Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

Η ΕΝ ΕΤΕΙ 2002 ΣΗΜΕΙΩΘΕΙΣΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΙΣ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΕΚ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΩΣ

ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΗΡΥΚΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΓΟΧ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΕΙΟΝ – ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ, ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΘΩΜΑ, ΚΗΡΥΚΟΥ & ΙΟΥΛΙΤΤΗΣ, ΜΗΝΑ, ΒΙΚΤΩΡΟΣ & ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ, ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ & ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ε΄ Α.Π. 119 ΚΟΡΩΠΙ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2017 Η ΕΝ ΕΤΕΙ 2002 ΣΗΜΕΙΩΘΕΙΣΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΙΣ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΕΚ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΩΣ («ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΙΣ» ΤΕΥΧΟΣ 81Α ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2006) Ο ΨΕΥΔΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΕΣΣΙΑΚΑΡΗΣ ΚΗΡΥΣΣΕΙ «ΓΥΜΝΗ ΤΗ ΚΕΦΑΛΗ» ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗΝ ΑΙΡΕΣΙΝ, ΗΤΟΙ ΒΛΑΣΦΗΜΕΙ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΩΝ ΟΤΙ: «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΞ ΟΡΙΣΜΟΥ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΚΛΗΣΙΝ ΠΡΟΣ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΡΙΝ ΔΙΕΣΤΩΤΩΝ» ΚΑΙ «ΑΝ ΔΕΧΘΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΩΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΤΕ ΕΙΝΑΙ ΑΝΟΙΚΤΟΝ ΤΟ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟΝ ΩΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ ΝΑ ΗΤΟ ΚΑΠΟΤΕ ΧΩΡΙΣΜΕΝΗ Ἤ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΣ ΚΑΠΟΤΕ ΝΑ ΧΩΡΙΣΘΗ ΕΙΣ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ» Ἀγαπητέ ἀναγνῶστα Ὁ ψευδαρχιεπίσκοπος Νικόλαος εἰς τήν ἀπό 14.2.2002 Εἰσήγησίν του, τήν ὁποίαν τώρα ἐπικαλεῖται διά νά μέ «καταδικάση», εἰς τό «Καϊαφικόν» του Συνέδριον τῆς 10.11.2006, διά τό ὁποῖον μοῦ ἀπέστειλε καί τρίτην Κλῆσιν, γράφει τό ἑξῆς τρομακτικόν: «Δέν γνωρίζει ὁ θεολόγος ‘Ελ. Γκουτζίδης ὅτι εἰς τήν περίπτωσιν τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχομε ἐκ φύσεως ἕνωσιν, λόγω τῆς ὁμοουσιότητος καί ἅρα εἶναι ἀδύνατον ἡ Ἁγία Τριάς νά εἶναι (χαρακτηρίζεται), ‘Εκκλησία, ἡ ὁποία ἐξ’ ὁρισμοῦ σημαίνει κλῆσιν πρός ἑνότητα τῶν τό πρίν διεστώτων; Δέν κατανοεῖ ὅτι ἄν δεχθοῦμε τήν Ἁγία Τριάδα ὡς ‘Εκκλησία προσβάλλεται τό ἀδιαίρετον τῆς Παναγίας Τριάδος, διότι τότε θεωρητικῶς εἶναι ἀνοικτόν τό ἐνδεχόμενον ὡς Ἐκκλησία ἡ Ἁγία Τριάς νά ἦτο κάποτε χωρισμένη ἤ καί ἡ δυνατότης νά χωρισθῆ εἰς τό μέλλον». Πρόκειται διά τήν γνωστήν προπαγάνδαν – σκευωρίαν τῶν Φλωρινικῶν, κατά τοῦ θεολόγου ‘Ελευθερίου Γκουτζίδη, τήν ὁποίαν ἀνέλαβε μετά τυφλῆς ὑπακοῆς νά συνεχίση ὁ ψευδαρχιεπίσκοπος Νικόλαος, μέχρις ὅτου «καταδικάση», «ἀποδυναμώση», ἤ καί «ἀφανίση», ὡς ἐλπίζουν, οἱ πίσω αὐτῶν κρυπτόμενοι, ἀνόητοι οἰκουμενισταί, τούς ὑποστηρικτάς τῆς ‘Ορθοδόξου Ὁμολογίας – ‘Εκκλησιολογίας (ἰδού ἡ κοσμική θεώρησις τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων), ὥστε νά ἐφαρμοσθοῦν ἐν πᾶσι τά προγράμματα τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἤτοι πλήρης ἐξάρτησις τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τούς Ρώσους τῆς Διασπορᾶς, ἤτοι τόν παλαιοημερολογιτικόν οἰκουμενισμόν καί δι’ αὐτῶν ἡ προσάρτησις ὡς δεκατριμεριτῶν ὅλων τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ὑπό τόν «ΝΕΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΝ», «ΠΑΓΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ» καί «ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΝ» Οἰκουμενσμόν. Ἐξ αὐτῆς καί μόνον τῆς διατυπώσεως, τό πρῶτον τό ὁποῖον δύναται νά διαπιστώση τις εἶναι ὅτι οἱ συντάκται τῆς Εἰσηγήσεως ἔθεσαν εἰς τήν γραφίδα τοῦ «Πειραιῶς» Νικολάου τήν μεγαλυτέραν αἵρεσιν τῶν αἰώνων, τήν ἐκκλησιολογικήν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία εἰς τήν σημερινήν της μορφήν ἐξικνεῖται ἀπό τήν αἵρεσιν τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Καί μέν τό πρῶτον μέρος τῆς διατυπώσεως, καθ’ ὅ «εἰς τήν περίπτωσιν τῆς ἁγίας Τριάδος ἔχομεν ἐκ φύσεως ἕνωσιν» εἶναι ὀρθόν. ‘Αλλά τό γεγονός ὅτι τό θέτει ὡς ἐρώτημα εἰς τόν κ. ‘Ελευθέριον Γκουτζίδη εἶναι σατανικόν. Ποῦ διεπίστωσεν ὁ «Πειραιῶς» Νικόλαος, ὅτι ὁ θεολόγος ‘Ελευθέριος Γκουτζίδης δέν ὁμολογεῖ ὅτι «εἰς τήν περίπτωσιν τῆς ἁγίας Τριάδος ἔχομεν ἐκ φύσεως ἕνωσιν» καί κάμνει αὐτήν τήν ἐρώτησιν; Προφανῶς τήν κάμνει δολίως διά νά προκαταλάβη τήν σκέψι τῶν ἁπλοϊκῶν. Μέ τό δεύτερον ὅμως μέρος τῆς διατυπώσεως ἐκφράζει περί ‘Εκκλησίας καθαρά προτεσταντικήν οἰκουμενιστικήν, αἱρετικήν ἀντίληψιν. Καί ἰδού. Πρῶτον: Πράγματι «ἐξ’ ὁρισμοῦ», δηλαδή ὁ ὅρος ‘Εκκλησία σάν λέξις, σημαίνει, ὅπως γράφει εἰς τήν Εἰσήγησίν του ὁ «Πειραιῶς» Νικόλαος «κλῆσις πρός ἕνωσιν τῶν τό πρίν διεστώτων». Διά τοῦτο καί εἰς τά δογματικά ἐγχειρίδια, ἤ καί εἰς τά λεξικά, εὑρίσκομεν αὐτήν τήν ἔννοιαν. Μάλιστα ὑπογραμμίζεται ὅτι ἡ πρώτη χρῆσις τοῦ ὅρου εἰς τά Ἑλληνικά εἶναι ἀπό τούς ἀρχαίους ‘Αθηναίους μέ τήν γνωστήν «Ἐκκλησίαν τοῦ δήμου» ἤτοι συγκέντρωσιν τοῦ λαοῦ τῶν Ἀθηνῶν διά νά συζητήσουν τά διάφορα θέματα πού εἶχον ὡς πολῖτες τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν. Ἑπομένως, ναί μέν «ἐξ ὁρισμοῦ», ἤτοι ὡς λέξις, ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» «σημαίνει κλῆσιν πρός ἑνότητα τῶν πρίν διεστώτων», ἀλλά αὐτή ἡ ἔννοια δέν ἔχει σχέσιν μέ τήν Ἐκκλησίαν ὡς μυστήριον, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ἡ ὁποία εἶναι πράγματι εἰκών τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, κατά τούς Ἁγίους Πατέρας. Δεύτερον: Ἡ διατύπωσις «κλῆσις πρός ἑνότητα τῶν τό πρίν διεστώτων» προσιδιάζει εἰς τήν «’Εκκλησίαν» ὅπως τήν ἐννοοῦν καί τήν πιστεύουν οἱ Προτεστάνται, ὡς «συγκέντρωσιν» τῶν ἀνθρώπων, τῶν «πρίν διεσπαρμένων τῆδε κακεῖσε». Μέ αὐτήν τήν ἔννοιαν ἔχουν δημιουργήσει πολλάς «ἐκκλησίας», αἱ ὁποῖαι δέν ἔχουν καμμίαν σχέσιν μέ τήν Ἐκκλησίαν. Δηλαδή κατά τήν προτεσταντικήν ἔννοιαν, τήν κοσμικήν, τήν ὀρθολογιστικήν, τήν ἄσχετον μέ τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας, πράγματι κάθε προτεσταντική «ἐκκλησία», «ἦτο κάποτε χωρισμένη» καί «ὑπάρχει ἡ δυνατότης κάποτε νά χωρισθῆ εἰς τό μέλλον». Τρίτον: Ἀλλά καί οἱ ἐξ αὐτῶν (τῶν προτεσταντῶν) προελθόντες παναιρετικοί οἰκουμενισταί, «ἐξ’ ὁρισμοῦ» ὑπ’ αὐτήν τήν ἔννοιαν ἐκλαμβάνουν τήν Ἐκκλησίαν. Διά τοῦτο καί πιστεύουν ὅτι σήμερον ἡ ΜΙΑ ‘Εκκλησία ἐχωρίσθη εἰς πολλά κομμάτια, καί κάθε κομμάτι ἔχει ἀπό ὀλίγην ‘Αλήθειαν, ὀλίγον Χριστόν, διό καί χρησιμοποιοῦν τό κήρυγμα τῆς ἀγάπης καί τῆς ἑνώσεως διά νά ἀναστήσουν τήν «διηρημένην» (κατ’ α’υτούς, ‘Εκκλησίαν. Αὐτά ἰσχυρίζονται οἱ οἰκουμενισταί. Καί πιστεύουν, ὅτι σήμερον ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί ‘Αποστολική ‘Εκκλησία, μέ τάς διαρέσεις καί τά σχίσματα, «ἀπέθανε» καί θά τήν ἀναστήσουν μέ τόν διάλογον τῆς ἀγάπης. Αὐτήν τήν ἔννοιαν περί ‘Εκκλησίας ἔχουν διατυπώσει καί ὁ Καρδινάλιος Βίλλεμπραντς, καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας Στυλιανός Χαρκιανάκης, καί ὅλοι οἱ σύγχρονοι οἰκουμενισταί. (Βλέπετε σχόλια Μπατιστάτου καί ‘Αθωνίτου (Σακαρέλλου) εἰς «Ὀρθόδοξον Τύπον, ἔτους 1983). Τέταρτον: Ἡ διατύπωσις τοῦ «Πειραιῶς» Νικολάου, καθ’ ἥν «‘Εκκλησία ἐξ ὁρισμοῦ σημαίνει κλῆσιν πρός ἑνότητα τῶν πρίν διεστώτων», εἶναι ὀρθή. ‘Αλλά ἐάν ἐκλάβωμεν τήν Ἐκκλησίαν ὡς «ἐξ’ ὁρισμοῦ», δηλαδή ἐννοιολογικά, γραμματολογικά, καί ὄχι ὡς τό μυστήριον τῆς σωτηρίας, ὡς Σῶμα Χριστοῦ. ‘Επίσης ὀρθή καί ἡ ἄλλη διατύπωσις ὅτι ἐάν ἀποδώσωμεν αὐτήν τήν περί ‘Εκκλησίας ἐξ’ ὁρισμοῦ ἔννοιαν εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα, ἐάν ἀποδώσωμεν τήν «ἐξ’ ὁρισμοῦ κλῆσιν πρός ἑνότητα τῶν τό πρίν διεστώτων», «προσβάλλομεν τό ἀδιαίρετον τῆς Ἁγίας Τριάδος» εἶναι ἐπίσης ὀρθή. Ὅμως τό ἐρώτημα εἶναι, ὅταν ὁ Χριστός λέγει «τήρησον αὐτούς ἐν τῶ ὀνόματί σου, ἵνα ὦσιν ἕν καθώς καί ἡμεῖς ἕν ἐσμέν», ὁμιλεῖ διά τήν «‘Εκκλησίαν», ἡ ὁποία ἐξ’ ὁρισμοῦ σημαίνει κλῆσιν πρός ἑνότητα τῶν πρίν διεστώτων», ἤ διά τό ἕν καί ἀδιαίρετον Σῶμά Του, τήν Μίαν, Ἁγίαν Καθολικήν καί ‘Αποστολικήν ‘Εκκλησίαν; ‘Επίσης, ὅταν ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁμιλεῖ διά τήν Ἁγίαν Τριάδα ὡς «πρότυπον»τῆς ἐπί γῆς ‘Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καί τήν ‘Εκκλησίαν ὡς «εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ», εἰς ποίαν ‘Εκκλησίαν ἀναφέρεται, εἰς τήν «ἐξ’ ὁρισμοῦ ‘Εκκλησίαν ἡ ὁποία σημαίνει κλῆσιν πρός ἑνότητα τῶν πρίν δειστώτων», ἤ εἰς τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί ‘Αποστολικήν ‘Εκκλησίαν; Καί ὅταν ὁ Ἅγιος Φώτιος λέγει: «Πρός ἑαυτήν ἡ τῆς Τριάδος ἑνότης ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΑΣΑ τῶ ἐνιαίῳ τῆς γνώμης βουλήματι ...» χρησιμοποιεῖ τόν ὅρον «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΑΣΑ» ὑπό τήν ἔννοιαν πού τήν χρησιμοποιεῖ ὁ «Πειραιῶς» Νικόλαος εἰς τήν ἀνωτέρω φράσιν, ἤτοι ὡς τήν «ἐξ ὁρισμοῦ κλῆσιν πρός ἑνότητα τῶν πρίν διεστώτων», ἤ ἄλλως πως; Μήπως ὁ Ἅγιος Φώτιος εἶχεν ὑπ’ ὄψιν του διά τήν ἀνωτέρω διατύπωσιν τήν «Ἐκκλησίαν τοῦ Δήμου τῶν ‘Αθηνῶν», μήπως εἶχεν ὑπ’ ὄψιν του τάς αἱρετικάς, προτεσταντικάς καί οἰκουμενιστικάς ἀπόψεις περί ‘Εκκλησίας, ἄπαγε τῆς βλασφημίας. Πέμπτον: Αὐτή ἡ «ἐξ’ ὁρισμοῦ» σημασία τῆς ‘Εκκλησίας, ὡς «κλήσεως πρός ἑνότητα τῶν τό πρίν διεστώτων» ἔσχεν ὡς συνέπειαν τήν ἐν συνεχεία τῆς ἀνωτέρω φράσεως αἱρετικήν διατύπωσιν τοῦ «Πειραιῶς» Νικολάου, καθ’ ἥν: «Τότε θεωρητικῶς εἶναι ἀνοικτόν τό ἐνδεχόμενον ὡς Ἐκκλησία ἡ Ἁγία Τριάς νά ἦτο κάποτε χωρισμένη ἤ καί ἡ δυνατότης νά χωρισθῆ εἰς τό μέλλον». Δέν χρειάζεται ἐδῶ σχόλιον. ‘Εκ τῆς ἀνωτέρω καί μόνον φράσεως ἀποδεικνύεται ὅτι τήν «ἐξ’ ὁρισμοῦ» ἔννοιαν τῆς ‘Εκκλησίας, «ὡς κλῆσιν πρός ἑνότητα τῶν τό πρίν διεστώτων», ἡ ὁποία ὡς εἴπομεν εἶναι ἀνθρωποκεντρική, προτεσταντική, οἰκουμενιστική, ἤτοι ὀρθολογιστική θεώρησις τῆς Ἐκκλησίας, τήν «τοποθετεῖ» εἰς τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί ‘Αποστολικήν Ἐκκλησίαν», ὅπερ βλάσφημον καί αἱρετικόν. Διότι ἡ ‘Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ Μἰα, Ἃγία, Καθολική καί ‘Αποστολική ‘Εκκλησία δέν εἶναι ἁπλῶς μία συγκέντρωσις τῶν ἀνθρώπων τῶν πιστευόντων εἰς τόν Χριστόν, ἀλλά εἶναι τό μυστήριον τό ἀπ’ αἰῶνος σεσιγημένον, κατά τό ὁποῖον «εἰς τά ἀνεξιχνίαστα πελάγη τῆς φιλανθρωπίας» (κατά τόν ἱερόν Δαμασκηνόν), «ἡ τῆς Ζωαρχικῆς Τριάδος ἑνότης, πρός ἑαυτήν ἐκκλησιάσασα τῶ ἐνιαίω τῆς γνώμης βουλήματι» (κατά τόν ἅγιον Φώτιον) ἔχει ἀποφασίσει πρό πάντων τῶν αἰώνων τήν σάρκωσιν καί ἐνανθρώπισιν τοῦ Θεοῦ Λόγου καί τήν θέωσιν τοῦ ἀνθρώπου, ὅπερ ἐγένετο «ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ Χρόνου». Ἡ μετοχή τῶν «κεκλημένων» εἰς αὐτό τό μυστήριον εἶναι μετοχή εἰς τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἰς τήν Κιβωτόν τῆς σωτηρίας. Αὐτή ἡ Κιβωτός τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ ‘Εκκλησία. Ἀγαπητέ ἀναγνῶστα Κατά τήν δογματικήν διδασκαλίαν τῆς ‘Εκκλησίας, ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Ἑνός Χριστοῦ, εἶναι Μία, οὔτε ἦτο ποτέ χωρισμένη, οὔτε «εἶναι δυνατόν νά χωρισθῆ εἰς τό μέλλον». Ὑπάρχει εἰδική ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου εἰς τό ἐδάφιον «τήρησον αὐτούς ἐν τῶ ὀνόματί σου ἵνα ὦσιν ἕν», εἰς τήν ὁποίαν λέγει ὅτι τό «αὐτούς» ἀναφέρεται εἰς τήν ‘Εκκλησίαν, τήν Μίαν, Ἁγίαν Καθολικήν καί ‘Αποστολικήν. Ἡ ‘Εκκλησία, ὡς εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, εἶναι τό μυστήριον τῆς σωτηρίας μας, εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς, εἶναι τό δεῖπνον τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἰς τό ὁποῖον καλοῦνται πολλοί νά συμμετάσχουν, («πολλοί οἱ κλητοί», ἀλλά «ὀλίγοι οἱ ἐκλεκτοί»), καί ὅπως τονίζουν οἱ θεολόγοι «μέ καμμίαν λέξιν, ὅρον, ἤτοι «ἐξ ὁρισμοῦ» δέν μποροῦμε νά χαρακτηρίσουμε τήν Ἐκκλησίαν. Τό μυστήριον δέν ὁρίζεται, οὔτε ὁριοθετεῖται. Δέν ἑρμηνεύεται. Ὁ μόνος χαρακτηρισμός ὁ ὁποῖος προσεγγίζει - ἑρμηνεύει –διατυπώνει - ὁρίζει τοῦτο τό μέγα μυστήριον τῆς ‘Εκκλησίας εἶναι ὁ δογματικός ὅρος τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, τό «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί ‘Αποστολικήν Ἐκκλησίαν». Προηγουμένως ὅμως καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὡμίλησεν περί ‘Εκκλησίας, ὡς τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ κλπ.. Ἄν ἀνατρέξωμεν εἰς τά δογματικά ἐγχειρίδια ἤ μελέτας περί τῆς ‘Εκκλησιολογίας τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τοῦ κατ’ ἐξοχήν ἐκκλησιολόγου ἐκ τῶν Πατέρων τῆς ‘Εκκλησίας τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, καί ὅλων τῶν ‘Αγίων Πατέρων, οὐδαμοῦ θά εὕρωμεν ἀπομεμονωμένην αὐτήν τήν «ἐξ ὁρισμοῦ» σημασίαν τῆς ‘Εκκλησίας, τήν ὁποίαν χρησιμοποιεῖ εἰς τήν εἰσήγησίν του ὁ «Πειραιῶς» Νικόλαος, ἤτοι «κλῆσιν πρός ἑνότητα τῶν τό πρίν διεστώτων», ἑπομένως οὔτε καί τήν διατύπωσιν ὅτι «ἡ ‘Εκκλησία ἦτο κάποτε διηρημένη, ἤ ὑπάρχει ἡ δυνατότης κάποτε νά διαιρεθῆ», ὅπως «ἐξ’ ὁρισμοῦ» συμπεραίνει ὁ «Πειραιῶς» Νικόλαος. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τονίζει χαρακτηριστικῶς ὅτι «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΝΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΕΣΤΙΝ ΟΝΟΜΑ ΚΑΙ ΟΥ ΧΩΡΙΣΜΟΥ». Ἑπαναλαμβάνομεν, ὅτι ὡς ἐκ τῆς Πατερικῆς διδασκαλίας τεκμαίρεται (ἀποδεικνύεται) οὐδαμῶς δύναται νά δικαιολογηθῆ ἡ διατύπωσις τοῦ «Πειραιῶς» Νικολάου καθ’ ἥν: «Ἄν δεχθοῦμε τήν Ἁγία Τριάδα ὡς Ἐκκλησία, προσβάλλεται τό ἀδιαίρετον τῆς Παναγίας Τριάδος, διότι τότε θεωρητικῶς εἶναι ἀνοικτόν τό ἐνδεχόμενον ὡς ‘Εκκλησία ἡ Ἁγία Τριάς νά ἦτο κάποτε χωρισμένη ἤ καί ἡ δυνατότης νά χωρισθῆ εἰς τό μέλλον». Καί μόνον ὡς λογισμός, καί μόνον ὡς «ἐξ’ ὁρισμοῦ» συμπέρασμα, ἡ διατύπωσις αὕτη εἶναι αἱρετική, καί ἄν δέν τήν ἀνακαλέση καί δέν τήν καταδικάση ὁ «Πειραιῶς» Νικόλαος καί ὅσοι τήν ἀπεδέχθησαν, ἤτοι οἱ περί αὐτόν ‘Αρχιερεῖς, θά παραμείνουν εἰς τήν ἱστορίαν ὡς οἱ χειρότεροι οἰκουμενισταί, χειρότεροι καί ἀπό τό Βίλλεμπραντς, χειρότεροι καί ἀπό τόν Χαρκιανάκη, χειρότεροι καί ἀπό τόν Περγάμου Ζηζιούλα ‘Ιωάννη, χειρότεροι καί ἀπό τόν Βαρθολομαῖο, ὁ ὁποῖος κάμνει λόγον διά «ἀνάστασιν τῆς διασπασμένης ἑνότητος τῆς ‘Εκκλησίας». Διότι μέ αὐτήν τήν διατύπωσιν καί ὑπ’ αὐτήν τἠν «ἐξ ὁρισμοῦ» σημασίαν, συμπεραίνει ὅτι πράγματι «ἡ ‘Εκκλησία ἦτο κάποτε χωρισμένη, ἤ ὑπάρχει ἡ δυνατότης κάποτε νά χωρισθῆ εἰς τό μέλλον», ὅπερ πάλιν αἱρετικόν. Διότι. ἐπαναλαμβάνομεν, ἡ ‘Ορθόδοξος ‘Εκκλησία πιστεύει καί διδάσκει, (καί εἶναι βασική αὐτή ἡ δογματική της διδασκαλία), ὅτι ἡ ‘Εκκλησία οὔτε ἦτο ποτέ χωρισμένη, οὔτε χωρίζεται. Εἶναι ΜΙΑ, Ἁγία, Καθολική καί ‘Αποστολική. Εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας, κατά τήν διατύπωσιν τοῦ Ἱεροῦ Αὐγουστίνου. ‘Αγαπητοί ἀναγνῶσται Πιστεύομεν ὅτι τήν ‘Εκκλησιολογικήν αἵρεσιν, καθ’ ἥν «ἐξ’ ὁρισμοῦ» ... ἡ ‘Εκκλησία «ἦτο κάποτε διηρημένη καί ὑπάρχει ἡ δυνατότης κάποτε νά διαιρεθῆ εἰς τό μέλλον», ἀπό τήν ὁποίαν δέν ὑπάρχει χειροτέρα, τήν ἔβαλαν εἰς τήν γραφίδα τοῦ «Πειραιῶς» Νικολάου, διά νά τόν «ἐκδικηθοῦν» ἐν καιρῶ, ἀφοῦ τούς ἐξυπηρετήση πρῶτα εἰς τά οἰκουμενιστικά των σχέδια, ἤ παρεχώρησε ὁ Θεός νά ἀποκαλυφθῆ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν πιστεύει τίποτα ἀπό ὅσα τόν ὑποχρεώνουν νά λέη καί νά ὑπογράφη. ‘Αγαπητοί ἀναγνῶσται Μέ καλοῦν διά τρίτην φοράν νά παρουσιασθῶ ἐνώπιόν των, εἰς τό «Καϊαφικόν» των «Συνέδριον», τό ὁποῖον ὥρισαν διά τήν 10.11.2006, διά νά μέ «δικάσουν». Τούς εἶπα τόσες φορές ὅτι δέν τούς ἀναγνωρίζω, διότι ἔφυγαν ἀπό τήν ‘Εκκλησία. Τούς ἀπήντησα καί ἐπί τοῦ συγκεκριμένου «κατηγορητηρίου», τό ὁποῖον «συνέπλασαν». Ὦ τῆς ἀνοησίας των καί τῆς παραφροσύνης των. Δέν καταλαβαίνουν, ὅτι καί μόνον ἐξ’ αὐτοῦ, ἐνόσω παραμένουν ἀμετανόητοι, εἶναι καταδικασμένοι καί ἀναθεματισμένοι ὡς Οἰκουμενισταί, ἀλλά καί ὡς ἀνόητοι καί παράφρονες, διότι δέν ξέρουν οὔτε τί γράφουν, «οὔτε περί τίνων διαβεβαιοῦνται;» Λυπᾶμαι, ἀλλά πρέπει νά ἀπαντήσω εἰς τάς προσκλήσεις των καί προκλήσεις των: «Κἄν Ἄγγελος ἐξ’ οὐρανοῦ, ὁ ὁποῖος κηρύττει τά ἀνωτέρω οἰκουμενιστικά φρονήματα, ἀνάθεμα ἔστω». Τί θέλουν νά κάνω νά δεχθῶ τήν προτεσταντικήν των καί οἰκουμενιστικήν θεώρησιν τῆς ‘Εκκλησίας καί νά καταδικάσω τήν ‘Ορθόδοξον Ὁμολογίαν καί ‘Εκκλησιολογίαν. Τοῦτο δέν θά τό πράξω ποτέ. Διότι αὐτό πού μέ καλοῦν νά κάνω εἶναι ἀλλοτρίωσις ἀπό τήν ‘Ορθόδοξον Ὁμολογίαν –‘Εκκλησιολογίαν, ἤτοι ἀπό τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί ‘Αποστολικήν Ἐκκλησίαν. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέγει ὅτι «Ὁμολογία εἶναι ἡ Καθολική ‘Εκκλησία», καί ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος λέγει: «Ὅστις τῆς ὁμολογήσεως ταύτης ἔχεται, οὗτος τῆς Καθολικῆς ‘Εκκλησίας ἐστίν υἱός τε καί μέτοχος». Τελειώνω παραπέμποντας σέ μιά ἐπιστολή τού Ἁγίου Βασιλείου πρός τούς Νικοπολίτας πρεσβυτέρους. Τούς ταιριάζει: «Ὁ Ἰούδας πού προτίμησε νά πεθάνη στήν ἀγχόνη παρά νά ζεῖ στήν ντροπή, ἀποδείχθηκε προτιμότερος ἀπ’ αὐτούς (τούς Ἱερωμένους) πού στίς μέρες μας στέκουν χωρίς ντροπή ἀπέναντι στήν γενική κατακραυγή καί σχετίζονται ἀναίσχυντα μέ τά αἰσχρά». » (Μέγας Βασίλειος ‘Επιστολή ΣΜ, Νικοπολίταις Πρεσβυτέροις, 2-3 PG 897 Α). Καί πρός τούς ὀρθοδόξους ἐπαναλαμβάνω πάλιν τό τοῦ Μεγ. Βασιλείου. «Μονάχα μή ἐξαπατηθεῖτε ἀπό τίς ψευδολογίες τους ὅταν διακηρύττουν ὀρθότητα πίστεως. Τέτοιοι ἄνθρωποι εἶναι Χριστέμποροι, καί ὄχι Χριστιανοί, καθόσον πάντα προτιμοῦν ἐκεῖνο πού τούς βολεύει στόν παρόντα βίο ἀπό τό νά ζοῦν σύμφωνα μέ τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐγγελίου»(Αὐτόθι). Διά την ἀντιγραφήν Ὁ Μητροπολίτης ΓΟΧ + Ο Μεσογαίας και Λαυρεωτικῆς Κήρυκος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου