Ο φθόνος κατά τον Άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνον είναι μία πικρία, είναι λύπη όπου έχει κάποιος δια το αγαθόν του πλησίον, το οποίον θεωρεί ως ιδικόν του κακόν, νομίζοντας ότι εκείνο το αγαθό σμικρύνει την ιδικήν του δόξαν και το όφελος και δι' αυτό λέγεται ο φθόνος λύπη του αλλοτρίου αγαθού.
Ο φθόνος χαίρεται το κακόν του πλησίον, εφ' όσον αυξάνει από αυτό η ιδική του δόξα και ο έπαινος.
Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης λέγει ότι δύο τάξεις ανθρώπων έχουν υποδουλωθή εις αυτό το έγκλημα του φθόνου.
Πρώτο οι φιλόδοξοι, οι οποίοι επιθυμούν να αποκτήσουν μεγάλην φήμην και όνομα και δεν υποφέρουν να τους υπερέχουν οι άλλοι, αλλά στενοχωρούνται με την δόξαν και τον έπαινον εκείνων διότι έτσι ελαττώνεται η ιδική τους δόξα.
Δεύτερον οι μικρόψυχοι, οι οποίοι θεωρούν πολύ μεγάλα τα ξένα κατορθώματα, νομίζοντας ότι υστερούν από τους άλλους και δι' αυτό λυπούνται δια το καλόν τους.
Ο φθόνος είναι μεγάλον ανόμημα, διότι είναι εναντίον της αγάπης, η οποία θέλει να χαιρώμεθα δια το αγαθόν και να λυπούμεθα δια το κακόν του πλησίον.
ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ (+1950)
Μακάριος εκείνος όστις θέλει φυλάξη και κρατήση έως τέλους την αμώμητον και αγίαν ημών Ορθόδοξον Πίστιν, την Πίστιν της Μιάς του Χριστού και Μητρός ημών Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, και υπομείνει τας διαφόρους θλίψεις, φυλακάς ή και εξορίας και λοιπάς κακώσεις. Ο τοιούτος θέλει στεφανωθή και συναριθμηθή μετά των Ομολογητών και Μαρτύρων. ( Βρεσθένης Ματθαίος νουθετική επιστολή 1936) ΟΙ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΟΥ.
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2025
Ο ΦΘΟΝΟΣ ΑΙΤΙΑ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ!
ΔΙΗΓΗΜΑ ΦΡΙΚΗΣ!
Ακούσατε, όσοι και όσαις την σκωληκόβρωτον
σάρκα σας καλωπίζετε υπερηφανευόμενοι
και φρίξατε!
Ένας ασκητής παρεκάλεσε τον Θεόν να του φανερώση πολλά μυστήρια, και βγαίνοντας από το κελλίον του να υπάγη εις μίαν χώραν, εις τον δρόμον όπου επήγαινεν σμίγει με έναν άγγελον, μα δεν τον εγνώρισεν ο ασκητής, ενόμισε πως ήτο άνθρωπος.
Εις τον δρόμον απαντούν ένα άλογο ψώφιο, έπιασεν ο ασκητής την μύτην του, ο άγγελος τίποτε. Πηγαίνουν παρέκει απαντούν ένα βώδι ψώφιο, όπου εβρώμα. Πάλιν ο ασκητής πιάνει την μύτην του. Ο άγγελος τίποτε. Πηγαίνουν παρέκει απαντούν ένα σκύλον ψώφιον. Πιάνει ο ασκητής την μύτην, ο άγγελος τίποτε.
Κοντά όπου ήθελον να φθάσουν εις την χώραν, ευρίσκουν μίαν κόρην πολύ ωραίαν, με στολίδια και φορέματα πολύτιμα.
