αποκατάσταση του Φωτίου στον πατριαρχικό θρόνο δεν έγινε από τον Πάπα, όπως ήθελε να γίνει δεκτό ο Πάπας. Ο τελευταίος αναγνώρισε την αποκατάσταση ως τετελεσμένο γεγονός. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι, όσον αφορά στην περίφημη διάταξη του Α' Κανόνος της Συνόδου αυτής, οι Παπικοί ιστορικοί προσπάθησαν να αμφισβητήσουν τη γνησιότητά της! Αλλ' επειδή δεν το κατόρθωσαν, επιχείρησαν να την παρερμηνεύσουν και να της προσδώσουν την έννοια, σύμφωνα με την οποία η διάταξη αυτή δεν περιορίζει δήθεν, αλλά επικυρώνει τα προνόμια του Πάπα και της Παπικής Εκκλησίας!... Δυστυχώς όμως για τους Παπικούς η αλήθεια είναι άλλη. Η διάταξη είχε σκοπό, όπως προκύπτει γενικώς και από τα Πρακτικά της Συνόδου και από το περιεχόμενο της διατάξεως, να προλάβει τις ανωμαλίες που προέρχονταν από το γεγονός ότι όσοι κληρικοί καταδικάζονταν στην Κωνσταντινούπολη κατέφευγαν στη Δύση και εκεί αθωώνονταν! Υπήρχαν μάλιστα και οπαδοί του Ιγνατίου, οι οποίοι, ενθαρρυνόμενοι από τη Ρώμη, δεν αναγνώριζαν τον πατριάρχη Φώτιο! Ήταν όμως φανερή καινοτομία η αξίωση του πάπα Νικολάου Α' και των διαδόχων του να αθωώνει αυθαίρετα κληρικούς άλλης Εκκλησίας, τους οποίους αυτή κατεδίκασε. ή να καταδικάζει κληρικούς άλλης Εκκλησίας, με το να επεμβαίνει αντικανονικώς στα εσωτερικά της ζητήματα. Το ίδιο βεβαίως έπρεπε να ισχύει και για τυχόν αντικανονική υπερόρια επέμβαση του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως στα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας της Ρώμης και η τυχόν αποδοχή και αθώωση εκ μέρους του Κωνσταντινουπόλεως λατίνων κληρικών, οι οποίοι είχαν καταδικασθεί από τη Ρώμη. Μετά την παράγραφο αυτή η διάταξη τελειώνει ως εξής. «...μηδέν των προσόντων πρεσβείων τω αγιωτάτω θρόνω της Ρωμαίων Εκκλησίας μηδέ τω ταύτης προέδρω το σύνολον καινοτομουμένων μηδέ νυν, μήτε εις το μετέπειτα». Τα «προσόντα πρεσβεία», περί των οποίων εδώ γίνεται λόγος, ήσαν τα «πρεσβεία τιμής», που ανήκαν στον Πάπα. Αυτά είχαν ήδη καθορισθεί από τον 6ο Κανόνα της αγίας Α' Οικουμενικής Συνόδου, τον 3ο της Β' Οικουμενικής, τον 28ο της Δ' Οικουμενικής και τον 36ο της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Επομένως με την ανωτέρω διάταξη απαγορεύθηκε οποιαδήποτε καινοτομία στα προνόμια του Επισκόπου Ρώμης. όπως επίσης και οποιαδήποτε μεταβολή μήτε τώρα, μήτε στο μέλλον, του «πρωτείου τιμής» σε «πρωτείον εξουσίας». Όπως ορθώς παρατηρεί ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, «δια της ειρημένης διατάξεως εξισώθη ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως προς τον Πατριάρχην Ρώμης, επομένως απηγορεύθη πάσα του τελευταίου τούτου (Σ.