Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 16 Αυγούστου 2025

ΠΑΠΙΚΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΦΡΙΚΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΙΡΕΣΙΣ

Παπικό πρωτείο, φρικτή Εκκλησιολογική Αίρεση Αρχική σελίδαΘεματικές κατηγορίεςΑίρεσηΠαπισμόςΠαπικό πρωτείο - Φρικτή Εκκλησιολογική ΑίρεσηΠαπικό πρωτείο, φρικτή Εκκλησιολογική Αίρεση ΝΙΚΟΛΑΟΥ Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ ΠΑΠΙΚΟ ΠΡΩΤΕΙΟ Φρικτή Εκκλησιολογική Αίρεση Εισαγωγή Είναι γνωστό ότι οι Παπικοί εμμένουν με πείσμα στο λεγόμενο «πρωτείο» του Πάπα. Έχουν δε δηλώσει επανειλημμένως, έχουν γράψει και έχουν διακηρύξει ότι: «Ένωσις της χριστιανωσύνης δεν σημαίνει τίποτε άλλο ει μη (παρά μόνο) υποταγήν εις τον Ρώμης (τον Πάπα), μόνον αντιπρόσωπον του Χριστού επί της γης». Και ότι «το πρωτείον και το αλάθητον δεν είναι εκκλησιαστικά διατάγματα, τα οποία η Εκκλησία ειμπορεί να ακυρώση, αλλ' είναι δόγματα, τα οποία ουδείς δύναται να κλονίση»1. Και ακόμη ότι «δεν πρόκειται να θυσιάση τίποτε εκ των αληθειών της (ΣΣ μάλλον πλανών της) η Καθολική (Παπική) Εκκλησία». «Με άλλα λόγια», όπως γράφει ο Καθηγητής της Δογματικής στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Δημήτριος Τσελεγγίδης, σε επιστολή του προς την Ιεράν Κοινότητα του Αγίου Όρους, «ο Πάπας στη Λατινική Δύση - με το δογματικώς κατοχυρωμένο και από τη Β' Βατικανή Σύνοδο "αλάθητο" και το διεκδικούμενο πρωτείο εξουσίας σ' ολόκληρη την Εκκλησία - έχει πάρει αυθαιρέτως τη θέση του Πνεύματος της Αληθείας στην Παγκόσμια Εκκλησία»[2]. Η τοποθέτηση αυτή των Παπικών που επαναλαμβάνεται σταθερά δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το τι ένωση ζητούν, όταν συζητούν με Ορθοδόξους. Επιδιώκουν ένωση με πρότυπο την επάρατο Ουνία. Για το πού στηρίζουν το «πρωτείο», πώς εξε­λίχθηκε και πώς το κατοχύρωσαν έχουν γραφεί πολλά και κατ' εξοχήν αξιόλογα από πλευράς Ορθοδόξου. Αναφέρουμε σαν παράδειγμα τρεις τέτοιες κατεξοχήν κατατοπιστικές, επιστημονικές και σοβαρές μελέτες: α) Νεκταρίου Πενταπόλεως, Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του Σχίσματος... και περί του αδυνάτου ή δυνατού της ενώσεως, β) Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Το Πρωτείον του Επισκόπου Ρώμης (ιστορική και κριτική μελέτη), εκδ. περιοδικού «Εκκλησία», Αθήναι 19642. γ) Παν. Ν. Τρεμπέλα, Περί το Πρωτείον του Επισκόπου Ρώμης, εκδ. «Ο Σωτήρ», Αθήναι 1965. Στη μικρή μελέτη που ακολουθεί αναδημοσιεύουμε πέντε κείμενα που έχουν δημοσιευθεί στο περιοδικό «Ο Σωτήρ» (τόμ. 2001) και απαντούν στην απαράδεκτη θέση ότι δήθεν η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως του 879-880 αναγνώρισε το «πρωτείον εξουσίας» του Πάπα, και επομένως το θέμα έχει από τότε λυθεί!... Εκδίδουμε τα άρθρα αυτά συμπληρωμένα και σε ένα τεύχος εξαφορμής της συζητήσεως που γίνεται σχετικά με το «ρόλο του επισκόπου Ρώμης εν τη κοινωνία όλων των εθνών» όπως αποφάσισε η Μικτή Διεθνής Θεολογική Επιτροπή για το θεολογικό Διάλογο Ορθοδόξων και Παπικών στη συνάντηση της Ραβέννας (8-14 Οκτωβρίου 2007)[3]. Η συζήτηση γίνεται για το πώς πρέπει να εννοήσουμε ή να ερμηνεύσουμε οι Ορθόδοξοι το κραυγαλέα αιρετικό «παπικό πρωτείο», ώστε να επιτευχθεί η ένωση Ορθοδόξων και Παπικών!... Είναι πολύ λυπηρή η στάση ορισμένων Ορθοδόξων, αν κρίνουμε από όσα ακούστηκαν εκ μέρους των κατά την «Επιστημονική Ημερίδα» με θέμα «Ο Θεολογικός Διάλογος μεταξύ της Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας», που οργάνωσε ο Τομέας Δογματικής Θεολογίας (του Τμήματος Θεολογίας) της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. στις 20.5.2009 στην Αίθουσα Τελετών του ανωτέρω Πα­νεπιστημίου[4]. Είναι πολύ λυπηρή και κατεξοχήν ανησυχητική, διότι οι Ορθόδοξοι αυτοί, και μάλιστα Καθηγητές της Θεολογικής, με τη στάση τους δεν σκανδαλίζουν μόνο το Ορθόδοξο πλήρωμα. βλάπτουν και τους ίδιους τους Παπικούς. Έχουν δυστυχώς διαχρονική ισχύ οι λόγοι που έγραψε ο Μ. Βασίλειος στον Επίσκοπο Σαμοσάτων Ευσέβιο περί του Πάπα και των Δυτικών της εποχής του. Έγραψε: Πράγματι όταν οι υπερήφανοι χαρακτήρες κολακεύονται, είναι φυσικό να γίνονται πιο υπεροπτικοί από ό,τι είναι συνήθως. Διότι άλλωστε, αν βεβαίως μας ευσπλαγχνισθεί ο Κύριος, ποιαν άλλη βοήθεια χρειαζόμαστε; Αν όμως συνεχισθεί η οργή του Θεού εναντίον μας, ποια είναι η βοήθειά μας από την «οφρύν» (δηλαδή την υπεροψίαν, αλαζονείαν, υπερηφάνειαν) των Δυτικών;[5] Ας μας διδάξει επί τέλους και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ Β', που πήγε στην ψευδοσύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας (1438-1439) με πολύ θάρρος και πιστεύοντας αφελώς ότι από εκεί οι Ορθόδοξοι θα επέστρεφαν «νικηταί και τροπαιούχοι»! Δεν άργησε όμως να απογοητευθεί εντελώς και να ομολογήσει: Οι Λατίνοι είναι «άνθρωποι φιλόνεικοι, κενόδοξοι και ακατάπειστοι (που δεν πείθονται εντελώς). Ου δυσωπούνται τοις λόγοις των ημετέρων (δεν πείθονται και δεν συγκατανεύουν προς τους λόγους των ιδικών μας), ουδέ πεισθήναι θέλουσι της αληθείας» (ούτε θέλουν να συμφωνήσουν και να πεισθούν για την αλήθεια)[6.]" Επί τέλους ας φοβηθούμε τον Θεό της αληθείας και ας λυπηθούμε το λογικό ποίμνιο του Χριστού, το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Ορθοδοξίας μας. Ας μη το τραυματίζουμε με τις συνεχείς υποχωρήσεις μας στην αίρεση του Παπισμού. Και τη συμβιβαστική ένωση με την κακοδοξία, θεωρώντας τους εαυτούς μας σοφότερους των θεοφόρων Πατέρων και των αγίων της Ορθοδοξίας. Απαράδεκτες θέσεις Οι Παπικοί δεν αφήνουν ανεκμετάλλευτη καμιά ευκαιρία που εξυπηρετεί την φρικτή εκκλησιολογική αίρεση του Παπικού πρωτείου. Έτσι η Ουνιτο-Παπική εφημερίδα της Ελλάδος «Καθολική» της 26ης Ιουνίου 2001 αναδημοσίευσε από την αθηναϊκή εφημερίδα «Το Βήμα» της 29-4-2001 ένα άρθρο πρέσβεως ε.τ., με τον τίτλο: «Το πρωτείο του Πάπα Ρώμης και ο τρόπος της ασκήσεώς του». Σ' αυτό, μεταξύ άλλων, εγράφετο: «Όλο και περισσότεροι επιμένουν ότι δήθεν η Ανατολική Εκκλησία (σ.σ. η Ορθόδοξη) δεν αναγνωρίζει, ούτε αναγνώρισε ποτέ, οποιοδήποτε πρωτείο της Ρώμης, αν εξαιρέσουμε ένα απλό τιμητικό προβάδισμα στην εθιμοτυπική σειρά, θα λέγαμε, των πρεσβυγενών πατριαρχείων. Η θέση αυτή», συνέχιζε ο αρθρογράφος, «είναι τόσο αβάσιμη, ώστε να βλάπτει την αξιοπιστία όσων την υποστηρίζουν και να καθιστά εκ προοιμίου αδύνατον οποιονδήποτε σοβαρό διάλογο με άμεσο σκοπό τη σταδιακή επαναπροσέγγιση των δύο Εκκλησιών (...). Όσοι υποστηρίζουν μία τέτοια θέση καλή τη πίστει, και είναι ασφαλώς πολλοί, παραβλέπουν συν τοις άλλοις ότι η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως των ετών 879-880, δια της οποίας επεσφραγίσθη η πλήρης αποκατάστασις των σχέσεων Παλαιάς και Νέας Ρώμης, υιοθέτησε Κανόνα δια του οποίου όχι μόνον ανεγνωρίσθη, αλλά και κατοχυρώθηκε έναντι μελλοντικών αμφισβητήσεων το πρωτείον της Ρώμης, όπως η ίδια το αντιλαμβανόταν την εποχή εκείνη». Στη συνέχεια ο αρθρογράφος επέμενε στον ανωτέρω Κανόνα, τον Α' Κανόνα της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως των ετών 879-880, για τον οποίο λέγει ότι Ορθόδοξοι ερμηνευταί του, μεταξύ των οποίων και ο αείμνηστος Καθηγητής της Δογματικής Ιωάννης Καρμίρης, έδωκαν «άλλην, εκ διαμέτρου αντίθετη, ερμηνεία στην τελευταία παράγραφο». Την ερμηνεία δε αυτή τη χαρακτήριζε «εξωφρενική»! Είναι προφανές ότι η Ουνιτο - Παπική εφημερίδα έσπευσε να αναδημοσιεύσει το εν λόγω άρθρο, διότι υποστηρίζει τις θέσεις του Βατικανού και συγκεκριμένα το «πρωτείον εξουσίας», που επιμένει ότι έχει ο Πάπας. Οι Ορθόδοξοι, κατά τον Ιωάννη Καρμίρη, υποστήριξαν στη Σύνοδο του 879-880, ότι «απηγορεύθη, επί τη προτάσει των παπικών αντιπροσώπων (...) πάσα καινοτομία των τιμητικών πρεσβείων και προνομίων του πάπα Ρώμης, δηλαδή πάσα μετατροπή του primatus honoris (=τιμητικού πρωτείου) αυτού εις primatus jurisdictionis (=διοικητικόν πρωτείον)»7. Η ερμηνεία αυτή του Κανόνος εκ μέρους του αειμνήστου Καθηγητού Ιωάννου Καρμίρη δεν είναι καθόλου «εξωφρενική», όπως θα αποδείξει η συνέχεια. Πρέπει όμως να απαντήσουμε πρώτα στα γραφόμενα ότι δήθεν είναι «αβάσιμη» η θέση ότι «η Ανατολική Εκκλησία δεν αναγνώρισε ποτέ οποιοδήποτε πρωτείο της Ρώμης», παρά μόνον «απλό τιμητικό προβάδισμα στην εθιμοτυπική σειρά των πρεσβυγενών πατριαρχείων». Η θέση αυτή δεν είναι καθόλου αβάσιμη. Η εκκλησιαστική Ιστορία βεβαιώνει ότι κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων αιώνων δεν έχουμε κανένα γεγονός κατά το οποίο να αναγνωρίσθηκε από την Εκκλησία διοικητικό πρωτείο στον Επίσκοπο Ρώμης. Η Εκκλησία του Χριστού κατά την περίοδο εκείνη δεν διοικείτο «μοναρχικώς» ούτε ελάμβανε διαταγές από τη Ρώμη. Εκκλησιαστικές Σύνοδοι συνέρχονταν εν αγνοία του Επισκόπου Ρώμης. Επίσκοποι εκλέγονταν και δικάζονταν χωρίς καμία ανάμειξη του Επισκόπου Ρώμης. Η τακτική αυτή επιβεβαιώνεται και από τους Αποστολικούς Κανόνες, στους οποίους έχουν αποτυπωθεί οι αρχές της διοικήσεως της Εκκλησίας του Χριστού κατά τους πρώτους αιώνες. Το μέγα και σπουδαιότατο κύρος των Κανόνων αυτών υπέδειξεν ήδη η Αγία Α' Οικουμενική Σύνοδος (325) στους υπ' αριθ. 1, 2, 5, 9, 10 Κανόνες της. Κατά τους Αποστολικούς Κανόνες κάθε τοπική Εκκλησία διοικείτο από τον δικό της Επίσκοπο (βλ. Αποστολικοί Κανόνες 32, 35, 38, 39, 76), απαγορευόταν δε οποιαδήποτε επέμβαση του ενός