ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ (+1950)
Μακάριος εκείνος όστις θέλει φυλάξη και κρατήση έως τέλους την αμώμητον και αγίαν ημών Ορθόδοξον Πίστιν, την Πίστιν της Μιάς του Χριστού και Μητρός ημών Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, και υπομείνει τας διαφόρους θλίψεις, φυλακάς ή και εξορίας και λοιπάς κακώσεις. Ο τοιούτος θέλει στεφανωθή και συναριθμηθή μετά των Ομολογητών και Μαρτύρων. ( Βρεσθένης Ματθαίος νουθετική επιστολή 1936) ΟΙ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΟΥ.
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2025
ΠΡΟΣ ΟΡΘΟΞΟΥΣ ΠΕΡΙ ΜΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΙΩΝ ΤΟΥ 2006)
ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΤΟΥ ΑΟΙΔΙΜΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ!
<<...Εις ασκητής του Αγίου Όρους εις Ιερομόναχος, εις Επίσκοπος και κατόπιν Πρωθιεράρχης, ηδυνήθη δια της Πίστεως να στηρίξη όσα η σχισματική Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, δια της επαράτου και πραξικοπηματικώ τω τρόπω εισαγωγής της καινοτομίας του νέου παπικού ημερολογίου, επεχείρησε να συντρίψη...>>.
Γνωρίζετε δε, ότι τα χαροποιά του παρόντος κόσμου γλυκαίνουν και χαροποιούν εις ολίγον καιρόν την αίσθησιν μόνον, και ευθύς φθείρονται και χάνονται, αλλ΄ η ευφροσύνη και χαρά των μελλόντων είναι αιώνιος και παντοτεινή...>>.
Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2025
ΔΙΑΤΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΩΜΑΙ
Δηλαδή: Ο λόγος του Θεού είναι άρτος, με τον οποίον τρέφονται αι πεινασμέναι ψυχαί.
Και είσθε διψασμένοι τόσον από το αθάνατον ποτόν, το οποίον είναι το ζωοποιόν αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, όσον και από το νοητόν ποτόν, το οποίον είναι το νάμα του Θείου λόγου και της διδασκαλίας Του.
Δια τούτο λοιπόν και εσείς, οι πεινασμένοι και διψασμένοι Χριστιανοί, να φροντίζετε να πηγαίνετε εις την Αγίαν Εκκλησίαν, δια να παρηγορήτε την πείναν σας από την μυστικήν και Αγίαν Τράπεζαν του Σώματος του Κυρίου, και του θείου λόγου, και να ευχαριστήτε την δίψαν σας από το ζωήρρυτον Αίμα του Κυρίου, και από τα νάματα της διδασκαλίας των θείων γραφών, τα οποία αναβλύζουν εις την Εκκλησίαν του Χριστού.
Διότι εάν δεν πηγαίνετε εις την Εκκλησίαν δια να λαμβάνετε αυτά τα αθάνατα και ζωοποιά φαγητά και ποτά, βεβαίως θα αδυνατίσετε ψυχικώς και θα αποθάνετε, κατά τον λόγον του Κυρίου:
<<Εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα ούκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς.(Ιωάν. ς'. 53).>>
Δια τα αγαθά αυτά, (τον άρτον και τον οίνον δηλαδή), τα οποία ευρίσκονται εις την Αγίαν Εκκλησίαν του Θεού, προεφήτευσεν ο Θείος Δαυίδ λέγων:
<<Πλησθησόμεθα εν τοις αγαθοίς του οίκου σου. Άγιος ο Ναός σου, θαυμαστος εν δικαιοσύνη (Ψαλ. ξδ'.5)>>
Δηλαδή: Θα χορτάσωμε ψυχικώς από τα αγαθά και τας ευλογίας του οίκου σου. Διότι είναι Άγιος ο Ναός Σου και θαυμαστός ένεκα της δικαιοσύνης Σου η οποία υπάρχει εις αυτόν.
Αλλά και ο προφήτης Ιωήλ, ο οποίος προεφήτευσε περί του ύδατος της θείας δικαιοσύνης το οποίον αναβλύζει από την Αγίαν Εκκλησίαν και ποτίζει τους Χριστιανούς οι οποίοι είναι ξηροί και άκαρποι ωσάν τον σχοίνον, λέγει:
<<Και έσται εν τη ημέρα εκείνη πηγή εξ οίκου Κυρίου, εξελεύσεται και ποτιεί τον χειμάρουν των σχοίνων (Ιωάν. γ'.18).
Όπως εις τον καιρόν του κατακλυσμού, όσοι άνθρωποι και ζώα εισήλθον εις την Κιβωτόν εσώθησαν, όσοι όμως έμειναν έξω από αυτήν επνίγησαν και αφανίσθησαν, το ίδιο συμβαίνει και με τους Χριστιανούς σήμερον. Όσοι από αυτούς πηγαίνουν εις την Αγίαν Εκκλησίαν και γίνονται πραγματικά μέλη της, λυτρώνονται από τον νοητόν κατακλυσμόν της αμαρτίας και των παθών. Όσοι όμως Χριστιανοί μένουν έξω από την Εκκλησίαν καταποντίζονται και αφανίζονται.
Δια τούτο λέγει και ο Άγιος Χρυσόστομος:
<<Των μελλόντων τύπος τα γενόμενα ην, οίον η Εκκλησία, η Κιβωτός. Ο Νώε, ο Χριστός. Η περιστερά, το πνεύμα το Άγιον. Το φύλλον της ελαίας, η φιλανθρωπία του Θεού. Αλλά τύπος εκείνα, ταύτα δε αλήθεια. Καθάπερ γαρ η Κιβωτός εν μέσω του πελάγους διέσωσε τους έσω όντας, ούτω και η Εκκλησία διασώζει τους πλανωμένους άπαντας (Αγ. Χρυσοστόμου, Λόγος εις τον σεισμόν και εις τον πλούσιον Λάζαρον). >>
ΜΑΤΑΙΟΤΗΣ - ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΩΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΜΑΤΑΙΟΤΗΣ
Αν αυτήν τη στιγμήν ξεσκεπάζαμε μια πλάκα ενός ευπρεπέστατου τάφου και βρισκόταν κάποιος να μας ομιλήση η πρώτη λέξις που θα έβγαζε θα ήτο ματαιότης.
Άνθρωπε στάσου δύο λεπτά και πρόσεξε και μένα θα σου μιλήσω συμβουλές που είναι καλές για σένα.
Με βλέπεις κόκκαλο γυμνό, μα δίχως φαντασία και λες δεν ήμουν τίποτα, δεν δίδεις σημασία.
Μα κάποτε στα χρόνια μου είχα κι' εγώ το κάλλος και βάδιζα περήφανος σαν φουσκωμένος γάλος.
Κι είχα κι' εγώ τη δόξα μου, σοφία του Σωκράτη, του Ηρακλή τη δύναμη, φήμη πολλή στα Κράτη.
Είχα μαλλιά μεταξωτά και μάγουλα σαν μήλο και φρύδια που δεν βρίσκονταν σαν της ελιάς το φύλλο.
Είχα καρδιά του λέοντος και μπράτσα σιδερένια, ακούραστα τα πόδια μου και στήθη μαρμαρένια.
Είχα τη γλώσσα τ' αηδονιού, μάτια μαύρα και μερικοί μου λέγανε όλα μαζί που ταύρα.
Γι' αυτό χαιρόμουνα πολύ πως ήμουν γης φάρος και με το νου λογάριαζα πως δεν υπάρχει χάρος.
Μα ποτέ δεν κατάλαβα περάσανε τα χρόνια και φύγανε τα νιάτα μου σαν του Μαρτιού τα χιόνια.
Το γλέντι κι' όλες οι χαρές περνούσαν τον αέρα κι' όλη η ζωή μου φάνηκε σαν νάτανε μια μέρα.
Σαν ένοιωσα γεράματα θυμάμαι τα παλιά μου μου φάνηκε παράξενο ' άσπρισαν τα μαλλιά μου.
Το φως από τα μάτια μου μικραίνει, λιγοστεύει κι' ο νους μου πως εγήρασα ακόμη δεν πιστεύει.
Τα πόδια μου αδυνάτισαν, τα χέρια δεν κινούνται τα δόντια μου χαλάσανε κι' αυτά παραπονιούνται.
Κατάλαβα τον θάνατο, σε λίγο τελειώνω και τότε βάζω μια φωνή με κλάματα και πόνο.
Ποιός μάγος φέρνει τη ζωή και ποιο γιατρό να πάρω και ποιος μπορεί και δύναται που να νικά το χάρο;
Θα του χαρίσω κτήματα και λίρες όσες θέλει αρκεί του χάρου το σπαθί να σπάση και τα βέλη.
Κανείς δεν μ' αποκρίθηκε κανείς δεν μούπε ξέρει να μου γλυτώση τη ζωή και νειάτα να μου φέρη.
Λοιπόν μια μέρα τ' Απριλιού
Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2025
Ο ΦΘΟΝΟΣ ΑΙΤΙΑ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ!
Ο φθόνος κατά τον Άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνον είναι μία πικρία, είναι λύπη όπου έχει κάποιος δια το αγαθόν του πλησίον, το οποίον θεωρεί ως ιδικόν του κακόν, νομίζοντας ότι εκείνο το αγαθό σμικρύνει την ιδικήν του δόξαν και το όφελος και δι' αυτό λέγεται ο φθόνος λύπη του αλλοτρίου αγαθού.
Ο φθόνος χαίρεται το κακόν του πλησίον, εφ' όσον αυξάνει από αυτό η ιδική του δόξα και ο έπαινος.
Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης λέγει ότι δύο τάξεις ανθρώπων έχουν υποδουλωθή εις αυτό το έγκλημα του φθόνου.
Πρώτο οι φιλόδοξοι, οι οποίοι επιθυμούν να αποκτήσουν μεγάλην φήμην και όνομα και δεν υποφέρουν να τους υπερέχουν οι άλλοι, αλλά στενοχωρούνται με την δόξαν και τον έπαινον εκείνων διότι έτσι ελαττώνεται η ιδική τους δόξα.
Δεύτερον οι μικρόψυχοι, οι οποίοι θεωρούν πολύ μεγάλα τα ξένα κατορθώματα, νομίζοντας ότι υστερούν από τους άλλους και δι' αυτό λυπούνται δια το καλόν τους.
Ο φθόνος είναι μεγάλον ανόμημα, διότι είναι εναντίον της αγάπης, η οποία θέλει να χαιρώμεθα δια το αγαθόν και να λυπούμεθα δια το κακόν του πλησίον.
ΔΙΗΓΗΜΑ ΦΡΙΚΗΣ!
Ακούσατε, όσοι και όσαις την σκωληκόβρωτον
σάρκα σας καλωπίζετε υπερηφανευόμενοι
και φρίξατε!
Ένας ασκητής παρεκάλεσε τον Θεόν να του φανερώση πολλά μυστήρια, και βγαίνοντας από το κελλίον του να υπάγη εις μίαν χώραν, εις τον δρόμον όπου επήγαινεν σμίγει με έναν άγγελον, μα δεν τον εγνώρισεν ο ασκητής, ενόμισε πως ήτο άνθρωπος.
Εις τον δρόμον απαντούν ένα άλογο ψώφιο, έπιασεν ο ασκητής την μύτην του, ο άγγελος τίποτε. Πηγαίνουν παρέκει απαντούν ένα βώδι ψώφιο, όπου εβρώμα. Πάλιν ο ασκητής πιάνει την μύτην του. Ο άγγελος τίποτε. Πηγαίνουν παρέκει απαντούν ένα σκύλον ψώφιον. Πιάνει ο ασκητής την μύτην, ο άγγελος τίποτε.
Κοντά όπου ήθελον να φθάσουν εις την χώραν, ευρίσκουν μίαν κόρην πολύ ωραίαν, με στολίδια και φορέματα πολύτιμα.
Τότε ο άγγελος έπιασε την μύτην του! Βλέποντας ο ασκητής του λέγει. Τι είσαι συ; Άγγελος, άνθρωπος ή διάβολος; Απαντήσαμε το ψώφιο άλογο όπου εβρωμούσε, δεν έπιασες τη μύτη σου, ομοίως και το βώδι και τον σκύλον και δεν είδα να πιάσης την μύτη σου, και τώρα που απαντήσαμε τέτοιαν ωραίαν κόρην έπιασες τη μύτη σου;
Τότε φανερώνεται ο άγγελος και του λέγει. Πως κανένα πράγμα δεν βρωμά του Θεού περισσότερον ωσάν την υπερηφάνειαν, και λέγοντας τον λόγον έγεινεν άφαντος ο άγγελος.
Ευθύς εγύρισεν ο ασκητής οπίσω εις το κελλίον του και έκλαιε δια τας αμαρτίας του, παρακαλών τον Θεόν να φυλάττη από τας παγίδας του διαβόλου και να μη τον ρίψη εις την υπερηφάνειαν και κολασθή.
Σημ. Ας τ' ακούσουν οι υπερηφανευόμενοι και πονηρευόμενοι (ωσάν και εμένα) οίτινε εξολοθρευθήσονται. Και δη κακόμοιρες σεις όσαι γυναίκες στολίζεσθε σκανδαλωδώς ή φτιασιδώνεσθε δαιμονιωδώς καλωπιζόμεναι δια να μη δήτε πρόσωπον Θεού ποσώς αν δεν μετανοήσετε θερμώς.
ΕΥΧΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ!
Ω πανάγιε Σωτήρα μου, λογιάζω μέσα μου, τι λόγια να εύρω να σε χαιρετήσω, και ποίον χάρισμα να σε κάμω δια να σε ευχαριστήσω καθώς πρέπει. Αλλά τίποτε δεν ευρίσκω, όπου να είναι άξιον δια σε τον Θεόν και Πλάστην μου. Μόνον γίνομαι εξεστικός, πως εδόθη τούτο το μέγα μυστήριον εις εμέ τον ανάξιον. Ω μεγαλοδύναμε Θεέ, και Πλάστη μου, και Πατέρα μου αιώνιε, ευχαριστώ σοι, όπου με ηξίωσες να χορτάσω πολλάκις, ως και την σήμερον την Σάρκα, και το Αίμα σου. Χριστέ μου πολυέλεε, παρακαλώ σε να μην τιμωρηθώ ως ανάξιος, αλλά να συγχωρηθώ ωσάν μωρός και ανόητος. Καμέ, Δεσποτά μου, να μη λέιψη η χάρις σου ποτέ από εμέ. Δος μου ταύτας τας θεϊκάς αρετάς να τας έχω πίστη, ελπίδα, αγάπη, φρόνησιν, υπομονήν, παρθενίαν, ταπείνωσιν, καθαρότητα, και το περισσότερον φώτισιν, δια να γνωρίζω τα θελήματά σου, θέλησιν, δια να τα κάμνω δύναμιν δια να αντιστέκωμαι εις όλα τα κακά, όπου με πολεμούσι, και να στερεόνωμαι εις όλα τα καλά, όπου μου πρέπουσι, και σε αρέσκουσιν. Ω Θεέ μου λυπήσουμε, και μη με αφήσης να ξεπέσω πλέον εις τα πρώτα μου πταίσματα, διότι εγώ σε τάσσω πως είναι όλη μου η γνώμη και η θέλησις εις την εξουσίαν σου, και δεν θέλω φύγει πλέον ποτέ, με την βοήθειάν σου, από την υπακοήν σου. Αμήν.
Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο εκ των πατρικών κόλπων κατελθών εν τη γαστρί της Αειπαρθένου και Θεοτόκου Μαρίας, και σάρκα λαβών και γενόμενος άνθρωπος, ίνα σώσης εμέ τον ταλαίπωρον άνθρωπον, και σταυρωθείς, και παθών, και ταφείς, και αναστάς τριήμερος, και αναληφθείς εις τους Ουρανούς, και εν δεξιά καθήμενος του Θεού και Πατρός και μέλλων ελθείν κρίναι ζώντας και νεκρούς, μη με εγκαταλίπης από της απείρου ελεημοσύνης σου, φύλαξόν με υπό την σκέπην των πτερύγων σου, στήριξον τον φόβον σου εις την καρδίαν μου, καθήλωσον εκ του φόβου σου τας σάρκας μου, ελέησόν με κατά το μέγα σου έλεος, αξίωσόν με της Ουρανίας σου Βασιλείας, λύτρωσαί με από πάσης αδικίας, από πάσης συκοφαντίας, από πάσης πλεονεξίας, από πάσης έριδος, από παντός ανιέρου συμβεβηκότος, κατάπεμψόν μοι Άγγελον ειρήνης, πιστόν οδηγόν, φύλακα της ψυχής και του σώματός μου, εξελού με από ανθρώπου πονηρού και από ανδρός αδίκου και δολίου, και ρύσαι με πρεσβείαις της Θεοτόκου και πάντων των απ' αιώνος σου ευαρεστησάντων. Αμήν.
Κύριε ο Θεός μου, η γλυκεία ελπίς και αψευδής επαγγελία και φύλαξις των ελπιζόντων εις Σε, ίδε την συντριβήν της καρδίας μου με όμμα ευμενές και ίλεον και μη με εγκαταλίπης, αλλά δυνάμωσόν με να φυλάξω την ορθήν πίστιν και καλήν ομολογίαν μου έως της τελευταίας μου αναπνοής. Επίβλεψον επ' εμέ και ελέησόν με, και από πάσης σατανικής ενεργείας αβλαβή διαφύλαξον. Ναι Βασιλεύ Ουράνιε, ότι η ψυχή μου καίετε εις τον πόθον σου ως διψασμένος οδοιπόρος την ώραν του καύματος. Δυνάμωσόν με Δέσποτα να σου θυσιάσω όλον τον εαυτόν μου εις την αγάπην σου, ότι Συ ει βοηθός αήττητος και Θεός ελεήμων ον ευλογεί και δοξάζει πάσα η κτίσις εις τους αιώνας.