Σ. του Πάπα) υπερβασία. Ου μόνον δ' εξισώθη ο Κωνσταντινουπόλεως προς τον Ρώμης, αλλά και προσωπικώς ο Φώτιος υπερήρθη (υπερυψώθη) του Πάπα Ιωάννου». Οι Πατριάρχες της Ανατολής δι' επιστολών επήνεσαν τον Φώτιο. Ο Αλεξανδρείας Μιχαήλ τον απεκάλεσε «φωτοειδή και φωτοποιόν άνθρωπον, της ιερωσύνης την τελειότητα, τον γνώμονα της αληθείας, της Εκκλησίας του Θεού αρχιποιμένα». Ο Ιεροσολύμων Θεοδόσιος «κεφα­λήν του της Εκκλησίας σώματος». Ο δε Αντιοχείας Θεοδόσιος «πατέρα άγιον» και ο Αμίδης Αβράμιος «άγιον πατέρα». Αλλά και «οι παπικοί αντιπρόσωποι παρέβαλον τον Φώτιον «προς τον ήλιον», ο οποίος φωτίζει «σύμπασαν την κτίσιν». Εις δε την τελευταία συνεδρία, κατά την οποίαν ο Καισαρεύς Προκόπιος είπε, επαινώντας τον Φώτιον, «τοιούτον έπρεπεν επ' αληθεία είναι την του σύμπαντος κόσμου την επιστασίαν λαχόντα, εις τύπον του αρχιποίμενος Χριστού του Θεού ημών», οι παπικοί αντιπρόσωποι πρόσθεσαν: Είναι αληθινό αυτό που είπες «και ημείς οι τα έσχατα της γης κατοικούντες ταύτα ακούομεν»! Αλλά και πριν από αυτά οι ίδιοι αντιπρόσωποι είπαν.18. «Ευλογητός ο Θεός ότι η αγαθή φήμη του αγιωτάτου Φωτίου του Πατριάρχου ου μόνον εις την καθ' ημάς χώραν, αλλά και εις άπαντα τον κόσμον εξελήλυθεν». Παρ' όλα αυτά ο άγιος Φώτιος «δεν εφυσιώθη (δεν εφούσκωσε, δεν ξιππάσθηκε, δεν υπερηφανεύθηκε) εκ τοιούτων επαίνων και ουδέποτε ηθέλησε ν' ασκήση αξίωμα πλέον του υπό των ιερών κανόνων καθωρισμένου» Είναι επίσης άξιο προσοχής ότι η Σύνοδος του 879-880 έληξε με τις εξής περί Φωτίου δηλώσεις: «Παύλος και Ευγένιος οι αγιώτατοι Επίσκοποι και τοποτηρηταί της πρεσβυτέρας Ρώμης, έτι δε και Πέτρος ο θεοσεβέστατος πρεσβύτερος και καρδινάλιος, είπον. ει τις αυτόν (εάν κάποιος αυτόν, τον Φώτιο) ουκ έχει Πατριάρχην άγιον και την μετ' αυτού κοινωνίαν ουκ ασπάζεται, έστω η μερίς αυτού μετά του Ιούδα και μη συγκαταλεγείη όλως μετά Χριστιανών. Και η αγία Σύνοδος εξεβόησεν. άπαντες το αυτό φρονούμεν και δοξάζομεν (νομίζουμε, φρονούμε), και ει τις αυτόν ουκ έχει Αρχιερέα Θεού, μη ίδοι την δόξαν του Θεού»19. Ο πάπας Ιωάννης Η' αναγνώρισε κατ' αρχήν τη Σύνοδο αυτή, όταν έλαβε γνώση των Πρακτικών της. Οι Λατίνοι όμως δεν επιθυμούσαν τη δημοσίευση των Πρακτικών! Ταυτοχρόνως δε επιχείρησαν να τα αλλοιώσουν ή να αρνηθούν τη γνησιότητά τους!... Επιστημονικώς όμως έχουν πλέον αναιρεθεί όλες αυτές οι προσπάθειες, και έτσι σήμερα τόσον το κύρος της ιστορικής εκείνης Συνόδου, όσον και των Πρακτικών της, «παραμένει αδιάσειστον». Καίριο πλήγμα κατά του Παπικού πρωτείου εξουσίας Ήταν πολύ φυσικό η απόφαση της ιστορικής Συνόδου του 879-880 να δυσαρεστήσει τον Πάπα. Γι' αυτό, εξ αφορμής παραπόνων του Πάπα κατά της σπουδαιοτάτης αυτής Συνόδου, κυρίως διότι δεν είχε αποδοθεί στη δικαιοδοσία του η Εκκλησία της Βουλγαρίας και διότι ο Πατριάρχης Φώτιος δεν εξέφρασε επισήμως στη Σύνοδο την ευγνωμοσύνη του προς τη Ρωμαϊκή Εκκλησία για την εκ μέρους της αναγνώρισή του, Λατίνοι ιστορικοί υποστήριξαν ότι οι Παπικοί αντιπρόσωποι που συμμετείχαν στην ανωτέρω Σύνοδο α) παρεβίασαν τις οδηγίες που τους είχαν δοθεί. β) Δεν γνώριζαν την ελληνική