Επισκόπου στη διοίκηση του άλλου (Αποστολικοί Κανόνες 34, 35). Οι κατά τόπους επισκοπές (παροικίες) αποτελούσαν τις κατά τόπους Εκκλησίες, κάθε μιας των οποίων ηγείτο ως «κεφαλή» ο «πρώτος». Αλλ' ο «πρώτος» δεν έπραττε τίποτε χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των άλλων Επισκόπων όπως επίσης κανείς από τους άλλους δεν ενεργούσε κάτι χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του «πρώτου». «Τους Επισκόπους εκάστου έθνους, ειδέναι χρη τον εν αυτοίς πρώτον, και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν, και μηδέν τι πράττειν περιττόν άνευ της εκείνου γνώμης. μόνα δε πράττειν έκαστον, όσα τη αυτού παροικία επιβάλλει, και ταις υπ' αυτήν χώραις. Αλλά μηδέ εκείνος άνευ της πάντων γνώμης ποιείτω τι. Ούτω γαρ ομόνοια έσται...» (Αποστολικός Κανών 34). Δηλαδή. όλοι οι επίσκοποι της κάθε χώρας πρέπει να γνωρίζουν εκείνον που είναι «πρώτος» ανάμεσά τους, δηλαδή οι επίσκοποι τον Μητροπολίτη. και να τον θεωρούν «ως κεφαλήν» και χωρίς τη γνώμη του να μη κάνουν κανένα περιττό πράγμα, δηλ. ό,τι δεν ανήκει στις ενορίες των επισκοπών τους, αλλά το υπερβαίνει. Καθένας από τους επισκόπους να πράττει χωρίς τη γνώμη του Μητροπολίτου μόνο όσα ανήκουν στα όρια της επισκοπής του και στις περιοχές που βρίσκονται σ' αυτά. Όμως και ο Μητροπολίτης δεν πρέπει να ενεργεί κανένα κοινό πράγμα «μόνος και καθ' εαυτόν» χωρίς τη γνώμη όλων των επισκόπων του. Έτσι θα υπάρχει ομόνοια... Επομένως και ο Επίσκοπος Ρώμης διοικούσε μόνο τη δική του επισκοπή της οποίας προΐστατο και καμίαν άλλην[8]. Αυτό το καθεστώς ίσχυε κατά τους τρεις πρώτους αιώνες της εκκλησιαστικής Ιστορίας. Τί γινόταν στους μετέπειτα αιώνες το γράφουμε στη συνέχεια. Η διαφορά «Πρωτείου Τιμής» και «Πρωτείου Εξουσίας» Η Εκκλησία του Χριστού κατά την διάρκεια των τριών πρώτων αιώνων έλυε τα αναφυόμενα ζητήματα, όπως γράψαμε ανωτέρω, δια των τοπικών συνόδων. Δεν υπάρχει περίπτωση κατά την οποία η Εκκλησία ζήτησε τη λύση κάποιου ζητήματος γενικής εκκλησιαστικής φύσεως μόνον από τον Επίσκοπο της Ρώμης. Από τον τέταρτο όμως αιώνα και εφεξής, λόγω των μεγάλων ζητημάτων που είχαν παρουσιασθεί και που είχαν προκαλέσει οι διάφορες αιρέσεις, τα ζητήματα αυτά συζητούνταν και λύνονταν από τις Οικουμενικές Συνόδους. Στις Συνόδους αυτές οι αντιπρόσωποι του Επισκόπου Ρώμης κατελάμβαναν την πρώτη θέση, όχι διότι αυτός είχε κάποιαν εξουσίαν επί των άλλων Επισκόπων, αλλ' επειδή ο Ρώμης εθεωρείτο «πρώτος» κατά την τιμή μεταξύ των άλλων «πρώτων» Επισκόπων. Εθεωρείτο δε «τιμητικώς» πρώτος, διότι η έδρα του βρισκόταν στη Ρώμη, την πρωτεύουσα του κράτους. «Πρώτοι», κατά τον χρόνο που είχε συγκροτηθεί η αγία Α' Οικουμενική Σύνοδος (325), ήταν οι Επίσκοποι Ρώμης, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας. Αυτοί δε θεωρούνταν ίσοι μεταξύ τους σύμφωνα με τον 6ο Κανόνα της αγίας Α' Οικουμενικής Συνόδου. Όταν οι Οικουμενικές Σύνοδοι έδιδαν στους Επισκόπους το πρωτείο «τιμής» και καθόριζαν την μεταξύ των «πρώτων» τάξη, δέχονταν ως βάση για τον καθορισμό αυτό μόνο την πολιτική σπουδαιότητα των πόλεων στις οποίες ήσαν Επίσκοποι οι πρεσβύτεροι αυτοί ιεράρχες. Γι' αυτό άλλωστε οι Ιεροί Κανόνες επιτάσσουν για τη διατήρηση και την αύξηση της συνοχής ενός κράτους το «συμμεταβάλλεσθαι τοις πολιτικοίς τα εκκλησιαστικά πράγματα». Η αρχή αυτή ίσχυσε σ' όλους τους αιώνες τόσο στην Ανατολή, όσο και στη Δύση. Εξάλλου «πρώτον ιδίωμα όλων των οικουμενικών (Συνόδων) είναι, το να συναθροίζωνται δια προσταγών, ουχί του Πάπα, ή του δεινός Πατριάρχου, αλλά δια προσταγών βασιλικών»9. «Πάπαι» αποκαλούνται οι Επίσκοποι Ρώμης από τον 8ο αιώνα και εξής. Ας σημειωθεί όμως ότι ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας εκαλείτο ήδη «Πάπας» πριν από τον 8ο αιώνα. το δε όνομα «Πατριάρχης» άρχισε να δίδεται στα χρόνια του αυτοκράτορος Θεοδοσίου Β' του Μικρού (408-450). Στις Οικουμενικές Συνόδους προήδρευαν συνήθως οι πρώτοι τη τάξει των Επισκόπων και όχι οι Παπικοί «λεγάτοι» (=απεσταλμένοι, αντιπρόσωποι). Κανένας Επίσκοπος Ρώμης δεν είχε παραστεί αυτοπροσώπως σε οποιαδήποτε Οικουμενική Σύνοδο. Στην επίλυση δε των διαφόρων ζητημάτων, τα οποία συνεζητούντο κατά τις Οικουμενικές Συνόδους, κύρος και επιρροή μπορούσε να έχει - και ουσιαστικώς είχε - μόνον όποιος διακρινόταν για τη σταθερότητα, την ακεραιότητα, την καθαρότητα και δύναμη των Ορθοδόξων πεποιθήσεών του. Αυτός που πρόβαλλε και αποδεικνυόταν ως γνήσιος εκφραστής και εκπρόσωπος της ευαγγελικής αληθείας, έστω και αν δεν ήταν Επίσκοπος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Μέγας Αθανάσιος, ο οποίος έπαιξε βασικότατο και σημαντικότατο ρόλο στην αγία Α' Οικουμενική Συνοδό, αν και ήταν τότε ένας νεαρός αρχιδιάκονος της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας. Εξάλλου η ισχύς και η νομιμότης των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων εξηρτώντο από τον Επίσκοπο Ρώμης, τον Πάπα, τόσο, όσο και από την επικύρωση οιουδήποτε άλλου Πατριάρχου. Οι δε αποφάσεις των Αγίων Συνόδων, στις οποίες δεν είχαν παραστεί ούτε ο Πάπας ούτε οι αντιπρόσωποί του, είχαν απόλυτη και πλήρη ισχύ και χαρακτήρα υποχρεωτικό εκ μέρους όλων των Επισκόπων. Ήσαν υποχρεωτικές και για τον Επίσκοπο Ρώμης. Κατά την περίοδο των οκτώ πρώτων αιώνων, δηλαδή της πριν από το ολέθριο σχίσμα περιόδου, όταν η Εκκλησία του Χριστού ήταν ενωμένη, η ανώτατη εξουσία στην Εκκλησία ανήκε αποκλειστικά στις Οικουμενικές Συνόδους. Αυτές διετύπωναν αυθεντικώς και αλαθήτως την διδασκαλία της Εκκλησίας. αυτές έκριναν τους Επισκόπους, έστω και αν ο Επίσκοπος ήταν Πάπας ή Πατριάρχης. Είναι δε γνωστό ότι η αγία S' Οικουμενική Σύνοδος (680) κατεδίκασε για μονοθελητισμό τους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο, Πύρρο, Παύλο και Πέτρο, τον Πάπα Ρώμης Ονώριο, τον Αλεξανδρείας Κύρο κ.ά. Εάν τώρα οι Οικουμενικές Σύνοδοι έδιδαν «πρωτείον τιμής» στον Πάπα, παράλληλα με τους άλλους Πατριάρχες, αυτό δεν ήταν εξουσία ή ηγεμονία. Διότι το «πρωτείον» μπορεί να υπάρχει μεταξύ ίσων. Ενώ η ηγεμονία ή η εξουσία προϋποθέτει κατωτέρους, υπηκόους, υποταγμένους. Το «πρωτείον» που αναγνωριζόταν στον Πάπα ήταν μόνο προνόμιο τιμής και όχι προνόμιο εξουσίας και ηγεμονίας. Άλλωστε «ίσα πρεσβεία τιμής» με τον Ρώμης απένειμε η αγία Β' Οικουμενική Σύνοδος και στον Επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Οι θεοφόροι Πατέρες της Συνόδου αυτής απεφάσισαν: «Τον μεν τοι Κωνσταντινουπόλεως Επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης Επίσκοπον, δια το είναι αυτήν Νέαν Ρώμην» (Κανών 3). Δηλαδή. ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως να έχει τα προνόμια της τιμής μετά τον Πάπα Ρώμης επειδή και η Κωνσταντινούπολη είναι και ονομάζεται Νέα Ρώμη. Εδώ όμως η πρόθεση «μετά», όπως ορθώς ερμηνεύει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, «δεν δηλοί το του χρόνου ύστερον», όπως ερμηνεύουν ορισμένοι , «αλλ' ούτε υποβιβασμόν και ελλάτωσιν», όπως ερμηνεύουν άλλοι, «αλλά δηλοί ισότητα τιμής και τάξιν, καθ' ην ο μεν εστι (ο μεν είναι) πρώτος, ο δε δεύτερος (...). δεύτερος τη τάξει της τιμής»[10]. Παρόμοια θεσπίζει και η αγία Δ' Οικουμενική Σύνοδος με τον 28ο Κανόνα της, στον οποίο ορίζει, κατά την ερμηνεία του αγίου Νικοδήμου: «Καθώς εις τον θρόνον της πρεσβυτέρας Ρώμης, δια το να ευρίσκετο βασιλεία εις την πόλιν εκείνην, με δίκαιον τρόπον έδωκαν οι Πατέρες προνόμια, το να λέγεται δηλαδή (ο Επίσκοπός της) πρώτος τη τάξει των λοιπών Πατριαρχών, τοιουτοτρόπως» και οι Πατέρες της αγίας Δ' Οικουμενικής Συνόδου «έδωκαν τα ίσα και απαράλλακτα προνόμια της τιμής και εις τον αγιώτατον θρόνον της νέας Ρώμης, της Κωνσταντινουπόλεως δηλαδή». «Πρέπει να απολαμβάνη και αυτή παρομοίως με την Ρώμην και τα ίσα προνόμια (...) με τούτην μόνην την διαφοράν, ότι η μεν πρεσβυτέρα Ρώμη να είναι πρώτη τη τάξει, η δε νέα Ρώμη να είναι Δευτέρα τη τάξει»[11]. Αλλά και η αγία S' Οικουμενική Σύνοδος τα ίδια θέσπισε. Στον 36ο Κανόνα διαλαμβάνει. «Ορίζομεν τον Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, των ίσων απολαύειν πρεσβείων του της πρεσβυτέρας Ρώμης». Δηλαδή οι θεοφόροι Πατέρες της Συνόδου αυτής ορίζουν ώστε ο Κωνσταντινουπόλεως «να απολαμβάνη τα ίσα, και τα αυτά προνόμια με τον Ρώμης (...), δεύτερος μετ' εκείνον υπάρχων κατά μόνην την τάξιν»[12]. Οι Α', Γ', Δ' Οικουμενικές Σύνοδοικαι οι Σύνοδοι Κωνσταντινουπόλεως του 867 και 869 για το «Πρωτείον» του Πάπα Το Μητροπολιτικό σύστημα της αρχαίας Εκκλησίας, το οποίο δεν ήταν καθόλου μοναρχικό, διερμηνεύει άριστα ο 6ος Κανόνας της αγίας Α' Οικουμενικής Συνόδου (325). Γράφει: «Τα αρχαία έθη κρατείτω, τα εν Αιγύπτω και Λιβύη και Πενταπόλει, ώστε τον εν Αλεξανδρεία Επίσκοπον πάντων τούτων έχειν την εξουσίαν, επειδή και τω εν Ρώμη Επισκόπω τούτο (ΣΣ. το έθος, η συνήθεια) σύνηθές εστιν. Ομοίως δε και κατά Αντιόχειαν, και εν ταις άλλαις επαρχίαις τα πρεσβεία σώζεσθαι ταις Εκκλησίαις». Ο Κανόνας αυτός μαρτυρεί ότι οι Επίσκοποι Ρώμης, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας «εθεωρούντο ίσοι προς αλλήλους». Ο Κανόνας λέγει. καθώς έχει την ιδίαν συνήθειαν (έθος) ο Ρώμης με τον Αλεξανδρείας, έτσι έχει και την ιδίαν εξουσίαν με εκείνον. Ακόμη ο ίδιος Κανόνας μαρτυρεί ότι το σύστημα της αρχαίας Εκκλησίας δεν ήταν μοναρχικό. Επίσης διερμηνεύει ότι «οι Επίσκοποι