Τότε ο άγγελος έπιασε την μύτην του! Βλέποντας ο ασκητής του λέγει. Τι είσαι συ; Άγγελος, άνθρωπος ή διάβολος; Απαντήσαμε το ψώφιο άλογο όπου εβρωμούσε, δεν έπιασες τη μύτη σου, ομοίως και το βώδι και τον σκύλον και δεν είδα να πιάσης την μύτη σου, και τώρα που απαντήσαμε τέτοιαν ωραίαν κόρην έπιασες τη μύτη σου;
Τότε φανερώνεται ο άγγελος και του λέγει. Πως κανένα πράγμα δεν βρωμά του Θεού περισσότερον ωσάν την υπερηφάνειαν, και λέγοντας τον λόγον έγεινεν άφαντος ο άγγελος.
Ευθύς εγύρισεν ο ασκητής οπίσω εις το κελλίον του και έκλαιε δια τας αμαρτίας του, παρακαλών τον Θεόν να φυλάττη από τας παγίδας του διαβόλου και να μη τον ρίψη εις την υπερηφάνειαν και κολασθή.
Σημ. Ας τ' ακούσουν οι υπερηφανευόμενοι και πονηρευόμενοι (ωσάν και εμένα) οίτινε εξολοθρευθήσονται. Και δη κακόμοιρες σεις όσαι γυναίκες στολίζεσθε σκανδαλωδώς ή φτιασιδώνεσθε δαιμονιωδώς καλωπιζόμεναι δια να μη δήτε πρόσωπον Θεού ποσώς αν δεν μετανοήσετε θερμώς.
ΕΥΧΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ!
Ω πανάγιε Σωτήρα μου, λογιάζω μέσα μου, τι λόγια να εύρω να σε χαιρετήσω, και ποίον χάρισμα να σε κάμω δια να σε ευχαριστήσω καθώς πρέπει. Αλλά τίποτε δεν ευρίσκω, όπου να είναι άξιον δια σε τον Θεόν και Πλάστην μου. Μόνον γίνομαι εξεστικός, πως εδόθη τούτο το μέγα μυστήριον εις εμέ τον ανάξιον. Ω μεγαλοδύναμε Θεέ, και Πλάστη μου, και Πατέρα μου αιώνιε, ευχαριστώ σοι, όπου με ηξίωσες να χορτάσω πολλάκις, ως και την σήμερον την Σάρκα, και το Αίμα σου. Χριστέ μου πολυέλεε, παρακαλώ σε να μην τιμωρηθώ ως ανάξιος, αλλά να συγχωρηθώ ωσάν μωρός και ανόητος. Καμέ, Δεσποτά μου, να μη λέιψη η χάρις σου ποτέ από εμέ. Δος μου ταύτας τας θεϊκάς αρετάς να τας έχω πίστη, ελπίδα, αγάπη, φρόνησιν, υπομονήν, παρθενίαν, ταπείνωσιν, καθαρότητα, και το περισσότερον φώτισιν, δια να γνωρίζω τα θελήματά σου, θέλησιν, δια να τα κάμνω δύναμιν δια να αντιστέκωμαι εις όλα τα κακά, όπου με πολεμούσι, και να στερεόνωμαι εις όλα τα καλά, όπου μου πρέπουσι, και σε αρέσκουσιν. Ω Θεέ μου λυπήσουμε, και μη με αφήσης να ξεπέσω πλέον εις τα πρώτα μου πταίσματα, διότι εγώ σε τάσσω πως είναι όλη μου η γνώμη και η θέλησις εις την εξουσίαν σου, και δεν θέλω φύγει πλέον ποτέ, με την βοήθειάν σου, από την υπακοήν σου. Αμήν.
Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο εκ των πατρικών κόλπων κατελθών εν τη γαστρί της Αειπαρθένου και Θεοτόκου Μαρίας, και σάρκα λαβών και γενόμενος άνθρωπος, ίνα σώσης εμέ τον ταλαίπωρον άνθρωπον, και σταυρωθείς, και παθών, και ταφείς, και αναστάς τριήμερος, και αναληφθείς εις τους Ουρανούς, και εν δεξιά καθήμενος του Θεού και Πατρός και μέλλων ελθείν κρίναι ζώντας και νεκρούς, μη με εγκαταλίπης από της απείρου ελεημοσύνης σου, φύλαξόν με υπό την σκέπην των πτερύγων σου, στήριξον τον φόβον σου εις την καρδίαν μου, καθήλωσον εκ του φόβου σου τας σάρκας μου, ελέησόν με κατά το μέγα σου έλεος, αξίωσόν με της Ουρανίας σου Βασιλείας, λύτρωσαί με από πάσης αδικίας, από πάσης συκοφαντίας, από πάσης πλεονεξίας, από πάσης έριδος, από παντός ανιέρου συμβεβηκότος, κατάπεμψόν μοι Άγγελον ειρήνης, πιστόν οδηγόν, φύλακα της ψυχής και του σώματός μου, εξελού με από ανθρώπου πονηρού και από ανδρός αδίκου και δολίου, και ρύσαι με πρεσβείαις της Θεοτόκου και πάντων των απ' αιώνος σου ευαρεστησάντων. Αμήν.
Κύριε ο Θεός μου, η γλυκεία ελπίς και αψευδής επαγγελία και φύλαξις των ελπιζόντων εις Σε, ίδε την συντριβήν της καρδίας μου με όμμα ευμενές και ίλεον και μη με εγκαταλίπης, αλλά δυνάμωσόν με να φυλάξω την ορθήν πίστιν και καλήν ομολογίαν μου έως της τελευταίας μου αναπνοής. Επίβλεψον επ' εμέ και ελέησόν με, και από πάσης σατανικής ενεργείας αβλαβή διαφύλαξον. Ναι Βασιλεύ Ουράνιε, ότι η ψυχή μου καίετε εις τον πόθον σου ως διψασμένος οδοιπόρος την ώραν του καύματος. Δυνάμωσόν με Δέσποτα να σου θυσιάσω όλον τον εαυτόν μου εις την αγάπην σου, ότι Συ ει βοηθός αήττητος και Θεός ελεήμων ον ευλογεί και δοξάζει πάσα η κτίσις εις τους αιώνας.
ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΟΗΣ!
(Εκ του βίου του Αγίου Ευθυμίου)
Εις την Λαύραν του Οσίου πατρός ημών Ευθυμίου ήτο κάποιος αδελφός, που κατήγετο από τηνΑσίαν και ωνομάζετο Αυξέντιος ήτο δε κατάλληλος να περιποιήται τους ημιόνους.
Αυτός λοιπόν ο Αυξέντιος προετρέπετο από τον Δομετιανόν, τον οικονόμον της Μονής, να αναλάβη αυτό το διακόνημα, αλλ' αυτός ανέβαλλε και δεν υπήκουεν. Επειδή όμως το διακόνημα αυτό ήτο αναγκαίον και χρήσιμον, παίρνει μαζί του ο οικονόμος τους πρεσβυτέρους Ιωάννην και Κυρίωνα, και ηξίωνε και πάλιν από τον Αυξέντιον, μαζί με τους δύο πρεσβυτέρους, να αναλάβη το διακόνημα. Αφού και έτσι δεν υπήκουσεν, και αφού πλέον επέρασεν το Σάββατον, ότε, και επετρέπετο να συναντήσουν τον Μεγάλον ευθύμιον, τα αναφέρει όλα ο οικονόμος εις τον Άγιον. Ο Μέγας Ευθύμιος τότε στέλλει αμέσως και καλεί τον Αυξέντιον και τον συμβουλεέυει να υπακούη και να μη είναι ανυποχώρητος και απείθαρχος, ακολουθών μόνον το ιδικόν θέλημα και αρνούμενος υπηρεσίαν, η οποία είναι χρήσιμος δι' όλους τους αδελφούς.
Ο Αυξέντιος όμως ούτε εις τας παρακλήσεις του Ευθυμίου υπήκουσεν, αλλ' ούτε και το πρόσωπόν του εσεβάσθη. Εξηκολούθη λοιπόν να επιμένη και να επικαλήται διαφόρους προφάσεις, δια να αποδείξη ως ορθόν το θέλημά του. Ούτως άλλοτε μεν ισχυρίζετο ότι είναι ξένος και δεν γνωρίζει να ομιλή την γλώσσαν του τόπου, άλλοτε ότι εφοβείτο τας επιβουλάς της σαρκός και τας διαφόρους τέχνας του πειρασμού - μήπως έλεγε, με εύρη ο πονηρός μακράν από την επίβλεψίν σας και με καταβάλη και με καταστήση όργανον της κακίας του. - Ακόμη - ισχυρίζετο ο Αυξέντιος - φοβούμαι, μήπως συνηθίσω εις τας φροντίδας και τους θορύβους και έτσι πλέον παραμείνω ξένος και αδιάφορος προς την ησυχίαν και την γαλήνην της ψυχής. Αυτά λοιπόν έλεγε και προέβαλλε την βλάβην της ψυχής, ως ικανήν να μεταπείση τον Μ. Ευθύμιον.
Εις αυτάς τας δικαιολογίας ο Μέγας Ευθύμιος του απήντησε:
- Τέκνον μου, ημείς θα παρακαλέσωμεν τον Θεόν ώστε να μη σε βλάψη τίποτε και, λόγω της υπακοής που θα επιδείξης, να μη κυριεθύς από κανένα κακόν, εξ όσων φοβείσαι. Διότι φωνή του Θεού είναι αυτή που λέγει <<δεν ήλθον να υπηρετηθώ, αλλά να υπηρετήσω>> (Ματθ. κ', 28) και ότι <<δεν εκτελώ το θέλημα το ιδικόν μου, αλλά το θέλημα του Πατρός, που με απέστειλεν εις τον κόσμον>> (Ιαν. ε', 30).
Παρά ταύτα ο Αυξέντιος περισσότερον επέμενε και ουδόλως υπεχώρει. Δι' αυτό και ο άγιος Ευθύμιος του ωμίλησεν αυστηρώς πλέον.
- Ημείς, τέκνον μου, του είπε, σε συνεβουλεύσαμεν εκείνο, που θα ήτο και δια δε ωφέλιμον. Συ όμως επιμένων εις την ανηπακοήν, θα γνωρίσης, εντός ολίγου, ποίος είναι ο καρπός της απειθαρχίας.
Δεν είχε προφθάσει μα τελειώση τους λόγους του ο Μέγας Ευθύμιος και αμέσως ο Αυξέντιος, δεν γνωρίζω από ποίαν αιτίαν, ήρχισε να τρέμη και πίπτει εις την γην αξιοδάκρυτος δια την συμφοράν του.
Όσοι λοιπόν εκ των αδελφών της Λαύρας παρευρίσκοντο, συνεκινήθησαν από την ελεεινήν κατάστασιν του Αυξεντίου και παρεκάλουν τον άγιον Ευθύμιον, τον ικέτευον και εδέοντο επιμόνως να βοηθήση τον αδελφόν, ο οποίος είχε πέσει κάτω, υφιστάμενος πικράν την τιμωρίαν της παρακοής.
Ο άγιος Ευθύμιος εφάνη πρόθυμος να δεχθή τας παρακλήσεις και να προσφέρη την βοήθειάν του προς ένα τόσον απειθή και ανυπάκουον αδελφόν. Αφού λοιπόν έπιασε τον Αυξέντιον από τα χέρια, τον εσήκωσεν, ενώ ακόμη εκείνος έτρεμε και έφερεν εις όλα τα μέλη του την τρεμούλαν ως τιμωρίαν δια την παρακοήν του. Μετά αντί δια φάρμακον αποτελεσματικόν, τον σημειώνει με το σημείον του Σταυρού, απαλάσσει τον άνθρωπον από το πάθος και αμέσως τον παρουσιάζει και πάλιν υγιή.
Όταν συνήλθεν ο Αυξέντιος, και ενεθυμήθη την παρακοήν του, αντελήφθη δε καλώς το κακόν το οποίον τον είχεν εύρει και εννόησεν ότι τούτο ήτο αποτέλεσμα της απειθείας του. Αμέσως λοιπόν πίπτει εμπρός εις τον άγιον Ευθύμιον, αφ' ενός μεν δια να του ζητήση συγγνώμην δι' όσα έπραξεν, αφ' ετέρου δε να τον παρακαλέση να τον ασφαλίση, με τας ευχάς του, δια το μέλλον. Ο άγιος Ευθύμιος αμέσως τον συγχωρεί και τον εξησφάλισε, δια της προσευχής του, εις το μέλλον. Τότε ο Αυξέντιος, χωρίς αναβολήν, αναλαμβάνει την φροντίδα των ημιόνων.
Έτσι η παιδαγωγούσα τιμωρία του Κυρίου, όπως λέγει και η Αγία Γραφή, ανοίγει τα αυτιά του ανθρώπου, και του βάζει μυαλό. Και αυτός, που έσφαλλε, πριν να ταπεινωθή, με απείθειαν, μετά την ταπείνωσιν της εκ Θεού τιμωρίας, ανεδείχθη πρόθυμος εις την υπακοήν.
Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2025
ΕΠΙ ΤΗΣ ΥΠ ΑΡΙΘΜ. 75/13/ 26.1.2005 ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΕΒ/ΤΟΥ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΥ.
ΠΕΡΙ ΑΛΑΖΟΝΕΙΑΣ
ΥΠ' ΟΨΙΝ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΣΤΟΥΡΑΪΤΗ.
ΜΗΠΩΣ κ. ΣΤΟΥΡΑΪΤΗ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΕΙ ΕΣΑΣ;
Η αλαζονεία είναι κάκιστον πάθος και γίνεται αιτία πολλών συμφορών εις τας κοινωνίας. Αυτή σκορπά παντού τον θόρυβον, αυτή φέρει διαιρέσεις, αυτή προκαλεί σχίσματα, αυτή ανατρέπει τα καθεστώτα, αυτή ταράσσει την ειρήνην, αυτή προξενεί μάχας, αυτή αναφλέγει πολέμους, αυτή προκαλεί όλα τα δεινά.
ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ!
ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΚΑΡΕΑ
Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος την Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2025 εκ.ημ (24 Δεκεμβρίου Νέου Ημερ.) και ώρα 06:30 μ.μ. τελέστηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Σπυρίδωνος Καρέα ο Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός, χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσογαίας, Λαυρεωτικής και Αχαρνών κ. Κηρύκου.
Την κυριώνυμο ημέρα Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2025 (25 Δεκεμβρίου 2025 Νέου Ημερ.) στον ίδιο Ιερό Ναό τελέστηκε ο πανηγυρικός Όρθρος και η Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Κηρύκου, με την συμμετοχή πολλών φιλακόλουθων και φιλέορτων ευλαβών χριστιανών.
Στο κήρυγμά του ο σεπτός ποιμενάρχης αναφέρθηκε στον βίο του Αγίου Σπυρίδωνος.
Τέλος ευχήθηκε χρόνια πολλά και ευλογημένα σε όλους, ιδιαιτέρως δε σε όσους και όσες εορτάζουν.
<<Της Συνόδου της πρώτης ανεδείχθης υπέρμαχος, και θαυματουργός θεοφόρε, Σπυρίδων πατήρ ημών. Διο νεκρά συ εν τάφω προσφωνείς, και όφιν εις χρυσούν μετέβαλες, και εν τω μέλπει τας αγίας σου ευχάς, Αγγέλους έσχες συλλειτουργούντας σοι Ιερώτατε. Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ. Δόξα τω σε στεφανώσαντι. Δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα>>.