γλώσσα και γι' αυτό δεν ήταν σε θέση να παρακολουθούν καλά τα όσα συνεζητούντο. γ) Δωροδοκήθηκαν!... Αλλ' οι Ισχυρισμοί αυτοί των φραγκολατίνων ιστορικών αποδεικνύουν ή ότι οι αντιπρόσωποι του Πάπα δεν ήσαν ικανοί να τηρήσουν πιστώς τις οδηγίες της Ρώμης, ή ότι, όταν έβλεπαν και γνώριζαν από κοντά τα πράγματα, αντιλαμβάνονταν το παράλογο των αξιώσεων του Πάπα20. Εξάλλου οι δύο Επίσκοποι (αντιπρόσωποι) του Πάπα είχαν παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη περί τα δύο χρόνια πριν από τη Σύνοδο του 879-880, και άρα ήταν πολύ φυσικό να είχαν μάθει και επομένως να εννοούν καλώς την ελληνική. Ο δε καρδινάλιος Πέτρος, μέλος της αντιπροσωπείας του Πάπα στη Σύνοδο, συμμετείχε ζωηρότατα στις συζητήσεις της Συνόδου, γεγονός που φανερώνει ότι γνώριζε την ελληνική. Επιπλέον και οι τρεις παπικοί αντιπρόσωποι «επείθοντο και έστεργον (=δέχονταν, συγκατένευαν προς) τα αποφασιζόμενα» στη Σύνοδο. Πέραν των άλλων πολύ θετικών αποτελεσμάτων της ως άνω Συνόδου, σ' αυτήν «απεδείχθη» ότι ο Επίσκοπος Ρώμης «δεν άρχει της καθόλου Εκκλησίας, ότι το κύρος του δεν είναι απόλυτον και ότι επομένως ουχί ορθώς και κανονικώς επενέβη εις τα της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως εσωτερικά ζητήματα (...). Κατά του παπικού κύρους, εφ' όσον τούτο εξεδηλώθη δι' αντικανονικών πράξεων, κατηνέχθη καίριον πλήγμα. Απεκρούσθη το νέον πρωτείον εξουσίας. Εγένετο δεκτόν, ότι ο Πάπας Ρώμης είναι εις των πέντε Πατριαρχών της καθόλου Εκκλησίας, και ότι το τιμητικόν πρωτείον, το οποίον κατέχει μεταξύ αυτών, δεν παρέχει εις αυτόν δικαίωμα αυθαιρέτων υπερβασιών (...). Δια (της Συνόδου) αυτής η Εκκλησία έτι άπαξ (ακόμη μία φορά) επισήμως απέκρουσε το πρωτείον εξουσίας του Επισκόπου Ρώμης. Τα αποφασισθέντα δε εν τη Συνόδω ταύτη υπήρξαν σύμφωνα προς τα υπό των προηγουμένων Οικουμενικών Συνόδων θεσπισθέντα, σύμφωνα προς την παράδοσιν της Εκκλησίας»21. Συμπέρασμα Κατόπιν των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η ενωμένη Εκκλησία κατά την πρώτη χιλιετία ουδέποτε ανεγνώρισε στον Επίσκοπο Ρώμης «πρωτείο αυθεντίας και εξουσίας σε παγκόσμιο επίπεδο». Παραδεχόταν μόνο τον Επίσκοπο Ρώμης ως πρώτον μεταξύ ίσων, μεταξύ των πέντε Πατριαρχών. Δεχόταν ότι αυτός, όπως και ο Αντιοχείας, δεν κληρονόμησε κανένα προνόμιο διοικητικής εξουσίας ή αρχής από τον απόστολο Πέτρο, ο οποίος άλλωστε δεν υπήρξε κεφαλή ή οποιουδήποτε είδους μονάρχης του Χριστιανικού κόσμου, ούτε ιδρυτής της Εκκλησίας της Ρώμης υπήρξε, ούτε διετέλεσε επίσκοπος επί μακρόν στη Ρώμη. Ο δε Επίσκοπος Ρώμης δεν είναι διάδοχος του αποστόλου Πέτρου, εφόσον ο Πέτρος δεν υπήρξε επίσκοπος Ρώμης. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν έχουν καμία ιστορική βάση[22]. Αλλά και αν ακόμη δεχθούμε ότι ο απόστολος Πέτρος ίδρυσε την Εκκλησία της Ρώμης, τί με τούτο; Μήπως ήταν η μόνη Εκκλησία που ίδρυσε; Τόσον αυτός, όσο και ο απόστολος Παύλος ίδρυσαν πολλές Εκκλησίες. Το αξίωμα λοιπόν του Πάπα ήταν το ίδιο με το αξίωμα των άλλων Πατριαρχών. Οι δε Οικουμενικές Σύνοδοι (Α', Β', Δ',) που μίλησαν περί «πρωτείου τιμής» του Επισκόπου Ρώμης, δεν είπαν ότι το καθόρισαν «θείω δικαίω» ή «κατά θείαν διάταξιν και εν σχέσει προς τον απόστολον Πέτρον». αλλά το καθόρισαν, διότι η Ρώμη ήταν η αρχαία πρωτεύουσα του Κράτους. Γι' αυτό άλλωστε και ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως τιμήθηκε «δια το είναι αυτήν Νέαν Ρώμην»[23]. Αυτή λοιπόν υπήρξε σταθερά η πίστη της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία συνεχίζει απαρέγκλιτα τη γραμμή, τη διδασκαλία και την παράδοση της ενωμένης Εκκλησίας των οκτώ πρώτων αιώνων. Αυτό δήλωνε και η απάντηση της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του 1895 προς τον πάπα Λέοντα IΓ', ο οποίος καλούσε τους Ορθοδόξους σε ένωση με τη Ρώμη με βάση τις αρχές της λατινικής Ουνίας! Η σπουδαία Πατριαρχική και Συνοδική Επιστολή, που είχε σταλεί στον Πάπα τον Αύγουστο του 1895, έγραφε μεταξύ άλλων (τα μεταφέρουμε μεταγλωττισμένα): Κάθε τοπική αυτοκέφαλη Εκκλησία και στην Ανατολή και στη Δύση ήταν εντελώς ανεξάρτητη και αυτοδιοίκητη κατά τους χρόνους των επτά Οικουμενικών Συνόδων. Όπως δε οι επίσκοποι των αυ­τοκεφάλων Εκκλησιών της Ανατολής, έτσι και οι επίσκοποι της Αφρικής, της Ισπανίας, των Γαλλιών, της Γερμανίας και της Βρετανίας κυβερνούσαν τις υποθέσεις των Εκκλησιών τους ο καθένας δια των δικών τους τοπικών Συνόδων, χωρίς να έχει κανένα δικαίωμα αναμείξεως ο Επίσκοπος Ρώμης, ο οποίος επίσης υπαγόταν και υπήκουε στις Συνοδικές αποφάσεις. Στα σπουδαία ζητήματα «εγίνετο έκκλησις εις Οικουμενικήν Σύνοδον», η οποία ήταν και είναι «το μόνον ανώτατον εν τη Εκκλησία κριτήριον». Αυτό ήταν το αρχαίο πολίτευμα της Εκκλησίας, οι δε Επίσκοποι ήταν ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλο και εντελώς ελεύθεροι μέσα στα δικά του ο καθένας όρια, υπακούοντες μόνο στις Συνοδικές διατάξεις, στις δε Συνόδους «παρεκάθηντο ίσοι προς αλλήλους».[24]. κανείς δε από αυτούς δεν διεκδικούσε μοναρχικά δικαιώματα "επί της καθόλου Εκκλησίας". Εάν δε κάποτε κάποιοι «φιλοδοξούντες επίσκοποι της Ρώμης ήγειρον (διετύπωναν) υπερφιάλους αξιώσεις αγνώστου εν τη Εκκλησία απολυταρχίας, οι τοιούτοι προσηκόντως ηλέγχθησαν και επετιμήθησαν». Επομένως, καταλήγει η Πατριαρχική και Συνοδική Επιστολή, «είναι ανακριβές και προφανής πλάνη εξελέγχεται» αυτό που ισχυρίζεται επίμονα ο πάπας Λέων ΙΓ', λέγοντας στην εγκύκλιό του ότι προ της εποχής του Μ. Φωτίου το όνομα του ρωμαϊκού θρόνου ην (ήταν) άγιον παρά πάσι τοις λαοίς (εκ μέρους όλων των λαών) του χριστιανικού κόσμου, η δε Ανατολή ομοίως τη Δύσει ομοθυμαδόν (με μια ψυχή και με μια καρδιά) και άνευ αντιστάσεως υπετάσσετο τω Ρωμαίω αρχιερεί», ως δήθεν νόμιμο διάδοχο του αποστόλου