δεν ετάχθησαν υπό ένα μόνον Επίσκοπον, ουδ' αι Εκκλησίαι υπό μίαν Εκκλησίαν. Πάντες οι Επίσκοποι και πάσαι αι Εκκλησίαι ήσαν διοικητικώς ανεξάρτητοι απ' αλλήλων. Αλλά μεταξύ πάντων των Επισκόπων ο Ρώμης ήτο "πρωτόθρονος", ως Επίσκοπος της πρωτευούσης πόλεως του Κράτους. Η θέσις αυτού δεν διέφερε της θέσεως του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ην ούτος (την οποίαν αυτός) κατέχει νυν (τώρα) εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία»[13]. Για την επιμονή των Λατίνων ότι δήθεν η αγία Γ' Οικουμενική Σύνοδος (431) διεκήρυξε το «πρωτείον» εξουσίας του Επισκόπου Ρώμης στην καθόλου Εκκλησία παραπέμπουμε τον αναγνώστη στη θαυμάσια επιστημονική εργασία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, «Η Γ' Οικουμενική Σύνοδος και το πρωτείον του Επισκόπου Ρώμης. Απάντησις εις την εγκύκλιον του Πίου ΙΑ' "Lux Veritatis", εν Αθήναις 1932». Η αλήθεια είναι ότι η αγία Γ' Οικουμενική Σύνοδος όχι μόνο δεν μετέβαλε, αλλά με ιδία διάταξη στήριξε ακόμη περισσότερο την υπάρχουσα τάξη στη διοίκηση της Εκκλησίας. «Απηγόρευσε δε αυστηρώς την παραβίασιν των δικαίων των επί μέρους επισκοπικών θρόνων των Διοικήσεων και των Επαρχιών, των εξ αρχής και άνωθεν, κατά το πάλαι κρατήσαν έθος (=σύμφωνα με τη συνήθεια που επεκράτησε προ πολλού, κατά τον παλαιό καιρό), ανηκόντων αυτοίς» και «απέδειξεν ότι ήτο ξένη προς πάσαν ιδέαν μοναρχικού πρωτείου», δηλαδή «εξουσίας ενός επισκοπικού θρόνου επί των λοιπών»[14]. Ούτε και η αγία Δ' Οικουμενική Σύνοδος (451) αναγνώρισε «πρωτείον» του Επισκόπου Ρώμης. Απέκρουσε δε, όπως και η Γ' Οικουμενική, κάθε ιδέα διοικητικού πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης. «Τρανοτάτην τούτου απόδειξιν αποτελούσι και τα (όσα συνέβησαν) κατά (την συζήτησιν) του πολυκρότου 28ου Κανόνος της Συνόδου αυτής»[15]. Αυτή ήταν η κατάσταση που επικρατούσε στην Εκκλησία κατά τους οκτώ πρώτους αιώνες. Τώρα ερχόμαστε να απαντήσουμε στη θέση ότι στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 879-880 αναγνωρίσθηκε δήθεν και κατοχυρώθηκε το «πρωτείον» εξουσίας του Επισκόπου Ρώμης! Είναι γνωστή η αυθαίρετη επέμβαση του πάπα Νικολάου Α' στο εσωτερικό ζήτημα της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, που δημιουργήθηκε εξαφορμής της παύσεως του πατριάρχου Ιγνατίου και της εκλογής ως Πατριάρχου (άκοντος) του Μ. Φωτίου (858). Ο πάπας Νικόλαος Α' ήταν εκείνος που παρουσίασε τη Ρωμαϊκή Εκκλησία ως Εκκλησία οικουμενική! Θεώρησε λοιπόν κατάλληλη την ευκαιρία να επιβάλει τον εαυτό του και στην Ανατολική Εκκλησία. Αλλ' οι σκανδαλώδεις επεμβάσεις του στα εσωτερικά διοικητικά ζητήματα του Επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως αποκρούστηκαν και καταδικάστηκαν από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 867. Στη Σύνοδο αυτή «κατεδικάσθη και ανεθεματίσθη το μετά τηλικαύτης (=τόσον μεγάλης) αλαζονείας προβληθέν ανήκουστον δια την Εκκλησίαν της Ανατολής πρω­τείον» του Πάπα, δια του οποίου «ανετρέπετο η καθορισθείσα υπό των Οικουμενικών Συνόδων κανονική τάξις και η ανεξαρτησία των Πατριαρχικών θρόνων» και δια του οποίου «επεδίωκεν ο Επίσκοπος Ρώμης όπως καταστή απόλυτος ηγεμών της καθόλου Εκκλησίας»16. Αλλά και στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 869 είχεν υποστηριχθεί, χωρίς καμία αντίρρηση των Παπικών, η ανεξαρτησία, η αυτονομία και η ισότης των πέντε Πατριαρχικών θρόνων. Αποκρού­σθηκε δε κάθε ιδέα περί μοναρχικού πρωτείου ή πρωτείου εξουσίας του θρόνου της Ρώμης. Τοιουτοτρόπως «το Παπικόν πρωτείον υπό την νέαν αυτού έννοιαν», την οποία παρουσίασε με τρόπο αυταρχικό και αντιεκκλησιαστικό ο πάπας Νικόλαος Α', δεν έγινε δεκτό ούτε στη Σύνοδο αυτή17. Το πρωτείον εξουσίας του Πάπα αποκρούσθηκε όμως πανηγυρικώς και στη Σύνοδο του 879-880. Η Σύνοδος αυτή είναι η τελευταία γενική Σύνοδος της ενωμένης αρχαίας Εκκλησίας του Χριστού. Πατέρες δε και εκκλησιαστικοί συγγραφείς την χαρακτήρισαν ως Η' Οικουμενική. Αλλά και η ίδια χαρακτήρισε τον εαυτό της πολλές φορές στα Πρακτικά ως Οικουμενική. Τη Σύνοδο του 879-880 συνεκάλεσε ο Μ. Φώτιος, ο οποίος είχε ήδη ανέλθει στο Πατριαρχικό αξίωμα. Ο ίδιος επίσης προήδρευσε της Συνόδου, συμμετείχαν δε και τρεις αντιπρόσωποι του Πάπα, τρεις αντιπρόσωποι των Πατριαρχών της Ανατολής, 18 Μητροπολίτες, πολλοί Επίσκοποι από τις εκκλησιαστικές διοικήσεις Θράκης, Πόντου, Εφέσου, Ιλλυρίας και κάτω Ιταλίας. συνολικώς 383 Επίσκοποι. Η Σύνοδος αυτή υπήρξε πράγματι επιβλητική. Επεκράτησε σ' αυτήν ομοφωνία, οι εργασίες της διεξήχθησαν ομαλότατα, και στην πέμπτη Συνεδρία της αναγνωρίσθηκαν από όλους τα Πρακτικά της Αγίας Ζ' Οικουμενικής Συνόδου Στη συνέχεια σχολιάζουμε τον πράγματι σπουδαίο πρώτο Κανόνα της Συνόδου αυτής, ο οποίος αφορά άμεσα στο θέμα μας. Η σπουδαία Σύνοδος του 879-880 στην Κωνσταντινούπολη Στη σπουδαιότατη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 879-880 διασαφηνίσθη­κε ότι η αποκατάσταση του Φωτίου στον πατριαρχικό θρόνο δεν έγινε από τον Πάπα, όπως ήθελε να γίνει δεκτό ο Πάπας. Ο τελευταίος αναγνώρισε την αποκατάσταση ως τετελεσμένο γεγονός. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι, όσον αφορά στην περίφημη διάταξη του Α' Κανόνος της Συνόδου αυτής, οι Παπικοί ιστορικοί προσπάθησαν να αμφισβητήσουν τη γνησιότητά της! Αλλ' επειδή δεν το κατόρθωσαν, επιχείρησαν να την παρερμηνεύσουν και να της προσδώσουν την έννοια, σύμφωνα με την οποία η διάταξη αυτή δεν περιορίζει δήθεν, αλλά επικυρώνει τα προνόμια του Πάπα και της Παπικής Εκκλησίας!... Δυστυχώς όμως για τους Παπικούς η αλήθεια είναι άλλη. Η διάταξη είχε σκοπό, όπως προκύπτει γενικώς και από τα Πρακτικά της Συνόδου και από το περιεχόμενο της διατάξεως, να προλάβει τις ανωμαλίες που προέρχονταν από το γεγονός ότι όσοι κληρικοί καταδικάζονταν στην Κωνσταντινούπολη κατέφευγαν στη Δύση και εκεί αθωώνονταν! Υπήρχαν μάλιστα και οπαδοί του Ιγνατίου, οι οποίοι, ενθαρρυνόμενοι από τη Ρώμη, δεν αναγνώριζαν τον πατριάρχη Φώτιο! Ήταν όμως φανερή καινοτομία η αξίωση του πάπα Νικολάου Α' και των διαδόχων του να αθωώνει αυθαίρετα κληρικούς άλλης Εκκλησίας, τους οποίους αυτή κατεδίκασε. ή να καταδικάζει κληρικούς άλλης Εκκλησίας, με το να επεμβαίνει αντικανονικώς στα εσωτερικά της ζητήματα. Το ίδιο βεβαίως έπρεπε να ισχύει και για τυχόν αντικανονική υπερόρια επέμβαση του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως στα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας της Ρώμης και η τυχόν αποδοχή και αθώωση εκ μέρους του Κωνσταντινουπόλεως λατίνων κληρικών, οι οποίοι είχαν καταδικασθεί από τη Ρώμη. Μετά την παράγραφο αυτή η διάταξη τελειώνει ως εξής. «...μηδέν των προσόντων πρεσβείων τω αγιωτάτω θρόνω της Ρωμαίων Εκκλησίας μηδέ τω ταύτης προέδρω το σύνολον καινοτομουμένων μηδέ νυν, μήτε εις το μετέπειτα». Τα «προσόντα πρεσβεία», περί των οποίων εδώ γίνεται λόγος, ήσαν τα «πρεσβεία τιμής», που ανήκαν στον Πάπα. Αυτά είχαν ήδη καθορισθεί από τον 6ο Κανόνα της αγίας Α' Οικουμενικής Συνόδου, τον 3ο της Β' Οικουμενικής, τον 28ο της Δ' Οικουμενικής και τον 36ο της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Επομένως με την ανωτέρω διάταξη απαγορεύθηκε οποιαδήποτε καινοτομία στα προνόμια του Επισκόπου Ρώμης. όπως επίσης και οποιαδήποτε μεταβολή μήτε τώρα, μήτε στο μέλλον, του «πρωτείου τιμής» σε «πρωτείον εξουσίας». Όπως ορθώς παρατηρεί ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, «δια της ειρημένης διατάξεως εξισώθη ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως προς τον Πατριάρχην Ρώμης, επομένως απηγορεύθη πάσα του τελευταίου τούτου (Σ.Σ. του Πάπα) υπερβασία. Ου μόνον δ' εξισώθη ο Κωνσταντινουπόλεως προς τον Ρώμης, αλλά και προσωπικώς ο Φώτιος υπερήρθη (υπερυψώθη) του Πάπα Ιωάννου». Οι Πατριάρχες της Ανατολής δι' επιστολών επήνεσαν τον Φώτιο. Ο Αλεξανδρείας Μιχαήλ τον απεκάλεσε «φωτοειδή και φωτοποιόν άνθρωπον, της ιερωσύνης την τελειότητα, τον γνώμονα της αληθείας, της Εκκλησίας του Θεού αρχιποιμένα». Ο Ιεροσολύμων Θεοδόσιος «κεφα­λήν του της Εκκλησίας σώματος». Ο δε Αντιοχείας Θεοδόσιος «πατέρα άγιον» και ο Αμίδης Αβράμιος «άγιον πατέρα». Αλλά και «οι παπικοί αντιπρόσωποι παρέβαλον τον Φώτιον «προς τον ήλιον», ο οποίος φωτίζει «σύμπασαν την κτίσιν». Εις δε την τελευταία συνεδρία, κατά την οποίαν ο Καισαρεύς Προκόπιος είπε, επαινώντας τον Φώτιον, «τοιούτον έπρεπεν επ' αληθεία είναι την του σύμπαντος κόσμου την επιστασίαν λαχόντα, εις τύπον του αρχιποίμενος Χριστού του Θεού ημών», οι παπικοί αντιπρόσωποι πρόσθεσαν: Είναι αληθινό αυτό που είπες «και ημείς οι τα έσχατα της γης κατοικούντες ταύτα ακούομεν»! Αλλά και πριν από αυτά οι ίδιοι αντιπρόσωποι είπαν.18. «Ευλογητός ο Θεός ότι η αγαθή φήμη του αγιωτάτου Φωτίου του Πατριάρχου ου μόνον εις την καθ' ημάς χώραν, αλλά και εις άπαντα τον κόσμον εξελήλυθεν». Παρ' όλα αυτά ο άγιος Φώτιος «δεν εφυσιώθη (δεν εφούσκωσε, δεν ξιππάσθηκε, δεν υπερηφανεύθηκε) εκ τοιούτων επαίνων και ουδέποτε ηθέλησε ν' ασκήση αξίωμα πλέον του υπό των ιερών κανόνων καθωρισμένου» Είναι επίσης άξιο προσοχής ότι η Σύνοδος του 879-880 έληξε με τις εξής περί Φωτίου δηλώσεις: «Παύλος και Ευγένιος οι αγιώτατοι Επίσκοποι και τοποτηρηταί της πρεσβυτέρας Ρώμης, έτι δε και Πέτρος ο θεοσεβέστατος πρεσβύτερος και καρδινάλιος, είπον. ει τις αυτόν (εάν κάποιος αυτόν, τον Φώτιο) ουκ έχει Πατριάρχην άγιον και την μετ' αυτού κοινωνίαν ουκ ασπάζεται, έστω η μερίς αυτού μετά του Ιούδα και μη συγκαταλεγείη όλως μετά Χριστιανών. Και η αγία Σύνοδος εξεβόησεν. άπαντες το αυτό φρονούμεν και δοξάζομεν (νομίζουμε, φρονούμε), και ει τις αυτόν ουκ έχει Αρχιερέα Θεού, μη ίδοι την δόξαν του Θεού»19. Ο πάπας Ιωάννης Η' αναγνώρισε κατ' αρχήν τη Σύνοδο αυτή, όταν έλαβε γνώση των Πρακτικών της. Οι Λατίνοι όμως δεν επιθυμούσαν τη δημοσίευση των Πρακτικών! Ταυτοχρόνως δε επιχείρησαν να τα αλλοιώσουν ή να αρνηθούν τη γνησιότητά τους!... Επιστημονικώς όμως έχουν πλέον αναιρεθεί όλες αυτές οι προσπάθειες, και έτσι σήμερα τόσον το κύρος της ιστορικής εκείνης Συνόδου, όσον και των Πρακτικών της, «παραμένει αδιάσειστον». Καίριο πλήγμα κατά του Παπικού πρωτείου εξουσίας Ήταν πολύ φυσικό η απόφαση της ιστορικής Συνόδου του 879-880 να δυσαρεστήσει τον Πάπα. Γι' αυτό, εξ αφορμής παραπόνων του Πάπα κατά της σπουδαιοτάτης αυτής Συνόδου, κυρίως διότι δεν είχε αποδοθεί στη δικαιοδοσία του η Εκκλησία της Βουλγαρίας και διότι ο Πατριάρχης Φώτιος δεν εξέφρασε επισήμως στη Σύνοδο την ευγνωμοσύνη του προς τη Ρωμαϊκή Εκκλησία για την εκ μέρους της αναγνώρισή του, Λατίνοι ιστορικοί υποστήριξαν ότι οι Παπικοί αντιπρόσωποι που συμμετείχαν στην ανωτέρω Σύνοδο α) παρεβίασαν τις οδηγίες που τους είχαν δοθεί. β) Δεν γνώριζαν την ελληνική γλώσσα και γι' αυτό δεν ήταν σε θέση να παρακολουθούν καλά τα όσα συνεζητούντο. γ) Δωροδοκήθηκαν!... Αλλ' οι Ισχυρισμοί αυτοί των φραγκολατίνων ιστορικών αποδεικνύουν ή ότι οι αντιπρόσωποι του Πάπα δεν ήσαν ικανοί να τηρήσουν πιστώς τις οδηγίες της Ρώμης, ή ότι, όταν έβλεπαν και γνώριζαν από κοντά τα πράγματα, αντιλαμβάνονταν το παράλογο των αξιώσεων του Πάπα20. Εξάλλου οι δύο Επίσκοποι (αντιπρόσωποι) του Πάπα είχαν παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη περί τα δύο χρόνια πριν από τη Σύνοδο του 879-880, και άρα ήταν πολύ φυσικό να είχαν μάθει και επομένως να εννοούν καλώς την ελληνική. Ο δε καρδινάλιος Πέτρος, μέλος της αντιπροσωπείας του Πάπα στη Σύνοδο, συμμετείχε ζωηρότατα στις συζητήσεις της Συνόδου, γεγονός που φανερώνει ότι γνώριζε την ελληνική. Επιπλέον και οι τρεις παπικοί αντιπρόσωποι «επείθοντο και έστεργον (=δέχονταν, συγκατένευαν προς) τα αποφασιζόμενα» στη Σύνοδο. Πέραν των άλλων πολύ θετικών αποτελεσμάτων της ως άνω Συνόδου, σ' αυτήν «απεδείχθη» ότι ο Επίσκοπος Ρώμης «δεν άρχει της καθόλου Εκκλησίας, ότι το κύρος του δεν είναι απόλυτον και ότι επομένως ουχί ορθώς και κανονικώς επενέβη εις τα της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως εσωτερικά ζητήματα (...). Κατά του παπικού κύρους, εφ' όσον τούτο εξεδηλώθη δι' αντικανονικών πράξεων, κατηνέχθη καίριον πλήγμα. Απεκρούσθη το νέον πρωτείον εξουσίας. Εγένετο δεκτόν, ότι ο Πάπας Ρώμης είναι εις των πέντε Πατριαρχών της καθόλου Εκκλησίας, και ότι το τιμητικόν πρωτείον, το οποίον κατέχει μεταξύ αυτών, δεν παρέχει εις αυτόν δικαίωμα αυθαιρέτων υπερβασιών (...). Δια (της Συνόδου) αυτής η Εκκλησία έτι άπαξ (ακόμη μία φορά) επισήμως απέκρουσε το πρωτείον εξουσίας του Επισκόπου Ρώμης. Τα αποφασισθέντα δε εν τη Συνόδω ταύτη υπήρξαν σύμφωνα προς τα υπό των προηγουμένων Οικουμενικών Συνόδων θεσπισθέντα, σύμφωνα προς την παράδοσιν της Εκκλησίας»21. Συμπέρασμα Κατόπιν των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η ενωμένη Εκκλησία κατά την πρώτη χιλιετία ουδέποτε ανεγνώρισε στον Επίσκοπο Ρώμης «πρωτείο αυθεντίας και εξουσίας σε παγκόσμιο επίπεδο». Παραδεχόταν μόνο τον Επίσκοπο Ρώμης ως πρώτον μεταξύ ίσων, μεταξύ των πέντε Πατριαρχών. Δεχόταν ότι αυτός, όπως και ο Αντιοχείας, δεν κληρονόμησε κανένα προνόμιο διοικητικής εξουσίας ή αρχής από τον απόστολο Πέτρο, ο οποίος άλλωστε δεν υπήρξε κεφαλή ή οποιουδήποτε είδους μονάρχης του Χριστιανικού κόσμου, ούτε ιδρυτής της Εκκλησίας της Ρώμης υπήρξε, ούτε διετέλεσε επίσκοπος επί μακρόν στη Ρώμη. Ο δε Επίσκοπος Ρώμης δεν είναι διάδοχος του αποστόλου Πέτρου, εφόσον ο Πέτρος δεν υπήρξε επίσκοπος Ρώμης. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν έχουν καμία ιστορική βάση[22]. Αλλά και αν ακόμη δεχθούμε ότι ο απόστολος Πέτρος ίδρυσε την Εκκλησία της Ρώμης, τί με τούτο; Μήπως ήταν η μόνη Εκκλησία που ίδρυσε; Τόσον αυτός, όσο και ο απόστολος Παύλος ίδρυσαν πολλές Εκκλησίες. Το αξίωμα λοιπόν του Πάπα ήταν το ίδιο με το αξίωμα των άλλων Πατριαρχών. Οι δε Οικουμενικές Σύνοδοι (Α', Β', Δ',) που μίλησαν περί «πρωτείου τιμής» του Επισκόπου Ρώμης, δεν είπαν ότι το καθόρισαν «θείω δικαίω» ή «κατά θείαν διάταξιν και εν σχέσει προς τον απόστολον Πέτρον». αλλά το καθόρισαν, διότι η Ρώμη ήταν η αρχαία πρωτεύουσα του Κράτους. Γι' αυτό άλλωστε και ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως τιμήθηκε «δια το είναι αυτήν Νέαν Ρώμην»[23]. Αυτή λοιπόν υπήρξε σταθερά η πίστη της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία συνεχίζει απαρέγκλιτα τη γραμμή, τη διδασκαλία και την παράδοση της ενωμένης Εκκλησίας των οκτώ πρώτων αιώνων. Αυτό δήλωνε και η απάντηση της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του 1895 προς τον πάπα Λέοντα IΓ', ο οποίος καλούσε τους Ορθοδόξους σε ένωση με τη Ρώμη με βάση τις αρχές της λατινικής Ουνίας! Η σπουδαία Πατριαρχική και Συνοδική Επιστολή, που είχε σταλεί στον Πάπα τον Αύγουστο του 1895, έγραφε μεταξύ άλλων (τα μεταφέρουμε μεταγλωττισμένα): Κάθε τοπική αυτοκέφαλη Εκκλησία και στην Ανατολή και στη Δύση ήταν εντελώς ανεξάρτητη και αυτοδιοίκητη κατά τους χρόνους των επτά Οικουμενικών Συνόδων. Όπως δε οι επίσκοποι των αυ­τοκεφάλων Εκκλησιών της Ανατολής, έτσι και οι επίσκοποι της Αφρικής, της Ισπανίας, των Γαλλιών, της Γερμανίας και της Βρετανίας κυβερνούσαν τις υποθέσεις των Εκκλησιών τους ο καθένας δια των δικών τους τοπικών Συνόδων, χωρίς να έχει κανένα δικαίωμα αναμείξεως ο Επίσκοπος Ρώμης, ο οποίος επίσης υπαγόταν και υπήκουε στις Συνοδικές αποφάσεις. Στα σπουδαία ζητήματα «εγίνετο έκκλησις εις Οικουμενικήν Σύνοδον», η οποία ήταν και είναι «το μόνον ανώτατον εν τη Εκκλησία κριτήριον». Αυτό ήταν το αρχαίο πολίτευμα της Εκκλησίας, οι δε Επίσκοποι ήταν ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλο και εντελώς ελεύθεροι μέσα στα δικά του ο καθένας όρια, υπακούοντες μόνο στις Συνοδικές διατάξεις, στις δε Συνόδους «παρεκάθηντο ίσοι προς αλλήλους».[24]. κανείς δε από αυτούς δεν διεκδικούσε μοναρχικά δικαιώματα "επί της καθόλου Εκκλησίας". Εάν δε κάποτε κάποιοι «φιλοδοξούντες επίσκοποι της Ρώμης ήγειρον (διετύπωναν) υπερφιάλους αξιώσεις αγνώστου εν τη Εκκλησία απολυταρχίας, οι τοιούτοι προσηκόντως ηλέγχθησαν και επετιμήθησαν». Επομένως, καταλήγει η Πατριαρχική και Συνοδική Επιστολή, «είναι ανακριβές και προφανής πλάνη εξελέγχεται» αυτό που ισχυρίζεται επίμονα ο πάπας Λέων ΙΓ', λέγοντας στην εγκύκλιό του ότι προ της εποχής του Μ. Φωτίου το όνομα του ρωμαϊκού θρόνου ην (ήταν) άγιον παρά πάσι τοις λαοίς (εκ μέρους όλων των λαών) του χριστιανικού κόσμου, η δε Ανατολή ομοίως τη Δύσει ομοθυμαδόν (με μια ψυχή και με μια καρδιά) και άνευ αντιστάσεως υπετάσσετο τω Ρωμαίω αρχιερεί», ως δήθεν νόμιμο διάδοχο του αποστόλου Πέτρου, και κατά συνέπειαν τοποτηρητή του Ιησού Χριστού επί της γης. «Κατά τους εννέα αιώνας των Οικουμενικών Συνόδων η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία ουδέποτε αναγνώρισε περί πρωτείου υπερφιάλους αξιώσεις των επισκόπων της Ρώμης, επομένως ουδέ υπετάχθη αυτοίς (εις αυτούς), ως τρανώς (όπως με τρόπο σαφή και καθαρό) μαρτυρεί η Εκκλησιαστική Ιστορία» Αυτά λοιπόν ίσχυαν μέχρι τότε που η Εκκλησία ήταν ενωμένη. Ωραία συνοψίζει τη θέση αυτή ο Καθηγητής Δημήτριος Τσελεγγίδης, ο οποίος γράφει: Κατά την πρώτη χιλιετία, που η Εκκλησία ήταν ενωμένη, «η υπέρτατη αυθεντία στην ανά την Οικουμένη Εκκλησία ασκείτο πάντοτε και μόνο από τις Οικουμενικές Συνόδους. Άλλωστε, ποτέ η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν δέχτηκε το παπικό πρωτείο, όπως αυτό κατανοήθηκε και ερμηνεύτηκε από την Α' Βατικανή Σύνοδο (1869/1870), η οποία ανεκήρυξε τον Πάπα ως αλάθητο εκφραστή της συνειδήσεως της Εκκλησίας με δυνατότητα να είναι αντίθετος ακόμη και με τις αποφάσεις Οικουμενικής Συνόδου»! Με την απόφαση αυτή οι αιρετικοί Παπικοί «ακυρώνουν όχι απλώς και μόνον το συνοδικό σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας, αλλά ουσιαστικά και αυτή την ίδια παρουσία του Αγίου Πνεύματος σ' αυτήν»[25]. Τώρα που η Εκκλησία της Ρώμης είναι σαφώς αιρετική, πρωτείο τιμής στην Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως («δια το είναι αυτήν Νέαν Ρώμην»), ο οποίος όμως είναι «πρώτος μεταξύ ίσων». Κάθε άλλη θέση είναι απαράδεκτη. αποτελεί δε εντελώς αθέμιτη και υπερφίαλη αξίωση ολέθριας απολυταρχίας στην Εκκλησία και φρόνημα εωσφορικό. Ματαιοπονούν και αμαρτάνουν αμαρτίαν μεγάλη όσοι προσπαθούν να υποστηρίξουν το αντίχριστο αυτό φρόνημα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κάθε φορά που παρουσιάσθηκε το ξένο αυτό φρόνημα, η Εκκλησία αντέδρασε, το ήλεγξε, το επετίμησε και το απέρριψε. Γι' αυτό και δεν μπορεί να γίνει κανένας ουσιαστικός διάλογος με το Βατικανό, εφόσον ο Πάπας συνεχίζει να επιμένει στο επάρατο «πρωτείο εξουσίας», που είναι φρικτή εκκλησιολογική αίρεση, όπως επίσης το «αλάθητο», η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού (Filioque) και οι άλλες αιρέσεις του. 1. Εφημ. ΚΑΘΟΛΙΚΗ (όργανο των Ουνιτών της Ελλάδος), Αθήναι 16.10.1963.| 2. Βλ. Επιστολή ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, Καθηγητού της θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Προς την Ιεράν Κοινότητα του Αγίου Όρους (www.romfea.gr, 14.9.2009). 3. Βλ. Κείμενο της Ραβέννας: Εκκλησιολογικαί και Κανονικαί συνέπειαι της μυστηριακής φύσεως της Εκκλησίας. Εκκλησιαστική κοινωνία, συνοδικότης και αυθεντία. Ραβέννα 13 Οκτωβρίου 2007, παραγρ. 45. 4. Βλ. σχετικώς «Ο Θεολογικός Διάλογος Ορθοδοξίας και Παπισμού», περιοδ. Ο Σωτήρ, τεύχ. 1985, σελ. 361-363 και τεύχ. 1986, σελ. 390-392. 5. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Επιστ. 239 (ΣΛΘ'), Ευσεβίω Επισκόπω Σαμοσάτων, PG 32, 893Β. 6. S. SYROPOULOS, Les "MEMOIRS" sur le Concile de Flo­rence (1438-1439), επιστασία V. Laurent, ed. du Centre National de la Recherche Scientifique, 1971, Τμ. VII, κεφ. 22, σελ. 372 (17-21). Περισσότερα βλ. εις: NIK. Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ, Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η Ένωσις των Εκκλησιών, εκδ. «Ο Σωτήρ», 20076, σελ. 109. 7. ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. 1ος , εν Αθήναις 19602, σελ. 267. 8. Περισσότερα βλέπε εις. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Το πρωτείον του Επισκόπου Ρώμης, Ιστορική και κριτική μελέτη, εκδ. περιοδικού «Εκκλησία», Αθήναι 19642, σελ. 15-20. 9. Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον την νοητής νηός της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής των Ορθοδόξων Εκκλησίας, εκδ, «Αστήρ», Αλ. και Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1970, «Προλεγόμενα» στην Αγίαν Α' Οικουμενικήν Σύνοδον, σελ. 118, υποσ. 1. 10. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον, σελ. 157-158. 11. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Ερμηνεία στον ΚΗ' Κανόνα της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, Πηδάλιον, σελ. 207-208. 12. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον, σελ. 252. 13. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σελ. 22. 14. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σελ. 71. 15. Περισσότερα βλέπε εις ΧΡΥΣ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σελ. 78-86. 16. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σελ. 176. 17. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σελ. 184. 18. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σελ. 192-193. Mansi XVI, 521 . 524. 19. Mansi XVII, 524. 20. Βλ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδ. Ελευθερουδάκη, Αθήναι 1932, Τόμ. Δ', Μέρ. Α', σελ. 265. 21. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σελ. 198-199. 22. Περισσότερα βλέπε εις. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σελ. 10. 23. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σελ. 204. Για τη θέση και τον ρόλο του αποστόλου Πέτρου στην Εκκλησία, βλέπε την πολύ ωραία και κατατοπιστική μελέτη του ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Περί το πρωτείον του Επισκόπου Ρώμης, εκδ. «Ο Σωτήρ», Αθήναι 1965. 24. Ολόκληρο το κείμενο της πολύ σημαντικής απαντήσεως βλέπε εις ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. 2ος, Graz-Austria 19682, σελ. 932[1018]- 946α[1032]. 25. Επιστολή ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, Προς την Ιεράν Κοινότητα του Αγίου Όρους. «ΠΑΠΙΚΟ ΠΡΩΤΕΙΟ Φρικτή Εκκλησιολογική Αίρεση» ΝΙΚΟΛΑΟΥ Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ «Ο ΣΩΤΗΡ» ΑΘΗΝΑΙ 2009

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑΤΑ 508/2006

«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑΤΑ» Ἐκδίδεται εἰς τά πλαίσια τῆς Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολῆς καί διανέμεται εἰς τούς Ι.Ναούς Ἅγ. Δημήτριο (Μητροπ. Χρυσάνθου 10 καί Λιοσίων 100, ‘Αχαρναί. Τηλ. 210.2466057), Παναγίας ‘Αθηνιωτίσσης –Νεομαρτύρων (Ἀνδρ. Συγγροῦ τέρμα, περιοχή Πλάτωνος Ἀχαρνῶν. Τηλ. 210. 2446672), Ἁγ. Σπυρίδωνος (Λεωφ. Καρέα 56) καί Ἁγ. Αἰκατερίνης (Περιοχή Σταμάλα, Λεωφόρος Κορωπίου Μαρκοπούλου 28ο χιλιόμ..Τηλ. 210.6020176 - 210. 6021467) ΑΡΙΘΜ. ΦΥΛΛΟΥ 505 – ΜΗΝ ΙΟΥΝΙΟΣ 2006 ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΗΣ ΑΛΗΘΙΝΗΣ ΧΑΡΑΣ Ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό εἶναι μία: Ἡ Νοερά προσευχή! Ἡ νοερά προσευχή ἔχει μεγάλη δύναμη. Ἔχει διάφορες βαθμῖδες. Ἡ πρώτη εἶναι ἁπλῶς νά λέγη κανείς τά λόγια: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν». Σέ κανένα δέν εἶναι δύσκολο νά λέγη τά λόγια αὐτά. Καί ἡ ὠφέλεια εἶναι τεράστια. Εἶναι τό πιό δυνατό ὅπλο στόν πόλεμο κατά τῶν παθῶν. Μιά ψυχή εἶναι ὑπερήφανη. Μιά ἄλλη τήν μαστίζουν οἱ αἰσχροί λογισμοί. Τίποτε δέν βλέπει! Καί ὅμως ἡ σκέψη περιπλανιέται καί ἀσωτεύει! Μιά ἄλλη φθονεῖ καί δέν ἔχει δύναμη νά πολεμήση τό πάθος. Ποῦ νά τήν βρῆ; Μόνο στήν Νοερά Προσευχή.! Ὁ ἐχθρός μας κάνει τά πάντα γιά νά μᾶς ἀπομακρύνη ἀπό τήν νοερά προσευχή. Μᾶς συμβουλεύει δόλια: «Τί ἀνοησία νά ἐπαναλαμβάνει κανείς ὅλο τό ἴδιο πράγμα, καί μάλιστα ὅταν οὔτε ἡ καρδιά, οὔτε ὁ νοῦς συμμετέχουν στήν προσευχή αὐτή! Καλύτερα εἶναι νά τήν ἀντικαταστήσει κανείς μέ κάποια ἄλλη». Μή τόν ἀκοῦτε. Λέει ψέμματα. Συνεχίσατε τόν ἀγῶνά σας νά λέτε τήν εὐχή. Καί δέν θά μείνη ἄκαρπος αὐτός ὁ ἀγώνας. Ὅλοι οἱ ἅγιοι δέν ἄφησαν ποτέ τήν εὐχή αὐτή. Τούς ἦταν τόσο ποθητή, ὥστε δέν τήν ἄλλαζαν μέ τίποτε! Ὅταν ἔβλεπαν τό νοῦ τους νά περιπλανᾶται «ἀφηρημένος» σέ κάτι ἄλλο, ἐστενοχωροῦντο καί ἀγωνίζονταν νά ξαναρχίσουν τήν εὐχή. Ὁ ἀγώνας τους αὐτός ἔμοιαζε μέ τόν πόθο πού ἔχει ὁ διψασμένος μετά ἀπό ἕνα ἁλμυρό φαγητό νά πιῆ νερό, γιά νά σβήση τήν δίψα του. Συμβαίνει μερικές φορές καί ὀ ἄνθρωπος γιά ἕνα χρονικό διάστημα δέν βρίσκει νερό διά νά χορτάση τήν δίψα του. Καί τότε ἡ δίψα ὅλο καί περισσότερο δυναμώνει! Καί γι’ αὐτό ὅταν τελικά βρῆ μιά πηγή, πίνει «τοῦ σκασμοῦ». Ἔτσι καί οἱ ἅγιοι διψοῦσαν νά «πιάσουν τήν εὐχή». Καί τήν ἔπιαναν μέ ἀγάπη φλογερή. Ἡ εὐχή μᾶς φέρνει κοντά στόν Χριστό. (Ἀπό τήν ΣΤ ὁμιλία τοῦ Στάρετς Βαρσανουφίου, τήν 13 ‘Απριλίου 1913, μέ θέμα «Ἡμῶν τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει», ἀπό τό βιβλίον «Στάρετς Βαρσανούφιος», Ἔκδοσις Μητροπόλεως Νικοπόλεως, Πρέβεζα 1991). Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ ΜΟΝΟΣ ΑΛΛΑ ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕ ΗΡΩΙΚΟΝ ΦΡΟΝΗΜΑ Τό κλειδί τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς βρίσκεται στόν μέχρι τέλους ἀγῶνα διά τήν πνευματική ζωή, ἀλλά καί στόν ἀγῶνα γιά τήν ‘Αλήθεια. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς πού ἀγωνίσθηκε καί ἐνίκησε εἶναι ὁ Μέγας Βασίλειος. Ὁ Μέγας Βασίλειος, μόνος καί ἐγκαταλελειμένος ἀπό ὅσους γέρνουν ἐδῶ καί ἐκεῖ σάν τά καλάμια, ἀπό τούς ἔχοντας «καλαμώδη φύσιν», ὅπως τούς χαρακτηρίζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, στάθηκε ὄρθιος καί κράτησε ὄρθια καί ὀρθή τήν Ὀρθοδοξία. Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης, ὁ ὁποῖος ἀκολούθησε τόν Ἀρειανισμό, εἶχε κάμψει τούς πάντες. Διότι εὕρισκε σέ ὅλους κάποιο ἀδύνατο σημεῖο γιά νά τούς πιέζη καί νά τούς κάμνει νά πονοῦν καί νά συμβιβάζωνται. Στόν Μέγα Βασίλειο, ὅμως δέν εὕρισκε εὐπαθῆ σημεῖα, δέν μποροῦσε νά βρῆ λαβές. Ὁ διάλογος πού ἔκαμε ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ αὐτοκράτορα Μόδεστος μέ τόν Μέγα Βασίλειο εἶναι μνημεῖο παρρησίας ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου. - Γιά ποιό λόγο δέν ἀκολουθεῖς τήν ἴδια πίστη πού ἔχει καί ὁ βασιλιάς, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ὑποκλίθηκαν καί νικήθηκαν. - Γιατί δέν τό θέλει αὐτό ὁ δικός μου βασιλιάς, νά προσκυνῶ δηλαδή ἕνα κτίσμα, ὅπως σεῖς δέχεσθε τό Χριστό. - Καί δέν μᾶς ὑπολογίζεις καθόλου ἐμᾶς; Δέν θεωρεῖς σπουδαῖο πράγμα νά εἶσαι μέ τό μέρος μας; - Δέν ἀρνοῦμαι τήν σπουδαιότητα τῆς θέσεώς σας. Δέν εἶσθε ὅμως καί ἀπό τόν Θεό ἀνώτεροι. Ὁ Χριστιανισμός δέν λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν πρόσωπα, ἀλλά τήν πίστη. Ἀκολουθοῦν ἀπειλές γιά δήμευση, ἐξορία, καί γιά βασανιστήρια, τά ὁποῖα καί πάλιν δέν ἔκαμψαν τό ἡρωϊκόν φρόνημα τοῦ ἀσκητοῦ Ἐπισκόπου. Τί θά δημεύσης, ἀπαντᾶ, ἀφοῦ ὅλη μου ἡ περιουσία εἶναι μερικά βιβλία καί αὐτά ἐδῶ τά εὐτελῆ τρίχινα ράσα; Ὅπου κι’ ἄν μέ στείλης ἐξορία, μοῦ εἶναι τό ἴδιο. Ὅλη ἡ γῆ ἀνήκει στόν Θεό. Πατρίδα μας ἄλλωστε εἶναι ὁ οὐρανός. Ἐπάνω στή γῆ εἴμαστε περαστικοί διαβάται. Ὅσο γιά τά βασανιστήρια, μή τά προβάλλεις, γιατί τό σῶμά μου εἶναι τόσο ἀσθενικό, ὥστε στό πρῶτο κτύπημα θά πεθάνω. Αὐτό ὅμως δέν τό φοβᾶμαι, διότι ἐκτός τοῦ ὅτι θά ἀπαλλαγῶ ἀπό τίς ταλαιπωρίες του, θά πάω καί πιό σύντομα κοντά στόν Θεό. Αὐτά ἀς τά ἀκούση καί ὁ βασιλεύς. «Ἀκουέτω ταῦτα καί βασιλεύς». Καί ὁ ὕπαρχος Μόδεστος ἐπεσφράγισε ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος τήν νίκη ἑνός ἁπλοῦ ‘Επισκόπου ἐναντίον ἑνός πανισχύρου αὐτοκράτορα: Ἠττήμεθα βασιλεῦ, τοῦ τῆσδε προβεβλημένου τῆς Ἐκκλησίας. Νικηθήκαμε βασιλιά ἀπό τόν Προϊστάμενο αὐτῆς τῆς ‘Εκκλησίας.

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2025

ΜΗ ΞΕΧΝΑΜΕ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ Πρός τά Μέλη τῆς Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ ΙΦΣΚΑΕ τῆς 28-11-2000 (π.ἡ.)

Η ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ ΤΗΣ 28-11-2000 Α.Π. 169Α ᾿Εν ᾿Αθήναις τῇ 24-11-2000(π.ἡ.) ΥΠΟΜΝΗΜΑ Πρός τά Μέλη τῆς Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ ΙΦΣΚΑΕ τῆς 28-11-2000 (π.ἡ.) ῞Αγιοι Πατέρες καί ἀδελφοί, σεβαστά καί ἀξιότιμα μέλη τοῦ ΙΦΣΚΑΕ. Εν συνεχείᾶ: α) Τῆς ὑπ᾿ ἀριθμ. 162/14-11-2000(π.ἡ.) "᾿Επειγούσης Πληροφορήσεως - Αναφορᾶς", ἡμῶν τῶν Μητροπολίτου Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Κηρύκου, ὑπό τήν ἰδιότητα τοῦ Γ.Γ. τοῦ Δ.Σ. ΙΦΣΚΑΕ, ῾Ιερομ.᾿Αμφιλοχίου Ταμπουρᾶ καί θεολόγου ᾿Ελευθ. Γκουτζίδη, ὑπό τήν ἰδιότητα τῶν μελῶν, καί β) Τοῦ ὑπ᾿ ἀριθμ. 169/24-11-2000 (π.ἡ.) ἐγγράφου ἡμῶν πρός τόν Μακαριώτατον Πρόεδρον καί τά μέλη τοῦ Δ.Σ., αὖθίς τε διά τοῦ παρόντος ἐγγράφου θέτομεν ὑπ᾿ ὄψιν ῾Υμῶν καί τά κάτωθι: Α) Η παροῦσα Γενική Συνέλευσις πάσχει ἀπό νομικήν ἀκυρότητα, διότι: 1) Δέν ἀπεφασίσθη ὑπό νομίμως ἀπηρτισμένου καἰ λειτουργοῦντος Διοικητικοῦ Συμβουλίου, ἀλλά ὑπό Διοικητικοῦ Συμβουλίου μέ παράνομον σύνθεσιν. Συγκεκριμένα τήν 20-11-2000 (π.ἡ.) λόγῳ τῆς παρανόμου παρουσίας εἰς τό Δ.Σ. τοῦ παρανόμως ἐκλεγέντος κατά τάς ᾿Αχαιρεσίας τοῦ 1997, ὡς ἀναπληρωματικοῦ ᾿Αντιπροέδρου, τοῦ Σεβ. Διαυλείας κ. ᾿Ανδρέου, (ἐνῶ κατά τάς ᾿Αρχαιρεσίας αὐτάς ῆτο Πρόεδρος τῆς ᾿Εφορευτικῆς ᾿Επιτροπῆς), ἡμεῖς διετυπώσαμεν τήν ΕΝΣΤΑΣΙΝ μας καί τήν ΔΙΑΦΩΝΙΑΝ μας, πλήν ὅμως αὔτη δέν ἐλήφθη κἄν ὑπ ὄψιν, δέν ἐξητάσθη, διό καί δι᾿ ἄλλους λόγους ἠναγκάσθημεν νά ἀποχωρήσωμεν τῆς συνεδριάσεως ἐκείνης, ἐνῶ τά λοιπά μέλη ὑπό τήν παράνομον σύνθεσιν συνέχισαν νά συνεδριάζουν. Αὐτό τό παρανόμως συνεδριάζον Δ.Σ. ἔλαβεν τήν ἀπόφασιν τῆς συγκλήσεως τῆς σημερινῆς Γενικῆς Συνελεύσεως. 2) ῾Ο Μακρ. Πρόεδρος καί τά προσκείμενα εἰς αὐτόν μέλη (π. Δημήτριος καί π.᾿Ανανίας) ἠρνήθησαν κατά τήν ἐν λόγῳ συνεδρίασιν, διά πολλοστήν φοράν, νά ὑπογράψουν τά Πρακτικά τῶν προηγουμένων συνεδριάσεων τοῦ Δ.Σ. τῆς 30-10-2000(ν.ἡ.), τῆς 9-11-2000 (ν.ἡ.) καί τῆς 14-11-2000(ν.ἡ.). Οὗτος ἦτο ἕνας ἀκόμη λόγος πού ἀπεχωρήσαμεν ἐκείνης τῆς συνεδριάσεως. 3) ῾Ωσαύτως φλέγοντα καί ἄκρως ἐπείγοντα θέματα, τά ὁποῖα ἐτέθησαν μέ πολλήν ἀγῶνα ὑφ᾿ ἡμῶν, κατά τάς προηγουμένας συνεδριάσεις, καί τά ὁποῖα ἀναφέρονται εἰς τήν ὐπ᾿ ἀριθμ. 162/14-11-2000(π.ἡ.) ἡμετέραν "᾿Επείγουσαν Πληροφόρησιν-᾿Αναφοράν", ἐπί τῶν ὁποίων θεμάτων ὑπῆρξαν καί τινες δεσμεύσεις, ἀπερρίφθησαν αὐθαιρέτως μέ ὅ,τι συνεπάγεται τοῦτο νομικά, ἀλλά καί ἠθικά. 4) Διά τούς ἀνωτέρω λόγους "διεμαρτυρήθημεν, κατηγγείλαμεν καί ἀπεχωρήσαμεν", χωρίς νά παραιτηθῶμεν ἀπό τήν θέσιν μας, ὡς ἀναληθῶς ἰσχυρίζεται ὁ Μακαριώτατος καί τά εἰς αὐτόν προσκείμενα δύο μέλη τοῦ Δ.Σ., καί ἑπομένως οἱαδήποτε ἀπόφασις τοῦ ὑπό παράνομον σύνθεσιν συνεδριάσαντος Δ.Σ. πάσχει ἀκυρότητος. 5) Πέραν τούτων ὁ ἀπολογισμός ἐπί τῶν Πεπραγμένων καί ἐπί τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως, ἐάν συζητηθῇ καί ἐάν ληφθοῦν ἀποφάσεις, θά εἶναι ἄκυρος, διότι τό Δ.Σ. δέν ἐκάλεσε, ὡς ὤφειλε, καί ὡς ἡμεῖς προλαβόντες ἐζητήσαμεν, καί ἐπροτείναμεν, διά νά ἐλέγξῃ τά Διοικητικά καί Οἰκονομικά Πεπραγμένα τοῦ Δ.Σ. Δηλαδή εἰς καμμίαν περίπτωσιν δέν δύναται ἡ σημερινή Γενική Συνέλευσις νά ψηφίσῃ ἐπί τῶν διοικητικῶν καί οἰκονομικῶν πεπραγμένων τοῦ Δ.Σ. καί νά ἀπαλλάξῃ τοῦτο πάσης νομικῆς (ἀστικῆς καί ποινικῆς) εὐθύνης διά τόν συγκεκριμένον ἀπολογισμόν κλπ. ῾Ορᾶτε ἐπ᾿ αὐτοῦ καί τήν συνημμένην τῷ παρόντι ὑπ᾿ ἀριθμ. 2142 ἀπό 26-11-2000 (π.ἡ.) σχετικήν "Γνωμάτευσιν" τοῦ Προέδρου τῆς ᾿Εξελεγκτικῆς ᾿Επιτροπῆς αἰδεσιμολογιωτάτου ῾Ιερέως π. Εὐσταθίου Τουρλῆ. Β) Κωλυόμεθα νά συμμετάσχωμεν εἰς τήν σημερινήν Γενικήν Συνέλευσιν καί διά τούς ἀνωτέρω ἐκτεθέντας λόγους, ἀλλά καί διά τούς κάτωθι ἠθικῆς τάξεως, ἀληθείας καί δικαιοσύνης.Κατά τήν ε'συνεδρίαν τοῦ Δ.Σ. τήν 26-11-2000, ἡμέραν Σάββατον, ὀ Μακαριώτατος Πρόεδρος, ἀφοῦ δι᾿ ἄλλην μίαν φοράν διέγραψε τάς 4 προηγουμένας συνεδριάσεις τοῦ Δ.Σ., ἀρνηθείς νά ὑπογράψῃ τά Πρακτικά αὐτῶν, ἐν συνεχείᾳ ἐκάλεσε τό Δ.Σ. καί ἐπέμενε εἰς αὐτό, νά λάβῃ ἀποφάσεις διά νέαν Γενικήν Συνέλευσιν, ἀφορῶσαν τό οἰκονομικόν ἔτος 2000, χωρίς νά ὑφίσταται λόγος, ἀφοῦ δέν ἔκλεισεν ἀκόμη τό οἰκονομικόν ἔτος 2000, οὔτε εἶχε πραγματοποιηθῇ ἡ ἔστω παρανόμως ἀποφασισθεῖσα σημερινή Γενική Συνέλευσις ᾿Ισχυρίσθησαν δέ ἀναληθῶς τόσον ὁ Μακαριώτατος Πρόεδρος, ὅσον καί τά προσκείμενα εἰς τόν Πρόεδρον μέλη (π. Δημήτριος καί π. ᾿Ανανίας), ὅτι, κατά τήν συνεδρίασιν τοῦ Δ.Σ. τῆς 7/20-11-2000, ὅτε ἀπεχωρήσαμεν τῆς συνεδριάσεως διαμαρτυρηθέντες, καταγγείλαντες καί διαχωρίσαντες τάς εὐθύνας μας ἔναντι τοῦ Νόμου καί τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς, ὁ ᾿Επίσκοπος Κήρυκος "παρητήθη" τῆς θέσεως τοῦ Γενικοῦ Γραμματέως τοῦ ΙΦΣΚΑΕ. Τοῦτο καταγγείλαμεν ὡς ἀναλήθειαν (ψεῦδος), ἡ ὁποία ἐσκευωρήθη κατά τό διαρρεῦσαν ἀπό 20-11-2000, ἕως 26-11-2000, διότι ἀφελέστατα ἐπίστευσαν οἱ ἐκ τῶν παρασκηνίων κατευθύνοντες τά πράγματα, ὅτι μέ τόν τρόπον αὐτόν μᾶς θέτουν ἐκτός, μᾶς περιθωριοποιοῦν καί ἀπαλάσσονται ἐκ τῆς παρουσίας μας καί ἑπομένως μποροῦν νά "θάψουν" ὅλα τά θέματα, τά ὁποῖα ἐκκρεμοῦν καί ὅλας τάς διαπλοκάς. Αὐτός ἀκριβῶς ἦτο καί ἕνας βασικός λόγος τῆς μή συγκλήσεως τοῦ Δ.Σ. ἐπί ἕν ἔτος. Σημειώνομεν, ὅτι ἀπό τάς ἀρχάς τοῦ παρελθόντος ἔτους ὁ᾿Επίσκοπος Κήρυκος ἐπανειλημμένως εἶχε θέσει ἔνια ἐκ τῶν θεμάτων (οἰκονομικά-λογιστικά) μέ τά ὁποῖα πρέπει νά ἀσχοληθῇ τό Δ.Σ., πλήν ὅμως ὁ Μακαριώτατος Πρόεδρος δέν ἠθέλησε κἄν νά συζητηθοῦν, ἐνῶ εἰς ἑπομένας συνεδριάσεις (τοῦ προηγουμένου ἔτους) ἔφερε εἰς τό Δ.Σ. τούς μον. Μάξιμον καί κ. Κάτσουραν, ὡς "ἐπαΐοντας" καί "εἰδήμονας" νά συμμετέχουν εἰς τάς ἐργασίας τοῦ Δ.Σ. Τοῦτο, ὅμως, ὡς παράνομον, ἀλλά καί δι᾿ ἄλλους λόγους, δέν ἠδύνατο νά γίνῃ δεκτόν, ἐνῶ εἰς μίαν ἐξ αὐτῶν τῶν συνεδριάσεων εἶπε; "Μακαριώτατε δέν θέλομεν προϊσταμένους, θέλομεν συνεργάτας". ᾿Αφοῦ λοιπόν δέν κατωρθώθη τοῦτο, νά συμμετέχουν,δηλαδή οἱ μον. Μάξιμος καί κ. Κάτσουρας εἰς τό Δ.Σ., ἐπί ἕν ἔτος δέν συνεκλήθη τοῦτο, ἕως ὅτου κατώρθωσε νά φέρῃ εἰς τό Δ.Σ., μέ τόν γνωστόν τρόπον, τόν παρανόμως, ὡς εἴπομεν, ἐκλεγέντα Σεβ. Διαυλείας κ. ᾿Ανδρέαν, ἐνῶ τοῦτο δέν ἦτο κἄν ἀπαραίτητον, καθόσον ἠδύναντο, ἄν ἤθελον,νά συνεδριάζουν καί νά ἀποφασίζουν μόνον μέ τά δύο μέλη, ἀφοῦ ἡ ψῆφος τοῦ Προέδρου εἶναι ὑπέρ αὐτῶν. ῞Επονται αἱ ὑπογραφαί + ῾Ο Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Κήρυκος ῾Ιερομόναχος ᾿Αμφιλόχιος Ταμπουρᾶς Θεολόγος ᾿Ελευθέριος Γκουτζίδης ῎Ηλθαμε ὡς γνωστόν εἰς τήν Γενικήν Συνέλευσιν, καί μᾶς ἀνεκοίνωσε ὁ Μακαριώτατος Πρόεδρος, ὅτι ἀναβάλλεται, διότι δέν ἔχει γίνει ὁ ἔλεγχος ἀπό τήν ᾿Εξελεγκτική ᾿Επιτροπή. Συμφωνήσαμε μάλιστα νά γράψουμε ἕνα σύντομο σημείωμα καί νά τό ὑπογράψῃ ὁ Μακαριώτατος καί ὁ Γραμματεύς, ἐνῶ, ἐφ᾿ ὅσον συνεκλήθη ἡ Γενική Συνέλευσις ἔπρεπε νά τό ὑπογράψουν ὅλα τά Μέλη, ἐφ᾿ ὅσον ἦσαν παρόντα, ὅμως κατά τρόπον πού προκαλεῖ εὔλογες ἀπορίες καί ὑπόνοιες ὁ Μακαριώτατος δέν ἠθέλησε νά τό ὑπογράψῃ. Νομίζω, ὅτι θά ἦτο σκόπιμο νά μᾶς ἐξηγήσῃ γιατί δέν θέλει νά τό ὑπογράψῃ.

ΡΑΠΙΣΕ ΤΟΝ ΒΛΑΣΦΗΜΟΝ

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Καὶ ἂν ἀκούσης κάποιον εἰς τὸν δρόμον ἢ εἰς τὸ μέσον τῆς ἀγορᾶς νὰ βλασφημη τὸν Θεόν, πλησίασε, ἐπίπληξε τον, καὶ ἂν πρέπει να τον δείρης, μη διστάσης ράπισε τον εἰς τὸ πρόσωπον, σύντριψέ του το στόμα, καὶ ἀγίασε τὸ χέρι σου διὰ τῆς πληγῆς ποὺ θὰ τοῦ δώσης, καὶ ἂν σὲ καταγγείλουν μερικοί καὶ σὲ σύρουν εἰς τὸ δικαστήριον, νὰ τοὺς ἀκολουθήσης καὶ ἂν ἀπὸ τὸ δικαστικόν βήμα σοῦ ζητήση ὁ δικαστής εὐθύνας νὰ εἰπῇς μὲ θάρρος, ὅτι ἐ βλασφήμησε τὸν βασιλέα τῶν ἀγγέλων. Διότι ἐὰν πρέπει νὰ τιμωρούνται αὐ τοῦ ποὺ βλασφημοῦν τὸν ἐπίγειον βασιλέα, πολύ περισσότερον πρέπει νὰ τιμωροῦνται ἐκεῖνοι ποὺ βλασφημοῦν ἐκεῖνον.

ΡΑΠΙΣΕ ΤΟΝ ΒΛΑΣΦΗΜΟΝ

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Καὶ ἂν ἀκούσης κάποιον εἰς τὸν δρόμον ἢ εἰς τὸ μέσον τῆς ἀγορᾶς νὰ βλασφημη τὸν Θεόν, πλησίασε, ἐπίπληξε τον, καὶ ἂν πρέπει να τον δείρης, μη διστάσης ράπισε τον εἰς τὸ πρόσωπον, σύντριψέ του το στόμα, καὶ ἀγίασε τὸ χέρι σου διὰ τῆς πληγῆς ποὺ θὰ τοῦ δώσης, καὶ ἂν σὲ καταγγείλουν μερικοί καὶ σὲ σύρουν εἰς τὸ δικαστήριον, νὰ τοὺς ἀκολουθήσης καὶ ἂν ἀπὸ τὸ δικαστικόν βήμα σοῦ ζητήση ὁ δικαστής εὐθύνας νὰ εἰπῇς μὲ θάρρος, ὅτι ἐβλασφήμησε τὸν βασιλέα τῶν ἀγγέλων. Διότι ἐὰν πρέπει νὰ τιμωρούνται αὐτοι ποὺ βλασφημοῦν τὸν ἐπίγειον βασιλέα, πολύ περισσότερον πρέπει νὰ τιμωροῦνται ἐκεῖνοι ποὺ βλασφημοῦν ἐκεῖνον.
"Αμύητοι,άπιστοι,ακατάνυχτοι, είμαστε οι πιο πολλοί σήμερα, τώρα που έπρεπε να προσπέσουμε με δάκρυα καυτερά στην Παναγία και να πούμε μαζί με το Θεόδωρο Δούκα το Λάσκαρη,που σύνθεσε με συντριμένη καρδιά τον παρακλητικό κανόνα:«Εκύκλωσαν αι του βίου με ζάλαι ώσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε».«Σαν τα μελίσσια που τριγυρίζουνε γύρω στην κερήθρα,έτσι κ’ εμένα με ζώσανε οι ζαλάδες της ζωής και πέσανε απάνω στην καρδιά μου και την κατατρυπάνε με τις φαρμακερές σαγίτες τους.Άμποτε, Παναγiα μου,να σε βρω βοηθό,να με γλύτώσεις από τα βάσανα».Μα ποιος από μας γυρεύει βοήθεια από την Παναγία,από τον Χριστό κι’ από τους αγίους;Γυρεύουμε βoήθεια από το κάθετι, παρεκτώς από το Θεό.Αλλά τι βοήθεια μπορούνε να δώσουνε στον άνθρωπο τα είδωλα τα λεγόμενα «επιστήμη» και «τέχνη»; Ο άγιος Ισαάκ ο αναχωρητής λέγει:«Σ’ όλους τους δρόμους που πορεύονται oι άνθρωποι σε τούτον τον κόσμο δεv βρίσκουνε σε κανένα την ειρήνη,ως που vα σιμώσουμε στην ελπίδα του Θεού. Φώτης Κόντογλου

Τρίτη 12 Αυγούστου 2025

ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ (Η ΔΙΑΣΑΛΕΥΣΙΣ ΤΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΤΑΞΕΩΣ, ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΙΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ, ΡΗΣΕΙΣ ΠΑΤΕΡΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΤΑΞΕΩΣ, ΚΛΠ.)

ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΚΑΡΕΑ Αυτό τό ταπεινό εκκλησάκι εχει μιά μεγάλη ιστορία. Σ' αυτό σήμερα χτυπάει η καρδιά των απανταχού Ορθοδόξων. Ειναι σήμερον ενα Πανορθόδοξον Κέντρον. Γι αυτό καί διώκεται. Γι αυτό καί τό εβαλαν στόχο οι σκοτεινές δυνάμεις, ωστε η νά τό κλείσουν η νά τό προσφέρουν εις τούς Οικουμενιστάς... Καί κάμνουν (ο Στέφανος καί η παρέα του) δικαστηρια επί δικαστηρίων διά νά τό κερδίσουν καί η νά τό πωλήσουν πρός ιδιον οφελος, η νά τό καταλάβουν καί νά τό κάμουν κέντρο τού οικουμενισμού. Ο κτήτωρ αυτού Σπυρίδων Κόκκορης ηταν ενας μεγάλος αγωνιστης της Ορθοδοξίας. Καί μού παρέδωσε από τό 1980 περίπου τό Αρχειον τού Αγωνος του, μεταξύ των οποίων την αγωνιστική εφημερίδα "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ", τό λάβαρο τού Αγωνος, τό Αρχειον της "Ορθοδόξου Φιλικής Εταιρείας", καί μου ζητησε, ενώ ακόμη ημουν λαικός, νά συνεχίσω αυτόν τόν αγωνα εχοντας τόν ναόν ως ενα Πανορθόδοξον Ιεραποστολικόν Κέντρον. Αλλά καί οταν εγινα Κληρικός καί επί μίαν περίπου δεκαετίαν εγραφεν αρθρα αγωνιστικά μέ εθνικο-ορθόδοξον περιεχόμενον καί τά εδημοσίευσα εις τόν "Κήρυκα Γνησίων Ορθοδόξων".... Η ΔΙΑΣΑΛΕΥΣΙΣ ΤΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΤΑΞΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΕΡΟΣΥΝΟΔΙΚΟΥ ΘΕΣΜΟΥ «Οὐ μικρόν τό ἀδίκημα τῆς διασαλεύσεως τῆς τε Κανονικῆς Τάξεως καί τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου». Επ αυτού του θέματος αντιγράφομεν τά κάτωθι εκ του Ιερού Πηδαλίου. «Ὅτι παρά πάντων πρέπει νά φυλάττωνται οἱ θεῖοι Κανόνες ἀπαρασάλευτοι. Οἱ γάρ μή φυλάττοντες, εἰς φρικτά ἐπιτίμια καθυποβάλλονται». «Ταῦτα περί Κανόνων διετάχθω ὑμῖν παρ' ἡμῶν, ὦ ἐπίσκοποι. ὑμεῖς δέ ἐμμένοντες αὐτοῖς σωθήσεσθε καί εἰρήνην ἔξετε, ἀπειθοῦντες δέ κολασθήσεσθε καί πόλεμον μετ' ἀλλήλων ἀΐδιον ἔξετε,...», «...μηδενί ἐξεῖναι τούς προδηλωθέντας παραχαράττειν Κανόνας ἤ ἀθετεῖν». «Εἰ δέ τις ἀλῶ Κανόνα τινά τῶν εἰρημένων καινοτομῶν ἤ ἀνατρέπειν ἐπιχειρῶν, ὑπεύθυνος ἔσται κατά τόν τοῦτον Κανόνα, ὡς αὐτός διαγορεύει τήν ἐπιτιμίαν δεχόμενος...», «τούς τῶν ἑπτά Συνόδων Κανόνες θέλει κρατεῖν καί τά δόγματα αὐτῶν ὡς τάς θείας Γραφάς», «ὡρίσθη παρά τῶν Ἁγίων Πατέρων χρῆναι καί μετά θάνατον αναθεματίζεσθαι, τούς εἵτε εἰς πίστιν, εἴτε εἰς Κανόνας ἀμαρτάνοντας...», «Τοῖς ἐν καταφρονήσει τιθεμένους τούς Ἱερούς καί θείους Κανόνας τῶν Ἱερῶν Πατέρων ἡμῶν, οἵ καί τήν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν ὑπερείδουσι, καί ὅλην τήν χριστιανικήν πολιτείαν κοσμοῦντες, πρός θείαν ὁδηγοῦσιν εὐλάβειαν, ἀνάθεμα». (Πηδάλιον, «περί τῶν Ἱερῶν Καόνων» σελ. ιη-κα’), καί «...εἰ μέν γάρ ἐναντίον τοῖς κανόσιν ἐπίσκοπος ἐνέγκη ψῆφον, τιμωρηθήσεται, ἤγουν καθαιρεθήσεται... οὐ γάρ συγγνωστέος ἔσεται λέγων μή εἰδέναι τούς Κανόνας, οὕς ἀναγκάζεται διά γλώσσης ἔχειν σχεδόν ἀεί». ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΟΥΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ Οροι καί προϋποθέσεις τῆς ἀληθοῦς καί Ὀρθοδόξου Συνόδου, ὡς ἐν τῶ ἐγγράφω Α.Π. 209/19.6.2001, ἐσημειώθησαν ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Κηρύκου πρός τήν τότε συνεδριάσασαν Ἱεράν Σύνοδον, ἤτοι: «α) Πρέπει ὅλοι οἱ συμμετέχοντες εἰς τήν Σύνοδον ἐπίσκοποι νά ὑγιαίνουν ἐν τῆ Πίστει: «Οὐ γάρ οἷόν τε συνόδω συναριθμηθῆναι τούς περί τήν πίστιν ἀσεβοῦντας» (Μ. Ἀθανασίου, ΒΕΠΕ, 31, 260). Δέν δύνανται ἑπομένως εἰς μίαν Σύνοδον νά εἶναι συμπάρεδροι οἱ «παρά ἀξιοπίστων ἀνθρώπων» κατηγορηθέντες «ἐπί κακοδοξία» καί μάλιστα καταφανῆ. β) Εἰς μίαν ὀρθόδοξον Σύνοδον ὁποιαδήποτε ἄποψις, διαφωνία, ἔνστασις ἐπί Κανονικοῦ ἤ Δογματικοῦ θέματος, κ.λπ., δέν νοεῖται νά περιφρονῆται καί νά παραγκωνίζεται καί οὕτω νά ἀποσιωπᾶται τό θέμα, νά φιμώνεται τό Συνοδικόν μέλος μέ συμπεριφοράν ἐξουσιαστικήν καί ἀλαζονικήν, κ.λπ. Δηλαδή εἰς μίαν Ὀρθόδοξον Σύνοδον πρῶτον Ἱεραρχοῦνται τά θέματα καί κατόπιν ἀντιμετωπίζονται καί τακτοποιοῦνται ταῦτα ἐλεύθερα καί πέραν σκοπιμοτήτων ἤ παρεμβολῶν τρίτων. Οἱ μετέχοντες δέον νά ἔχουν εἰλικρινῆ διάθεσιν νά συζητήσουν καί νά ἀποφασίσουν ὄχι κατά τό ἴδιον θέλημα ἤ καί ἀλλοτρίων, ἀλλά κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό φαινόμενον τῆς καταλύσεως τοῦ ὅρου αὐτοῦ συναντῶμεν πληθωρικῶς καί εἰς τάς ἡμέρας μας, καί αὐτό εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἀλλοτριώνει ἐπισκόπους, ἀλλά καί ὁλοκλήρους Συνόδους ἀπό τό ὀρθόδοξον Συνοδικόν σύστημα. γ) Ἐν Συνόδω εἶναι ἐλεύθερος ὁ Ὀρθόδοξος λόγος εἰς ὅλα τά μέλη, δέν περιφρονεῖται κανείς, οὔτε μέ τήν πρόφασιν ἐλλείψεως χρόνου ἤ δι' ἄλλον τινά λόγον, ἀλλά συζητῶνται καί ἐξετάζονται ἐλεύθερα τά θέματα καί ἀναζητεῖται τό δίκαιον, τό ἀληθές καί οὕτω καταλήγει ἡ Σύνοδος εἰς τό «ἔδοξε τῶ Ἁγίω Πνεύματι καί ἡμῖν» (Πράξ. ΙΕ, 7 καί 28). Λειτουργεῖ ἡ Ἱερά Σύνοδός μας κατ' αὐτά τά πρότυπα, ἤ ἠλλοιώθη εἰς τάς ἡμέρας μας ἡ λειτουργία τοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ καί ὡς ἐκ τούτου προκύπτει ἔντονος ἡ κρίσις Συνοδικότητος; δ) Εἶναι ἀδιανόητον νά ἔρχωνται εἰς τήν Σύνοδον ἔξωθι προειλημμέναι ὑπό τρίτων ἀποφάσεις, διότι τό προαποφασίζειν ἐξωσυνοδικῶς καί δή παρά ἐξωσυνοδικῶν, καί ἔν τισιν καί ἐξωεκκλησιαστικῶν προσώπων, ἀποτελεῖ οὐσιαστικήν κατάλυσιν τῆς Συνόδου καί ἀναιδῆ ἐμπαιγμόν τοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ τῆς ὀρθοδοξίας, βλάπτει τό ἔργον τῆς Ἐκκλησίας καί ἐν τέλει ἀποτελεῖ τήν ἐσχάτην βλασφημίαν κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. ε) Αἱ Συνοδικαί ἀποφάσεις καί σήμερον δέον νά διέπωνται, καί νά ἕπωνται καί νά συμφωνοῦν πρός τάς ἀποφάσεις καί τά θέσμια ὅλων τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί λοιπῶν ὀρθοδόξων Συνόδων, διά τῶν ὁποίων ἐνήργησεν ἡ μία Χάρις τοῦ ἑνός Ἁγίου Πνεύματος. Μόνον οὕτω διαφυλάσσεται ἡ Ἀποστολικότης καί ἡ Πατερικότης, ἡμεῖς δέ παραμένομεν Ὀρθόδοξοι καί γνήσιοι Αὐτῆς ἐπίσκοποι. Οὕτω μόνον δυνάμεθα νά λέγωμεν μετά τῶν Πατέρων τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ Πίστις τῶν Ἀποστόλων, πάντες οὕτω πιστεύομεν. Οἱ Ὀρθόδοξοι οὕτω πιστεύουσιν». στ) Διά νά κριθῆ τελικῶς μία Σύνοδος, ὡς ὄντως Ὀρθόδοξος, εἶναι ἀναγκαῖον αἱ ἀποφάσεις της νά γίνουν ἀποδεκταί καί ὑπό τῆς καθ' ὅλου Ἐκκλησίας. Δηλαδή ὑπό πάντων τῶν Ὀρθοδόξων Ἱεραρχῶν, τῶν λοιπῶν Κληρικῶν, τῶν Μοναχῶν καί τῶν λαϊκῶν. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής λέγει: «Τάς γενομένας Συνόδους ἡ εὐσεβής πίστις κυροῖ καί πάλιν, ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης κρίνει τάς Συνόδους». (Πηδάλιο, σελ. 118). ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΤΑΞΕΩΣ α) Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει, ὅτι καί τρία μόνον ἄτομα νά κρατήσουν ἀκεραίαν τήν ὀρθήν Πίστιν, αὐτά μόνον ἀποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ (P.G. 55, 158 καί 160, 203). Καί ὁ ἅγιος Νικηφόρος ὁ ὁμολογητής προσθέτει: «Εἰ δέ καί πάνυ ὀλίγοι ἐν τῆ εὐσεβεία καί ὀρθοδοξία διαμείνωσιν, οῦτοι εἰσίν Ἐκκλησία καί τό κῦρος καί ἡ προστασία τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν ἐν αὐτοῖς κεῖται, κἄν αὐτοῖς ὑπέρ τῆς εὐσεβείας κακοπαθῆσαι δεήσοι». β) Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης περί ἀντικανονικῶν Συνόδων λέγει: «...Συνόδους συνεκρότησαν μεγάλας καί παμπληθεῖς καί Ἐκκλησίαν Θεοῦ ἑαυτούς 'ωνομάκασι, καί ὑπέρ Κανόνων ἐφρόντισαν τῶ δοκεῖν κατά Κανόνων τό ἀληθές κινούμενοι (φρόντισαν νά φαίνωνται πώς ἐργάζονται ὑπέρ τῶν Κανόνων ἐνῶ στήν πραγματικότητα ἐστρέφοντο κατά τῶν Κανόνων). Τί δή θαυμαστόν, εἰ καί πέντε καί δέκα ἐπίσκοποι, συναχθέντες τόν ὑπό τῶν Κανόνων καθηρημένον κατά τάς δύο αἰτίας ἠθώωσαν, λύσαντες τοῦ Ἱερουργεῖν; Συνόδους τοίνυν, δέσποτα, οὐ τό Ἁπλῶς συνάγεσθαι Ἱεράρχας τε καί Ἱερεῖς, κἄν πολλοί 'ῶσιν (κρείσσων γάρ εἷς ποιῶν τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ἤ μύριοι παραβαίνοντες), ἀλλά τό ἐν ὀνόματι Κυρίου, ἐν τῆ εἰρήνη καί φυλακῆ τῶν Κανόνων. Καί τό δεσμεῖν καί λύειν οὐχ ὡς ἔτυχεν, ἀλλ' ὡς δοκεῖ τῆ ἀληθεία, καί τῶ κανόνι, καί τῶν γνώμονι τῆς ἀκριβείας. Εἰ δείξωσιν οἱ συνελθόντες τοῦτο πεποιηκότες καί ἡμεῖς σύν αὐτοῖς. Εἰ οὐ δεικνύουσι, ἐκβαλέτωσαν τόν ἀνάξιον, ἵνα μή τις εἰς κατηγόρημα αὐτοῖς καί τοῖς μετέπειτα γενεαῖς παραδοθήσεται... καί ἐξουσία τοῖς Ἱεράρχαις ἐν οὐδενί δέδοται ἐπί πάση παραβάσει κανόνος, ἤ μόνον στοιχεῖν τά δεδογμένα καί ἔπεσθαι τοῖς προλαβοῦσιν». (P.G. 99, 1049). γ) Ὡσαύτως ἔλαβεν ὑπ' ὄψιν τόν Α’ Κανόνα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ὅστις κανονίζει ὅτι ἡ Κανονική εὐταξία ἀποτελεῖ τήν βάσιν τῆς ἑνότητος καί ἀγάπης: «Ἕκαστα τῶν καθ' ἡμᾶς πραγμάτων, ὅταν εὐθύ φέρηται κανονικῆς εὐταξίας, οὐδένα μέν ἡμῖν ἐντίκτει θόρυβον, ἀπαλλάττει δέ καί τῆς παρά τινων δυσφημίας, μᾶλλον δέ καί τάς παρά τῶν εὖ φρονούντων εὐφημίας ἡμῖν προξενεῖ. Τίς γάρ οὐκ ἄν ἀποδέξαιτο ψῆφον ἀπροσκλινῆ, `ήπερ ἄν γένοιτο παρά τινων; ἤ πῶς τό κρίνειν ὀρθῶς καί ἐννόμως οὐκ ἀνεπίπληκτον ἔσται, μᾶλλον δέ παντός ἐπαίνου μεστόν;...». δ) Τόν ΙΗ’ τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Τό τῆς συνωμοσίας, ἤ φατρίας, ἔγκλημα καί παρά τῶν ἔξω νόμων πάντη κεκώλυται, πολλῶ δή μᾶλλον ἐν τῆ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία τοῦτο γίνεσθαι ἀπαγορεύειν προσήκει. Εἵ τινες τοίνυν κληρικοί, ἤ μονάζοντες, εὑρεθεῖεν συνομνύμενοι, ἤ φατριάζοντες, ἤ κατασκευάς τυρεύοντες ἐπισκόποις, ἤ συγκληρικοῖς, ἐκπιπτέτωσαν πάντη τοῦ οἰκείου βαθμοῦ». (Πηδάλιον τῆς Νοητῆς Σιών, σελ. 200). ε) Τόν ΙΕ’ τῆς Πρωτοδευτέρας Ἁγίας Συνόδου: «Οἱ γάρ δι' αἵρεσίν τινα, παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρό τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου τήν αἵρεσιν δηλονότι δημοσία κηρύττοντος καί γυμνῆ τῆ κεφαλῆ ἐπ' Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῆ κανονικῆ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς της πρός τόν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνω¬σαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι». (ΙΕ’ Κανών Πρωτοδευτέρας Συνόδου). στ) Ἐπί πᾶσι τούτοις λαμβάνεται ὑπ' ὄψιν ἡ στάσις καί οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ὅστις ἠρνήθη κάθε ἐκκλησιαστικήν «κοινωνίαν», ὄχι μόνον μέ ὅσους ἐδέχθησαν τήν «ψευδένωσιν», ἀλλά καί μέ ὅσους ἐκοινώνουν μέ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἐδέχθησαν τήν «ψευδοένωσιν»! Συγκεκριμένα ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός ἠρνήθη νά ἔλθη εἰς οἱανδήποτε ἐπαφήν μέ τόν νέον Πατριάρχην, τόν Λατινόφρονα Μητροφάνην, καί τούς ὁμόφρονάς του ἐπισκόπους. Δικαιολογῶν τήν στάσιν του γράφει: «...Οὔτε βούλομαι, οὔτε δέχομαι τήν αὐτοῦ, ἡ τήν μετ' αὐτοῦ κοινωνίαν, τό παράπαν οὐδαμῶς... ὥσπερ οὔτε γεγονυῖαν ἕνωσιν καί τά δόγματα Λατινικά, ἅπερ ἐδέξατο αὐτός καί οἱ μετ' αὐτοῦ... Πέπεισμαι γάρ ἀκριβῶς, ὅτι ὅσον ἀποδιίσταμαι τούτου καί τῶν τοιούτων, ἐγγίζω τῶ Θεῶ καί πᾶσι τοῖς πιστοῖς καί Ἁγίοις Πατράσι. Καί ὥσπερ τούτων χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῆ ἀληθεία καί τοῖς Ἁγίοις Πατράσι τοῖς θεολόγοις τῆς Ἐκκλησίας...» (P.G. 160, 536 CD). ζ) Τέλος καί τούς λόγους τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου, ὅστις καθορίζει μέ ἄριστον τρόπον τήν στάσιν τῶν ὀρθοδόξων, ἔναντι τῶν ἐπισκόπων. Γράφει εἰς μίαν ἐπιστολήν του πρός τούς μοναχούς: «Τούς ἐπισκόπους ὑμῶν ἐπιτηρεῖτε ἵνα ὦσιν Ὀρθόδοξοι, καί μή διδάσκουσι δόγματα ἐναντίον τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, μηδέ τοῖς αἱρετικοῖς, ἤ τοῖς ἀπεσχισμένοις συλλειτουργῶσι. Τά δέ ἄλλα, ἤ τῆς ἀγνοίας αὐτῶν εἰσί καί τῆς τοῦ καιροῦ κακίας καί εἰσί συγγνωστοί, ἤ τῆς προαιρέσεως αὐτῶν καί αὐτοί μόνοι ἀπολογήσονται τῶ Θεῶ» (Πατριάρχου Νεκταρίου, Ἐπιτομή Ἱεροκοσμικῆς Ἱστορίας, ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Σινᾶ, Ἀθῆναι 1980, σελ. 231). η) Τόν Θ’ Κανόνα τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ὅστις λέγει μεταξύ ἄλλων: «Τό γάρ ἐκ μέρους εὐσεβεῖν καί ἐκ μέρους κοινοῦσθαι βέβηλον». (Πηδάλιον 738 ε). Ἐν προκειμένω τό Α.Σ.Δ. ἐπισημαίνει ὅτι τάς αὐτάς βεβηλότητας ἐσημείωνεν ἡ ἀπόφασις τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς ἡ ὁποία ὑπῆρξεν ἄκρως ἀντιφατική, ἀφοῦ ἀφ' ἑνός ἀναγνωρίζει τάς χειροτονίας τοῦ 1948 καί ἀφ' ἑτέρου ἐπικαλεῖται τόν Η’ Κανόνα τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀφορᾶ χειροθεσίαν ἐπί σχισματικῶν. Τοιαύτην καί πλέον φοβεράν βεβηλότητα παρουσιάζουν καί αἱ «ἀποφάσεις» τοῦ κ. Νικολάου καί τοῦ Συνεδρίου του, ἀφοῦ δι' αὐτῶν, ἀφ' ἑνός μέν λέγουν ὅτι διαφυλάττουν τήν ὁμολογίαν καί ἔχουν τήν Γνησίαν ἀποστολικήν Διαδοχήν ἐκ τῶν χειροτονιῶν τοῦ ἐπισκόπου Ματθαίου, ἀφ' ἑτέρου δέ ὅτι ἐδέχθησαν ὅλοι χειροθεσίαν ἐπί σχισματικῶν καί «μᾶς περιρρέει ἡ ἀνομία τῆς χειροθεσίας». θ) Τόν ΞΒ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τόν διαγορεύοντα: «Εἴ τις Κληρικός διά φόβον ἀθρώπινον... ἀρνήσηται τό ὄνομα τοῦ Κληρικοῦ καθαιρείσθω. Μετανοήσας δέ ὡς λαϊκός δεχθήτω». Εἰς τήν ὑποσημείωσιν τοῦ Κανόνος τούτου ἀναγράφεται καί τό τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «ἀρνήσεως οὐδέν χεῖρον Ἁμάρτημα». Εκεινος που αγαπα το Θεο, ζει αγγελικο βιο πανω στη γη, νηστευει κι αγρυπνει, ψαλλει και προσευχεται, και για καθε ανθρωπο σκεφτεται παντοτε καλα. (Αγ. Μαξιμος ο ομολογητης).