Μακάριος εκείνος όστις θέλει φυλάξη και κρατήση έως τέλους την αμώμητον και αγίαν ημών Ορθόδοξον Πίστιν, την Πίστιν της Μιάς του Χριστού και Μητρός ημών Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, και υπομείνει τας διαφόρους θλίψεις, φυλακάς ή και εξορίας και λοιπάς κακώσεις. Ο τοιούτος θέλει στεφανωθή και συναριθμηθή μετά των Ομολογητών και Μαρτύρων. ( Βρεσθένης Ματθαίος νουθετική επιστολή 1936) ΟΙ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΟΥ.
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024
ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΤΟΥ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΟΙ ΕΟΡΤΕΣ ΤΩΝ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ Η ΤΙΜΙΑ ΖΩΝΗ (ΤΙΜΑΤΑΙ 31 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ)
ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
ΟΙ ΕΟΡΤΕΣ ΤΩΝ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ
Η ΤΙΜΙΑ ΖΩΝΗ
Η Τιμία Ζώνη, κατά την Ιερά Παράδοση, φτιάχτηκε από την ίδια την Παναγία από τρίχες καμήλας και δόθηκε θαυματουργικά στον Απόστολο Θωμά κατά την εις ουρανούς Μετάσταση της Θεοτόκου, τρεις μέρες μετά την Κοίμησή της.
Ο Απόστολος Θωμάς, που ήταν ο μόνος από τους Αποστόλους που είδε την θαυμαστή Μετάσταση της Θεοτόκου στην Γεσθημανή, παρακάλεσε τότε την Παναγία να του δώσει για ευλογία την Ζώνη της. Κι εκείνη ανερχομένη στους ουρανούς του έριξε το ιερό κειμήλιο «προς δόξαν ακήρατον, ανερχομένη Αγνή, χειρί σου δεδώρησαι τω αποστόλω Θωμά την πάνσεπτον Ζώνην σου», όπως ψάλλουμε στο Απολυτίκιο της εορτής της Καταθέσεως της Τιμίας Ζώνης.
Η μεταφορά της Τιμίας Ζώνης από τα Ιεροσόλυμα στην Κωνσταντινούπολη έγινε από τον αυτοκράτορα Αρκάδιο (395-408) μέσα σε μία λαμπρότατη τελετή. Ο αυτοκράτορας κατέθεσε τὴν Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου σε λειψανοθήκη που ονόμασε «Αγίαν Σορόν». Η κατάθεση έγινε στις 31 Αυγούστου, τελευταία μέρα του εκκλησιαστικού έτους.
Αργότερα, ανάμεσα στα έτη 450-453, η αυτοκράτειρα και αγία Πουλχερία, κόρη του Αρκάδιου, ανήγειρε τον περίφημο Ναό της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων στην ομώνυμη συνοικία. Η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου φυλασσόταν στην Κωνσταντινούπολη στον Ναό της Παναγίας των Χαλκοπρατείων μέχρι περίπου την Άλωση του 1453.
Παρὰ τὸ γεγονός, ὅτι εὑρίσκετο στὰ Χαλκοπρατεῖα -ἐμπορικὴ συνοικία πλησίον τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ τῆς Βασιλικῆς Βιβλιοθήκης- ὅπου ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Κων/νου ὑπῆρχε ἡ ἀγορὰ τῶν χαλκοπωλῶν Ἰουδαίων, ἐν τούτοις, τὸν διεκόσμησε «παντὶ κόσμῳ» 19, μὲ πολυτελὴ διακόσμηση καὶ ἰδιαίτερη ἀγάπη.
Στὸ ἀριστερὸ παρεκκλήσιο τοῦ ναοῦ εἶχαν κατατεθεῖ ἀρκετὰ ἱερὰ λείψανα, ὅπως τοῦ ἱερέως καὶ προφήτου Ζαχαρίου καὶ τοῦ υἱοῦ του Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, τῶν Νηπίων ποὺ κατέσφαξε ὁ Ἡρώδης, ἐνῶ στὸ δεξιὸ μέρος αὐτοῦ τὰ λείψανα τῶν Μυροφόρων γυναικῶν 20.