Πέτρου, και κατά συνέπειαν τοποτηρητή του Ιησού Χριστού επί της γης. «Κατά τους εννέα αιώνας των Οικουμενικών Συνόδων η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία ουδέποτε αναγνώρισε περί πρωτείου υπερφιάλους αξιώσεις των επισκόπων της Ρώμης, επομένως ουδέ υπετάχθη αυτοίς (εις αυτούς), ως τρανώς (όπως με τρόπο σαφή και καθαρό) μαρτυρεί η Εκκλησιαστική Ιστορία» Αυτά λοιπόν ίσχυαν μέχρι τότε που η Εκκλησία ήταν ενωμένη. Ωραία συνοψίζει τη θέση αυτή ο Καθηγητής Δημήτριος Τσελεγγίδης, ο οποίος γράφει: Κατά την πρώτη χιλιετία, που η Εκκλησία ήταν ενωμένη, «η υπέρτατη αυθεντία στην ανά την Οικουμένη Εκκλησία ασκείτο πάντοτε και μόνο από τις Οικουμενικές Συνόδους. Άλλωστε, ποτέ η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν δέχτηκε το παπικό πρωτείο, όπως αυτό κατανοήθηκε και ερμηνεύτηκε από την Α' Βατικανή Σύνοδο (1869/1870), η οποία ανεκήρυξε τον Πάπα ως αλάθητο εκφραστή της συνειδήσεως της Εκκλησίας με δυνατότητα να είναι αντίθετος ακόμη και με τις αποφάσεις Οικουμενικής Συνόδου»! Με την απόφαση αυτή οι αιρετικοί Παπικοί «ακυρώνουν όχι απλώς και μόνον το συνοδικό σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας, αλλά ουσιαστικά και αυτή την ίδια παρουσία του Αγίου Πνεύματος σ' αυτήν»[25]. Τώρα που η Εκκλησία της Ρώμης είναι σαφώς αιρετική, πρωτείο τιμής στην Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως («δια το είναι αυτήν Νέαν Ρώμην»), ο οποίος όμως είναι «πρώτος μεταξύ ίσων». Κάθε άλλη θέση είναι απαράδεκτη. αποτελεί δε εντελώς αθέμιτη και υπερφίαλη αξίωση ολέθριας απολυταρχίας στην Εκκλησία και φρόνημα εωσφορικό. Ματαιοπονούν και αμαρτάνουν αμαρτίαν μεγάλη όσοι προσπαθούν να υποστηρίξουν το αντίχριστο αυτό φρόνημα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κάθε φορά που παρουσιάσθηκε το ξένο αυτό φρόνημα, η Εκκλησία αντέδρασε, το ήλεγξε, το επετίμησε και το απέρριψε. Γι' αυτό και δεν μπορεί να γίνει κανένας ουσιαστικός διάλογος με το Βατικανό, εφόσον ο Πάπας συνεχίζει να επιμένει στο επάρατο «πρωτείο εξουσίας», που είναι φρικτή εκκλησιολογική αίρεση, όπως επίσης το «αλάθητο», η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού (Filioque) και οι άλλες αιρέσεις του. 1. Εφημ. ΚΑΘΟΛΙΚΗ (όργανο των Ουνιτών της Ελλάδος), Αθήναι 16.10.1963.| 2. Βλ. Επιστολή ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, Καθηγητού της θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Προς την Ιεράν Κοινότητα του Αγίου Όρους (www.romfea.gr, 14.9.2009). 3. Βλ. Κείμενο της Ραβέννας: Εκκλησιολογικαί και Κανονικαί συνέπειαι της μυστηριακής φύσεως της Εκκλησίας. Εκκλησιαστική κοινωνία, συνοδικότης και αυθεντία. Ραβέννα 13 Οκτωβρίου 2007, παραγρ. 45. 4. Βλ. σχετικώς «Ο Θεολογικός Διάλογος Ορθοδοξίας και Παπισμού», περιοδ. Ο Σωτήρ, τεύχ. 1985, σελ. 361-363 και τεύχ. 1986, σελ. 390-392. 5. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Επιστ. 239 (ΣΛΘ'), Ευσεβίω Επισκόπω Σαμοσάτων, PG 32, 893Β. 6. S. SYROPOULOS, Les "MEMOIRS" sur le Concile de Flo­rence (1438-1439), επιστασία V. Laurent, ed. du Centre National de la Recherche Scientifique, 1971, Τμ. VII, κεφ. 22, σελ. 372 (17-21). Περισσότερα βλ. εις: NIK. Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ, Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η Ένωσις των Εκκλησιών, εκδ. «Ο Σωτήρ», 20076, σελ. 109. 7. ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. 1ος , εν Αθήναις 19602, σελ. 267. 8. Περισσότερα βλέπε εις. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Το πρωτείον του Επισκόπου Ρώμης, Ιστορική και κριτική μελέτη, εκδ. περιοδικού «Εκκλησία», Αθήναι 19642, σελ. 15-20. 9. Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον την νοητής νηός της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής των Ορθοδόξων Εκκλησίας, εκδ, «Αστήρ», Αλ. και Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1970, «Προλεγόμενα» στην Αγίαν Α' Οικουμενικήν Σύνοδον, σελ. 118, υποσ. 1. 10. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον, σελ. 157-158. 11. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Ερμηνεία στον ΚΗ' Κανόνα της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, Πηδάλιον, σελ. 207-208. 12. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον, σελ. 252. 13. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σελ. 22. 14. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σελ. 71. 15. Περισσότερα βλέπε εις ΧΡΥΣ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σελ. 78-86. 16. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σελ. 176. 17. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σελ. 184. 18. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σελ. 192-193. Mansi XVI, 521 . 524. 19. Mansi XVII, 524. 20. Βλ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδ. Ελευθερουδάκη, Αθήναι 1932, Τόμ. Δ', Μέρ. Α', σελ. 265. 21. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σελ. 198-199. 22. Περισσότερα βλέπε εις. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σελ. 10. 23. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σελ. 204. Για τη θέση και τον ρόλο του αποστόλου Πέτρου στην Εκκλησία, βλέπε την πολύ ωραία και κατατοπιστική μελέτη του ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Περί το πρωτείον του Επισκόπου Ρώμης, εκδ. «Ο Σωτήρ», Αθήναι 1965. 24. Ολόκληρο το κείμενο της πολύ σημαντικής απαντήσεως βλέπε εις ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. 2ος, Graz-Austria 19682, σελ. 932[1018]- 946α[1032]. 25. Επιστολή ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, Προς την Ιεράν Κοινότητα του Αγίου Όρους. «ΠΑΠΙΚΟ ΠΡΩΤΕΙΟ Φρικτή Εκκλησιολογική Αίρεση» ΝΙΚΟΛΑΟΥ Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ «Ο ΣΩΤΗΡ» ΑΘΗΝΑΙ 2009