Ὅλως ἰδιατέρως ἡ Πουλχερία, στὴ νότια πλευρὰ τοῦ ἰδίου ναοῦ, ἵδρυσε τὸ κυκλοτερὲς παρεκκλήσιο τῆς ἁγίας Σοροῦ, ὑπὸ ὄνομα «Παναγία ἡ Ἁγιοσορίτισσα», ἐπειδὴ σ᾿ αὐτὸ εἶχε καταθέσει τὴν Ἁγία Σορό, δηλ. τὴν πολύτιμη θήκη του πατέρα της Ἀρκαδίου, ὅπου ἐφυλάσσετο ἡ Ἁγία Ζώνη τῆς Θεοτόκου, πρὸς τὴν ὁποία ὁ ναὸς τῶν Βλαχερνῶν ὤφειλε τὴν φήμη καὶ τὴν δημοτικότητά του.
Κινουμένη δὲ ἡ θεοσεβὴς Πουλχερία ἀπὸ ἰδιαίτερη τιμὴ καὶ εὐλάβεια πρὸς τὴν πανέντιμο Ζώνη τῆς Θεοτόκου, διαπέρασε ἐπ᾿ αὐτῆς πρὸς διακόσμηση, ἰδιοχείρως, σειρὲς ἀπὸ χρυσὲς κλωστές, ποὺ διατηρήθηκαν μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ 21. Συνάμα, ἐθέσπισε νὰ τελῆται, στὸ ἐν λόγῳ παρεκκλήσιο, σειρὰ ἀπὸ πανηγύρεις καὶ παννυχίδες μὲ σκοπὸ τὴν ἀπόδοση ἰδιαίτερης τιμῆς πρὸς τὸ Θεομητορικὸ ἄμφιο. Ἔτσι, κάθε Τετάρτη τῆς ἑβδομάδας ἐτελεῖτο Λιτή, δηλ. ἀκολουθία μεγάλης Δεήσεως καὶ κάθε Παρασκευὴ ἑσπέρας «Πρεσβεία», ἤτοι ἑσπερινὸς καὶ ὁλονυκτία.
Ἡ τελευταία αὐτὴ ἀκολουθία, ἀργότερα, προσέλαβε τὴν ὀνομασία «Παννυχὶς τῶν Βλαχερνῶν» 22. Σημειώνεται ἀκόμη, ὅτι ἡ Πουλχερία μετέβαινε πεζῇ τέσσερις φορὲς τὸ ἔτος στὴν Παναγία τὴν Ἁγιοσορίτισσα γιὰ νὰ ἐκκλησιασθῆ. Ἡ καθ᾿ ἑκάστη δὲ Παρασκευὴ τελουμένη ὁλονυκτία, οὐδέποτε διακόπηκε ἀπὸ τῆς ἐποχῆς της, καθότι ἀποτελοῦσε τὸ κατανυκτικότερο προσκύνημα τῶν αὐτοκρατόρων καὶ τῶν κατοίκων τῆς ΚΠόλεως. Ἀναφέρεται, μάλιστα, ὅτι στὸν ἴδιο ναό, στὴ διάρκεια τελουμένης ἀγρυπνίας, ὁ διάκονος Ῥωμανὸς -μετέπειτα μεγάλος μελῳδὸς τῆς Ἐκκλησίας μας- ἐνεπνεύσθη τὸν περίφημο ὕμνο του «Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει» 23.
Ἀργότερα ὁ Ἰουστινιανὸς (6ος αἰὼν), καθὼς ἀναφέρει ὁ ἱστορικός του Προκόπιος, ἐπεξέτεινε τὸν ἐπιθαλάσσιο ναὸ τῶν Βλαχερνῶν μὲ θαυμαστὴ διακόσμηση σὲ μεγαλοπρεπὲς μέγεθος καὶ χωρὶς νὰ φεισθῇ τοῦ ὄγκου τῶν χρημάτων, μετέφερε μάρμαρο ἀπὸ τὴν Πάρο τῶν Κυκλάδων ἀπὸ τὸ ὁποῖο κατασκευάσθηκαν οἱ κίονές του 24.
Ἐντὸς τοῦ Ναοῦ αὐτοῦ ἐφυλάσσοντο· α) ἡ περίφημος εἰκόνα τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ «Παναγία ἡ Βλαχερνιώτισσα» τύπου «Δεομένης» 25, ἡ ὁποία ἐπροστάτευε, κατὰ τοὺς Βυζαντινούς, τὴν ΚΠολη ἀπὸ τὶς προσβολὲς τῶν βαρβάρων καὶ β) τὰ ἅγια Λείψανα· ὁ ἀκάνθινος Στέφανος τοῦ Χριστοῦ, ἡ Σινδόνα, τὸ πορφυροῦν Ἱμάτιον, τὸ Λέντιον, ὁ Σπόγγος, ἡ Λόγχη, ὁ Κάλαμος καὶ μεγάλο τμῆμα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ 26.
Ἐπιπλέον στὸν ἴδιο ναὸ ἐφυλάσσοντο, μέχρι τὰ μέσα τοῦ 10ου αἰῶνος, καὶ ἄλλα δύο Θεομητορικὰ ἄμφια· ὁ Πέπλος καὶ ἡ Ἐσθήτα. Τὴν τελευταία ἔφεραν στὴν ΚΠολη οἱ πατρίκιοι ἀδελφοὶ Γάλβιος καὶ Κάνδιδος, ἀφοῦ τὴν ἀνεζήτησαν στὴν Καπερναούμ, στὴν οἰκία Ἑβραίας χριστιανῆς γερόντισσας γυναίκας.
Ὁ αὐτοκράτορας Λέων Α´ (457-474), τὴν κατέθεσε στὸν ναὸ τῶν Βλαχερνῶν (2 Ἰουλίου), ἀφοῦ προηγουμένως κατασκεύασε, γιὰ προστασία της, κατάλληλο κιβώτιο ἀπὸ χρυσὸ καὶ ἄργυρο 27. Σύμφωνα μὲ τὴν Βυζαντινὴ παράδοση, ἀπὸ τὰ διασωζόμενα Θεομητορικὰ ἄμφια, ἡ Ζώνη καὶ ἡ Ἐσθήτα ἐθεωροῦντο τὰ ἱερότερα καὶ πολυτιμότερα θησαυρίσματα, ποὺ ἐπροστάτευαν τὴν ΚΠολη, ὡς «Θεοφύλακτη πόλη», ἀπὸ τὸν 6ον ἕως τὸν 10ον αἰῶνα.
3. Ἡ θήκη, λοιπόν, τῆς Ἁγίας Σοροῦ ποὺ περιεῖχε τὴν Τιμία Ζώνη παρέμεινε κλειστὴ στὴ Παναγία τῶν Βλαχερνῶν ἐπὶ 410 χρόνια ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀρκαδίου.
Τὸν 9ο αἰῶνα, κατὰ προσταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος ΣΤ´ τοῦ Σοφοῦ, ἀνοίχθηκε, ἐπειδὴ ἡ γυναίκα του Ζωὴ ὑπέφερε ἀπὸ σοβαρὲς δαιμονικὲς ἐνοχλήσεις. Κάποτε, μάλιστα, εἶδε ὀπτασία κατὰ τὴν ὁποία θὰ ἐλευθερώνετο ἀπὸ τὸ δαιμόνιο, ἂν τοποθετοῦσε στὸ σῶμα της τὴν Ζώνη τῆς Θεοτόκου .
Παρόντος, λοιπόν, τοῦ πατριάρχου Νικολάου Α´ τοῦ Μυστικοῦ, ὁ Λέων ἄνοιξε τὴν χρυσὴ θήκη τῆς Ἁγίας Σοροῦ, καὶ εἶδαν τὴν ὑπέρτιμο Ζώνη νὰ ἀκτινοβολῆ, ὡσὰν νὰ ἦτο νεοΰφαντη· «εὑρέθη δὲ ἡ Τιμία Ζώνη ὡς νεοΰφαντος ἀποστίλβουσα»! Στὸ ἐσωτερικὸ δὲ τῆς θήκης εἶδαν ὅλα τὰ μαρτυρικὰ στοιχεῖα ποὺ εἶχε πρωτογράψει ὁ αὐτοκράτορας Ἀρκάδιος, δηλ. τὴν χρυσὴ βούλα, τὸν χρόνο καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ τὴν ἔφερε στὴν ΚΠολη.
Ὅταν, λοιπόν, τὴν προσκύνησε ὁ Λέων μὲ περισσὴν εὐλάβεια, στὴ συνέχεια τὴν ἔλαβε ὁ πατριάρχης καὶ τὴν ἅπλωσε ἐπάνω στὴν πάσχουσα αὐτοκράτειρα καί, ὢ τοῦ θαύματος! ἐλευθερώθηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ δαιμόνιο. Δοξάσαντες δὲ ὅλοι τὴν Θεοτόκο μὲ εὐχαριστηρίους ὕμνους, κατέθεσαν καὶ πάλι τὴν Ἁγία Ζώνη «ἐν τῇ Τιμίᾳ Σορῷ ἐν ᾗ προϋπῆρχε», ἐνῶ ἡ θεραπευθεῖσα αὐτοκράτειρα, ἐκδηλώνουσα τὴν εὐγνωμοσύνη της, ἐκέντησε τὴν Ζώνη μὲ χρυσὴ κλωστή, ποὺ διασώζεται μέχρι σήμερα, χωρισμένη σὲ τρία τεμάχια
Η ΤΙΜΙΑ ΕΣΘΗΤΑ
Η Τιμία Εσθήτα ή το Ιερόν Μαφόριον ήταν το πέπλο των γυναικών, ένα είδος χιτώνα που κάλυπτε την κεφαλή και έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Μαφόριο (ή μανοφόριο) ή Εσθήτα της Θεοτόκου ονόμαζαν οι βυζαντινοί αυτό το πορφυρό (κυρίως) ύφασμα που στις εικόνες της βλέπουμε να σκεπάζει το κεφάλι και το σώμα της Παναγίας πάνω από τον εσωτερικό χιτώνα.
Το Ιερό αυτό ένδυμα της Θεοτόκου μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τη δεκαετία του 460 μ.Χ. όταν αυτοκράτορας ήταν ο Λέων ο Α΄ ο Μέγας, ο Μακέλλης, που καταγόταν από τη Θράκη. Το γεγονός της μεταφοράς στην Βασιλεύουσα Πόλη της Τιμίας Εσθήτος (ή του Ιερού Μαφορίου) εορτάζουμε κάθε χρόνο στις 2 Ιουλίου, όπως προείπαμε, με την Θεομητορική εορτή της «Καταθέσεως της Τιμίας Εσθήτας εν Βλαχέρναις»
Εύρεσις της Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου, στα Φυρά της Θήρας (Σαντορίνης) το 1830 [10 Οκτωβρίου]
Όπως αναφέρουν πολλές γραπτές μαρτυρίες της Ιεράς, σεβάσμιας και αυτοκρατορικής Μονής του Βατοπαιδίου Αγίου Όρους, ακόμα δε και Θηραϊκό έγγραφο του έτους 1830, κατά το μήνα Ιούνιο του 1820 εστάλησαν στη Κρήτη για τη διάσωσή της, από την επιδημία πανώλης, ιερά λείψανα, ανάμεσα στα οποία η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου, τμήμα του Τιμίου Ξύλου, εντός Τιμίου Σταύρου και η κάρα του αγίου Ανδρέα, επισκόπου Κρήτης του Ιεροσολυμίτου, με τη συνοδεία των ιερομόναχων Νεοφύτου και Αμβροσίου, του ιεροδιακόνου Παρθενίου και των μοναχών Διονυσίου και Δωροθέου.
Λόγω των ανελέητων σφαγών των Τούρκων, οι μεν δύο ιερομόναχοι και ο μοναχός Διονύσιος θανατώθηκαν, ο δε ιεροδιάκονος και ο μοναχός Δωρόθεος, στη προσπάθειά τους να διαφυλάξουν τα άγια λείψανα, κατέφυγαν στο Αγγλικό προξενείο. Όμως και σε αυτό ο κίνδυνος σφαγής ήταν ορατός. Φύλαξαν, λοιπόν, την Τιμία Ζώνη στο τζεπχανέ (αποθήκη), μαζί με όλα τα αφιερώματα των χριστιανών και τη νύχτα από τα παράθυρα του προξενείου τους κατέβασαν στο λιμάνι του Ηρακλείου, όπου τους περίμενε πλοίο έτοιμο για να τους μεταφέρει στο Άγιον Όρος .
Και οι πρόξενοι απειλούμενοι από τους άγριους Οθωμανούς, άρχισαν ν’ αναχωρούν ο ένας μετά τον άλλον για την Ευρώπη, για λόγους ασφάλειας.
Το πλοίο, όμως, του Άγγλου προξένου Δομίνικου Σανταντωνίου, στο οποίο είχε επιβιβαστεί με την οικογένειά του και που είχε μαζί της τα ιερά λείψανα, λόγω του αντίθετου ανέμου και απειλούμενο από τα πλοία του Τούρκικου στόλου, προσέγγισε στο λιμάνι της Σαντορίνης στις αρχές του 1821, όπου και παρέμεινε . Από τον όρμο Αθηνιός του νησιού, ο πρόξενος ανέβηκε στα Φυρά, κρατώντας κρυμμένα τα άγια λείψανα ακόμα και από τους Βατοπαιδινούς μοναχούς. Παραδόξως, όμως, εκεί συνάντησε αρκετούς Κρήτες πρόσφυγες, γνωστούς στη οικογένειά του.
Λόγω δε των πολεμικών επιχειρήσεων της Ελληνικής Επαναστάσεως, ο πρόξενος αποφάσισε να παραμείνει στη Σαντορίνη, όπου του πρόσφεραν άριστη φιλοξενία οι Καθολικοί του τόπου προς τους οποίους πρόσφερε και ο ίδιος αρκετές υπηρεσίες, ως χειρουργός γιατρός. Για δέκα χρόνια τα αναφερόμενα λείψανα τα είχε με επιμέλεια κρυμμένα, με σκοπό στο μέλλον να τα μεταφέρει σε πόλεις της Ευρώπης και να τα πουλήσει.
Μετά από λίγο καιρό όμως, οι Κρήτες πρόσφυγες του νησιού αποκάλυψαν το μυστικό, ότι δηλαδή ο Άγγλος πρόξενος κατέχει την Τιμία Ζώνη και τα άλλα άγια λείψανα.
Όταν η είδηση διαδόθηκε μέχρι το Άγιον Όρος, ήλθαν να τα παραλάβουν δύο Βατοπαιδινοί μοναχοί, ο Διονύσιος και ο Στέφανος, έχοντας μαζί τους και τα επίσημα μοναστηριακά Γράμματα για την κυριότητα των λειψάνων, οι οποίοι και πληροφόρησαν σχετικά τον επίσκοπο Σαντορίνης Ζαχαρία.
Αμέσως ο ζηλωτής εκείνος ποιμένας επισκέφτηκε με τον αρχιδιάκονό του Σεραφείμ Καΐρη και τον Αστυνόμο Αντώνιο Ν. Σιγαλά στην οικία του τον Άγγλο πρόξενο, τον οποίο και παρακάλεσαν, να τους παραδώσει τα Άγια λείψανα.
Εκείνος, όμως, αρνιόταν να το κάνει , δικαιολογούμενος ότι πιέζεται «υπό του δαίμονος της γυναικός του Στεφανίας», συμφώνα με το θηραϊκό έγγραφο. Τότε ο αστυνόμος μάζεψε όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς, κλήρο και λαό, έξω από το σπίτι του προξένου, στα Φυρά, με τα λάβαρα και τα εξαπτέρυγα ενώ οι καμπάνες των εκκλησιών κτυπούσαν χαρμόσυνα.
Εξαιτίας όλων αυτών, ο πρόξενος Δομίνικος φοβήθηκε το λαό των ορθοδόξων, που παρέμεινε αμετακίνητος όλη τη νύκτα της 9ης προς τη 10η Οκτωβρίου 1830 έξω από το σπίτι του, και αφού άφησε για λίγο μόνους τους επισκέπτες, πήγε στο εσωτερικό του σπιτιού του και επανήλθε σε λίγο έχοντας την έκφραση του προσώπου του αλλοιωμένη.
Αφού δε ετοίμασε τραπέζι, ξαναέφυγε, γύρω στις δύο μετά τα μεσάνυχτα. Όταν δε γύρισε ανακοίνωσε ότι πήγε στο μοναστήρι των Φράγκων και πήρε το κιβώτιο με τα άγια λείψανα. Αμέσως άναψε στο τραπέζι είκοσι κηροπήγια και αφού θυμίασε το σπίτι του, τους παρευρισκομένους επισκέπτες και τους δύο Βατοπαιδινούς πατέρες, οι οποίοι έφθασαν εν τω μεταξύ, έλαβε με ιεροπρεπή κίνηση τα άγια λείψανα, τα ανύψωσε κλαίγοντας και τα παρέδωσε στα χέρια του αγίου αρχιερέως Σαντορίνης, ο οποίος «κλίνας γόνυ ψυχής και σώματος» τα προσκύνησε με ιερή συγκίνηση και ανέκφραστη χαρά.
Η Θεοτόκος έδειξε και πάλι το θαύμα Της!
Μετά την Ακολουθία του αγιασμού, ο μεν επίσκοπος σήκωσε το χρυσό κιβώτιο με την Τιμία Ζώνη, οι δε αγιορείτες μοναχοί τα άλλα δύο ιερά λείψανα και συνοδευόμενοι από τον ιερό κλήρο και το λαό, έφθασαν με πομπή στον Μητροπολιτικό ναό της πόλεως των Φυρών, όπου έγινε ευχαριστήρια δοξολογία προς τον πανάγαθο Θεό. Όχι δε μόνον οι ορθόδοξοι, αλλά και αυτοί οι Φράγκοι ήρθαν «συν γυναιξί και τέκνοις» και προσκύνησαν με πολλή ευλάβεια, ενώ πολλοί από πάθη θεραπεύτηκαν και όσοι είχαν δαιμόνια φώναζαν ότι φεύγουν για την δύναμη της Τιμίας Ζώνης!
Στη συνέχεια οι Βατοπαιδινοί πατέρες τη μετέφεραν για αγιασμό στα υπόλοιπα χωριά του νησιού, όπου «ο λαός ως σμήνος μελισσών» ερχόταν , να προσκυνήσει το άγιο Θεομητορικό λείψανο, το οποίον «ευωδίαζε άρρητον ευωδία», κατά την ακριβή διατύπωση του Θηραϊκού εγγράφου.
Μετά τρείς μήνες, από τήν ημέρα της ευρέσεως, οι μοναχοί συνοδευόμενοι από πολλούς κατοίκους των Θυρών, που έφεραν συνεισφορές των χριστιανών, αφιερώματα και δωρεές – μεταξύ των οποίων πεντάφωτη χρυσή λυχνία με το όνομα «ΘΗΡΑ» – έφεραν τα ιερά λείψανα στη Μονή Βατοπαιδίου, και όλοι οι μοναχοί με πνευματική χαρά, έκαναν «παννύχιο αγρυπνία» την ήμερα εκείνη.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου